Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των δασών στη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων-Σόφη Παυλάκη

Πηγή: dasarxeio.com

Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των δασών στη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων

Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των δασών στη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων

Σόφη Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος, ΜΔΕ Περιβαλλοντική Πολιτική

Στην έννοια του κοινοχρήστου πράγματος υπάγεται και το δημόσιο δάσος, το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως περιβαλλοντικό αγαθό, που εντάσσεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διατηρεί τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ακόμα και μετά την καταστροφή ή αποψίλωσή του. Τα δημόσια δάση και οι δημόσιες δασικές εκτάσεις, λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους, του κυρίου προορισμού τους και της ελεύθερης χρήσης τους από τους πολίτες, συγκαταλέγονται στα κοινόχρηστα πράγματα. Τούτο γίνεται δεκτό πως ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, ακόμα και για τα ιδιωτικά δάση και τις ιδιωτικές δασικές εκτάσεις. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι και τα ιδιωτικά δάση και οι ιδιωτικές δασικές εκτάσεις συνιστούν όχι μόνον αντικείμενα ιδιοκτησίας και περιουσιακά αγαθά, αλλά και κατ΄ εξοχήν περιβαλλοντικά έννομα αγαθά που ενσωματώνουν το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα στο περιβάλλον και εξυπηρετούν την κοινή ωφέλεια, διεπόμενα ως εκ τούτου από καθεστώς «οιονεί κοινοχρησίας». Η κτήση του Δημοσίου επί των δασών του εξυπηρετεί περαιτέρω τον δημόσιο σκοπό της εθνικής κυριαρχίας, εφ΄ όσον η ελληνική Πολιτεία, για να είναι βιώσιμη και κυρίαρχη, πρέπει να διαθέτει την αναγκαία εδαφική επάρκεια και τον έλεγχο του φυσικού περιβάλλοντος, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 998/1979, σύμφωνα με την οποία οι υπαγόμενες στη δασική νομοθεσία εκτάσεις «συνιστούν εθνικό κεφάλαιο». Η πρόσφατη ωστόσο νομολογία του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας υπήγαγε αδιακρίτως τα δάση και τις δασικές εκτάσεις της χώρας στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους. Όρισε ότι τα δημόσια δάση και οι δημόσιες δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις ανήκουν στην ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, θεωρώντας πως τούτο καθιστά στο εξής δυνατή τη μεταβίβασή τους στο ΤΑΙΠΕΔ στο πλαίσιο του καθεστώτος αποκρατικοποιήσεων του ν. 3986/2011. Η έγκριση των παραχωρήσεων αυτών συντελέσθηκε δυνάμει παρεμπίπτουσας κρίσεως του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, το οποίο δεν διαθέτει αρμοδιότητα για θέματα δασών και φυσικού περιβάλλοντος. Στο άρθρο[1] που ακολουθεί επιχειρείται η παρουσίαση προσφάτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου που έκριναν αντίθετα καθώς επίσης και των σημαντικότερων σχετικών θέσεων της επιστήμης και της θεωρίας και εξετάζεται το ζήτημα της κοινοχρησίας των δασικών οικοσυστημάτων και των προσβολών της συνεπεία των εν λόγω μεταβιβάσεων.

Ι. Εισαγωγή  

Το ζήτημα της κοινοχρησίας των περιβαλλοντικών αγαθών έχει απασχολήσει συχνά τη νομολογία των δικαστηρίων της Χώρας μας και δη των ανωτάτων. Πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας θέτουν εκ νέου στο προσκήνιο τη σχετική προβληματική εστιάζοντας στο πεδίο των δασικών οικοσυστημάτων.

Αφορμή για την παρούσα μελέτη αποτέλεσε η παραχώρηση δημόσιας δασικής κτήσης, όπως εξετάσθηκε στο σκεπτικό της υπ΄ αριθ. 4883/2014[2] αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που ανήκουν στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (νπδδ) και σε δημόσιες επιχειρήσεις δύνανται να μεταβιβασθούν προς το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ΑΕ (ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ) κατά τις διατάξεις του ν. 3986/2011 «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152). Αν και στην εξεταζόμενη απόφαση αναφέρεται ότι η μεταβίβαση δημόσιας δασικής εκτάσεως προς το ΤΑΙΠΕΔ δεν συνεπάγεται, ως προς τα δασικά της τμήματα, άρση της προστασίας που απολαμβάνει κατά το Σύνταγμα και τη δασική νομοθεσία, ωστόσο η άποψη ότι τα δάση ανήκουν αδιακρίτως στην ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, δυνάμενα ως εκ τούτου να εκποιηθούν προς το ΤΑΙΠΕΔ, αναιρεί τον κοινόχρηστο χαρακτήρα των δασών και αντικρούει την ανωτέρω διαβεβαίωση.

ΙI. Το ζήτημα της μεταβίβασης δημοσίων δασών προς το ΤΑΙΠΕΔ

Η απόφαση ΣτΕ 4883/2014 (Τμ. Δ΄) εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως αποφάσεως της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων,[3] με την οποία μεταβιβάσθηκε, χωρίς αντάλλαγμα, στο ΤΑΙΠΕΔ κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το ακίνητο του «Ξενία Βυτίνας», συνολικής εκτάσεως 37.534,00 τ.μ. Το εν λόγω ακίνητο αποτελείτο από δύο τμήματα: α) ένα τμήμα 23.100 τ.μ., το οποίο είχε περιέλθει στον ΕΟΤ με την κυα Α6474/1631/16.3.1961 (Δ΄ 37/3.4.1961) για την ανέγερση του «Μοτέλ Βυτίνας» και β) ένα τμήμα 14.450 τ.μ. δημόσιας δασικής εκτάσεως, η οποία παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στον ΕΟΤ με το βασιλικό δ/γμα της 23.12.1968 (Α΄ 1/7.1.1969).

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που ανήκουν στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (νπδδ) ή σε δημόσιες επιχειρήσεις (όπως εν προκειμένω η ΕΤΑΔ ΑΕ), δεν αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα αλλ΄ ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή της δημόσιας επιχείρησης, δυνάμενα να μεταβιβασθούν ως εκ τούτου στο ΤΑΙΠΕΔ κατά τις διατάξεις του ν. 3986/2011 «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152).[4]Κατά την απόφαση, η μεταβίβαση της επίμαχης εκτάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ δεν συνεπάγεται ως προς τα δασικά της τμήματα άρση της προστασίας που απολαμβάνουν κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, τις διατάξεις του ν. 998/1979 και την εν γένει δασική νομοθεσία, δεδομένου ότι το δικαίωμα κυριότητας επί της συγκεκριμένης εκτάσεως περιήλθε στο ΤΑΙΠΕΔ με όλους τους περιορισμούς και τα βάρη που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία η εφαρμογή των ως άνω προστατευτικών για τα δάση διατάξεων. Μόνη δε η μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ των δασικών τμημάτων της επίμαχης εκτάσεως δεν συνεπάγεται κατά την απόφαση οποιαδήποτε μεταβολή στον δασικό χαρακτήρα της.

ΙII. Σκέψεις και προβληματισμοί

Η απόφαση ΣτΕ 4883/2014 υπαγάγει γενικώς και αδιακρίτως τα δάση και τις δασικές εκτάσεις του Δημοσίου στην ιδιωτική περιουσία του, χωρίς να αναγνωρίζει κοινόχρηστο χαρακτήρα σε αυτά. Ορίζει έτσι ότι τα δημόσια δάση και οι δημόσιες δασικές εκτάσεις της χώρας ανήκουν στην ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, θεωρώντας πως τούτο καθιστά δυνατή την περαιτέρω μεταβίβασή τους στο ΤΑΙΠΕΔ, στο πλαίσιο του καθεστώτος αποκρατικοποιήσεων που θέσπισε ο ν. 3986/2011.[5] Και ναι μεν στην απόφαση τονίζεται ότι η μεταβίβαση της επίμαχης εκτάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ δεν συνεπάγεται, ως προς τα δασικά της τμήματα, άρση της προστασίας που απολαμβάνει κατ΄ άρθρο 24 του Συντάγματος και κατά τις διατάξεις της εν γένει δασικής νομοθεσίας, ωστόσο δεν γίνεται σαφές πώς η προστασία αυτή εξασφαλίζεται και πώς υλοποιείται, αφού η απόφαση προβαίνει σε γενική εξαίρεση του συνόλου των δασών και δασικών εκτάσεων του Δημοσίου από τα κοινόχρηστα πράγματα και στην εφ΄ εξής υπαγωγή τους, χωρίς διάκριση, στην ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, γεγονός που επιτρέπει να μεταβιβασθούν κατά την απόφαση στο ΤΑΙΠΕΔ, κατ΄ εφαρμογή των επιταγών του Προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Σημειωτέον δε ως προς το ΤΑΙΠΕΔ, ότι στον ν. 3986/2011 με τον οποίο συνεστήθη, ουδεμία προβλέπεται μνεία περί της αρμοδιότητάς του να διαχειρίζεται δάση και δασικές εκτάσεις.[6]  Σε πλήρη συμφωνία με την εξεταζομένη ακολούθησε η απόφασηΣτΕ 2693/2016,[7] επίσης του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία επίσης απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων,[8] καθ΄ ο μέρος με αυτήν μεταβιβάσθηκε προς το ΤΑΙΠΕΔ, χωρίς αντάλλαγμα, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, τμήμα εκτάσεως κειμένης στην περιοχή Ομορφοκκλησιάς – Τουρκοβουνίων του Δήμου Γαλατσίου Ν. Αττικής, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα[9] και προοριζόταν, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας,[10] για τη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου και υπερτοπικού πόλου πρασίνου και αναψυχής. Το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε και στην περίπτωση της αποφάσεως αυτής, ότι τα δάση, οι δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις που ανήκουν στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή σε δημόσιες επιχειρήσεις δεν έχουν χαρακτήρα κοινοχρήστων πραγμάτων, αλλ΄ αποτελούν στοιχεία της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου ή των νπδδ και των δημοσίων επιχειρήσεων που αφορούν, δυνάμενα ως εκ τούτου να μεταβιβασθούν με όλους τους περιορισμούς και τα βάρη που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία τους η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος και της κοινής νομοθεσίας περί προστασίας των δασών. Συνεπώς, δεν κωλυόταν και κατά την απόφαση αυτή η μεταβίβαση της επίμαχης εκτάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ εκ του ότι αποτελούσε τμήμα μείζονος εκτάσεως, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα και προοριζόταν για τη δημιουργία κοινοχρήστου χώρου πρασίνου.

Το σκεπτικό των εξεταζομένων αποφάσεων δημιουργεί έντονο προβληματισμό. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως σε μια πιθανή καθιέρωση[11] της διαφαινόμενης ως άνω τάσεως της νομολογίας του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου θα μπορούσε να καταστεί εν γένει αποδεκτή η δυνατότητα εκποίησης δημόσιας δασικής κτήσης με τη θεώρησή της ως ιδιωτικής και τη σύνδεση της τελευταίας με την αντίληψη ότι είναι σε κάθε περίπτωση ελεύθερα μεταβιβάσιμη ως αντικείμενο συναλλαγής, χωρίς να λαμβάνεται ουδόλως υπ΄ όψη το κριτήριο του περιβαλλοντικού κεκτημένου και της κοινοχρησίας[12] των περιβαλλοντικών αγαθών. Θα καταλήγαμε έτσι και στο εντελώς άτοπο η εξουσία χρήσης και απόλαυσης που παρέχεται για τα εντός αστικού και οικιστικού ιστού πάρκα και άλση,[13] να είναι κατά πολύ ευρύτερη της εφαρμοζομένης για τα κατ΄ εξοχήν δασικά οικοσυστήματα της πατρίδας μας με όλα τα συνεπακόλουθα που μια τέτοιου είδους επιλογή εγείρει. Και τούτο, επειδή τα πάρκα και άλση θ΄ αποτελούσαν στην περίπτωση αυτή τις μοναδικές εκτάσεις πρασίνου στη χώρα που θα είχαν αμιγώς κοινόχρηστο χαρακτήρα!

IV. Περί της κοινοχρησίας των δημοσίων δασών

Σύμφωνα με το άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ): «Πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους». Η απαρίθμηση των κοινοχρήστων πραγμάτων στον Αστικό Κώδικα είναι ενδεικτική, όχι αποκλειστική, για τον λόγο δε αυτόν ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τη λέξη «ιδίως». Τούτο σημαίνει ότι μπορούν να υπαχθούν στη διάταξη αυτή περισσότερα περιβαλλοντικά αγαθά, τα οποία χρήζουν προστασίας.[14]

Γίνεται δεκτό ότι «κοινής χρήσεως» είναι τα πράγματα που βρίσκονται στην άμεση διάθεση κάθε προσώπου για ελεύθερη χρήση σύμφωνα με τον προορισμό τους με στόχο τη θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος.[15] Με τη διάταξη δε του άρθρου 966 ΑΚ τα κοινόχρηστα πράγματα ορίζεται ρητά ότι ανήκουν στα πράγματα εκτός συναλλαγής.[16] Με την αφιέρωση ενός πράγματος στην κοινή χρήση επιδιώκεται η απόλαυσή του από όλους γενικά. Τούτο σημαίνει ότι ο πολίτης δικαιούται να χρησιμοποιεί το κοινό πράγμα (κοινόχρηστο) ελεύθερα.[17] Η σχέση του πολίτη προς το κοινόχρηστο πράγμα συνίσταται στην εξουσία που έχει να το χρησιμοποιεί ελεύθερα, όχι όμως χωρίς περιορισμούς που απορρέουν είτε από τον προορισμό που έχει το πράγμα είτε από τη σύγχρηση των άλλων.[18] Πρόκειται για εξουσία μόνο της χρήσεως του πράγματος, εξουσία που δεν είναι άμεση. Αυτή η εξουσία χρήσεως δεν απορρέει από εμπράγματη σχέση ούτε ανάγεται σε εμπράγματο δικαίωμα. Διότι τα κοινής χρήσεως πράγματα είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και έτσι δεν μπορεί να είναι δεκτικά εμπραγμάτων δικαιωμάτων από κάθε πολίτη, που έχει μόνο εξουσία χρήσεώς τους. Ομοίως, η απόφαση ΑΠ 1271/2011 έκρινε ότι: «Από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει ότι τα εκτός συναλλαγής ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, στα οποία συγκαταλέγονται και τα κοινής χρήσεως … δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσεως είτε κατά κυριότητα είτε κατά νομή από οποιονδήποτε τρίτο, του οποίου το δικαίωμα προς χρήση των πραγμάτων αυτών δεν συνιστά νομή ή οιονεί νομή ή κατοχή, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ σε περίπτωση παρακώλυσης ή αποβολής από τη χρήση κοινοχρήστου πράγματος».

Η εξουσία χρήσεως των κοινοχρήστων πραγμάτων απορρέει επομένως από το πρωταρχικό και θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικότητας. Αποτελεί εκδήλωση της ελευθερίας ως στοιχείου της προσωπικότητας του ατόμου, όπως κατοχυρώνεται στα άρθρα 5 παρ. 1 του Συντάγματος[19] και 57 ΑΚ.[20] Σε περίπτωση δε προσβολής του, το δικαίωμα στα κοινόχρηστα πράγματα προστατεύεται όπως το δικαίωμα του ατόμου στην προσωπικότητά του.[21]Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον συνιστά συλλογικό αγαθό και μείζον δημόσιο συμφέρον, που αφορά την υγεία και τη ζωή του συνόλου των ατόμων.[22] Κατά τον Ιω. Καράκωστα: «Η νομολογία του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ έτρεξε πέραν και πάνω από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 24 του Συντάγματος, διαβλέψασα ότι η προστασία του περιβάλλοντος, έπρεπε σύμφωνα με τον σκοπό της να αναχθεί σε πρωτίστης προτεραιότητας δικαιικό στόχο. Η θεωρία στο πεδίο του δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου συνέδεσε το περιβάλλον με το πολιτικό, κοινωνικό και ατομικό δικαίωμα χρήσεως, ωφελείας και απολαύσεως του ζωτικού χώρου, ως έκφρασης της προσωπικότητας με τη μορφή δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου δικαιώματος».[23]

Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του βδ/τος της 17.11-1.12.1836 «Περί ιδιωτικών δασών» (A΄ 69), αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση ή δασικές εκτάσεις, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα περιήλθαν σε ιδιώτες, οι τίτλοι των οποίων θα αναγνωρίζονταν από τον Υπουργό Οικονομικών, εφ΄ όσον υποβάλλονταν εντός έτους από τη δημοσίευση του ως άνω διατάγματος.[24] Με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος η προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων αναγορεύθηκε σε υποχρέωση του Κράτους, το οποίο οφείλει να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα, πρόσφορα για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων. Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος[25] και των διατάξεων περί κοινοχρήστων του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι τα δάση, ως φυσικό κεφάλαιο και κατ΄ εξοχήν περιβαλλοντικό αγαθό, τελούν υπό αυστηρό προστατευτικό καθεστώς.

Όπως επίσης γίνεται δεκτό από το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας στην πρόσφατη απόφασή του ΣτΕ 805/2016:[26] «… Τα δημόσια δάση αποτελούν δημόσια αγαθά και ανήκουν στη δημόσια κτήση είτε ως ιδιόχρηστα όταν εξυπηρετούν τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε ως κοινόχρηστα όταν είναι ελεύθερη η χρήση τους από το κοινό …». Αλλά και ο Άρειος Πάγος στην ιδιαίτερα σημαντική απόφασή του ΑΠ 1453/2010[27] έκρινε ότι: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 967 ΑΚ, πράγματα κοινής χρήσεως είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους. Εκτός όμως από τα πράγματα που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό κοινόχρηστα είναι και τα δημόσια δάση και άλση, εφ΄ όσον δεν είναι πράγματα ειδικής χρήσεως. Ένα δάσος, εν όψει της ειδικής συνταγματικής προστασίας των δασών (άρθρο 24 του Συντάγματος), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και είτε είναι ιδιόχρηστο, όταν εξυπηρετεί, κυρίως, τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε είναι κοινόχρηστο, όταν είναι ελεύθερη η χρήση του από το κοινό».

Γίνεται ομοίως δεκτό[28] ότι μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975 και την προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων, η οποία εισήχθη με αυτό, το δημόσιο δάσος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου. Και τούτο, διότι ο προορισμός του δεν είναι η δημιουργία όσο το δυνατόν περισσοτέρων εσόδων για το Κράτος, αλλ΄ η κοινοχρησία του, δηλαδή η απόλαυσή του ως περιβαλλοντικού αγαθού από τις παρούσες και τις μέλλουσες γενιές. Είναι δε αδιαμφισβήτητο ότι η απόλαυση του δάσους από τις παρούσες και τις μέλλουσες γενιές συνιστά δημόσιο σκοπό. Με άλλα λόγια, το δημόσιο δάσος προορίζεται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία του. Είναι ακριβώς ο ορισμός του κοινοχρήστου πράγματος.

Σύμφωνα περαιτέρω με τη σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου, όπως διατυπώνεται στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ΑΠ 207/2010:[29] «Προϋπόθεση της προστασίας, που παρέχεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 57 εδάφ. α΄ και 59 ΑΚ, είναι η συνδρομή παράνομης πράξης, από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανσή της, όπως συμβαίνει όταν παρακωλύεται η χρήση κοινοχρήστου πράγματος. Στην έννοια του κοινοχρήστου πράγματος υπάγεται και το δημόσιο δάσος, το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως περιβαλλοντικό αγαθό, που εντάσσεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διατηρεί τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ακόμα και μετά την καταστροφή ή αποψίλωσή του, θεμελιώνεται δε και δικαίωμα αποζημιώσεως σε βάρος εκείνου που προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η παράνομη προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας μπορεί να συνίσταται είτε σε αυθαίρετο αποκλεισμό της πρόσβασης σε δημόσιο δάσος, είτε σε αλλοίωση της φυσιογνωμίας ή καταστροφή του, με συνέπεια να υποβαθμίζεται για λόγους αισθητικής, αναψυχής και υγιεινής η ποιότητα ζωής των ευρισκομένων διαρκώς ή προσκαίρως σε τοπική σχέση με το δημόσιο δάσος».

Επομένως, τα δημόσια δασικά οικοσυστήματα, ως κοινόχρηστα πράγματα, αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του ζωτικού χώρου του ανθρώπου κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στη σύγχρονη επιστήμη και νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας.[30] Τα δημόσια δάση και οι δημόσιες δασικές εκτάσεις, λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους, του κυρίου προορισμού τους και της ελεύθερης χρήσης τους από τους πολίτες, συγκαταλέγονται στα κοινόχρηστα πράγματα.[31] Τούτο γίνεται δεκτό πως ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, ακόμα και για τα ιδιωτικά δάση και τις ιδιωτικές δασικές εκτάσεις.[32] Υποστηρίζεται δηλαδή ότι και τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που ανήκουν στην ιδιωτική κτήση του Δημοσίου συνιστούν όχι μόνον αντικείμενα ιδιοκτησίας και περιουσιακά αγαθά, αλλά και κατ΄ εξοχήν περιβαλλοντικά έννομα αγαθά που ενσωματώνουν το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα στο περιβάλλον και εξυπηρετούν την κοινή ωφέλεια.[33] Για τον λόγο δε αυτό τα ιδιωτικά δασικά οικοσυστήματα διέπονται κατά την άποψη αυτή από καθεστώς «οιονεί κοινοχρησίας» που επιτρέπει, ως προς την ελευθερία απόλαυσης και χρήσης τους, την αντιμετώπισή τους​ από το δίκαιο​ όπως τα δημόσια δάση​ και τα κοινόχρηστα περιβαλλοντικά αγαθά.[34] Ούτως και το δάσος, αναγνωριζόμενο ως περιβαλλοντικό αγαθό και υπαγόμενο στην έννοια του «κοινοχρήστου πράγματος», προστατεύεται από την έννομη τάξη έναντι παρανόμων πράξεων. Η δε παρακώληση της χρήσεως δάσους, ως κοινοχρήστου αγαθού, συνιστά μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας και συνεπώς παράνομη πράξη, από την οποία η προσωπικότητα προσβάλλεται.[35]

Έχει ακόμα υποστηριχθεί ότι η κτήση του Δημοσίου επί των δασών του δύναται να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τον δημόσιο σκοπό της εθνικής κυριαρχίας, εφ΄ όσον η ελληνική Πολιτεία, για να είναι βιώσιμη και κυρίαρχη, πρέπει να διαθέτει την αναγκαία εδαφική επάρκεια και τον έλεγχο του φυσικού περιβάλλοντος,[36]ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 998/1979, σύμφωνα με την οποία οι υπαγόμενες στη δασική νομοθεσία εκτάσεις «συνιστούν εθνικό κεφάλαιο».

Είναι επομένως σαφές ότι η συλλήβδην εξαίρεση από το καθεστώς της κοινοχρησίας των δασών και δασικών εκτάσεων, την οποία προκρίνει το σκεπτικό των εξεταζομένων αποφάσεων του Δ΄ Τμήματος ΣτΕ, καθιστά στο εξής δυνατή την προσβολή του δικαιώματος ελεύθερης χρήσης και απόλαυσης ενός μείζονος σημασίας περιβαλλοντικού αγαθού, όπως τα δάση και απομειώνει καίρια την προστασία που το ίδιο το Σύνταγμα και ο νόμος παρέχουν στην έννομη σχέση που καθιδρύεται από την κοινοχρησία τους και στις εξουσίες που νόμιμα απορρέουν από αυτήν.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι αποφάσεις ΣτΕ 4883/2014 και 2693/2016εξεδόθησαν όχι από το κατ΄ εξοχήν αρμόδιο για θέματα δασών και φυσικού περιβάλλοντος Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας,[37] αλλά από το Δ΄ Τμήμα αυτού, το οποίο προκειμένου να μορφώσει τον δικανικό συλλογισμό του επί των κρινομένων υποθέσεων, απεφάνθη παρεμπιπτόντως για ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας, όπως ο νομικός χαρακτήρας των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας, η εκποίηση δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων που προορίζονταν για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων πρασίνου, η μορφή της δημόσιας δασικής κτήσης και οι εξουσίες που απορρέουν από την ιδιοκτησία του Δημοσίου στα δάση του. Αφ΄ ης στιγμής δε εξετάζονται εν προκειμένω ζητήματα δημόσιας κτήσης και δη επί τη βάσει των ιδιωτικού δικαίου διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί κοινοχρησίας, θεμελιώνεται κατά κύριο λόγο αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου να αποφανθεί σχετικά με τα θέματα αυτά.[38]

V. Συμπεράσματα

Η κατά τα ανωτέρω παρουσίαση και εξέταση του σκεπτικού των αποφάσεων 4883/2014 και 2693/2016 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σκοπό έχει να καταγράψει και να αναδείξει δύο μείζονος σημασίας νομικά θέματα που προέκυψαν από το κείμενό τους και δημιουργούν σοβαρό προβληματισμό: αφ΄ ενός μεν τη θεώρηση της δημόσιας δασικής κτήσεως και των κοινοχρήστων χώρων πρασίνου ως ελεύθερα μεταβιβάσιμων στο πλαίσιο του υφισταμένου καθεστώτος αποκρατικοποιήσεων και αφ΄ ετέρου το γεγονός ότι η έγκριση των ενδίκων παραχωρήσεων συντελέσθηκε δυνάμει της σχετικής παρεμπίπτουσας κρίσεως του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, το οποίο δεν διαθέτει αποφασιστική αρμοδιότητα για θέματα δασών και κοινοχρήστων χώρων πρασίνου.

Καταδείχθηκε ότι οι εν λόγω μεταβιβάσεις όχι μόνο δεν εξασφαλίζουν την παράλληλη, εις το διηνεκές προστασία των περί ων πρόκειται εκτάσεων από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, όπως υποστηρίζεται στις εξεταζόμενες ως άνω αποφάσεις του Δ΄ Τμήματος ΣτΕ, αλλά συνιστούν και σημαντικές περιπτώσεις προσβολής και αναίρεσης του δικαιώματος κοινής χρήσης και απόλαυσης των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων ως κοινοχρήστων περιβαλλοντικών αγαθών, εν τέλει δε συνιστούν προσβολές της ελευθερίας του πολίτη και της προσωπικότητάς του, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 5 παρ. 1 του Συντάγματος[39] και 57 ΑΚ,[40] δεκτού γενομένου ότι κάθε προσβολή του δικαιώματος στα κοινόχρηστα αγαθά προστατεύεται όπως το δικαίωμα του ατόμου στην προσωπικότητά του.

Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον θα δείξει τις τάσεις και το πνεύμα που θα επικρατήσουν. Σκοπός άλλωστε του παρόντος άρθρου είναι η έγκαιρη καταγραφή σκέψεων και προβληματισμών προς τον σκοπό της ελάχιστης έστω συμβολής προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των επιλογών που θα υπηρετήσουν πιο εύστοχα και αποτελεσματικά την προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου αγαθού του δασικού μας πλούτου και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο», τ. 4/2017 σ. 704. Σχετική και η παρέμβαση της συγγραφέως με τίτλο: «Ζητήματα παραχώρησης δημόσιας δασικής κτήσης στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», η οποία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο επιστημονικής ημερίδας με θέμα: «Η Προστασία των Δασών υπό το πρίσμα του Κτηματολογικού Δικαίου», που διοργάνωσε η «Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος» (ΕΝΟΒΕ), την 17η Μαρτίου 2017, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης και συμπεριελήφθη σε σχετική έκδοσή της, σειρά: Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος, τ. 73, Θεσσαλονίκη 2017.

[2] Βλ. ΣτΕ 4883/2014 (Τμ. Δ΄) ΠερΔικ τ. 2/2015 σ. 262. Σχετ. βλ. και Σ. Παυλάκη, «Μεταβίβαση δημοσίων δασών στο ΤΑΙΠΕΔ» (αναρτ. την 23.7.2016, σε: https://dasarxeio.com/2016/07/23/2159/ ).

[3] Βλ. απόφαση 234/24.4.2013 της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Β΄ 1020/25.4.2013).

[4] Όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τους ν. 4038/2012 (Α΄ 14), ν. 4092/2012 (Α΄ 220) και ν. 4093/2012 (Α΄ 222).

[5] Με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 περ. β΄-γ΄ του ν. 3986/2011 προβλέπεται η μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ακινήτων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και δημοσίων επιχειρήσεων, στην οποία δεν περιλαμβάνονται ακίνητα με κοινόχρηστο χαρακτήρα.

[6] Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυ-στημάτων», ΠερΔικ τ. 1/2017 σ. 7. Σημειωτέον ότι και ο μεταγενέστερος ν. 4389/2016 (Α΄ 94/27.5.2016), που προσδιόρισε το νομικό καθεστώς αξιοποίησης των ακινήτων της Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ), με την παρ. 4 του άρθρου 196 εξαιρεί ρητά τα δάση από τις εκτάσεις εκείνες που μπορούν να μεταβιβασθούν στην ΕΤΑΔ χωρίς αντάλλαγμα με σκοπό την περαιτέρω ταμιευτική εκμετάλλευσή τους.

[7] Βλ. ΣτΕ 2693/2016 (Τμ. Δ΄) ΠερΔικ τ. 2/2017 σ. 332.

[8] Βλ. απόφαση 234/24.4.2013 (Β΄ 1020/25.4.2013), ό.π.

[9] Βλ. απόφαση νομάρχη Αθηνών 1147/10.10.1994 (Δ΄ 1110/1994).

[10] Βλ. ν. 1515/1985 (Α΄ 48), ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο.

[11] Βλ. ΣτΕ 877/2016 (Τμ. Δ΄), με την οποία κατά την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως αποφάσεως της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων έτους 2013, εγκρίθηκε η μεταβίβαση χωρίς αντάλλαγμα στο ΤΑΙΠΕΔ κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ακινήτου αποτελούντος την ιαματική πηγή Λουτρών Υπάτης, συνολικού εμβαδού 837.958,00 τ.μ. μετά των επ΄ αυτού κτηριακών εγκαταστάσεων. Μεταξύ άλλων στη ΣτΕ 877/2016 αναφέρεται: «Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του Συντάγματος δεν καθίστανται ανεπίδεκτα ιδιωτικής κτήσεως τα ιαματικά ύδατα, ούτε προσδίδεται σε αυτά εκ του Συντάγματος ο χαρακτήρας των κοινοχρήστων πραγμάτων».

[12] Σχετ. βλ. και Αθ. Παπαθανασόπουλο, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., όπου σχετικά με την απόφαση ΣτΕ 4883/2014, μεταξύ άλλων, αναφέρεται: «Η παραπάνω δικαστική κρίση πέραν της εσφαλμένης νομικής θεμελίωσής της, οδηγεί αυτομάτως στην παραδοχή σημαντικών δυσμενών εννόμων συνεπειών, η σημαντικότερη των οποίων έγκειται στην άρνηση του δικαιώματος της κατ΄ αρχήν ακώλυτης πρόσβασης του κοινού στα δημόσια δάση ως εκδήλωσης του δικαιώματος στην προσωπικότητα».

[13] Βλ. ν. 4269/2014 (Α΄ 142/28.6.2014) άρθρο 21: «Οι περιοχές ελευθέρων χώρων – χώρων αστικού πρασίνου (ΠΡ) αφορούν: α) Κοινόχρηστους χώρους που καθορίζονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο. Ως κοινόχρηστοι χώροι για την εφαρμογή του παρόντος, νοούνται οι χώροι για την παραμονή, αναψυχή και μετακίνηση πεζών και τροχοφόρων, όπως οδοί, οδοί ήπιας κυκλοφορίας, πεζόδρομοι, αμιγείς πεζόδρομοι, ποδηλατόδρομοι, πλατείες, άλση, πράσινο, και παιδικές χαρές». Βλ. και άρθρο 58 ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159/8.8.2014): «Πάρκα και άλση: 1α) … δεν επιτρέπεται η μεταβολή του κυρίου προορισμού και η αναίρεση της λειτουργίας των πάρκων ή αλσών …». Κατ΄  άρθρο 59 ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159/8.8.2014): «1. Σε πάρκα ή άλση και γενικότερα σε κοινόχρηστους χώρους πρασίνου δύναται … να κατασκευάζονται … καθώς και τα προβλεπόμενα (έργα) στο άρθρο 21 του ν. 4269/2014 με την προϋπόθεση ότι θα αποκατασταθεί πλήρως από τον υπεύθυνο του έργου ή την αναθέτουσα αρχή, μετά το πέρας των εργασιών κατασκευής και στο σύνολο της έκτασης επέμβασης η λειτουργία του πάρκου, του άλσους ή του χώρου πρασίνου ως φυσικού συστήματος εντός του αστικού ιστού. 2α) Η παραχώρηση της χρήσεως πάρκου ή άλσους επιτρέπεται μόνο σε ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από εισήγηση της αρμόδιας περιφερειακής δασικής υπηρεσίας, υπό τον όρο της μη μεταβολής του προορισμού ή της χρήσης της παραχωρούμενης έκτασης. Επιτρέπονται έργα ή δραστηριότητες που είναι απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία του πάρκου ή άλσους. β) Οι παραχωρησιούχοι υποχρεούνται με ευθύνη και δαπάνες τους να συντηρούν και να βελτιώνουν τη βλάστηση, να διαχειρίζονται και να φυλάσσουν τις εκτάσεις η χρήση των οποίων τους έχει παραχωρηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Οι εκτάσεις αυτές διατηρούν στο ακέραιο πάντοτε τον δασικό τους χαρακτήρα». Σχετ. βλ. και Αθ. Παπαθανασόπουλο, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., όπου σχετικά με την απόφαση ΣτΕ 4883/2014, μεταξύ άλλων, αναφέρεται: «Η απόφαση αυτή του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας όχι μόνο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις θέσεις τις επιστήμης και τη νομολογία των καθ΄ ύλην αρμοδίων για θέματα κυριότητας πολιτικών δικαστηρίων της ουσίας και του Αρείου Πάγου, αλλά φαίνεται ασυμβίβαστη και με την ήδη διαμορφωθείσα σχετική νομολογία του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία προστατεύει τους εντός ρυμοτομικού σχεδίου εν τοις πράγμασι κοινοχρήστους χώρους πρασίνου, ακόμη και αν αυτοί δεν έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοιοι στο σχέδιο πόλεως, επειδή λειτουργούν ως υποκατάστατο του φυσικού περιβάλλοντος εντός της πόλης (σχετ. βλ. και ΣτΕ 1118/1993 «Νόμος και Φύση» 1994 σ. 245, ΣτΕ 974/2005 ΝοΒ 2005 σ. 1926, ΣτΕ 1562/2011 ΝοΒ 2011 σ. 1329)».

[14] Απ. Γεωργιάδης, «Εμπράγματο Δίκαιο», β΄ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2010, § 16, σ. 152. Βλ. και Μιχ. Στασινόπουλο, «Τα κοινόχρηστα», σ. 25. Βλ. και Ευτ. Κουράκου, «Πτυχές της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα κοινόχρηστα πράγματα», Εισήγηση σε επιστημονική ημερίδα με θέμα: «Ο Δημόσιος Χώρος ως πεδίο έντασης ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον», που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Δικαίου Περιβάλλοντος, την 28η Ιουνίου 2017, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (διαθέσιμο και σε: http://environmental-law.gr/), όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Η έννοια του κοινοχρήστου δεν περιορίζεται μόνο στους “χαρακτηρισμένους” από κάποια νομοθετική διάταξη ως κοινοχρήστους χώρους, αλλά περιλαμβάνει και μη ειδικώς χαρακτηρισμένα ως κοινόχρηστα πράγματα, π.χ. εκτός σχεδίου εκτάσεις και αγαθά, τα οποία περιλαμβάνονται στην έννοια του κοινοχρήστου του Αστικού Κώδικα λόγω της αφιέρωσής τους στην κοινή χρήση. Εξ άλλου η απαρίθμηση των κοινοχρήστων πραγμάτων στο άρθρο 967 ΑΚ είναι ενδεικτική (βλ. τη χρησιμοποίηση στο άρθρο αυτό του επιρρήματος “ιδίως”)».

[15] Δημ. Παπαστερίου, «Εμπράγματο Δίκαιο», τόμ. Ι, § 11, αρ. 55, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008.

[16] Κατ΄ άρθρο 966 ΑΚ: «Πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Κοινά σε όλους κατά τη διάταξη αυτή είναι η θάλασσα και ο ατμοσφαιρικός αέρας.

[17] Βλ. σχετ. Απ. Γεωργιάδη, «Εμπράγματο Δίκαιο», § 21, σ. 153, ό.π., Ευτ. Κουράκου, ό.π., η οποία, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει: «Πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου υποστηριζόταν έντονα τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία η άποψη ότι επί των κοινοχρήστων πραγμάτων δεν είναι νοητή η ύπαρξη καμιάς μορφής κυριότητας, αφού η Διοίκηση δεν έχει επί των πραγμάτων αυτών ούτε εξουσία χρήσης, ούτε εξουσία κάρπωσης ούτε εξουσία διάθεσης, αλλά ότι η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ της Διοίκησης και των κοινοχρήστων πραγμάτων είναι αποκλειστικά δημοσίου δικαίου, από την οποία πηγάζουν μόνον εξουσίες της Διοικήσεως (domain public). Ωστόσο, σταδιακά και με τη θέσπιση του Αστικού Κώδικα επικράτησε στο ελληνικό δίκαιο η άποψη ότι η Διοίκηση έχει επί των κοινοχρήστων πραγμάτων την κοινή κυριότητα του Αστικού Κώδικα. Σκοπός της αναγνώρισης της κυριότητας του Δημοσίου ήταν, ιδίως, να μπορεί το Δημόσιο να την προστατεύει έναντι επεμβάσεων τρίτων, να αποκτά τους καρπούς του πράγματος, να το εκμεταλλεύεται εκμισθώνοντάς το κ.λπ. με ορισμένες, ωστόσο, ιδιαιτερότητες που επιβάλλονται από τη φύση των πραγμάτων αυτών ως κοινοχρήστων και ειδικότερα, κατά κύριο λόγο, του αναπαλλοτρίωτου». Βλ. και Μαν. Βελεγράκη, «Η έννοια της Δημόσιας Κτήσης στο Ελληνικό Δίκαιο», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 227 επ., με εκεί αναφορές στο έργο του PhYolka, «La propriété publique – Eléments pour une théorie», Paris 2000, κατά τον οποίο: «Τελικά ο συγγραφέας άγεται στη διάκριση μεταξύ δημόσιας κυριότητας (propriété publique) και δημόσιας κτήσης (domanialité publique), με την πρώτη να αποτελεί ένα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς γα τα πράγματα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, τα νπδδ και τους ΟΤΑ. Χαρακτηριστικά του καθεστώτος αυτού είναι η απαγόρευση της (δωρεάν) παραχώρησης (incessibilité) και το ακατάσχετο (insaisissabilité) των περιουσιακών αντικειμένων της Διοίκησης». Σχετ. και Μιχ. Στασινόπουλος, «Τα κοινόχρηστα και δημόσια πράγματα κατά τον Αστικό Κώδικα» Νομικαί Μελέται, 1946, Ευ. Δωρής, «Τα Δημόσια κτήματα», 1980, σ. 357, 404.

[18] Δημ. Παπαστερίου, «Εμπράγματο Δίκαιο», τόμ. Ι, § 11, αρ. 77, ό.π.

[19] Άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

[20] Άρθρο 57 ΑΚ: «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον».

[21] Απ. Γεωργιάδης, «Εμπράγματο Δίκαιο», § 21, σ. 153, ό.π.

[22] Γλ. Σιούτη, «Η Συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1985, σ. 125.

[23] Ιω. Καράκωστας, «Η προστασία του περιβάλλοντος – Αδιαπραγμάτευτο νομικό και κοινωνικό κεκτημένο», ΠερΔικ τ. 2/2006 σ. 161.

[24] Βλ. άρθρο 21 του νδ/τος της 22.4-26.5.1926 και άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938.

[25] Άρθρο 24 § 1 του Συντάγματος: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον». Άρθρο 117 § 3 του Συντάγματος: «3. Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».

[26] ΣτΕ 805/2016 ΠερΔικ τ. 1/2016 σ. 66, ομοίως και η ΣτΕ 1203/2017 ΠερΔικ τ. 2/2017 σ. 317, Σ. Παυλάκη, «Κατάρτιση δασικών χαρτών και διαδικασία Κτηματογράφησης» (με αφορμή τη ΣτΕ 805/2016) (αναρτ. την 14.5.2016, σε: https://dasarxeio.com/2016/ 05/14/1059-9/), Σ. Παυλάκη, «Οι διαδικασίες κατάρτισης Δασικών Χαρτών και Κτηματογράφησης στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», παρέμβαση στο πλαίσιο επιστημονικής εκδήλωσης που διοργάνωσε η Ένωση Αστικολόγων, την 4η Μαΐου 2017, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με θέμα: «Δάση και Δασικοί χάρτες» (αναρτ. την 5.5.2017, σε: https://dasarxeio.com/2017/05/05/220-4/ ), βλ. και ΣτΕ Ολ 2855/2003, ΣτΕ Ολ 3754/1981, ΣτΕ 2959/2006, 2568/1981, 1127, 3102/1990, 4007/1992, 2171/1994, 2753/1994, 2006/1997, ΑΠ 1417/2010, 1453/2010. Βλ. σχετ. και Αθ. Παπαθανασόπουλο, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., όπου μεταξύ άλλων υποστηρίζει: «Η σύγχρονη νομοθεσία περιλαμβάνει διατάξεις που φαίνεται να κατοχυρώνουν εμμέσως τον κοινόχρηστο και εκτός συναλλαγής χαρακτήρα των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων και οι οποίες φαίνονται ασύμβατες με τη νομολογιακή τοποθέτηση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4061/2012 (Α΄ 66/22.3.2012), με τον οποίο ρυθμίζεται η αξιοποίηση μέσω παραχωρήσεων των ακινήτων του Δημοσίου που τελούν υπό τη διαχείριση Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 37 παρ. 1 παρ. β΄ του ν. 4235/2014 (Α΄ 32/11.2.2014), εξαιρεί ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού τους αιγιαλούς, τις παραλίες, τα δάση, τις δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, τους χώρους μνημείων, τις προστατευόμενες εκτάσεις του ν. 1650/1986 και τις εγκαταστάσεις και υποδομές των δασικών υπηρεσιών. Αν και η διάταξη αυτή δεν χαρακτηρίζει τα δασικά οικοσυστήματα ως κοινόχρηστα, είναι σαφές ότι αντιμετωπίζει το σύνολο των αναφερομένων ακινήτων και εγκαταστάσεων ως αφιερωμένων στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, ανηκόντων ως εκ τούτου στη δημόσια περιουσία του Κράτους, μη δυναμένων για τον λόγο αυτό να παραχωρηθούν για τους σκοπούς ταμιευτικής εκμετάλλευσης του νόμου αυτού. Εξ άλλου, το άρθρο 45 παρ. 14 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159/8.8.2014), απαγορεύει ρητώς την κατά κυριότητα παραχώρηση δημοσίων εκτάσεων που διέπονται από τη δασική νομοθεσία για την εξυπηρέτηση κάθε σκοπού αξιοποίησης των εκτάσεων αυτών διά των προβλεπομένων υπό του νόμου επιτρεπτών επεμβάσεων σε αυτές. Σύμφωνα άλλωστε και με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4280/2014, με το άρθρο 36 του νόμου αυτού “επιβάλλεται γενική απαγόρευση της κατά κυριότητας παραχώρησης των προστατευομένων από τον ν. 998/1979 εκτάσεων για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Έκτου Κεφαλαίου, σε αντίθεση µε τα νυν ισχύοντα, σύμφωνα µε τα οποία είναι δυνατή, υπό την τήρηση των ειδικότερων προϋποθέσεων του νόμου, η κατά κυριότητα παραχώρηση δημοσίων δασών ή δασικών εκτάσεων για την πραγματοποίηση εντός αυτών επεμβάσεων επιβαλλομένων εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος”. Σύμφωνα περαιτέρω με τα άρθρα 1 και 5 του ν. 3986/2011, το ΤΑΙΠΕΔ αξιοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που περιέρχονται στην κυριότητά του “σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς” και με “κάθε πρόσφορο τρόπο”, μεταξύ των οποίων ρητώς προβλέπονται η πώληση, σύσταση παντός είδους εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων, εκμίσθωση, παραχώρηση χρήσης ή εκμετάλλευσης, ανάθεση διαχείρισης, εισφορά σε ανώνυμες εταιρείες, τιτλοποίηση απαιτήσεων, έκδοση τίτλων ανταλλάξιμων με μετοχές που ανήκουν στην κυριότητα του Ταμείου. Κατά συνέπεια, καθίσταται κατά τη γνώμη του γράφοντος αδιαμφισβήτητο ότι η μεταβίβαση δημοσίων εκτάσεων υπαγομένων στη δασική νομοθεσία προς το ΤΑΙΠΕΔ για την πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών του Ταμείου, έστω και “με όλους τους περιορισμούς και τα βάρη, που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία τους, η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος και της κοινής νομοθεσίας περί προστασίας των δασών”, όπως χαρακτηριστικά ορίζει η νομολογία του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όχι μόνο προσκρούει στην άνω αναφερομένη υπ΄ αριθ. 2753/1994 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλ΄ έτι περαιτέρω, παραβιάζει ευθέως τη ρητή απαγόρευση του άρθρου 45 παρ. 14 του ν. 998/1979, κατά πρόδηλη αντίφαση με το ίδιο το περιεχόμενό της, το οποίο, ως είρηται, επιβάλλει τον σεβασμό των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 45 παρ. 14 του ν. 998/1979. Τέλος, προσφάτως ο νομοθέτης προσδιόρισε το νομικό καθεστώς αξιοποίησης των ακινήτων της Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 196 παρ. 1 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94/27.5.2016): “Σκοπός της ΕΤΑΔ είναι να αξιοποιεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, με κάθε πρόσφορο μέσο, τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητά της δυνάμει του παρόντος νόμου …”, ενώ η παρ. 4 του ιδίου άρθρου ορίζει ότι: “Η κυριότητα και νομή όλων των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και τα διαχειρίζεται η ΕΤΑΔ σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, μεταβιβάζονται αυτομάτως στην ΕΤΑΔ χωρίς αντάλλαγμα, με τις κατωτέρω εξαιρέσεις: α. Αιγιαλοί, παραλίες και παρόχθιες εκτάσεις, υδρότοποι, β. περιοχές Ramsar, γ. περιοχές Natura, δ. αρχαιολογικοί χώροι, ε. αμιγώς δασικές εκτάσεις, και λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής”. Η διάταξη αυτή απαγορεύει τη μεταβίβαση της κυριότητας προς ταμιευτική αξιοποίηση των δασικών οικοσυστημάτων και άλλων αγαθών, που όλα αντιμετωπίζονται ενιαία ως αφιερωμένα στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, μη δυνάμενα για τον λόγο αυτό να παραχωρηθούν για σκοπούς ταμιευτικής εκμετάλλευσης, εναρμονιζόμενη πλήρως με τις ρηθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 4061/2012 και του άρθρου 45 παρ. 14 του ν. 998/1979. Περαιτέρω όμως η διάταξη αυτή χαρακτηρίζει ρητώς το σύνολο των αναφερόμενων σε αυτή αγαθών, μεταξύ των οποίων και τα δημόσια δασικά οικοσυστήματα, ως πράγματα εκτός συναλλαγής, διατύπωση που εμμέσως άγει στην αναγνώριση του κοινοχρήστου χαρακτήρα των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων και που, εν πάση περιπτώσει, απαγορεύει ευθέως τη μεταβίβασή τους ως ιδιωτικών ακινήτων του Δημοσίου και κατ΄ ανάγκη τα εντάσσει στην κατηγορία της δημόσιας περιουσίας του Κράτους».

[27] Βλ. ΑΠ 1453/2010 ΝοΒ 2011 σ. 722.

[28] Ευτ. Κουράκου, ό.π., κατά την οποία περαιτέρω: «Τα δημόσια δάση ανήκουν στα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία, μάλιστα, συμπεριλαμβάνονται στα προστατευόμενα από το Σύνταγμα περιβαλλοντικά αγαθά και δεν μπορούν να αποκαθιερωθούν και να μεταβιβαστούν κατά κυριότητα σε απλούς ιδιώτες».

[29] Βλ. ΑΠ 207/2010 ΠερΔικ τ. 3/2010 σ. 480.

[30] Πρ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 2015, σ. 657, Ευ. Δωρής, ό.π., σ. 404, Ιω. Καράκωστας«Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σ. 276, Ε.-Α. Μαριά, «Η νομική προστασία των δασών», 1998, σ. 254, κατά την οποία: «Τα δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις δεν θεωρούνται ότι ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου … Η διαφύλαξη και βελτίωσή τους αναμφισβήτητα συμβάλλει στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας αλλά και στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής». Απ. Γεωργιάδης, Μιχ. Σταθόπουλος,«Ερμηνεία Αστικού Κώδικα – ΕρμΑΚ», άρθρο 967, 55, Β. Βαθρακοκοίλης,ΕρΝομΑΚ, 2007, άρθρο 967, Ιω. Καράκωστας«Αστικός Κώδικας», 2015, άρθρο 967.

[31] Ευ. Δωρής, ό.π., σ. 404. Βλ. σχετ. και Αθ. Παπαθανασόπουλο, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., όπου μεταξύ άλλων υποστηρίζει: «Η ευρύτατη περιβαλλοντική σημασία των δασικών οικοσυστημάτων και η αντίστοιχη λειτουργία τους, ως σημαντικού τμήματος του ζωτικού χώρου του ανθρώπου, με εκείνη των ρητώς οριζομένων από τον Αστικό Κώδικα ως κοινοχρήστων περιβαλλοντικών αγαθών οδηγεί στην υπαγωγή των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων στην κατηγορία των κοινοχρήστων πραγμάτων».

[32] Δημ. Παπαστερίου, «Δασικό Δίκαιο και Εθνικό Κτηματολόγιο», § 19, αρ. 199.

[33] Σχετικά με τον σκοπό της εξυπηρέτησης της κοινής ωφέλειας, βλ. Ε.-Α. Μαριά, «Η νομική προστασία των δασών», 1998, σ. 258 επ.

[34] Ε.-Α. Μαριά, «Η νομική προστασία των δασών», 1998, σ. 263-264. Σχετ. και Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Νομική φύση δικαιώματος κυριότητας επί των δασών: Νομολογιακή προσέγγιση», Εισήγηση στην επιστημονική διημερίδα με θέμα: «Δασικά Οικοσυστήματα: Επίκαιρες διεπιστημονικές προσεγγίσεις και Διοικητική Δικαιοσύνη», που συνδιοργάνωσαν το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο (Τμ. Γεωγραφίας) και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, την 1-2 Δεκεμβρίου 2017.

[35] Ε.-Α. Μαριά, «Η νομική προστασία των δασών», 1998, σ. 255.

[36] Σχετ. ΣτΕ Ολ 2753/1994 (ΑρχΝ 1995 σ. 467), όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Η μεταβίβαση δημοσίου δάσους ακόμη και σε φορέα δημόσιας εξουσίας (εν προκειμένω την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου), όταν στους σκοπούς του εν λόγω φορέα δεν περιλαμβάνεται η διοίκηση και η διαχείριση δασών και δασικών εκτάσεων είναι μη νόμιμη, γιατί με αυτό τον τρόπο οι δημόσιες δασικές εκτάσεις απομακρύνονται από τη διοίκηση και διαχείριση του Υπουργείου Γεωργίας, οι οποίες αποτελούν βασικό στοιχείο της κρατικής εποπτείας επί των δασών και των δασικών εκτάσεων για τη διατήρηση αναλλοίωτης της μορφής τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το νόμο». Επ΄ αυτού ο Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., σημειώνει: «Κατ΄ αναλογία, η μεταβίβαση δημοσίων δασών προς το ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο δεν περιλαμβάνει στον σκοπό του τη διοίκηση και τη διαχείριση δασών και δασικών εκτάσεων, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μη νόμιμη, εφ΄ όσον δεν παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις για τη διατήρηση της απαραίτητης κρατικής εποπτείας που διασφαλίζει τη συνταγματική τους προστασία». Σχετ. βλ. και Ευτ. Κουράκου,ό.π., κατά την οποία: «Η κυριότητα του Δημοσίου (ή δημοσίου φορέα) επί των κοινοχρήστων πραγμάτων προβλέπεται μεν στον Αστικό Κώδικα (άρθρο 968 ΑΚ), όμως κατά την άποψή μου, σε ορισμένες περιπτώσεις κοινοχρήστων προκύπτει και από το Σύνταγμα. Αυτό ισχύει για τα δημόσια δάση και τις δασικές εκτάσεις (εκτός σχεδίου), τα πάρκα και τα άλση (εντός σχεδίου), τους υγροβιότοπους και τους αρχαιολογικούς χώρους, τα οποία, επίσης, περιλαμβάνονται στα κοινόχρηστα πράγματα. Και τούτο, διότι η αποτελεσματική προστασία των αγαθών αυτών που επιτάσσεται από τα άρθρα 24 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, προϋποθέτει αφ΄ ενός μεν τη διατήρηση της ιδιότητάς τους ως κοινοχρήστων και επομένως την απαγόρευση αποκαθιέρωσής τους και αφ΄ ετέρου τη διατήρηση της κυριότητας δημοσίου φορέα επ΄ αυτών, προκειμένου να μην τεθεί καν σε διακινδύνευση η διατήρηση και προστασία τους. Πράγματι, η υποχρέωση και μόνο του ιδιώτη να διατηρήσει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα δεν εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των συνταγματικά προστατευόμενων αυτών αγαθών, αφού η μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας αντιστρατεύεται εξ ορισμού τη διατήρηση κοινοχρήστου χαρακτήρα, θέτει δε εν τοις πράγμασι στη διάθεση ιδιώτη αγαθά ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, η καταστροφή των οποίων, ανεξαρτήτως τυχόν συνεπειών που θα μπορούσε να επισύρει για τον ιδιώτη, θα ήταν μη αναστρέψιμη για τα αναντικατάστατα αυτά φυσικά και πολιτιστικά αγαθά». Επίσης σχετ. Ευ. Δωρής, ό.π., σ. 401, Μ. Καραμανώφ, «Απομείωση της ελληνικής δημοσίας κτήσεως – Χαρακτηριστικές περιπτώσεις: α) Η τουριστική πολιτική στην Ελλάδα και η περίπτωση της ΕΤΑ», σε: «Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων – Βιώσιμο Κράτος & Δημόσια κτήση», εκδ. Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας, Αθήνα, σ. 174, Ακρ. Καϊδατζής, «Σε ποιον ανήκει η περιουσία του Δημοσίου; Ποιος και πώς επιτρέπεται να την εκποιήσει;» σε: Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΙΜΔΑ), επιμέλεια: Ηρώ Σαγκουνίδου – Δασκαλάκη, «ΤΑΙΠΕΔ – Όργανο εκποίησης της περιουσίας και κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014.

[37] Κατ΄ άρθρο 8 περ. α΄ του πδ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8): «Στο Ε΄ Τμήμα με την επιφύλαξη της έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου  αυτού, υπάγονται οι  κατηγορίες υποθέσεων που αφορούν: α) στη νομοθεσία περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, των δασών και δασικών εκτάσεων, των υδάτων της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας …», ενώ και στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. α΄ του πδ 361/2001 (Α΄ 244) «Κατανομή σε Τμήματα των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας» ορίζεται ότι: «1. Στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για: α) την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των δασών και δασικών εκτάσεων, των υδάτων, της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας …».

[38] Βλ. ΑΠ 207/2010 ΠερΔικ τ. 3/2010 σ. 480. Βλ. και ΑΠ 1453/2010 ΝοΒ τ. 2011 σ. 583. Σχετ. και Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., όπου μεταξύ άλλων υποστηρίζει: «Στην αυτή κατεύθυνση κινούνται και τα πολιτικά δικαστήρια της ουσίας είτε διαγιγνώσκοντας ότι τα δημόσια δάση ανήκουν στη δημόσια περιουσία του Κράτους ως κοινόχρηστα, είτε διακηρύσσοντας τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους, ως στοιχείων του ζωτικού χώρου του ανθρώπου, στο πλαίσιο της προστασίας του δικαιώματος στην προσωπικότητα κατ΄ άρθρο 57 ΑΚ (βλ. σχετ. ΕφΛαρίσης 473/2006, ΕιρΠολυγύρου 75/1994 ΑρχΝ τ. 49 σ. 390, ΠΠρΠειρ 464/2014 ΕΕμπΔ 2014 σ. 964, ΜΠρΡόδου 570/2011 ΔωδΝομ 2013 σ. 277, ΜΠρΒόλου 1503/2004 Αρμ 2015 σ. 12, ΜΠρΑθ 1104/2010, ΜΠρΒόλου 2785/2003 Αρμ 2004 σ. 679, ΜΠρΒόλου 1531/2002 ΕλΔικ 2002 σ. 1497). Κοινόχρηστα έχει κριθεί ότι είναι, κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, και τα δάση που ανήκουν στους ΟΤΑ (βλ. σχετ. ΑΠ 229/1912, Θέμις τ. ΚΔ΄ σ. 55, ΑΠ 870/2011, ΕφΙωαννίνων 5/1987)».

[39] Άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

[40] Άρθρο 57 ΑΚ: «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον».

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *