Αριθμός 2113/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζος, Χρ. Ντουχάνης, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Ι. Σύμπλης, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Α. Μίντζια, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Α. Σδράκα, Ν. Σκαρβέλης, Φρ. Γιαννακού, Ε. Σκούρα, Κ. Λαζαράκη, Δ. Βασιλειάδης, Αικ. Ρωξάνα, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Χ. Χαραλαμπίδη, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Σύμπλης και Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, καθώς και η Πάρεδρος Χ. Χαραλαμπίδη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 26 Νοεμβρίου 2019 αγωγή:
[…]
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Νικόλαο Δασκαλαντωνάκη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 23ης Ιουλίου 2020 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 6ης Αυγούστου 2020 πράξεως της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αγωγή αυτή ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 29.650,08 ευρώ σε καθέναν από τους δεκατέσσερις πρώτους ενάγοντες και το ποσό των 11.860,32 ευρώ στη δέκατη πέμπτη εξ αυτών, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ) ή, επικουρικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ελ. Παπαδημητρίου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, μέλη (Σύμβουλοι) του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 29.650,08 ευρώ σε καθέναν από τους δεκατέσσερις πρώτους ενάγοντες και το ποσό των 11.860,32 ευρώ στη δέκατη πέμπτη εξ αυτών, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ) ή, επικουρικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ). Τα ανωτέρω ποσά αντιστοιχούν στην ειδική, κατ’ αποκοπήν, μηνιαία αποζημίωση του άρθρου 13 παρ. 13 του ν. 2703/1999 (Α΄ 72), ύψους 741,27 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από τον διορισμό των εναγόντων ως μελών του Α.Σ.Ε.Π. (18.7.2016 για τους πρώτους δεκατέσσερις από αυτούς και 26.7.2018 για τη δέκατη πέμπτη) μέχρι την ημερομηνία (σύνταξης) του δικογράφου της κρινόμενης αγωγής (26.11.2019), η οποία (αποζημίωση), κατά τους ισχυρισμούς τους, κατά παράβαση των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, καθώς και των διατάξεων της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ περί ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία, καταβάλλεται μόνον στους συνταξιούχους που υπηρετούν σε θέσεις του Α.Σ.Ε.Π. και όχι σε όλα τα μέλη αυτού.
5. Επειδή, στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 1652/2020, 1199/2019, 711/2018, 479/2018, 4741/2014, 3901/2013, 2544/2013). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου, αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (ΣτΕ 479/2018, 4741/2014, 3901/2013, 450/2013, 2773/2010, 3093/2009, 1038/2006).
6. Επειδή, το Ελληνικό Δημόσιο, νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη, εφόσον οι αξιώσεις των εναγόντων ερείδονται στην, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντίθεση των διατάξεων του άρθρου 13 παρ. 13 του ν. 2703/1999 προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (συνταγματική αρχή της ισότητας) που θεσμοθετήθηκαν από το εναγόμενο (ΣτΕ 479-81/2018, 4741/2014). Εξάλλου, το ΑΣΕΠ ως ανεξάρτητη αρχή που έχει ως αποκλειστική αποστολή την εφαρμογή των νόμων και κανονισμών που διέπουν την επιλογή των διοριστέων στις δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς να διαθέτει ίδια νομική προσωπικότητα και οικονομική αυτοτέλεια σε σχέση με το Δημόσιο, δεν ευθύνεται το ίδιο για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, αλλά το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο σε περίπτωση άσκησης αγωγής νομιμοποιείται παθητικά στη σχετική δίκη (ΣτΕ 390/2019, 787/2017, 1535/2016, 2783/2015 κ.ά.).
7. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Ο δικαστικός έλεγχος τήρησης της αρχής της ισότητας, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών του νομοθέτη ή της ουσιαστικής ορθότητας των τιθέμενων νομικών κανόνων, περιορίζεται ειδικότερα στην έκδηλη υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική αρχή. Κατά τον έλεγχο δε αυτόν αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια, τα οποία διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια ή αντιθέτως τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων (ΣτΕ 2100-1/2019, 874/2018, 1120-24/2016, 3372/2015, 17/2015, 3404-5/2014, 1286/2012, 3086/2011). Ο νομοθέτης, πάντως, διαθέτει ευρεία ρυθμιστική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό των αποδοχών των απασχολουμένων εν γένει στον δημόσιο τομέα (ΣτΕ 3373/2015, πρβλ. ΣτΕ 479-81/2018, 431/2018, 4741/2014). Εξάλλου, τυχόν κρίση περί αντίθεσης ειδικής διάταξης προς το Σύνταγμα οδηγεί αναγκαίως σε μη εφαρμογή της διάταξης αυτής στην ειδική κατηγορία προσώπων, στην οποία αφορά, και όχι στην επέκταση της εφαρμογής της και σε άλλες γενικές ή ειδικές κατηγορίες προσώπων, τις οποίες ούτε κατά το γράμμα της ούτε κατά την έννοιά της διέπει (πρβλ.2318/2018 Ολομ., 1580/2010 Ολομ. 2368/2017, 4387/1997),
8. Επειδή, με τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 (Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, Α΄ 147) προβλέφθηκε το πρώτον σε συνταγματικό επίπεδο ο θεσμός των Ανεξάρτητων Αρχών, οι οποίες κατοχυρώθηκαν συνταγματικά μέσω της ανάθεσης σε αυτές συγκεκριμένων κρατικών αρμοδιοτήτων. Ειδικότερα, για τον έλεγχο των προσλήψεων προσωπικού στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ο οποίος είχε ήδη υπαχθεί νομοθετικά στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (βλ. κατωτέρω σκέψη 11), στο άρθρο 103 παρ. 7 εδ. α΄ του Συντάγματος προβλέφθηκε ότι: «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. […]». Με τον τρόπο αυτό η συγκεκριμένη διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα κατοχυρώθηκε και συνταγματικά υπέρ Ανεξάρτητης Αρχής και ασκείται από το Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο η αρμοδιότητα αυτή είχε ανατεθεί από τη σύστασή του με τον προαναφερθέντα ν. 2190/1994.
9. Επειδή, με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, όπως, προστεθέν με την αναθεώρηση του έτους 2001, ίσχυε, πριν η παράγραφος 2 αυτού αντικατασταθεί κατά την αναθεώρηση του έτους 2019 (Ψήφισμα της 25.11.2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, Α΄ 211), ορίσθηκαν, σε σχέση με όλες τις συνταγματικά προβλεπόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, τα ακόλουθα: «1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής […]. 3. Με τον Κανονισμό της Βουλής ρυθμίζονται όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου».
10. Επειδή, με τον εκτελεστικό του ανωτέρω άρθρου 101Α του Συντάγματος ν. 3051/2002 «Συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και συναφείς ρυθμίσεις» (Α΄ 220), με τον οποίο καθορίστηκε το γενικό θεσμικό πλαίσιο για τις Ανεξάρτητες Αρχές που προβλέπονται στο Σύνταγμα, ορίστηκε στο άρθρο 1 ότι: «1. Στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου υπάγονται τα μέλη και το προσωπικό των ανεξάρτητων αρχών, των οποίων η συγκρότηση και η λειτουργία προβλέπεται στο Σύνταγμα. 2. Ως “μέλη ανεξάρτητης αρχής” για την εφαρμογή του παρόντος νόμου θεωρούνται ο Πρόεδρος ή το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησής της, ο Αντιπρόεδρος και τα άλλα μέλη, καθώς και οι αναπληρωτές αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν κάθε αρχή» και στο άρθρο 2, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Οι ανεξάρτητες αρχές απολαύουν λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκεινται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές. Οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής. 2. […] 7. Η λειτουργία κάθε ανεξάρτητης αρχής ρυθμίζεται από εσωτερικό κανονισμό, ο οποίος εκδίδεται από την ίδια και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. […]». Επίσης, στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει, προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Ως μέλη των ανεξάρτητων αρχών επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και επιστημονικής κατάρτισης ή επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με την αποστολή και τις αρμοδιότητες των αρχών. 2. Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών και οι αναπληρωτές τους, όπου προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις επιλέγονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, μετά από προηγούμενη εισήγηση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. […]. 3. Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας […]. 5. Ο Πρόεδρος, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος κάθε ανεξάρτητης αρχής υπηρετούν με καθεστώς πλήρους και αποκλειστική απασχόλησης. Με την ειδική νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία της οικείας αρχής μπορεί να προβλέπεται πλήρης και αποκλειστική απασχόληση και για άλλα μέλη της αρχής. Κατά τη διάρκεια της θητείας των μελών των ανεξάρτητων αρχών αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργήματος, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, σε Ν.Π.Δ.Δ. και νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται ο διορισμός στις ανεξάρτητες αρχές μελών του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2στ του Ν. 4009/2011 (Α’ 195), καθώς και, αντιστοίχως, του ερευνητικού προσωπικού των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων του άρθρου 13 του Ν. 4310/2014 (Α’ 258), χωρίς να αναστέλλεται η άσκηση των διδακτικών και ερευνητικών τους καθηκόντων. Επίσης, επιτρέπεται στα μέλη των ανεξάρτητων αρχών η άμισθη άσκηση καθηκόντων σε Ν.Π.Δ.Δ. και νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε τομείς μη συναφείς προς το αντικείμενο και τις αρμοδιότητες της αρχής από την οποία προέρχεται το μέλος και μετά από άδειά της. […]. 7. Οι αποδοχές των μελών των ανεξάρτητων αρχών […] έπειτα από γνώμη των ανεξάρτητων αρχών κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων. Για τον καθορισμό τους λαμβάνεται υπόψη η τυχόν πλήρης και αποκλειστική απασχόληση τους […]».
11. Επειδή, ο προαναφερθείς (στη σκέψη 8) ν. 2190/1994 «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης» (Α΄ 28) ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 2 «1. Συνιστάται Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή. Το Α.Σ.Ε.Π. δεν υπόκειται σε έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλη διοικητική αρχή και οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε από άποψη νομιμότητας, εκτός από εκείνες που αφορούν το κατά το άρθρο 7 προσωπικό. […] 2. Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού έχει ως αποκλειστική αποστολή την εφαρμογή των νόμων και κανονισμών που διέπουν την επιλογή των διοριστέων στις δημόσιες υπηρεσίες, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, όπως ειδικότερα ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις αυτού». Άρθρο 4 «1. [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 3839/2010 (Α΄ 51)] Το Α.Σ.Ε.Π. συγκροτείται από είκοσι οκτώ (28) μέλη με την ακόλουθη διαβάθμιση: Πρόεδρος, Αντιπρόεδροι (θέσεις τρεις), Σύμβουλοι (θέσεις είκοσι τέσσερις). […] 6. Τα μέλη του Συμβουλίου είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί αποκλειστικής απασχόλησης, […]. Οι αποδοχές τους καθορίζονται με κανονιστικές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, κατ` αντιστοιχία των αποδοχών του προέδρου, αντιπροέδρου και συμβούλου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. […]».
12. Επειδή, ο Κανονισμός Λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Π. (Β΄ 997/18.7.2003), που εγκρίθηκε με την 16/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 3051/2002, ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) αποτελεί ανεξάρτητη αρχή διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 101Α και 103 παρ. 7 του Συντάγματος, του Ν. 2190/1994 όπως ισχύει και του Ν. 3051/2002. 2. Το Α.Σ.Ε.Π. απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκειται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές. Το Α.Σ.Ε.Π. υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής. 3 […]», στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι: «Τα μέλη του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 101Α παρ. 2 του Συντάγματος, το άρθρο 3 του Ν. 3051/2002 και τη διαδικασία που προβλέπεται στον Κανονισμό της Βουλής», στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Τα μέλη του Α.Σ.Ε.Π. είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας» και στο άρθρο 5 ότι «1. Τα μέλη του Α.Σ.Ε.Π. είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. 2. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημοσίου λειτουργήματος, περιλαμβανομένης και της άσκησης δικηγορίας, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα». Περαιτέρω, στο άρθρο 15 του ίδιου Κανονισμού προβλέπεται ότι «Για τη λειτουργία του Α.Σ.Ε.Π. ορίζονται τα ακόλουθα συλλογικά και μονομελή όργανα: α) Συλλογικά όργανα: 1) Ολομέλεια 2) Ελάσσων Ολομέλεια 3) Τμήματα β) Μονομελή όργανα: 1) Πρόεδρος 2) Αντιπρόεδροι 3) Σύμβουλοι», στο άρθρο 16 ότι η Ολομέλεια συγκροτείται από όλα τα μέλη του Α.Σ.Ε.Π. και βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίσταται το ήμισυ πλέον ενός αυτών, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος ή ένας τουλάχιστον Αντιπρόεδρος και στο άρθρο 17 ότι η Ελάσσων Ολομέλεια είναι επταμελής και συγκροτείται από τους Αντιπροέδρους και τους Προέδρους των Τμημάτων, ενώ με το άρθρο 18 συστάθηκαν τα πέντε Τμήματα του Α.Σ.Ε.Π. αποτελούμενα από Συμβούλους, στα οποία προεδρεύει ο αρχαιότερος από αυτούς. Στο άρθρο 20 του Κανονισμού προβλέπονται οι αρμοδιότητες των μονομελών οργάνων του Συμβουλίου (Προέδρου, Αντιπροέδρων και Συμβούλων).
13. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση της προπαρατεθείσας (στη σκέψη 11) παραγράφου 6 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.12/177/οικ.15165/27.5.1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Οικονομικών, με την οποία καθορίστηκαν οι αποδοχές των μελών του Α.Σ.Ε.Π. και στο άρθρο 6 της υπουργικής αυτής απόφασης προβλέφθηκε ότι «Ρυθμίσεις που αφορούν μισθολογικά θέματα των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Προέδρου, Αντιπροέδρου, Συμβούλων), τιθέμενες σε ισχύ μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης ισχύουν αυτομάτως και για τα αντίστοιχα μέλη του Α.Σ.Ε.Π.». Ακολούθησε ο ν. 2521/1997 (Α΄ 174), με τα άρθρα 9 και 10 του οποίου εισήχθησαν νέες ρυθμίσεις για το ειδικό μισθολόγιο του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και ο ν. 3205/2003 (Α΄ 297), με τα άρθρα 32 και 33 του οποίου ρυθμίστηκε εκ νέου το μισθολόγιο του προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την παρ. 12 του άρθρου 57 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), όμως, με τον οποίο αναπροσαρμόστηκαν οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ορίστηκε ότι «Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Όπου στην κείμενη νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις που παραπέμπουν για τον καθορισμό αποδοχών στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αυτές θεωρούνται ότι παραπέμπουν στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέχρι και την ισχύ του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α΄)». Τέλος, με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4590/2019 (Α΄ 17/7.2.2019) ορίστηκαν τα ακόλουθα: «Οι αποδοχές του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των μελών του Α.Σ.Ε.Π. ορίζονται σε ύψος εβδομήντα τοις εκατό (70%) των πάσης φύσεως αποδοχών του Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αντιστοίχως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 και 33 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297) και της παρ. 10 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 (Α΄ 174), όπως ισχύουν, και δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ύψος των αποδοχών που ορίζονται για τους δικαστικούς λειτουργούς στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4354/2015. […]. Η ισχύς του άρθρου 53 του ν. 4456/2017 (Α΄ 24) διατηρείται».
14. Επειδή, με την παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (Α΄ 57) ορίστηκε ότι η σύνταξη για όσους συνταξιούχους υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημοσίου τομέα καταβάλλεται μειωμένη κατά 70%. Ακολούθως, με το άρθρο 20 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) προβλέφθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Στους εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους του Δημοσίου, καθώς και όλων των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες και επικουρικές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Για το διάστημα αυτό καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές για τον απασχολούμενο συνταξιούχο, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις του παρόντος νόμου. 2. Ειδικά, στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι της παραγράφου 1 αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους. […] 3. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3833/2010 [μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι πρόεδροι, αντιπρόεδροι και τα μέλη των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών] […]». Με το άρθρο 55 του ν. 4554/2018 (Α΄ 130) ορίστηκε ότι: «1. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) προστίθεται εδάφιο ως εξής: “Ειδικά για τα μέλη, τους Προέδρους και Αντιπροέδρους των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων τους.”. 2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει την 13.5.2016.».
15. Επειδή, με την παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 «Αναπροσαρμογή συντάξεων […], ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 72) προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: «Στους συνταξιούχους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. που υπηρετούν σε θέσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας, με οποιαδήποτε σχέση, καθώς και σε θέσεις Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, καταβάλλονται, πέρα από τις αποδοχές και το τμήμα της συντάξεώς τους που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις, ειδική κατ’ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων των θέσεων αυτών, για την κάλυψη πραγματικών δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους. Το ύψος των εξόδων αυτών, για όσους υπηρετούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από σχετική πρόταση του Γενικού Γραμματέα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ενώ για τους λοιπούς με κοινή απόφαση του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής μπορεί να έχουν και αναδρομική ισχύ». Στην εισηγητική έκθεση του ν. 2703/1999, σχετικά με τη διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 13, η έκταση εφαρμογής της οποίας καταλάμβανε αρχικά μόνο τους συνταξιούχους του Δημοσίου και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και από τις Ανεξάρτητες Αρχές το Α.Σ.Ε.Π. και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αναφέρεται ότι ρυθμίζονται θέματα αμοιβών των λειτουργών των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα κατάλληλης στελέχωσής τους που είναι αναγκαία για την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία τους.
16. Επειδή, με το άρθρο 53 του ν. 4456/2017 (Α΄ 24) [του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε ρητώς με το παρατεθέν στην σκέψη 13 άρθρο 13 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 4590/2019, που αφορά τις αποδοχές του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των μελών του Α.Σ.Ε.Π.] αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 13 παρ. 13 του ν. 2307/1999 και η χορήγηση της επίδικης αποζημίωσης επεκτάθηκε στο σύνολο των συνταξιούχων, αντί για τους συνταξιούχους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, και στα μέλη όλων των συνταγματικά προβλεπόμενων Ανεξάρτητων Αρχών, αντί του ΑΣ.Ε.Π. και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Κατόπιν αυτού το πρώτο εδάφιο της επίμαχης διάταξης διαμορφώθηκε ως εξής: «Στους συνταξιούχους που υπηρετούν σε θέσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας, με οποιαδήποτε σχέση, καθώς και σε θέσεις Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών και της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, δύναται να καταβάλλεται ειδική κατ’ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων των θέσεων αυτών, για την κάλυψη πραγματικών δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους». Στη δε αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθη η ρύθμιση του άρθρου 53 του ν. 4456/2017, διαλαμβάνονται τα εξής: «Με την προτεινόμενη διάταξη επεκτείνεται σε όλες τις συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές, η ρύθμιση της παραγράφου 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 (Α΄ 72), που προβλέπει δυνατότητα καταβολής ειδικής κατ’ αποκοπή μηνιαίας αποζημίωσης στους συνταξιούχους που υπηρετούν σε θέσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας, με οποιαδήποτε σχέση, καθώς και σε θέσεις Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής. Η προτεινόμενη ρύθμιση κρίνεται απαραίτητη για την άρση των αντικινήτρων που υφίστανται όσον αφορά τη στελέχωσή τους, καθώς και για την ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών τους και τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποδοτικής λειτουργίας τους».
17. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2/57668/0022/10.9.1999 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών «Καθορισμός ειδικής κατ’ αποκοπή μηνιαίας αποζημίωσης των μελών του ΑΣΕΠ που είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ.» (Β΄ 1754/1999), με την οποία προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: «1. Στα μέλη του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) που είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. καταβάλλεται ειδική κατ’ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση με τις ακόλουθες διακρίσεις: Α. Στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, καθηγητές ΑΕΙ και διπλωματικούς υπαλλήλους το ποσό των τριακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων (350.000) δραχμών. Β. Στους λοιπούς συνταξιούχους το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. 2. Η ανωτέρω ειδική αποζημίωση καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό του ΑΣΕΠ όπου εγγράφεται και η σχετική για το σκοπό αυτό πίστωση […] 3. Η ειδική αυτή κατ’ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση, η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια των αποδοχών, καθόσον χορηγείται για την κάλυψη πραγματικών δαπανών στις οποίες υποβάλλονται τα μέλη του ΑΣΕΠ κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων των θέσεων αυτών, καταβάλλεται στο τέλος κάθε μήνα με ξεχωριστή μισθοδοτική κατάσταση και είναι αφορολόγητη. 4. […]». Το ποσό της επίδικης αποζημίωσης μειώθηκε κατά 7% δυνάμει του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40), κατά 3% με τη διάταξη των παρ. 3-5 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 (Α΄ 65) και κατά 20% με την περ. 8 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και ανέρχεται πλέον, σύμφωνα με το έγγραφο απόψεων του Τμήματος Μισθοδοσίας και Εκκαθάρισης Δαπανών του Α.Σ.Ε.Π., στο ποσό των 741,27 ευρώ, κατά μήνα.
18. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες μέλη (Σύμβουλοι) του Α.Σ.Ε.Π. προβάλλουν ότι κατά παράβαση των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας προβλέφθηκε, με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999, η καταβολή της ειδικής, κατ’ αποκοπήν, μηνιαίας αποζημίωσης μόνον στα μέλη των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών, που τυγχάνουν συνταξιούχοι, εισάγει δε η διάταξη αυτή άνιση και δυσμενή σε βάρος τους μεταχείριση, η οποία δεν δύναται να δικαιολογηθεί από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος και ζητούν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, την επέκταση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών και στους ίδιους. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι το σύνολο των μελών του Α.Σ.Ε.Π. διέπονται από το ίδιο καθεστώς προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, τελούν σε όμοια υπηρεσιακή κατάσταση και ασκούν το λειτούργημά τους υπό τις αυτές συνθήκες, όντας, κατά τη ρητή πρόβλεψη του νόμου, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί. Η ανωτέρω δυσμενής μεταχείριση συντελείται, κατά τους ισχυρισμούς τους, με μοναδικό κριτήριο τη συνδρομή της ιδιότητας του συνταξιούχου, το οποίο παρίσταται εντελώς τυχαίο και συμπτωματικό, δεν συνάπτεται με τα προσόντα, τις ικανότητες και τα λοιπά στοιχεία του υπηρεσιακού καθεστώτος των μελών του Α.Σ.Ε.Π. και, ως εκ τούτου, δεν συμβιβάζεται με τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Η αμφισβητούμενη ρύθμιση, εξάλλου, δεν εναρμονίζεται, όπως ισχυρίζονται, ούτε με την τελολογία της θέσπισης της επίμαχης αποζημίωσης, διότι οι σκοποί δημοσίου συμφέροντος, για τους οποίους θεσπίστηκε δεν περιορίζονται, κατ’ αυτούς, στα μέλη του Α.Σ.Ε.Π. που τυγχάνουν συνταξιούχοι, αλλά καταλαμβάνουν το σύνολο των μελών, ανεξάρτητα από την ιδιότητα αυτών ως συνταξιούχων, η οποία παρίσταται άσχετη και δεν συνάπτεται με τους επιδιωκόμενους ανωτέρω σκοπούς, ενώ η ανάγκη προσέλκυσης ικανών στελεχών στο Α.Σ.Ε.Π. δεν αφορά αποκλειστικά συνταξιούχους, αλλά κάθε πρόσωπο με υψηλής στάθμης προσόντα, εμπειρία και ικανότητες. Με τα ανωτέρω δεδομένα προβάλλεται ότι τόσο η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 13 του ν. 2703/1999, όσο και η παράλειψη της εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση αυτής υπ’ αριθμ. 2/57668/0022/ 10.9.1999 κοινής υπουργικής απόφασης να χορηγήσει την επίδικη αποζημίωση στο σύνολο των μελών του Α.Σ.Ε.Π., παραβιάζουν τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, ενώ έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο διαφορετικών κατηγοριών μελών του Α.Σ.Ε.Π. ως προς το μισθολογικό καθεστώς, σε βάρος των μελών του Α.Σ.Ε.Π. που δεν λαμβάνουν σύνταξη.
19. Επειδή, τον συνδυασμό των διατάξεων των νόμων 2190/1994 και 3051/2002 συνάγεται ότι ο νομοθέτης απέβλεψε για τη στελέχωση του Α.Σ.Ε.Π., όπως, άλλωστε, και όλων των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών, σε πρόσωπα «εγνωσμένου κύρους και επιστημονικής κατάρτισης ή επαγγελματικής εμπειρίας», σε τομείς που έχουν σχέση με την αποστολή και τις αρμοδιότητές του, δηλαδή σε πρόσωπα με ιδιαίτερα αυξημένα προσόντα, κύρος και επαγγελματική εμπειρία, καταξιωμένα στο χώρο της επιστήμης και της δημόσιας διοίκησης. Μολονότι δε από τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων δεν συνάγεται συγκεκριμένη προτεραιότητα για την επιλογή ως μελών των Ανεξάρτητων Αρχών και, ειδικότερα, του Α.Σ.Ε.Π. ορισμένων προσώπων, όπως π.χ. προσώπων που έχουν συνταξιοδοτηθεί, ενώ η κατοχή των ανωτέρω προσόντων είναι απαραίτητη για όλα τα μέλη του, ο νομοθέτης διατηρεί – σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι δημιουργούνται σε συγκεκριμένο κύκλο προσώπων, που διαθέτουν τα απαιτούμενα για την επιλογή τους ως μελών αυτής της συνταγματικά κατοχυρωμένης Αρχής προσόντα, σοβαρά αντικίνητρα, τα οποία δυσχεραίνουν τη στελέχωση της Αρχής με το εγνωσμένου κύρους και αυξημένων προσόντων προσωπικό που επιβάλλει ο νόμος και, κατ’ επέκταση, την ομαλή και αποτελεσματική εκπλήρωση του συνταγματικού της σκοπού – την ευχέρεια να θέσει με πρόσφορα, αντικειμενικά και απρόσωπα κριτήρια συγκεκριμένα κίνητρα για την προσέλκυση στις θέσεις αυτές προσώπων αποδεδειγμένα ικανών για την άσκηση του συγκεκριμένου λειτουργήματος, υπό την προϋπόθεση ότι τα κίνητρα αυτά δεν άγουν σε έκδηλα άνιση μεταχείριση των λειτουργών της ίδιας Αρχής. Με την κρίσιμη, εν προκειμένω, διάταξη του άρθρου 13 παρ. 13 του ν. 2703/1999 προβλέφθηκε η καταβολή της επίδικης ειδικής μηνιαίας αποζημίωσης, αρχικά, στους συνταξιούχους του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετούν στο Α.Σ.Ε.Π., την Προεδρία της Δημοκρατίας, την (πρώην) ΚΕΝΕ και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και, στη συνέχεια, αυτή επεκτάθηκε, με τη διάταξη του άρθρου 53 του ν. 4456/2017, σε όλους του συνταξιούχους που υπηρετούν στο σύνολο των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών, για την κάλυψη πραγματικών δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους. Με τη θέσπιση της επίδικης ειδικής μηνιαίας αποζημίωσης επιδιώχθηκε, όπως, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 15), αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 2703/1999, να παρασχεθεί η δυνατότητα κατάλληλης στελέχωσης των Ανεξάρτητων Αρχών, που είναι αναγκαία για την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία τους, και, ειδικότερα, όπως, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 16), αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθη η ρύθμιση του άρθρου 53 του ν. 4456/2017, να αρθούν υφιστάμενα αντικίνητρα για την στελέχωση των Ανεξάρτητων Αρχών με πρόσωπα που έχουν τα απαιτούμενα ιδιαίτερα προσόντα. Αντικίνητρο για την προσέλκυση έμπειρων στελεχών – όπως, κατά τεκμήριο και κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, είναι, κατ’ αρχήν, οι συνταξιούχοι – συνάγεται ότι αποτέλεσε το γεγονός ότι προβλέφθηκε, αρχικώς, με τη διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998, η περικοπή των συντάξιμων αποδοχών των συνταξιούχων που υπηρετούν στο δημόσιο τομέα κατά 70% και, στη συνέχεια, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 4387/2016, η ολική αναστολή της καταβολής της σύνταξης όσων συνταξιούχων αναλάμβαναν εργασία σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (μέχρι την τροποποίηση της εν λόγω ρύθμισης με το άρθρο 55 του ν. 4554/2018, που υπήγαγε αναδρομικά τα μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών στον κανόνα της περικοπής των συντάξιμων αποδοχών κατά 60% της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4387/2016). Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ο νομοθέτης, αποβλέποντας στην εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, μεταξύ των οποίων και του Α.Σ.Ε.Π., και εκτιμώντας ότι, προς τον σκοπό αυτό, θα ήταν επωφελής η στελέχωσή τους και με πρόσωπα προερχόμενα από την κατηγορία των συνταξιούχων, που, κατά τεκμήριο, διαθέτουν ιδιαίτερη επαγγελματική εμπειρία και, ενδεχομένως και αναλόγως με τη θέση που κατείχαν πριν από την συνταξιοδότησή τους, ιδιαίτερο κύρος, θέσπισε την επίμαχη ειδική μηνιαία κατ’ αποκοπή αποζημίωση, για την κάλυψη πραγματικών δαπανών, ως κίνητρο για να προσελκύσει προς διορισμό στις Ανεξάρτητες Αρχές πρόσωπα από την κατηγορία αυτή και σε αντιστάθμισμα έναντι της περικοπής των συνταξιοδοτικών τους παροχών, την οποία συνεπάγεται ο διορισμός σε Ανεξάρτητη Αρχή. Εξάλλου, η αναφορά στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθη η ρύθμιση του άρθρου 53 του ν. 4456/2017, ότι η επίμαχη ρύθμιση αποσκοπεί στην άρση αντικινήτρων για την στελέχωση των Ανεξάρτητων Αρχών στηρίζεται στην, κατ’ αρχήν εκφεύγουσα των ορίων του δικαστικού ελέγχου, εκτίμηση του νομοθέτη ότι για την διασφάλιση της εύρυθμης και αποδοτικής λειτουργίας των Ανεξάρτητων Αρχών – ενόψει και της σημασίας της αποστολής τους, όπως συνάγεται και από τις αφορώσες τις Αρχές αυτές ειδικές συνταγματικές ρυθμίσεις ως προς τον τρόπο επιλογής των μελών τους και την αναγνώριση υπέρ αυτών λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας – ενδείκνυται ο εμπλουτισμός του κύκλου των υποψηφίων για διορισμό με πρόσωπα τα οποία έχουν συνταξιοδοτηθεί και τα οποία, εκτός από την επιστημονική κατάρτιση, διαθέτουν ιδιαίτερη επαγγελματική εμπειρία και κύρος. Με τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη ειδική ρύθμιση, με την οποία θεσπίζεται ειδική μηνιαία αποζημίωση ως κίνητρο για την προσέλκυση προς διορισμό στις Ανεξάρτητες Αρχές, μεταξύ των οποίων το Α.Σ.Ε.Π., προσώπων, τα οποία προσδιορίζονται με αντικειμενικό και απρόσωπο κριτήριο (ιδιότητα του συνταξιούχου) και κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η οποία παρίσταται, κατ’ αρχήν, εύλογη, θα συμβάλλουν, ενόψει της ιδιαίτερης εμπειρίας και του κύρους τους, στην εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία των εν λόγω Αρχών, δηλαδή προς επίτευξη θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, και, για τον λόγο αυτό, χορηγείται μόνον στα πρόσωπα αυτά και όχι και στα υπόλοιπα μέλη της Αρχής, δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον παρατιθέμενο στη σκέψη 18 λόγο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Άλλωστε, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 2703/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 53 του ν. 4456/2017, καθώς και η κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 2/57668/0022/10.9.1999 κοινή υπουργική απόφαση (βλ. ανωτέρω σκέψη 17), με την οποία προβλέφθηκε η επίδικη ειδική αποζημίωση αποκλειστικά για τα μέλη του Α.Σ.Ε.Π. που είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., έχουν χαρακτήρα ειδικών διατάξεων που αφορούν συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, χωρίς να θέτουν γενικό κανόνα, από τον οποίο εξαιρείται ρητώς ή σιωπηρώς άλλη κατηγορία. Επομένως οι ενάγοντες δεν εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή ενός γενικού κανόνα, αλλά ζητούν την επέκταση της εφαρμογής μιας ειδικής διάταξης που αφορά συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων και στους ίδιους. Ενδεχόμενη, όμως, διαπίστωση αντισυνταγματικότητας της ειδικής αυτής ρύθμισης θα καθιστούσε μεν αυτή ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα για την κατηγορία των συνταξιούχων που αφορά, αλλά δεν θα οδηγούσε αναγκαίως στην επέκταση της εφαρμογής της και σε άλλες κατηγορίες προσώπων, όπως οι ενάγοντες, τις οποίες ούτε κατά το γράμμα ούτε κατά την έννοιά της διέπει (πρβλ ΣτΕ 2318/2018 Ολομ., 1580/2010 Ολομ, 2368/2017).
20. Επειδή, δυνάμει του άρθρου 13 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εκδόθηκε η Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000 «Για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία» (ΕΕ L 303, 16). Στις διατάξεις της Οδηγίας αυτής προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1 «Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω […] ηλικίας […], προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη». Άρθρο 2 «1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τον σκοπό της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου […], μιας ορισμένης ηλικίας, […], σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν, i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, ή […]. Άρθρο 3 «1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά: α) […] γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών, δ) […] 2 […]». Άρθρο 4 «1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη. 2 […] ». Άρθρο 6 παρ. 1 «1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, γ) τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.». Αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνουν τόσο ο ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» (Α΄ 16), με τον οποίο μεταφέρθηκε στο σύνολό της στην εσωτερική έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία, όσο και ο ν. 4443/2016 (Α΄ 232/9.12.2016), με τις διατάξεις του οποίου ενσωματώθηκε εκ νέου στο εσωτερικό δίκαιο η εν λόγω Οδηγία και καταργήθηκε, με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του νόμου αυτού, ο ν. 3304/2005.
21. Επειδή, με τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 3304/2005 και ακολούθως με τον ν. 4443/2016, επιχειρείται η θέσπιση ενός γενικού πλαισίου, προκειμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας με την παροχή αποτελεσματικής προστασίας από τις διακρίσεις που στηρίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1 της Οδηγίας αυτής, κατά την έννοια δε του άρθρου 2 παρ. 1 της Οδηγίας η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία [ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις της 16ης.10.2007 (Tμήμα μείζονος σύνθεσης), C-411/05, Palacios de la Villa, σκ. 42, της 13ης.9.2011 (Tμήμα μείζονος σύνθεσης), C-447/09, Prigge, σκ. 39, της 13ης.11.2014, C-416/13, Mario Vital Perez, σκ. 28, της 18ης.11.2010, Georgiev, C-250/09 και 268/09, σκ. 26, ΣτΕ 3184/2017, 3185/2017, 109/2018 7μ., 110/2018 7μ., 694/2018, 695/2018, 2421/2018]. Η Οδηγία αυτή τυγχάνει εφαρμογής σε όλα τα πρόσωπα, στο σύνολο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, όσον αφορά ιδίως τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών. Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας εισάγουν σε περιορισμένο βαθμό, εξαιρέσεις από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς την απαγόρευση των διακρίσεων. Ειδική δε απόκλιση από την απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας, που αποτελεί, σύμφωνα με την 25η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας, ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση και έχει αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης [ΔΕΕ(ΔΕΚ) αποφάσεις Mario Vital Perez, ο.π., σκ. 24, Prigge, ο.π., σκ. 38, της 22ας.11.2005 (Τμήμα μείζονος σύνθεσης), C-144/04, Mangold, σκ. 75, ΣτΕ 3184/2017, 3185/2017, 109/2018 7μ., 110/2018 7μ., 694/208, 695/2018, 2421/2018], προβλέπεται στο άρθρο 6 αυτής, στην περίπτωση που στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε όταν εξυπηρετούνται θεμιτοί σκοποί κοινωνικής πολιτικής που συνδέονται με την πολιτική της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως [ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις της 5ης.3.2009, C-388/07, Age Concern England, σκ. 46, της 18ης.6.2009 C-88/08, Hütter, σκ. 41, Prigge, ο.π., σκ. 80-81], εφόσον τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών είναι πρόσφορα και αναγκαία [ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Mario Vital Perez, ο.π., σκ. 45, Petersen, ο.π., σκ. 40, Palacios de la Villa, ο.π., σκ. 57]. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την απασχόληση και την εργασία συμπεριλαμβανομένων των όρων αμοιβής. Τα κράτη μέλη, άλλωστε, διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης για την επιλογή όχι μόνο του συγκεκριμένου σκοπού που προτίθενται να επιδιώξουν αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων επίτευξης του σκοπού αυτού (ΔΕΕ αποφάσεις της 27ης.2.2020, TK κλπ., σκ. 42, C-773/18, C-774/18, 775/18, της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κλπ., C-501/12 έως C-506/12, C-540/12 και C-541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 46). Κατά την εξέταση της αναγκαιότητας του μέτρου πρέπει να εκτιμάται και η ζημία που προκαλεί στους θιγόμενους σε σχέση με τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται για το κοινωνικό σύνολο [βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) της 12.10.2010, C-45/09, Rosenbladt, Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης, σκ. 73, Hornfeldt, ε.α., σκ. 38). Εξάλλου, αν στην εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν διευκρινίζεται ο επιδιωκόμενος σκοπός, δεν αποκλείεται αυτομάτως η δικαιολόγηση του μέτρου, αλλά ο προσδιορισμός αυτού πρέπει να προκύπτει από άλλα στοιχεία του γενικού πλαισίου του συγκεκριμένου μέτρου, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος ως προς τη νομιμότητά του και ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του (αποφάσεις Δικαστηρίου Petersen σκέψη 40, Mario Vital Perez ο.π., σκέψη 62, Palacios de la Villa ο.π., σκέψεις 56 και 57, της 6ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-286/12, σκέψη 58). Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις θα πρέπει να εξετάζεται πάντοτε αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών είναι πρόσφορα και αναγκαία (αποφάσεις Δικαστηρίου Mario Vital Perez ο.π., σκέψη 45, Dominca Petersen, σκέψη 40, Palacios de la Villa ο.π., σκέψη 57 κ.ά.).
22. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή προβάλλεται ότι η εξαίρεση των εναγόντων από τη χορήγηση της επίδικης αποζημίωσης παραβιάζει τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ περί ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία, διότι εισάγει σε βάρος τους διάκριση με βάση το τυχαίο και συμπτωματικό γεγονός της συνταξιοδότησης που καταλήγει, κατά κανόνα, σε διάκριση με βάση την ηλικία, η οποία αποτελεί το βασικό κριτήριο συνταξιοδότησης. Η διάκριση δε αυτή δεν είναι, κατά τους ενάγοντες, δυνατόν να δικαιολογηθεί λόγω της φύσης των ασκούμενων από τα διάφορα μέλη του Α.Σ.Ε.Π. καθηκόντων, καθώς οι λόγοι χορήγησης της επίδικης αποζημίωσης αφορούν το σύνολο των μελών του, ούτε, περαιτέρω, συνάπτεται με την εξυπηρέτηση θεμιτών σκοπών κοινωνικής πολιτικής.
23. Επειδή, η διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 δεν αφορά άμεσα πρόσωπα συγκεκριμένης ηλικίας και, κατά τούτο, με αυτή δεν εισάγεται άμεση διάκριση με βάση την ηλικία. Προϋπόθεση, άλλωστε, για τη χορήγηση της επίδικης αποζημίωσης δεν είναι η πλήρωση συγκεκριμένου ηλικιακού κριτηρίου, αλλά η ιδιότητα του συνταξιούχου, η οποία ενδέχεται να αποκτηθεί σε διαφορετική ηλικία και με διαφορετικές προϋποθέσεις για κάθε πρόσωπο ανάλογα με το επάγγελμα που ασκεί, το νομοθετικό καθεστώς, στο οποίο υπάγεται, και τις προσωπικές του επιλογές ως προς το χρόνο αποχώρησης από την ενεργό υπηρεσία. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός η επίδικη αποζημίωση να χορηγηθεί σε συνταξιούχους μικρότερης ηλικίας σε σχέση με άλλα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής, τα οποία για οποιοδήποτε από τους ανωτέρω λόγους δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί. Κατά συνέπεια, το κριτήριο, με βάση το οποίο χορηγείται η επίδικη αποζημίωση, δεν είναι ηλικιακό, αλλά η ενεργός ή μη επαγγελματική δραστηριότητα πριν από τον διορισμό στην Ανεξάρτητη Αρχή. Και ναι μεν η συνταξιοδότηση εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τη συμπλήρωση ορισμένου αριθμού ετών εργασίας και από την προϋπόθεση να έχει συμπληρωθεί ορισμένη ηλικία (ΔΕΕ απόφαση CO της 2ας Απριλίου 2020, C-670/18, σκ. 26), στην προκείμενη περίπτωση, όμως, με την εισαγόμενη ρύθμιση δεν εμφανίζεται ως πληττόμενη ορισμένη κατηγορία προσώπων λόγω ηλικίας, αλλά η κατηγορία των μη συνταξιούχων, η οποία δεν αποτελεί συγκεκριμένη και οριοθετημένη ηλικιακή ομάδα, όπως συνάγεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι οι ενάγοντες εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία ηλικιών [οι ενάγοντες είχαν ηλικία κατά το χρόνο του διορισμού τους 56, 39, 52, 56, 57, 44, 41, 40, 48, 51, 44, 40, 46, 33 και 62 ετών κατά τη σειρά που αναφέρονται στην αγωγή τους]. Με τα δεδομένα αυτά από την επίμαχη ρύθμιση δεν προκύπτει ούτε έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας. Συνεπώς, ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος, ανεξαρτήτως του ότι, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη 19, ο σκοπός, για τον οποίο προβλέφθηκε η χορήγηση της επίμαχης ειδικής αποζημίωσης, δεν αφορά το σύνολο των μελών του Α.Σ.Ε.Π. ούτε η χορήγησή της αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπών κοινωνικής πολιτικής.
24. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή στο σύνολό της.
[…]