Oλ ΣτΕ 813/2019 Δήλωση περιουσιακής κατάστασης (Πόθεν έσχες) και ρυθμίσεις σχετικές με τους δικαστικούς λειτουργούς

Oλ ΣτΕ 813/2019

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες δικαστικές Ενώσεις επιδιώκουν να ακυρωθούν α. ο κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 κατάλογος ελεγχομένων προσώπων για το έτος 2018 της Διεύθυνσης Δ1 του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και β. η υπ’ αριθμ. 84949/29.11.2018 πράξη της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

5. Επειδή, από τις εκτεθείσες στην ανωτέρω σκέψη διατάξεις προκύπτει ότι κάθε έτος ο αρμόδιος φορέας ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται οι υπόχρεοι σε υποβολή Δ.Π.Κ. εκδίδει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, τις καταστάσεις των υπόχρεων προσώπων που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, στις τρεις (3) προηγούμενες χρήσεις για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ και ιβ΄ της παραγράφου 1 ή στις χρήσεις που κατ’ εξαίρεση ειδικότερα προβλέπονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Με τις καταστάσεις αυτές εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους, τα υπόχρεα σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για το οικείο έτος πρόσωπα. Η ηλεκτρονική καταχώριση των καταστάσεων αυτών, για την οποία τάσσεται αποκλειστική προθεσμία στον αρμόδιο φορέα, προβλέπεται ρητά από τον νόμο, η παράλειψη δε αυτής συνεπάγεται για τους υπευθύνους τις προβλεπόμενες στο άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 3213/2003 ποινικές κυρώσεις. Περαιτέρω, από τις αυτές διατάξεις συνάγεται ότι η ηλεκτρονική καταχώριση των οριστικοποιημένων καταστάσεων μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, (στις οποίες έχουν πρόσβαση ως προς τα καταχωρισθέντα σε αυτές ατομικά στοιχεία τους και οι χρήστες της εφαρμογής δια της εισαγωγής των προσωπικών κωδικών Taxisnet), αποσκοπεί τόσο στην ενημέρωση των οργάνων ελέγχου για την περαιτέρω εφαρμογή των διατάξεων του νόμου όσο και στην ενημέρωση των ίδιων των υποχρέων, ώστε να δύνανται λυσιτελώς να αμφισβητήσουν τη συνδρομή στο πρόσωπό τους της ιδιότητας του υποχρέου σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., με την υποβολή αίτησης στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο ελέγχου, κατ’ άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3213/2003.

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη κατάσταση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους, οι εκ του νόμου υπόχρεοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί σε υποβολή Δ.Π.Κ. για το έτος 2018, διαβιβάσθηκε στις 22.2.2018 στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του ως άνω Υπουργείου, η οποία με το υπ’ αρ. πρωτ. 29808οικ/8.5.2018 έγγραφό της την απέστειλε, σε ηλεκτρονική μορφή, στο τότε αρμόδιο όργανο ελέγχου (Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης), ακολούθως δε μετά την τροποποίηση του ν. 3213/2003 με τον ν. 4571/2018 οριστικοποιήθηκε και καταχωρίσθηκε στις 17.1.2019 ηλεκτρονικώς μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής του άρθρου 2Α του ν. 3213/2003 (βλ. υπ’ αρ. πρωτ. 2603 οικ. 23.1.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Περαιτέρω η ανωτέρω προσβαλλόμενη συμπληρώθηκε με την κατάσταση των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία  συντάχθηκε από την 11η Υπηρεσία Επιτρόπου και υπογράφηκε από την Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. το διαβιβασθέν στο Δικαστήριο υπ’ αρ. πρωτ. 4106/22.1.2019 έγγραφο της 11ης Υπηρεσίας Επιτρόπου Διοικητικής Υποστήριξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και καταχωρίσθηκε στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή στις 22.1.2019. Εν όψει όσων εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη ως άνω κατάσταση αποτελεί εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη και δη σώρευση ατομικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 3465/2007, 2575/2003, 4124/1995, 281/1993, 2877/1990), η οποία προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού οι διαφορές που ανακύπτουν από τις πράξεις αυτές δεν περιλαμβάνονται σε εκείνες που έχουν υπαχθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Αν και κατά τη γνώμη των Αντιπροέδρων Μ. Καραμανώφ, Γ. Παπαγεωργίου και των Συμβούλων Α. Χριστοφορίδου, Θ. Αραβάνη, Α. Χλαμπέα, Η. Μάζου, Κ. Κονιδιτσιώτου και Ι. Αργυράκη, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Φ. Γιαννακού, η ανωτέρω κατάσταση συνιστά ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, όπως προκύπτει κυρίως από την προπαρατεθείσα διάταξη του νόμου, κατά την οποία καταρτίζεται, οριστικοποιείται και δηλώνεται ηλεκτρονικά «μηδενική κατάσταση» όταν δεν υπάρχουν υπόχρεα φυσικά πρόσωπα σε έναν φορέα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Διοίκησης ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει αυτοτελώς έννομες συνέπειες για τα μέλη των αιτουσών ενώσεων σε σχέση με την κτήση της ιδιότητάς τους ως δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών (η οποία επέρχεται με τον διορισμό των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, κατ’ άρθρο 31 του ν. 3689/2008), αλλά εντάσσεται στην εσωτερική διαδικασία της Διοίκησης, αποβλέπουσα στην επικαιροποιημένη πληροφόρηση των οργάνων ελέγχου για τον κατάλογο των υποχρέων ύστερα από την αντιστοίχησή του με την επετηρίδα που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Απορριπτέα επίσης είναι και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, με τα οποία υποστηρίζεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3213/2003 «ενδικοφανής διαδικασία» προβλέπεται μόνο για τις περιπτώσεις περίληψης στις καταστάσεις του άρθρου 1 παρ. 3 του αυτού νόμου προσώπων που δεν έχουν την ιδιότητα του υποχρέου και ότι βάσει των στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, υπέβαλαν κατά τα έτη 2016 και 2017 Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. 48.021 υπόχρεοι εκτός καταστάσεων. Τούτο δε, διότι ναι μεν η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως προσώπου, ως εκ της ιδιότητάς του, ιδρυόμενη απευθείας από τον νόμο (πρβλ. ΣτΕ 985/2005, 5028/1987), δεν αίρεται στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό δεν έχει συμπεριληφθεί στην κατάσταση του οικείου φορέα, ωστόσο η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 κατάσταση υποχρέων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3213/2003 για την κίνηση εκ μέρους των οργάνων ελέγχου της διαδικασίας επιβολής των προβλεπόμενων από τον νόμο κυρώσεων.

7. Επειδή, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 84949/29.11.2018 πράξη της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο, την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τους Προϊσταμένους των Εφετείων και των Εισαγγελιών Εφετών της χώρας και τους Προϊσταμένους των Διοικητικών Εφετείων της χώρας (με την παράκληση οι Προϊστάμενοι αυτοί να ενημερώσουν τα δικαστήρια των περιφερειών τους), επισημαίνεται στους αποδέκτες η υποχρέωση υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η ανάθεση του ελέγχου σε επιτροπή με ενδεκαμελή σύνθεση, η προθεσμία υποβολής δηλώσεων, οι κυρώσεις σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς δηλώσεως, παρακαλούνται δε οι Προϊστάμενοι όλων των δικαστικών υπηρεσιών της χώρας να ενημερώσουν άμεσα και ενυπόγραφα τους υπηρετούντες δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και οι Πρόεδροι Πρωτοδικών να κοινοποιήσουν το έγγραφο αυτό στα Ειρηνοδικεία και Πταισματοδικεία της περιφέρειάς τους. Με την πράξη αυτή, υπό το ως άνω περιεχόμενο, δεν εισάγονται νέες αυτοτελείς ρυθμίσεις, αλλά επισημαίνονται στους αποδέκτες της οι προβλεπόμενες από τον νόμο 3213/2013, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4571/2018, υποχρεώσεις τους και οι προβλεπόμενες από τον αυτό νόμο κυρώσεις που συνεπάγεται η μη εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί απλό ενημερωτικό έγγραφο για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3213/2003 και του ν. 4571/2018, στερούμενο εκτελεστού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 2594/2018, 3054/2014 επτ., κ.ά.). Επομένως, η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη προσβάλλεται απαραδέκτως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με το έγγραφο απόψεων της Διοίκησης και η κρινόμενη αίτηση πρέπει κατά το αντίστοιχο μέρος να απορριφθεί, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών των αιτουσών Ενώσεων.

8. Επειδή, κατά το άρθρο 47 του π.δ. 18/1989 (Α 8), το έννομο συμφέρον νομικού προσώπου για την προσβολή διοικητικής πράξης με αίτηση ακυρώσεως κρίνεται, κυρίως επί τη βάσει του σκοπού του νομικού προσώπου και του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ Ολομ. 1745/2016, 1909/2014, 1212/2010, 1620/1988, ΣτΕ 2618/2018 επτ., 2160/2014 επτ., 4243/2015, κ.ά.). Εξ άλλου, εφόσον με την αίτηση ακυρώσεως που ασκούν τα νομικά πρόσωπα προσβάλλονται ατομικές διοικητικές πράξεις θα πρέπει να γίνεται επίκληση της ιδιαίτερης βλάβης που υφίστανται τα πρόσωπα αυτά από τις πράξεις αυτές μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στους επιδιωκόμενους από αυτά θεμιτούς σκοπούς, έστω και ηθικής φύσεως, για την πραγμάτωση των οποίων έχουν συσταθεί (ΣτΕ 3353/2013 Ολομ. σκ. 6, πρβλ. και ΣτΕ 4255/2013 Ολομ. σκ. 12, 1283/2012 Ολομ. σκ. 22, 1094/2008, 4664/1997, 1928/1986, 2818/1984, 1265/1964, 2231/1961, κ.ά.). Ειδικότερα, σωματείο ασκεί με έννομο συμφέρον αίτηση ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξεως είτε όταν η πράξη αυτή απευθύνεται ευθέως σ’ αυτό είτε όταν το παρεμποδίζει στην εκπλήρωση των καταστατικών του σκοπών (βλ. ΣτΕ 4203/2012 Ολομ.). Όταν δε οι τελευταίοι συνίστανται στην προαγωγή των συμφερόντων των μελών του, τότε για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος απαιτείται είτε η πράξη να είναι βλαπτική για τα συμφέροντα του συνόλου των μελών του είτε ορισμένης κατηγορίας αυτών, υπό την περαιτέρω προϋπόθεση, όμως, στην περίπτωση αυτήν, ότι η ακύρωση της πράξης δεν βλάπτει τα συμφέροντα άλλης κατηγορίας μελών του (ΣτΕ Ολομ. 3892/1981  15/2015, 3354/2013 κ.ά.).

9. Επειδή, εν προκειμένω, οι αιτούσες Ενώσεις, στους καταστατικούς σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνονται η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και η προώθηση των εννόμων συμφερόντων των μελών τους (βλ. άρθρο 2 των προσκομισθέντων καταστατικών), ζητούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, ως εκ της βλάβης που φέρονται να υφίστανται τα μέλη τους από την καθιέρωση με τον ν. 4571/2018 του νέου συστήματος υποβολής και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, προβάλλοντας λόγους που αφορούν τη συμφωνία του συστήματος αυτού με το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο. Εν όψει των ισχυρισμών αυτών, με τους οποίους τεκμηριώνεται η ειδική σχέση που συνδέει τους καταστατικούς σκοπούς των αιτουσών Ενώσεων με τη μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, έστω και ατομική, οι αιτούσες αυτές με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, ομοδικούν δε παραδεκτώς, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2649, 3312/2017, πρβλ. και ΣτΕ 944/1999 επτ.). Είναι δε απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του καθ’ ου Υπουργού με τους οποίους αμφισβητείται η ύπαρξη συγκεκριμένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος και ενεργητικής νομιμοποιήσεως των αιτουσών Ενώσεων· τούτο δε, διότι τυχόν αποδοχή της αιτήσεως ακυρώσεως δεν θα έβλαπτε τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, τα οποία έχουν ήδη υποβάλει Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., σε κάθε δε περίπτωση η υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. κατά τα προηγούμενα έτη από ορισμένα μέλη των αιτουσών Ενώσεων, βάσει του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, δεν συνεπάγεται ανεπιφύλακτη αποδοχή του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος, κατά την έννοια του άρθρου 29 του π.δ. 18/1989, όπως υπολαμβάνει το καθ’ ου. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. δεν καθιστά, εν όψει και των τασσόμενων από τον νόμο αποκλειστικών προθεσμιών, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων, πρόωρη την άσκηση της αιτήσεως αυτής, στο πλαίσιο της λυσιτελούς παροχής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι για την ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος αρκεί να υφίσταται η ειδική σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη κατά την έκδοση της πράξης αυτής, την άσκηση της κρινόμενης αίτησης και τη συζήτηση της υπόθεσης και όχι να έχει ήδη επέλθει κατά τους αντίστοιχους χρόνους η βλάβη του, την αποτροπή της οποίας επιδιώκει άλλωστε η αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας. Τέλος, ανεξαρτήτως αν προηγήθηκε απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων των αιτουσών Ενώσεων για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, δεν απαιτείται, πάντως, για την ενεργητική νομιμοποίηση των αιτουσών ενώσεων, κατ’ άρθρο 93 του ΑΚ, προηγούμενη απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων αυτών (βλ. και άρθρο 9 των προσκομισθέντων καταστατικών της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άρθρο 6 της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών).

10. Επειδή, το καθ’ ου προβάλλει με το έγγραφο των απόψεών του ότι η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, διότι σε περίπτωση αποδοχής της θα ανατραπούν οι πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3213/2003, ιδίως για όσους διοικούμενους υπέβαλαν δηλώσεις και θα τεθεί εν αμφιβόλω η ασφάλεια δικαίου. Επίσης, προβάλλει ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιτάσσουν την απόρριψη της αιτήσεως, συνιστάμενοι αφενός στον κίνδυνο να μείνει για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά ανέλεγκτη η περιουσιακή κατάσταση των ελεγχόμενων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και, ως εκ τούτου, να ματαιωθεί ο επιδιωκόμενος με το σύστημα πόθεν έσχες σκοπός της διασφάλισης της σύννομης δράσης των λειτουργών αυτών και να θιγεί η αξιοπιστία της χώρας στον τομέα της διαφάνειας και της ακεραιότητας και αφετέρου στον κίνδυνο της ματαίωσης άσκησης όλων των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην οικεία Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι η επίκληση της συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος δεν συνιστά κατά νόμον αυτοτελή λόγο κωλύοντα την αποδοχή αιτήσεως ακυρώσεως.

11. Επειδή, όταν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ατομική διοικητική πράξη, λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η συμβατότητα με υπερκείμενους κανόνες δικαίου νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν περιέχονται στις διατάξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά σε άλλες διατάξεις του οικείου νόμου, συναφείς με το ρυθμιστικό πλαίσιο ή εντασσόμενες εντός του αυτού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και η προσβαλλόμενη πράξη, είναι παραδεκτοί υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν αποδοχή τους θα οδηγούσε αμέσως σε καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συγκεκριμένου συστήματος ρυθμίσεων, το κύρος του οποίου προϋποθέτει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, ή εφόσον, πάντως, οι πληττόμενες ρυθμίσεις συνέχονται αναπόσπαστα με το εισαγόμενο ρυθμιστικό σύστημα κατά τρόπο, που αν αυτές κριθούν μη εφαρμοστέες, να επέρχεται επίσης αμέσως καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του ρυθμιστικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσονται και οι εφαρμοστέες για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012 σκ. 43, 1283/2012 σκ. 37, 3059/2009 σκ. 11, 5057/1987 επτ., 1357/2006, πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 1858/2015 σκ. 7, 1972/2012 σκ. 5,  2471/2008 σκ. 8, 1792-1793/1997 σκ. 7, ΣτΕ 2477/2018 σκ. 9, 2073/2017 σκ. 6, 350/2011 επτ. σκ. 7 και 22, 1035/2015 σκ. 7, 96/2009 επτ. σκ. 9, 3266/2008 σκ. 7, 372-373/2005 σκ. 8, 1095/2001 σκ. 5, 1554/1980 Ολομ.). Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως, κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη ατομική πράξη με την οποία εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους ως δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, τα υπόχρεα σε υποβολή Δ.Π.Κ. για το έτος 2018 πρόσωπα, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, διότι ο προβλεπόμενος με τις διατάξεις του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 τρόπος συγκρότησης του οργάνου υποβολής και ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των προσώπων αυτών, προσκρούει σε διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι αυτοί, παρά το ότι δεν αφορούν ευθέως το κύρος των διατάξεων, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη – στις οποίες άλλωστε δεν προσάπτεται με την κρινόμενη αίτηση συγκεκριμένη πλημμέλεια – αλλά το κύρος άλλων διατάξεων του νόμου, παραδεκτώς προβάλλονται, κατ’ αρχήν, με την κρινόμενη αίτηση και είναι εξεταστέοι. Τούτο διότι το τυχόν ανεφάρμοστο των διατάξεων περί του τρόπου συγκρότησης του οργάνου αυτού αναφορικά με την ιδιότητα και  τον τρόπο υπόδειξης των μελών του οργάνου αυτού, συνεπαγόμενο την άμεση καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συστήματος υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 2471/2008 Ολομ. σκ. 8), θα είχε ως συνέπεια την ακύρωση και της προσβαλλόμενης πράξης, η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει το κύρος του συστήματος αυτού. Περαιτέρω, με το ίδιο δικόγραφο προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η συνταγματικότητα του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπεριπτώσεις v και vi του ν. 3213/2003, με τις οποίες επιβάλλεται στους υποχρέους Δ.Π.Κ. η υποχρέωση να δηλώνουν μετρητά χρήματα άνω των 30.000 ευρώ που βρίσκονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων και κάθε κινητό αξίας άνω των 40.000 ευρώ. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται παραδεκτώς, επ’ ευκαιρία της προσβολής της συγκεκριμένης σώρευσης ατομικών διοικητικών πράξεων, διότι αφορούν το ουσιώδες ζήτημα ποια περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ., ζήτημα δηλαδή που συνάπτεται με την άμεση και καθ’ ολοκληρία εφαρμογή του εισαγόμενου με τον νόμο συστήματος υποβολής των Δ.Π.Κ. και επηρεάζει άμεσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω. Επομένως, παρά το ότι οι ανωτέρω λόγοι της κρινομένης αιτήσεως δεν προσάπτουν συγκεκριμένες πλημμέλειες στις εφαρμοστέες με την προσβαλλόμενη πράξη διατάξεις, αλλά στρέφονται κατά διατάξεων τυπικού νόμου (ν. 3213/2003, ως ισχύει μετά τον ν. 4571/2018), παραδεκτώς προβάλλονται, κατ’ αρχήν, με την κρινόμενη αίτηση, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλει ο καθ’ ου Υπουργός πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

12. Επειδή, στο άρθρο 89 του Κεφαλαίου Πρώτου «Δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι» του Τμήματος Ε΄ «Δικαστική Εξουσία» του Συντάγματος , όπως οι παράγραφοι 2 και 3 αυτού διαμορφώθηκαν με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84/17.04.2001), ορίζονται τα εξής: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο… 3. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 90 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «1. Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Αυτό συγκροτείται από τον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από μέλη του ίδιου δικαστηρίου που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν τουλάχιστον δύο ετών υπηρεσία στο δικαστήριο αυτό, όπως νόμος ορίζει …».

13. Επειδή, από τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της οργανικής διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26), και θεσπίζεται σειρά συγκεκριμένων εγγυήσεων υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών (άρθρα 87 έως και 91), προκύπτει ότι για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα (άρθρο 89 παρ. 2)  και εξειδικευόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, απαιτείται σχετική πράξη του αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1237-1238, 2347-2348/2017, πρβλ. και ΣτΕ 5203/1987, 1730/1982 Ολομ., απόφαση Ολομελείας εν συμβουλίω 1/1975). Ειδικότερα από τις διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι απόφαση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου απαιτείται οπωσδήποτε στις συνδεόμενες με την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων υπηρεσιακές μεταβολές των προαγωγών, τοποθετήσεων, μεταθέσεων, αποσπάσεων και μετατάξεων των δικαστικών λειτουργών. Εξ άλλου, ως απόσπαση, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος, νοείται η προσωρινή και για ορισμένο χρονικό διάστημα μεταφορά του δικαστικού λειτουργού από την οργανική του θέση σε άλλο δικαστήριο, και όχι και η προσωρινή και για ορισμένο χρονικό διάστημα ανάθεση (έστω και με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης) στον δικαστικό λειτουργό των επιτρεπόμενων από το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος καθηκόντων, η οποία τελεί υπό την προϋπόθεση της συναινέσεως του τελευταίου αυτού (πρβλ. ΣτΕ 5203/1987, 1730/1982 Ολομ., πρβλ. και απόφαση Ολομελείας ΣτΕ εν συμβουλίω 3/1975) [από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της συντακτικής Βουλής του 1975 (βλ. πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής επί του Συντάγματος, Ε΄ Αναθ., Περίοδος Α΄, συνεδρ. της 10.5.1975, σελ. 603, 650 επ. (651, 655, 658), συνεδρ. της 12.5.1975, σελ. 744-745 και πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, συνεδρ. της 11.2.1975, σελ. 207, 217, 224-225, 228-230, συνεδρ. της 14.2.1975, σελ. 238) προκύπτει ότι είχαν κατατεθεί τροπολογίες για το άρθρο 89 παρ. 3 του Συντάγματος, με τις οποίες προτεινόταν η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων (παράλληλων με τα κύρια καθήκοντά τους ή αποκλειστικών για περιορισμένο χρονικό διάστημα) να γίνεται ύστερα από σύμφωνη (αιτιολογημένη) γνώμη των αρμοδίων Δικαστικών Συμβουλίων (ή μετά σύμφωνη γνώμη της Ολομελείας του δικαστηρίου στο οποίο ανήκει ο οριζόμενος δικαστικός λειτουργός ή του Προέδρου αυτού, βλ. απόφαση Ολομελείας ΣτΕ εν συμβουλίω 3/1975). Οι σχετικές, όμως, τροπολογίες απορρίφθηκαν. Ως προς το ίδιο ζήτημα σε σχέση με τα Δικαστικά Συμβούλια, το οποίο είχε τεθεί και κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 2001 (βλ. και απόφαση Διοικητικής Ολομελείας Αρείου Πάγου 18/1998), δεν επήλθε μεταβολή κατά την αναθεώρηση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 και της παρ. 1 του άρθρου 90 του Συντάγματος με το Ψήφισμα της 6.4.2001]. Οίκοθεν νοείται ότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να υπαγάγει στην έννοια της απόσπασης του άρθρου 51 παρ. 6 και 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), για την οποία απαιτείται σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, και περιπτώσεις συμμετοχής δικαστικού λειτουργού, με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, σε επιτροπές δικαιοδοτικού, πειθαρχικού ή ελεγκτικού χαρακτήρα. Επομένως, ούτε από το άρθρο 90 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε από τις άλλες συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών,  αποκλείεται η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να προβλέψει ότι ο ορισμός δικαστικών λειτουργών για τη συμμετοχή τους, κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση ή παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους, σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, γίνεται με απόφαση διάφορου από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας, όπως το όργανο διεύθυνσης του οικείου δικαστηρίου, χωρίς πάντως να αποκλείεται η δυνάμει διατάξεως νόμου πρόβλεψη απόφασης του ως άνω Συμβουλίου και για τη συμμετοχή αυτή. Μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Μ. Καραμανώφ και οι Σύμβουλοι Γ. Τσιμέκας, Ο. Ζύγουρα, Α. Χλαμπέα, Α.Μ. Παπαδημητρίου και Κ. Κονιδιτσιώτου, κατά τη γνώμη των οποίων η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης συνιστά απόσπαση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος και, επομένως, απαιτείται σχετική απόφαση του αρμοδίου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου.

14. Επειδή, στο άρθρο 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά την εν μέρει αντικατάστασή του με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4571/2018, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποβάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως: α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε και ιβ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 στην Επιτροπή του άρθρου 3Α, αα) […]» (ήτοι και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι μνημονεύονται κατά τα προεκτεθέντα στην περίπτωση ιβ). Ακολούθως, το άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 (Α΄ 160) και οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 1 έως και 4 με το άρθρο 5 παρ.1 του ν. 4571/2018, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε και ιβ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από έντεκα (11) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. 2. Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) Τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. β) Τον Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του. γ) Δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας, ως τακτικά μέλη, με τους αναπληρωτές τους. δ) Τον Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του. Οι δικαστικοί λειτουργοί-μέλη της Επιτροπής και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων δικαστηρίων, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. ε) Τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του που ορίζεται με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του [Ο Πρόεδρος της Αρχής αυτής είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος είναι πλήρους απασχόλησης και επιλέγεται για τριετή θητεία (δυνάμενη να ανανεωθεί μία φορά) με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, κατ’ άρθρο 47 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139)]. ζ) Τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. η) Τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής. θ) Τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας. ι) Τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. 3. Κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Δικαστικών και των Εισαγγελικών Λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της. Οι δικαστές και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που είναι τακτικά μέλη της Επιτροπής, πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται σύμφωνα με το στοιχείο α της προηγούμενης παραγράφου, κατά τον έλεγχο των δηλώσεων της παρούσας παραγράφου, συμμετέχει στην Επιτροπή ως μέλος… 4. … 5. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Οι δικαστές μέλη της Επιτροπής ορίζονται για θητεία δύο (2) ετών, που δύναται να ανανεωθεί έως δύο (2) ακόμη έτη».

15. Επειδή, προβάλλεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ν. 4571/2018 αντίκεινται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος) και στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών (άρθρα 87 έως 91 Συντάγματος), διότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, μέλη της Επιτροπής αυτής, ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων Δικαστηρίων και με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, και όχι με απόφαση του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με το επιχείρημα ότι η εν προκειμένω τοποθέτηση εν όψει αφενός της διάρκειας (δύο έτη), και αφετέρου του χαρακτήρα της απασχόλησης ως πλήρους και αποκλειστικής, προσιδιάζει σε απόσπαση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 13. Αντιθέτως, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη που παρατίθεται στην ίδια σκέψη 13, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος.

16. Επειδή, με τον ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων – Δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών – Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 155) περιελήφθησαν για πρώτη φορά οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί μεταξύ των υποχρέων σε υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 24 παρ. 1 περ. ιβ). Με το άρθρο 26 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι οι δηλώσεις των υποχρέων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε της παρ. 1 του άρθρου 24 (Πρωθυπουργός, Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,  υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί, βουλευτές και οι Έλληνες αντιπρόσωποι στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων), ελέγχονται από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, η οποία αποτελείται από ένα βουλευτή εκπρόσωπο κάθε κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων που εκπροσωπείται στη Βουλή με πρόεδρο αντιπρόεδρο της Βουλής. Σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 του ιδίου νόμου ορίστηκε ότι οι δηλώσεις των λοιπών υποχρέων, μεταξύ των οποίων και οι δικαστικοί και εισαγγελικοί  λειτουργοί, ελέγχονται από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ορίζεται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και ασκεί το έργο αυτό κατ’ αποκλειστική απασχόληση για δύο (2) έτη. Ακολούθως εκδόθηκε ο ν. 3213/2003, με το άρθρο 12 του οποίου καταργήθηκαν τα άρθρα 24 έως 29 του ν. 2429/1996. Με την παρ. 1 του άρθρου 3 Α του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 175 παρ. 1 του ν. 4389/2016 (Α 94), ορίστηκαν τα εξής: «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α` έως και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων [ήτοι, του Πρωθυπουργού, β. των Αρχηγών των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, γ. των Υπουργών, αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών, δ. των βουλευτών και ευρωβουλευτών, ε. των Περιφερειαρχών, Δημάρχων και όσων διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β (όπως η περίπτωση ε αντικαταστάθηκε με το άρθρο 172 παρ. 1 του ν. 4389/2016)] ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. […]». Σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε ως με το άρθρο 175 παρ. 1 του ν. 4389/2016 και τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο παρ. 4 του ν. 4396/2016 (Α΄ 111), «Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής, στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. ζ) Τον Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας. θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης». Εξ άλλου, σύμφωνα με την περ. αα της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 174 παρ.1 και 2 του ν. 4389/2016, και 83 παρ. 3 του ν. 4504/2017, οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ έως και κδ, κστ έως και κζ, λα έως και μγ και μστ έως μη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου [στην περ. ιβ περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί], υποβάλλονταν και ελέγχονταν στην Γ` Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3691/2008 (Α 166) Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 7Α παρ. 3 του ν. 3691/2008, «α) Η Γ΄ Μονάδα [Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης] συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη της Αρχής κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής νομικού τμήματος που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό. […] γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, […]. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: […] δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας». Σύμφωνα δε με το άρθρο 7 παρ. 5 του ίδιου νόμου, «Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης».

17. Επειδή, με την 2649/2017 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. και 3312/2017 απόφαση της Ολομελείας) κρίθηκε ότι οι παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ. 1 εδ. β΄, 7Α παρ. 3 περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ του ν. 3691/2008, κατά το μέρος που ορίζουν ότι οι Δ.Π.Κ. και, συνακόλουθα, και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 και συνυποβαλλόμενες Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (περιλαμβανομένων και των εισαγγελικών λειτουργών) υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008 Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές. Ειδικότερα κρίθηκε ότι είναι αντίθετη στα άρθρα 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, σε όργανο, μη συγκροτούμενο, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των Ανωτάτων Δικαστηρίων, και μη έχον τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι στη Μονάδα αυτή δεν μετέχει κανένας τακτικός δικαστής, αλλά από τη δικαστική εξουσία προέρχεται μόνον ο Πρόεδρος αυτής, ο οποίος είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, δηλαδή δικαστικός λειτουργός ο οποίος ανήκει στον κλάδο που έχει ως αποστολή τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων και την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ τα τέσσερα μέλη της είναι απλά «στελέχη» της Διοίκησης, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων – εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής». Τα μέλη δε αυτά προτείνονται είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή όργανα των οποίων οι πράξεις ελέγχονται, κατά το Σύνταγμα, από τους υποκειμένους στον έλεγχο της προαναφερθείσας Αρχής δικαστικούς λειτουργούς.

18. Επειδή, ακολούθησε η έκδοση του ν. 4571/2018 «Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις». Με τον νόμο αυτό επιδιώχθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του οικείου νομοσχεδίου, μεταξύ άλλων, η αναµόρφωση του πεδίου της αρµοδιότητας των ελεγκτικών οργάνων και λήφθηκε ιδιαίτερη µέριµνα για τις Δ.Π.Κ. των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαταστάθηκε η περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/03 ως εξής: «α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ και ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 στην Επιτροπή του άρθρου 3Α», δηλαδή ορίστηκε ότι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών υποβάλλονται και ελέγχονται στην Επιτροπή του άρθρου 3 Α του ν. 3213/2003, ενώ περαιτέρω με τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 14 διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 4571/2018 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 και αυξήθηκε κατά δύο (2) μέλη η σύνθεση της ως άνω Επιτροπής. Η αλλαγή του οργάνου ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών  θεσπίσθηκε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση και τις συζητήσεις για την ψήφιση του οικείου νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής, προκειμένου ο νομοθέτης να συμμορφωθεί προς την κρίση των ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνιστά δε παράλληλα, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, μια κεντρική νομοθετική επιλογή, η οποία συνεπιφέρει ευρύτερες μεταβολές τόσο στη σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, η οποία διευρύνεται εν όψει της επελθούσας με τις ρυθμίσεις του ν. 4571/2018 αύξησης των υπαγόμενων σε αυτήν κατηγοριών υποχρεωτικώς ελεγχομένων προσώπων [και της μεσολαβήσασας με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 4456/2017 (Α 24) αύξησης των αρμοδιοτήτων της], με τη συμμετοχή ανώτατων δικαστικών λειτουργών, όσο και στο εν γένει σύστημα υποβολής και ελέγχου Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών (στο πλαίσιο του οποίου ο έλεγχος των δηλώσεων όλων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών καθίσταται υποχρεωτικός, βλ. άρθρο 3Β παρ. 2 του ν. 3213/2003).

19. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι νεότερες διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4571/2018 δεν αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε και στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, διότι αφενός εντάσσονται στο πλαίσιο της συνολικής τροποποίησης του συστήματος υποβολής και ελέγχου Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και αφετέρου δεν προκύπτει ότι εισήχθησαν για να καταστήσουν ανενεργή την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καταστρατηγώντας τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά αντιθέτως για να ρυθμίσουν συνολικώς τα ζητήματα που ανέκυψαν μετά τη δημοσίευση των ανωτέρω αποφάσεων (πρβλ. ΣτΕ 1125-1128/2016 Ολομ.). Από την υποχρέωση, εξ άλλου, συμμόρφωσης στις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν κωλύεται η νομοθετική εξουσία να προβαίνει εφεξής, με γενικές διατάξεις, σε νέες ρυθμίσεις που μεταβάλλουν το ισχύον νομοθετικό καθεστώς (ΣτΕ 2617/2015). Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στις ως άνω διατάξεις του ν. 4571/2018 σύνθεση της Επιτροπής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 δεν αποτελεί παραβίαση του απορρέοντος από τις 2467 και 3312/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένου διότι εν όψει του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος (ν. 4571/2018) και μεταβολής δι’ αυτού του οργάνου ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς, υπό τη μορφή της ταυτότητας νομικής βάσης (πρβλ. ΣτΕ 464/2018, 1471/1994, 1978/1991 επτ., 1641/1990, κ.ά.) και, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω κρίσεις των ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομελείας του Δικαστηρίου ως προς τη συγκρότηση της Γ΄ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης δεν συνιστούν δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρθρου 50 παρ. 5 του π.δ. 18/1989. Όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλουν οι αιτούσες Ενώσεις με το υπόμνημά τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

20. Επειδή, με την περιοδική υποβολή και τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών επιδιώκεται, κατά την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, η ενίσχυση του κύρους και η προστασία της Δικαιοσύνης από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον των λειτουργών της, αλλά και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών, ενώ καθίσταται ευχερέστερη όχι μόνον η πρόληψη, αλλά και η καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων διαφθοράς. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι ο ανωτέρω έλεγχος συνδέεται και με την άσκηση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών, αυτός πρέπει να διενεργείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων τους ανεξαρτησία αυτών έναντι των οργάνων των δύο άλλων λειτουργιών. Τούτο σημαίνει ότι το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο αυτόν πρέπει να έχει όχι μόνο το ανάλογο, ενόψει της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα θέσης των δικαστικών λειτουργών, θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία αποτελείται, αλλά πρέπει και να συγκροτείται τουλάχιστον κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, οι  οποίοι απολαύουν των ειδικών εγγυήσεων για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που επιφυλάσσει γι’ αυτούς το Σύνταγμα. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ανάθεση με το άρθρο 5 του ν. 4571/2018 του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σε ενδεκαμελές συλλογικό όργανο συγκροτούμενο από τέσσερις (4) ανώτατους δικαστές και δύο (2) ανώτατους εισαγγελείς, τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και δύο βουλευτές, ως τακτικά μέλη και με Πρόεδρο τον αρχαιότερο από τα μέλη δικαστικό λειτουργό, δεν αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι το εν προκειμένω όργανο, συγκροτούμενο κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, παρέχει κατ’ αρχήν τις απαραίτητες για την αποστολή του ως άνω θεσμικές εγγυήσεις. Το συγκροτούμενο μάλιστα κατά τον ανωτέρω πάγιο τρόπο όργανο, δεν είναι αποκλειστικά αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, αλλά είναι αρμόδιο και για τον έλεγχο κρατικών λειτουργών της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών», η οποία, κατά το άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος, ανατίθεται σε όργανο συγκροτούμενο και με τη συμμετοχή ανώτατων δικαστικών λειτουργών. Εν όψει  ακριβώς της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα αποστολής του οργάνου αυτού, ο νομοθέτης έλαβε μέριμνα ώστε η Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 να διαθέτει ανάλογο θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία συγκροτείται, αλλά και να περιβάλλεται από υψηλές εγγυήσεις διασφάλισης της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών της. Επομένως ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η μη συγκρότηση της Επιτροπής κατά πλειοψηφία από ανώτατους τακτικούς δικαστές αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

21. Επειδή, με την απόφαση 2649/2017 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, όπως η περ. α΄ ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, κατά το μέρος που προέβλεπαν ότι στη Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, το σύνολο των μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, καθώς και τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., αντέκειντο στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9 Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος). Η κρίση αυτή αιτιολογήθηκε με τις εξής, μεταξύ άλλων, σκέψεις: α) Με τη θέσπιση της υποχρέωσης υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. επιδιώκεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η ενίσχυση της διαφάνειας, καθώς και η πρόληψη και καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων διαφθοράς. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται κυρίως με τον έλεγχο της μεταβολής (αύξησης) της περιουσίας των υπόχρεων επί όσο χρόνο διατηρούν την ιδιότητα λόγω της οποίας υπέχουν την υποχρέωση υποβολής των άνω δηλώσεων. Επομένως, αντικείμενο των διατάξεων αυτών, που σκοπό έχουν την ενίσχυση της διαφάνειας, καθώς και την πρόληψη και καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων διαφθοράς, δεν αποτελεί η δημιουργία περιουσιολογίου, δηλαδή η καταγραφή των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών, για πληθώρα κατηγοριών και μεγάλο αριθμό ελλήνων πολιτών – στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί – και ο έλεγχος της ακρίβειας αυτού με την απειλή βαρύτατων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (άρθρα 6 και 9 ν. 3213/2003), χωρίς μάλιστα να προκύπτει ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, ο οποίος επιδιώκεται με την κατάρτιση ενός τέτοιου περιουσιολογίου. β) Η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου ή μεταβολής αυτής που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του· τούτο, προεχόντως διότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η ακρίβεια της δήλωσης ως προς την κατοχή ή μη μετρητών χρημάτων και του ακριβούς ύψους τους. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο μόνος δυνατός τρόπος ελέγχου από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, ειδικώς για την εξακρίβωση του ακριβούς ύψους των φυλασσομένων στην οικία των υπόχρεων μετρητών χρημάτων, θα ήταν η κατ’ οίκον έρευνα, η οποία, πραγματοποιούμενη για τον σκοπό απλώς της διαπίστωσης αν είναι ακριβής ή όχι δήλωση περί της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου, θα αντέκειτο στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο ίδιος τρόπος ελέγχου, εξ ίσου αντίθετος προς τη συνταγματική αυτή διάταξη, θα ήταν ο μόνος δυνατός και για τη διαπίστωση της ακρίβειας Δ.Π.Κ., ως προς τυχόν δηλούμενα ως κινητά μεγάλης αξίας ευρισκόμενα στην οικία υπόχρεου. γ) Εξ άλλου, ενόψει του ότι σκοπός των διατάξεων, προς εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα Κοινή Υπουργική Απόφαση, δεν αποτελεί η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών για ορισμένες κατηγορίες ελλήνων πολιτών, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, και του ότι οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, νέες ρυθμίσεις (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη που αφορά την υποχρέωση δήλωσης της κατοχής κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ) δεν μπορεί να ανατρέξουν στο παρελθόν και να στηρίξουν ευθύνη των δηλούντων με βάση τις διατάξεις περί Δ.Π.Κ. για κινητά, που είναι ήδη στην κατοχή τους – λαμβανομένων, μάλιστα, υπόψη των αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 9 του ν. 3213/2003 σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. και των αμφισβητήσεων που μπορεί να προκύψουν ως προς τον προσδιορισμό της αξίας κινητών πραγμάτων, η απλή κατοχή κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ δεν αποτελεί πρόσφορο στοιχείο προς εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο πράγματι αποβλέπει ο θεσπίζων την υποχρέωση υποβολής των Δ.Π.Κ. και ο οποίος είναι ο έλεγχος της μεταβολής (αύξησης) της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων.  δ). Πρόσφορο στοιχείο για την επίτευξη του σκοπού του νόμου, προκειμένου περί κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, είναι η υποχρέωση δήλωσης της αγοράς αυτών κατά το έτος κατά το οποίο κτώνται, κατά τον έλεγχο δε της αφορώσας το έτος αυτό δήλωσης μπορεί να εξακριβωθεί αν η δαπάνη για την απόκτηση των κινητών αυτών καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του υπόχρεου. Τέτοια υποχρέωση υπάρχει, εφόσον ο ήδη ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α΄ 167) – στο άρθρο 32 παρ. 1 περ. α΄ του οποίου ορίζεται ότι ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται, μεταξύ άλλων, για αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, ως τέτοιων νοουμένων εκείνων των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ – επιβάλλει στους φορολογούμενους να δηλώσουν τη δαπάνη για την απόκτηση κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10.000 ευρώ, που πραγματοποίησαν εντός του οικείου έτους, με την αφορώσα το έτος αυτό δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνυποβάλλεται με τη Δ.Π.Κ., και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιέρχεται σε γνώση του αρμόδιου για τον έλεγχο της Δ.Π.Κ. οργάνου η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης. Άλλωστε, η πραγματοποίηση δαπάνης για την αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας ευχερώς πλέον διαγιγνώσκεται, εφόσον τα φορολογικά στοιχεία αξίας πεντακοσίων ευρώ και άνω, που εκδίδονται, μεταξύ άλλων, για την πώληση αγαθών, εξοφλούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αποκλειστικώς με τη χρήση κάρτας ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, οι πραγματοποιούμενες δε με τα μέσα αυτά συναλλαγές γνωστοποιούνται στις φορολογικές αρχές, από τις οποίες μπορεί, κατά το νόμο, να αντλήσει στοιχεία το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο. ε) Εφόσον, επομένως, πρόκειται κατ’ αρχήν για κινητά, ως προς τα οποία υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την κτήση και την αξία τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση να δηλωθούν με τη Δ.Π.Κ. δρα προληπτικά (αποτρεπτικά) για τη μη αποδοχή εκ μέρους των υπόχρεων δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (πολύτιμων ειδών), αφού, όπως δέχεται και η Διοίκηση, υποχρέωση δήλωσης υφίσταται μόνον για τα κινητά, για την αξία των οποίων υπάρχει αποδεικτικό στοιχείο και όχι για κινητά, τα οποία ενδεχομένως δεν εκτήθησαν νομίμως και για τα οποία ο υπόχρεος δεν διαθέτει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία περί της κτήσης και της αξίας τους.

22. Επειδή, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α΄ αντικαταστάθηκε και το τρίτο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2, αντίστοιχα, του ν. 4571/2018 και οι υποπεριπτώσεις v και vi αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας περιουσιακά στοιχεία, την αξία και τον τρόπο κτήσης τους.  Κατ’ εξαίρεση η πρώτη ηλεκτρονική ετήσια δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο αναφοράς της, περιουσιακά στοιχεία και την αξία κτήσης τους εφόσον είναι διαθέσιμη. Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως: … v. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Το προαναφερόμενο ποσό αφορά αθροιστικά τον υπόχρεο, τον σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα και το πρόσωπο, με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. vi. Κάθε κινητό που η αξία του υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν η αξία κάθε πράγματος είναι μικρότερη του ποσού αυτού, τα αποκτηθέντα, όμως, πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Η δηλούμενη αξία συνοδεύεται από τα παραστατικά αγοράς ή τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά ή εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών. Σε περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση». Περαιτέρω, στο άρθρο 2Α του ν. 3213/2003, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018 ορίζεται στη μεν παρ. 7 αυτού ότι: «Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης αυτού, κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης, το ύψος της σχετικής δαπάνης (τίμημα που καταβλήθηκε), καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου, που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το τίμημα που έχει εισπραχθεί. Ειδικά για την περίπτωση εκποίησης κινητών μεγάλης αξίας της υποπερίπτωσης vi της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2, η δήλωση του εισπραχθέντος τιμήματος συνοδεύεται από τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά και από εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών» και στην παρ. 15 αυτού ότι: «Στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρθρο 3Β του παρόντος νόμου […], επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα, εφάπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και εφόσον υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση και ειδικότερα: α. […] ε. Παραστατικά αγοραπωλησίας ή πράξεις φορολογικής αρχής για τα κινητά μεγάλης αξίας άνω των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ ή εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών, και, στην περίπτωση που τα κινητά αυτά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, αντίγραφο της σχετικής σύμβασης. στ. […]».

23. Επειδή, κατά την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το οικείο σχέδιο νόμου, η αύξηση (σε σύγκριση με την προϋφιστάμενη ρύθμιση) των κατώτατων ορίων των δηλούμενων μετρητών και κινητών γίνεται «με βάση τα νεότερα νομολογιακά δεδομένα, ενώ επιχειρείται να ευρεθεί σημείο ισορροπίας μεταξύ των διεθνών προτύπων διαφάνειας, δια των οποίων αξιώνεται να αποτυπώνεται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, και της προστασίας της ιδιωτικότητας που αξιώνεται από το Σύνταγμα… Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και ειδικότερα σύμφωνα με την απόφαση Wypych κατά Πολωνίας (Απόφαση του τμήματος IV επί του παραδεκτού της αιτήσεως της 25ης Οκτωβρίου 2005, αριθμός αίτησης 2428/2005), έχει ήδη κριθεί ότι η απαίτηση συμπερίληψης σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης δημοτικού συμβούλου κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10 χιλιάδων ζλότυ Πολωνίας (ήτοι, νομίσματος με κατώτερη του ευρώ αξία) δεν συνιστά υπερβολική αξίωση από πλευράς Πολωνικού Κράτους, με δεδομένο ότι οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ζητούνται από πρόσωπα από τα οποία αξιώνεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια στην οικονομική τους δραστηριότητα. Ακόμη, όπως προκύπτει από έγκυρες καταγραφές διεθνών φορέων, όπως είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ποσοστού 80% επί δείγματος 156 χωρών ζητείται η δήλωση κινητών μεγάλης αξίας (βλ. σχετικά στην μελέτη των Rossi/Pop/Berger «Getting the Full Picture on Public Officials – A How-To Guide for Effective Financial Disclosure, 2017, σελ. 34, Έκδοση του StAR Initiative – ήτοι της κοινής πρωτοβουλίας της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα επί του θέματος της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατόπιν εγκληματικής δραστηριότητας). Περαιτέρω, η συνολική έκθεση αρχικών συμπερασμάτων επί του 4ου Γύρου Αξιολόγησης της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς που λειτουργεί υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO) δείχνει ότι η ένταξη των μετρητών και ιδίως των κινητών μεγάλης αξίας στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης μπορούν να συνδράμουν στην αύξηση της διαφάνειας, ενώ η ίδια η Ομάδα απηύθυνε σε περιπτώσεις αξιολογήσεων Κρατών -μελών της συστάσεις συμπερίληψης κινητών πραγμάτων στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης (βλ. σχετικά την έκθεση της GRECO με τίτλο «CORRUPTION PREVENTION – Members of Parliament, Judges and Prosecutors – CONCLUSIONS AND TRENDS», έτος έκδοσης 2017, σελ. 29-30). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ζητήθηκε από τον ΟΟΣΑ να καταρτίσει μία αρχική αξιολόγηση της νομοθεσίας και της πρακτικής που αυτή οριοθετεί στο πλαίσιο Τεχνικής Έκθεσης για το Σύστημα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής κατάστασης στην Ελλάδα». Η εν λόγω Τεχνική Έκθεση ολοκληρώθηκε το 2018, αφού προηγήθηκε εκτεταμένη επίσκεψη των στελεχών του ΟΟΣΑ και ανάλυση του συστήματος υποβολής και επεξεργασίας των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης στην χώρα. Η έκθεση, στο θέμα της δήλωσης των μετρητών και κυρίως των κινητών μεγάλης αξίας, προέβη σε σημαντική ανάλυση του ζητήματος, αναφέροντας ότι: α) τα όρια που είχαν τεθεί ήταν από μόνα τους πολύ χαμηλά, και β) υπάρχει μεγάλη αναγκαιότητα, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, να παραμείνει σε ένα εύλογο τουλάχιστον μέτρο η δήλωση των κινητών μεγάλης αξίας. Το κρίσιμο απόσπασμα από το σημαντικό αυτό κείμενο έχει ως εξής (σελ. 25 της έκθεσης): «κρίνεται σκόπιμο ο Έλληνας νομοθέτης να εξετάσει σε ποιο βαθμό η υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας μπορεί να διατηρηθεί, πιθανόν με νέα μορφή και διατύπωση. Η υποχρέωση αυτή συνιστά κοινό χαρακτηριστικό των συστημάτων ελέγχου που εστιάζουν στον εντοπισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου δεν προβλέπει εκτίμηση της αξίας από τους υποχρέους, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. […] Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι κατά τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, επισημάνθηκε ότι η ελληνική φορολογική νομοθεσία υποχρεώνει τους φορολογούμενους να δηλώνουν κάθε κτήση κινητών που υπερβαίνουν σε αξία τα δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Η ρύθμιση αυτή θέτει το ερώτημα, γιατί η συγκεκριμένη διάταξη παραμένει συνταγματική, ενώ το ίδιο δεν ισχύει για το αντίστοιχο πολύ υψηλότερο όριο της δήλωσης κινητών πραγμάτων. Επιπλέον, φαίνεται ότι η αγορά κινητών πραγμάτων μπορεί να αποδειχθεί χωρίς τη διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας (κάτι το οποίο δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία) βάσει αποδείξεων, πιστωτικών καρτών, τραπεζικών βεβαιώσεων ή μαρτύρων (π.χ. συγγενείς, προηγούμενους πωλητές με τους οποίους έχει συναλλαχθεί ο υπόχρεος, τους ίδιους τους αγοραστές κ.λπ.). Τέλος, στο πλαίσιο ενός συστήματος ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης το αρμόδιο όργανο ελέγχου δεν οφείλει να αποδείξει ότι ο υπόχρεος έχει στην κατοχή του κινητά τα οποία δεν δήλωσε. Η ίδια η υποχρέωση απειλεί τον υπόχρεο με την επιβολή ποινών στην περίπτωση μη δήλωσης. Συνεπώς, η υποχρέωση αυτή εξυπηρετεί τον σκοπό οι δηλώσεις να εμποδίζουν τους (διεφθαρμένους) δημόσιους λειτουργούς να απολαμβάνουν τα παράνομα έσοδά τους». Από το σύνολο των παραπάνω κειμένων, προκύπτει ότι η υποχρεωτική δήλωση μετρητών από ορισμένο ύψος και άνω, καθώς και κινητών μεγάλης αξίας (και μάλιστα αξίας πολύ μεγαλύτερης από αυτή που συστήνεται από τα διεθνή πρότυπα, τα οποία τοποθετούν την αξία αυτή στο ποσό των 5.000 ευρώ περίπου – βλ. σχετικά «Getting the Full Picture on Public Officials – A How-To Guide for Effective Financial Disclosure», 2017, σελ. 38), συνιστά μια νομοθετική πρόβλεψη: α) απολύτως συμβατή με την διεθνή πρακτική (άλλωστε, από άποψη διεθνούς δικαίου το ενδεχόμενο πρόβλεψης δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης καθιερώνεται από το άρθρο 8 παράγραφος 5 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς  – κυρωθείσα με τον ν. 3666/2008), β) μη αντικείμενη στο διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου, και, γ) σημαντική, από τεχνική-ελεγκτική άποψη, για την επίτευξη του σκοπού αύξησης της διαφάνειας της οικονομικής δραστηριότητας των σημαντικότερων λειτουργών και αξιωματούχων».

24. Επειδή, όπως προκύπτει από τα ως άνω αναφερόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση (ιδιαίτερα δε την έκθεση του ΟΟΣΑ έτους 2018) και στις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης των άρθρων 2 και 3 του ν. 4571/2018, ο νομοθέτης αφού έλαβε υπόψη του τις 2649 και 3312/2017 ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και επανεκτίμησε, στα πλαίσια της διεθνούς πρακτικής στον εξεταζόμενο τομέα, την αναγκαιότητα, από τεχνικής-ελεγκτικής απόψεως, για την επίτευξη του σκοπού εντοπισμού του παράνομου πλουτισμού των κρατικών λειτουργών, της απαίτησης συμπερίληψης στις Δ.Π.Κ. των μη κατατεθειμένων σε πιστωτικά ιδρύματα χρημάτων και των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, αιτιολόγησε ειδικώς τη ρύθμιση αυτή, επικαλούμενος λόγους εντόνου δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στη διασφάλιση, μέσω και της πάταξης της διαφθοράς, της διαφάνειας σε κρίσιμους τομείς δημόσιας δράσης. Η επαναθέσπιση από τον νομοθέτη της απαίτησης αυτής εμπεριέχει, κατ’ ανάγκη, την κρίση του ότι, υπό τις εκτεθείσες ως άνω διεθνώς παραδεδεγμένες πρακτικές, δεν θα μπορούσε να ληφθεί άλλο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με το ληφθέν ως άνω μέτρο σκοπού με μικρότερη επιβάρυνση των υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ.. Εντός του πλαισίου αυτού, ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη το παραγόμενο από τις ως άνω ακυρωτικές αποφάσεις δεδικασμένο, προέβη, αφενός μεν σε εν μέρει αναμόρφωση του περιεχομένου των Δ.Π.Κ., εισάγοντας νέα υψηλότερα όρια ύψους δηλωτέων χρημάτων και αξίας δηλωτέων κινητών (και δη πολύ υψηλότερα σε σχέση με αυτά που συστήνονται κατά τη διεθνή πρακτική) εκείνων που ελήφθησαν υπόψη κατά την εξενεχθείσα στο πλαίσιο εξέτασης της αρχής της αναλογικότητας, κρίση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, αφετέρου δε σε θέσπιση υποχρεωτικού (δεσμευτικού) τρόπου εκτίμησης των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, για τα οποία δεν υπάρχει παραστατικό αξίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προπαρατεθείσα ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, η οποία άλλωστε εντάσσεται στο πλαίσιο της συνολικής αναμόρφωσης της νομοθεσίας αναφορικά με τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και δεν θεσπίσθηκε στο πλαίσιο ανοιγείσας διαδικασίας συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις 2649 και 3312/2017 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου του Δικαστηρίου, δεν αντίκειται στην απορρέουσα από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε και στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος. Εν όψει τούτων και δεδομένης της θέσπισης νεότερου νομοθετικού καθεστώτος, η ανωτέρω ρύθμιση δεν παραβιάζει ούτε το παραγόμενο από τις ως άνω ακυρωτικές αποφάσεις δεδικασμένο, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς υπό τη μορφή ταυτότητας νομικής βάσης. Η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, κατά το μέρος που καταλαμβάνει και τις δηλώσεις των ετών 2016 και 2017 (βλ. άρθρα 1 παρ. 14 και 10 παρ. 4-5 του ν. 4571/2018), δεν αποτελεί, εξάλλου, παραβίαση του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων της Ολομελείας, οι οποίες έκριναν επί της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 173 παρ.1 του ν. 4389/2016, χωρίς όμως να κρίνουν ειδικώς επί του ζητήματος της συνταγματικότητας της νεότερης ως άνω διαφοροποιημένης ρύθμισης. Είναι δε απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτουσών Ενώσεων.

25. Επειδή, η αρχή της αναλογικότητας, απορρέουσα από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρ. 25 παρ. 1). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό και να μην είναι δυσανάλογοι, σε σχέση προς αυτόν. Εξάλλου, όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας ενός μέτρου, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (ΣτΕ 3962/2014 Ολομ., 3474/2011 Ολομ., 1210/2010 Ολομ., 3031/2008 Ολομ., 2462/2018 επτ., 4569/2015 επτ., 3035/2011, 931/2010, κ.ά.).

26. Επειδή, όπως έχει ήδη εκτεθεί σε προηγούμενες σκέψεις, με το θεσπισθέν με τον νόμο 3213/2003 σύστημα ελέγχου Δ.Π.Κ., που σκοπό έχουν τον περιορισμό της διαφθοράς στο δημόσιο εν γένει βίο και την πάταξη των αθέμιτων επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών από κρατικούς λειτουργούς, θεσπίστηκε και οργανώθηκε μια διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης εκείνων, οι οποίοι, κατέχοντας κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, δύνανται επωφελούμενοι της ιδιότητάς τους να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτους αθέμιτο περιουσιακό όφελος. Για τον λόγο αυτό επιβλήθηκε στις εν λόγω κατηγορίες προσώπων η υποχρέωση για ετήσια υποβολή δήλωσης περί των κατεχομένων από τα πρόσωπα αυτά και από τα μέλη της οικογένειάς τους κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία κατά την εκτίμηση του νομοθέτη αποτυπώνουν την πραγματική περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προσώπων, ώστε να καθίσταται από τεχνικής απόψεως αποτελεσματικός ο έλεγχος των δηλώσεων αυτών. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του νόμου αυτού προβλέφθηκαν ανά κατηγορίες υποχρέων, όργανα ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών και θεσπίσθηκε σύστημα χρηματικών και ποινικών κυρώσεων, μεταξύ άλλων και για την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως, στην οποία εμπίπτει και η  περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν δύναται να δικαιολογηθεί η προέλευση περιουσιακού οφέλους που αποκτήθηκε από τον ελεγχόμενο (ή τα μέλη της οικογένειάς του) κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στις εν λόγω κρίσιμες θέσεις (βλ. άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3213/2003). Ενταγμένη εντός του πλαισίου αυτού, η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων και ανέρχονται σε ύψος που υπερβαίνει προδήλως εκείνο που ανταποκρίνεται στην κάλυψη των συνήθων συναλλαγών του υποχρέου, αποτελεί κατ’ αρχήν πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του και μπορεί να συντελέσει στη διευκόλυνση του διενεργούμενου από τα αρμόδια όργανα ελέγχου. Εξάλλου, κατά τις επεξηγήσεις που δίνονται στην αιτιολογική έκθεση, κατ’ αναφορά προς το περιεχόμενο της τεχνικής έκθεσης του ΟΟΣΑ έτους 2018, η ρύθμιση αυτή δεν αποβλέπει στον έλεγχο της ακρίβειας των δηλωτέων περιουσιακών στοιχείων, αλλά αποβλέπει να παρεμποδίσει “τους (διεφθαρμένους) δημόσιους λειτουργούς να απολαμβάνουν τα παράνομα έσοδά τους”, υπό την έννοια ότι δεν θα δύνανται να δικαιολογήσουν, εν όψει και του ετήσιου ελέγχου των δηλώσεων, ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες ή καταθέσεις, επικαλούμενοι την ανάλωση προηγούμενων εισοδημάτων. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η θέσπιση υποχρέωσης δήλωσης των ευρισκομένων εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων μετρητών χρημάτων άνω των 30.000 ευρώ συνιστά ένα απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού μέτρο, πρέπει να απορριφθεί, διότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει, και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται, την αρχή της αναλογικότητας. Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Μ. Καραμανώφ, Γ. Παπαγεωργίου και οι Σύμβουλοι Α. Χριστοφορίδου, Μ. Κωνσταντινίδου, Θ. Αραβάνης, Σ. Βιτάλη, Η. Μάζος και Ι. Αργυράκη, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκαν οι Πάρεδροι Φ. Γιαννακού και Α. Σκούφαλος, κατά τη γνώμη των οποίων, οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, με τις οποίες προβλέπεται η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων άνω των 30.000 ευρώ που βρίσκονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων, αντίκεινται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος), διότι η επιβαλλόμενη με τις διατάξεις αυτές υποχρέωση δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου ή μεταβολής αυτής που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του· τούτο, προεχόντως διότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η ακρίβεια της δήλωσης ως προς την κατοχή ή μη μετρητών χρημάτων και του ακριβούς ύψους τους, εφόσον η Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου της δήλωσης έτους, ο δε έλεγχός της θα γίνει σε χρόνο προφανώς μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής (ΣτΕ Ολομ. 2649, 3312/2017). Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, θα έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο προβαλλόμενος σχετικός λόγος ακυρώσεως.

27. Επειδή, περαιτέρω, η κτήση κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (άνω των 40.0000 ευρώ) δύναται κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ως ένδειξη μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου και, ως εκ τούτου, η υποχρέωση δήλωσής τους μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι θα λειτουργήσει και προληπτικά (αποτρεπτικά) για τη μη αποδοχή δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (πολύτιμων ειδών) (πρβλ. Conseil Constitutionnel 2013-676 DC σκ. 12-15, Ε.Δ.Δ.Α. Wypych κατά Πολωνίας, σελ. 12). Εξάλλου, κατά τις επεξηγήσεις που δίνονται στην αιτιολογική έκθεση, κατ’ αναφορά προς το περιεχόμενο της τεχνικής έκθεσης του ΟΟΣΑ έτους 2018, η ρύθμιση αυτή δεν αποβλέπει στον έλεγχο της ακρίβειας των δηλωτέων περιουσιακών στοιχείων, αλλά αποβλέπει να παρεμποδίσει “τους (διεφθαρμένους) δημόσιους λειτουργούς να απολαμβάνουν τα παράνομα έσοδά τους”, υπό την έννοια ότι δεν θα δύνανται να δικαιολογήσουν, εν όψει και του ετήσιου ελέγχου των δηλώσεων, ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες ή καταθέσεις, επικαλούμενοι την εκποίηση νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Το μέτρο αυτό παρίσταται εξ άλλου και αναγκαίο, δεδομένου ότι τα προβλεπόμενα όρια αξίας των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, που λειτουργούν ως «κατώφλι» για την ενεργοποίηση της σχετικής υποχρέωσης, θεσπίζονται σε ποσά που, κατά την κοινή πείρα, υπερβαίνουν την αξία επιμέρους κινητών πραγμάτων που έχει στην κατοχή του ο μέσος φορολογούμενος, με συνέπεια να είναι δυνατόν να θεωρηθούν εκ του νόμου ως μέσα αποταμίευσης ή επένδυσης των εισοδημάτων ή/και των κεφαλαίων του υπόχρεου. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η θέσπιση υποχρέωσης δήλωσης κάθε κινητού αξίας άνω των 40.000 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1, περ. vi του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018) συνιστά ένα απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού μέτρο, πρέπει να απορριφθεί, διότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει, και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται, την αρχή της αναλογικότητας. Απορριπτέος επίσης ως αβάσιμος είναι, όπως προβάλλεται, και ο συναφής λόγος, σύμφωνα με τον οποίο οι προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. vi (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018) και 2Α που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, παρ. 7 και 15 του ν. 3213/2003, με τις οποίες καθίσταται υποχρεωτική για τους υπόχρεους υποβολής Δ.Π.Κ. η εκτίμηση της εμπορικής αξίας των κινητών πραγμάτων των ίδιων και της οικογένειάς τους (συζύγων και ανήλικων τέκνων), για τα οποία δεν διαθέτουν παραστατικό της εμπορικής αξίας αυτών, περιορίζουν υπέρμετρα την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των υποχρέων και το δικαίωμά τους σε προστασία του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου. Τούτο δε διότι η τελευταία αυτή ρύθμιση τελεί σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης (της υποχρέωσης δήλωσης της αξίας των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, τα οποία δύνανται να θεωρηθούν ένδειξη μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης των υποχρέων, κατά τα προεκτεθέντα) και τον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό του νομοθέτη να εξειδικεύσει πλήρως τον τρόπο εκτίμησης των κινητών μεγάλης αξίας, δεν παρίσταται δε απρόσφορη, περιττή ή και δυσανάλογη, και δη προδήλως, ώστε να συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος στον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη της Προέδρου, της Αντιπροέδρου Σ. Χρυσικοπούλου, των Συμβούλων Γ. Τσιμέκα, Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλη, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Δ. Εμμανουηλίδη και Ν. Σκαρβέλη κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων, κατά την πρώτη υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης απαιτείται να δηλωθούν όλα τα κατεχόμενα κινητά πράγματα μεγάλης αξίας, ήτοι και εκείνα τα οποία αποκτήθηκαν σε παλαιότερες χρήσεις, από εκείνη στην οποία αφορά η πρώτη ηλεκτρονική δήλωση, με καταχώριση της αξίας τους, όπως προκύπτει από τα παραστατικά αγοράς ή τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά, ή την εκτίμηση της εμπορικής αξίας από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η τελευταία αυτή εκτίμηση είναι εφικτή, άλλως ο υπόχρεος απαλλάσσεται από την υποχρέωση δήλωσης του κινητού πράγματος. Υπό την εκδοχή αυτή οι ως άνω διατάξεις δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι έρχονται σε αντίθεση  με  τα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος). Κατά τη γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Α. Ράντου και των Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Π. Καρλή, Α. Χλαμπέα, Α. Μ. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου και Κ. Κονιδιτσιώτου, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συμφωνία με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος), η υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, τα οποία αποκτήθηκαν σε παλαιότερες χρήσεις, σε σχέση με εκείνη που αφορά η οικεία  Δ.Π.Κ., περιορίζεται μόνο στη δήλωση των κινητών πραγμάτων, η αξία των οποίων κατά την καλόπιστη εκτίμηση του υποχρέου υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, χωρίς όμως υποχρέωση καταχώρισης της αξίας τους (βλ. σχετικά και παρατήρηση στην μνημονευόμενη στην εισηγητική έκθεση επί του σχετικού σχεδίου νόμου Τεχνική Έκθεση του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία «…Ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να μην υπάρχει διαθέσιμη επίσημη εκτίμηση της αξίας του υπό κρίση αντικειμένου. Αυτές μπορούν να είναι μόνο οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το κινητό πράγμα αποκτήθηκε χωρίς την καταβολή κάποιου αντιτίμου (αιτία δωρεάς ή άλλο). Τότε, τα εν λόγω κινητά πράγματα δεν παίζουν κάποιο ρόλο για την εξισορρόπηση των εσόδων και των δαπανών του υπόχρεου (βλέπε παρακάτω στο σημείο «Υπολογισμός του παράνομου πλουτισμού»). Στις λίγες υποθέσεις, όπου πράγματι δεν υφίσταται αγοραία αξία του κινητού πράγματος: θα πρέπει να διευκρινίζεται ότι οι υπόχρεοι μπορούν να παρέχουν «καλόπιστες» εκτιμήσεις της αξίας. Οι εκτιμήσεις αυτές θα πρέπει να αναφέρονται στη δήλωση και, σε περίπτωση λάθους, να αποκλείονται οι κυρώσεις για την υποβολή ψευδούς δήλωσης…»). Κατά τη γνώμη αυτή, με την ως άνω έννοια οι εν προκειμένω διατάξεις δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη των Αντιπροέδρων Μ. Καραμανώφ, Γ. Παπαγεωργίου και των Συμβούλων Α. Χριστοφορίδου, Μ. Κωνσταντινίδου, Θ. Αραβάνη, Σ. Βιτάλη, Η. Μάζου και Ι. Αργυράκη, με την γνώμη των οποίων συντάχθηκαν οι Πάρεδροι Φ. Γιαννακού και Α. Σκούφαλος, η εν γένει υποχρέωση δήλωσης των κατεχομένων κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (άνω των 40.0000 ευρώ) αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος), διότι η απλή κατοχή κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ δεν αποτελεί πρόσφορο στοιχείο προς εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο πράγματι αποβλέπει ο θεσπίζων την υποχρέωση υποβολής των Δ.Π.Κ., ήτοι του ελέγχου της μεταβολής (αύξησης) της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 περ. α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η απόκτηση κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10.000 ευρώ, που πραγματοποιείται εντός του οικείου έτους, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνυποβάλλεται με τη Δ.Π.Κ., και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιέρχεται σε γνώση του αρμόδιου για τον έλεγχο της Δ.Π.Κ. οργάνου η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης. Άλλωστε, η πραγματοποίηση δαπάνης για την αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας ευχερώς πλέον διαγιγνώσκεται, εφόσον τα φορολογικά στοιχεία αξίας πεντακοσίων ευρώ και άνω, που εκδίδονται, μεταξύ άλλων, για την πώληση αγαθών, εξοφλούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4446/2016, αποκλειστικώς με τη χρήση κάρτας ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, οι πραγματοποιούμενες δε με τα μέσα αυτά συναλλαγές γνωστοποιούνται στις φορολογικές αρχές, από τις οποίες μπορεί, κατά το νόμο, όπως ήδη έχει εκτεθεί, να αντλήσει στοιχεία το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2649, 3312/2017). Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή θα έπρεπε να γίνει δεκτός ο αντίστοιχος λόγος ακυρώσεως.

28. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΠΔ. 18/1989 «3. Αν περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ίσο αριθμό  ψήφων, καθορίζεται με ψηφοφορία ο αποκλεισμός της μίας από αυτές και εκείνοι που την ακολούθησαν οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις άλλες γνώμες μέχρι να σχηματισθεί πλειοψηφία».

29. Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στη σκέψη 27, οι δύο ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ίσο αριθμό ψήφων. Κατόπιν τούτου, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 αποκλείστηκε ύστερα από ψηφοφορία η τελευταία αναφερόμενη στη σκέψη 27 γνώμη και στη συνέχεια εκείνοι που ακολούθησαν την αποκλεισθείσα γνώμη προσχώρησαν κατόπιν ψηφοφορίας στη δεύτερη γνώμη, η οποία καθίσταται πλειοψηφία. Επομένως, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, σε συμφωνία με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, τα οποία αποκτήθηκαν σε παλαιότερες χρήσεις, σε σχέση με εκείνη που αφορά η οικεία Δ.Π.Κ., περιορίζεται μόνο στη δήλωση των κινητών πραγμάτων, η αξία των οποίων κατά την καλόπιστη εκτίμηση του υποχρέου υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, χωρίς όμως να απαιτείται καταχώριση της αξίας τους. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η υποχρέωση δήλωσης των κατεχομένων κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (άνω των 40.0000 ευρώ) αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος).

30. Επειδή, περαιτέρω, με το ίδιο δικόγραφο, όπως συμπληρώθηκε με το υπόμνημα, προβάλλεται σειρά λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται η αντισυνταγματικότητα ή και αντίθεση προς το ενωσιακό δίκαιο πλειόνων ρυθμίσεων του ν. 4571/2018.  Ειδικότερα οι λόγοι αυτοί αφορούν: α) τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 7 παρ. 2 και 8 του ν. 4571/2018, τα οποία αναφέρονται σε ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που η αξία των δηλωτέων κινητών (40.000 ευρώ) υπερβαίνει την αξία (30.000 ευρώ) του περιουσιακού στοιχείου, του οποίου ο σκοπός απόκρυψης καθιστά διακεκριμένο το βασικό αδίκημα, β) τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 και 3Β παρ. 4 τελευταίο εδάφιο του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση της πρώτης και την προσθήκη του δεύτερου με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 6 παρ. 2, αντίστοιχα, του ν. 4571/2018, σχετικά με την κάμψη του κανόνα της πενταετούς προθεσμίας διενέργειας του ελέγχου και τη δυνατότητα μετά την παρέλευση πενταετίας ανάσυρσης υπόθεσης, που έχει αρχειοθετηθεί, όταν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος του άρθρου 6 παρ. 3 ή του άρθρου 6Α παρ. 2 του ν. 3213/2003, γ) τις διατάξεις του άρθρου 2Α παρ. 26 του ν. 3213/2003, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα που καταχωρίζονται στις Δ.Π.Κ. διατηρούνται κατά το χρόνο της περιόδου που απαιτείται, κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμόδιου για τον έλεγχο οργάνου, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής και της επεξεργασίας τους, δ) τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 4571/2018, σύμφωνα με τις οποίες η υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των υποχρέων μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας εξαρτάται από την προηγούμενη υποχρεωτική πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου, ε) τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ΄ και 19 του ν. 3213/2003, κατά το μέρος που με αυτό θεσπίζεται υποχρέωση δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης και των οικονομικών συμφερόντων του εν διαστάσει συζύγου του υποχρέου, στ) την απαίτηση του νόμου για προσδιορισμό των ποσών των πηγών προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στους Πίνακες 5 και 7-13, ζ) τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, αναριθμούμενο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 4571/2018 περί της δυνατότητας συμπλήρωσης ελλείψεων ή ανακριβειών  της δήλωσης εντός προθεσμίας ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων, η) τις διατάξεις των άρθρων 6 και 6Α του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν. 4571/2018, καθ’ ο μέρος  αναφέρονται σε ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που, κατά τις αιτούσες Ενώσεις, αποδίδεται ποινική απαξία σε συμπεριφορά ανεξαρτήτως της φύσεως και του αποτελέσματος αυτής,  καθώς και προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που δεν προέκυψε από εκμετάλλευση της ιδιότητας του υποχρέου. Με τους λόγους, όμως, αυτούς πλήττονται ρυθμίσεις του νόμου, οι οποίες δεν επιδρούν αμέσως στην προς το παρόν δυνατότητα κανονικής υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των υπόχρεων μελών των αιτουσών Ενώσεων, ώστε να συνεπάγονται την ακύρωση της προσβαλλόμενης ατομικής πράξης, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 11. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι προβάλλονται απαραδέκτως με την υπό κρίση αίτηση, με την οποία προσβάλλεται η κατάσταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους, οι υπόχρεοι προς υποβολή Δ.Π.Κ. του έτους 2018 δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε στη σκέψη 6, αποτελεί σώρευση ατομικών διοικητικών πράξεων (βλ. ΣτΕ 1943/2018 Ολομ.). Οίκοθεν νοείται ότι το κύρος των εν λόγω διατάξεων που αφορούν οι ως άνω λόγοι μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, τα οποία θα επιληφθούν υποθέσεων που αφορούν τυχόν τη διαδικασία υποβολής συμπληρωματικών ή εκπρόθεσμων δηλώσεων, τη διαδικασία που τηρείται για τους εν διαστάσει συζύγους κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 3213/2003, τη διενέργεια του ελέγχου των δηλώσεων ή το στάδιο της επιβολής κυρώσεων (πρβλ. ΣτΕ 372-373/2005 επτ.). Μειοψήφησαν, διατυπώνοντας τη γνώμη ότι οι κατωτέρω λόγοι ακυρώσεως προβάλλονται παραδεκτά, διότι τυχόν αποδοχή τους θα είχε ως αποτέλεσμα  να μη μπορεί να λειτουργήσει καθ’ ολοκληρία το θεσπιζόμενο από τον νόμο σύστημα υποβολής Δ.Π.Κ. (πρβλ. ΣτΕ 2649/2017): Ως προς τον λόγο που στρέφεται κατά των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 και 8 του αυτού νόμου, (υπό στοιχείο α ανωτέρω), οι Σύμβουλοι Θ. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα και Κ. Κονιδιτσιώτου. Ως προς τους λόγους που στρέφονται κατά των άρθρων 3 παρ. 2 και 3Β παρ. 4 τελευταίο εδάφιο του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση της πρώτης και την προσθήκη του δεύτερου με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 6 παρ. 2, αντίστοιχα, του ν. 4571/2018, και του άρθρου 2Α παρ. 26 του ν. 3213/2003, που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, (υπό στοιχείο β και γ ανωτέρω), οι Σύμβουλοι Ο. Ζύγουρα και Α. Χλαμπέα. Ως προς τους λόγους που στρέφονται κατά της απαίτησης του νόμου για συγκεκριμένο προσδιορισμό του ποσού που προέρχεται από εκάστη των πηγών προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στους Πίνακες 5 και 7-13, σε περίπτωση που αυτά προέρχονται από περισσότερες πηγές, (υπό στοιχείο στ ανωτέρω), οι Αντιπρόεδροι Μ. Καραμανώφ, Γ. Παπαγεωργίου και οι Σύμβουλοι Α. Χριστοφορίδου, Ε. Νίκα, Π. Καρλή, Ο. Ζύγουρα, Θ. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα, Η. Μάζος, Α.Μ. Παπαδημητρίου και Κ. Κονιδιτσιώτου, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκαν οι Πάρεδροι Φ. Γιαννακού και Α. Σκούφαλος. Τέλος, ως προς τους λόγους που στρέφονται κατά των άρθρων 6 και 6Α του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν. 4571/2018, (υπό στοιχείο η ανωτέρω), ο Αντιπρόεδρος Γ. Παπαγεωργίου και οι Σύμβουλοι Θ. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα, Η. Μάζος, Α.Μ. Παπαδημητρίου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Χ. Σιταρά και Ι. Αργυράκη, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Φ. Γιαννακού.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *