Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ι Ο Τ Η Σ Ε Π Ι Κ Ρ Α Τ Ε Ι Α Σ
ΔΕΛΤΙΟ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗΣ – ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
Νο 66
Ιανουάριος – Μάιος 2017
ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ
Επιμέλεια :
Νομολογία ΣτΕ : Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος
Νομολογία ΕΔΔΑ : Δ. Βανδώρος, Πάρεδρος, Μ. Δρίβα,
Αικ. Σούκη, Α. Ανδρουτσοπούλου,
Δ. Τσαρούχας, Θ. Ρίζου, Π. Κιούσης,
Δ. Μπουγάτσος, Εισηγητές
Νομολογία ΔΕΕ (ΔΕΚ) – ΓΔΕΕ : Δ. Πυργάκης, Πάρεδρος
Νομολογία γερμανικών δικαστηρίων : Γ. Ζιάμος, Πάρεδρος
Νομοθεσία : Κ. Χριστοπούλου, Εισηγήτρια
Αρθρογραφία – Βιβλιογραφία : Π. Τσούκας, Σύμβουλος
Γενική επιμέλεια : Δ. Βανδώρος, Πάρεδρος
Περιεχόμενα :
I. Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σελ. 3
II. Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 25
III. Αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Γενικού
Δικαστηρίου της ΕΕ 38
IV. Αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων 49
V. Νέα σημαντικά νομοθετήματα 52
VI. Αρθρογραφία 67
VII. Βιβλιογραφία 73
Ι. Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας
Σε περίπτωση που η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, επιλαμβανόμενη προσφυγής μόνον του ασφαλισμένου, κρίνει ότι η ιατρική του αναπηρία πρέπει να προσδιορισθεί σε ποσοστό υψηλότερο εκείνου που προσδιόρισε η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή, θα δεχθεί την προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της τελευταίας ως άνω επιτροπής και θα καθορίσει το κατά την κρίση της προσήκον ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. Άλλως, αν δηλαδή κρίνει ότι η εν λόγω αναπηρία θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο αυτό ή χαμηλότερο ποσοστό, θα απορρίψει την προσφυγή, με συνέπεια να οριστικοποιηθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, που προσδιορίσθηκε από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή. 29/2017 Α 7μ
Τα δημόσια νοσοκομεία και τα άλλα δημόσια κέντρα παροχής υπηρεσιών υγείας δεν λειτουργούν υπό τις αυτές συνθήκες με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας και υπό καθεστώς ανταγωνισμού προς αυτές. Ο νομοθέτης σαφώς ορίζει ότι η επιστροφή συνιστά ποσοστό επί των οφειλών του ΕΟΠΥΥ και, συνεπώς, το μέτρο αυτό δεν εκτείνεται επί ποσών που δεν συνιστούν νόμιμες δαπάνες του Οργανισμού. Το άρθρο 100 παρ 5 ν 4172/13 δεν θέτει στον Υπουργό Υγείας προθεσμία για την έκδοση υπουργικής αποφάσεως περί καθορισμού των ποσοστών και της προοδευτικής διαβάθμισης του επιβαλλόμενου μέτρου επιστροφής, το οποίο άλλωστε, πρέπει, κατά τη βούληση του νομοθέτη, να καλύπτει τον ετήσιο προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ στο σύνολό του. 30/2017 Δ 7μ
Ζήτημα της ορθής και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις και φορολογικά βάρη η άσκηση δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως εκ μέρους του φορολογουμένου και της ανάγκης να καθορισθεί η έκταση της υποχρέωσης της φορολογικής αρχής να καλεί τον επιτηδευματία να ασκήσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά του στην περίπτωση των δύο διαδικασιών που κινούνται παράλληλα στο πλαίσιο των διατάξεων του ΚΒΣ, ιδίως μετά την έκδοση των αποφάσεων 2370-1/2007 της Ολομελείας. 39/2017 Β παρ 7μ (αρ κατ 5398/2013)
Η εξαίρεση ή μη από την κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων δεν συγκαταλέγεται στις αρμοδιότητες που μεταβιβάσθηκαν στους δήμους με το άρθρο 94 ν 3852/10. Οι εκκρεμείς δίκες των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων που αφορούν θέματα ως προς τα οποία οι σχετικές αρμοδιότητες έχουν μεταφερθεί στις Αποκεντρωμένες Αυτοδιοικήσεις, άρα και αυτές επί νομαρχιακών αποφάσεων εξαίρεσης αυθαιρέτων από την κατεδάφιση, συνεχίζονται από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, οι οποίες ασκούν και την σχετική ουσιαστική αρμοδιότητα. Δεν τελούν εκτός εξουσιοδοτήσεως οι διατάξεις της 7587/04 κανονιστικής υπουργικής απόφασης, οι οποίες ρυθμίζουν την εξαίρεση από την κατεδάφιση κατά τρόπο που στοιχεί με τις προβλέψεις του εξουσιοδοτικού νόμου και με την οριζόμενη από αυτόν διαδικασία,πουπεριλαμβάνει γνωμοδότηση του ΣΧΟΠ. 52/2017 Ε 7μ
Και στην περίπτωση που συντρέχουν λόγοι να επιτραπεί η κατάχωση μνημείου, η οποία έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την αναβολή της ανάδειξης των μνημείων σε εύθετο χρόνο στο μέλλον και τον αποκλεισμό της πρόσβασης του κοινού σε αυτά για ορισμένο χρονικό διάστημα που ενδέχεται να υπερβαίνει τη διάρκεια μιας ή περισσοτέρων γενεών, πρέπει να διενεργείται με την κατάλληλη επιστημονική μέθοδο, που να καθιστά την κατάχωση αναστρέψιμη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ανάδειξή τους όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. 53/2017 Ε
Κατ’ άρθρο 9 παρ 3 εδ β΄ ν 1337/83 η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται βάσει της αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο έκδοσης της διορθωτικής απόφασης σε περίπτωση σφάλματος της πράξεως εφαρμογής ως προς τον ιδιοκτήτη ή τα στοιχεία του ακινήτου. 54/2017 Ε
Κατ’ άρθρο 7 παρ 4 πδ της 24.4/3.5.85, οι εγκαταστάσεις που κείνται εκτός μεν, αλλά εγγύτατα προς την ζώνη των 500 μ. από τα όρια των οικισμών, επιτρέπεται να επεκτείνονται σε γειτονικό ακίνητο που εμπίπτει εντός της ζώνης αυτής, έστω και αν μόνο το τμήμα της επέκτασης εισχωρεί στη ζώνη των 500 μ. από τα όρια του οικισμού, κατόπιν ειδικής κρίσης της Διοίκησης. 55/2017 Ε
Όταν επιβάλλεται σε μία επιχείρηση η διοικητική κύρωση της προσωρινής απαγόρευσης της λειτουργίας της λόγω της πρόκλησης ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ορίζεται ότι πρέπει να ληφθούν από την επιχείρηση συγκεκριμένα μέτρα ώστε να αποτραπεί πλέον η ρύπανση ή η υποβάθμιση του περιβάλλοντος από την δραστηριότητά της, προς τούτο δε και μέχρι την ολοκλήρωση των μέτρων σφραγίζονται και οι εγκαταστάσεις της, για να αρθεί η επιβληθείσα απαγόρευση και να αποσφραγισθεί η εγκατάσταση, απαιτείται είτε η έκδοση διαπιστωτικής πράξης από το όργανο της Διοίκησης που επέβαλε την κύρωση, στην οποία να βεβαιώνεται ότι τηρήθηκαν οι σχετικώς επιβληθέντες όροι και η επιχείρηση πλέον δεν προκαλεί ρύπανση, είτε η ρητή ανάκληση της πράξης διακοπής λειτουργίας. Δεν αποκλείεται, όμως, από την έκδοση νεώτερων διοικητικών πράξεων ή από ενέργειες της Διοίκησης που αφορούν το συγκεκριμένο ζήτημα, να συναχθεί είτε ότι η διαπιστωθείσα παράβαση έχει εν τοις πράγμασι αρθεί οριστικά είτε ότι εξακολουθεί μεν να υπάρχει παράβαση προκαλούμενη από την ασκούμενη δραστηριότητα, αλλά αυτή είναι διαφορετική από την αρχικά αποδοθείσα και για την άρση της απαιτείται η λήψη νέων μέτρων διαφόρων εν όλω ή εν μέρει από τα ήδη επιβληθέντα, ο έλεγχος της νομιμότητας των οποίων είναι, κατ’ αρχήν, αντικείμενο άλλης δίκης. 59/2017 Ε 7μ
Αναρμοδίως επιχειρείται με απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου ο καθορισμός κοινοχρήστου χώρου εντός ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του 1923 και παρανόμως με την ίδια πράξη επιτράπηκε η επέμβαση σε φυσική λειτουργία ρέματος διά της μετατροπής του σε οδό. 62/2017 Ε 7μ
Δεν υπόκειται σε έφεση απόφαση ΔΕφ σχετική με την αναγνώριση προϋπηρεσίας ως προϋπόθεσης μελλοντικού διορισμού ενδιαφερομένου στο Δημόσιο ως αναγόμενη σε θέμα υπηρεσιακής κατάστασης. 77/2017 Γ
Ηθικό συμφέρον που αποτελεί κώλυμα συμμετοχής των δημοτικών συμβούλων σε συνεδρίαση συλλογικού οργάνου του Δήμου απορρέει και από μόνη την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου ως μετέχοντος στη διοίκηση εταιρείας, ένεκα της οποίας υπέχει υποχρέωση πίστεως προς αυτήν, εφόσον το συλλογικό όργανο του Δήμου καλείται να αποφανθεί για ζήτημα που αφορά την εταιρεία αυτή. 83/2017 Γ
Εφόσον η αιτούσα διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών και προτίθεται, κατά τους ισχυρισμούς της, να λάβει μέρος στην διαγωνιστική διαδικασία που θα διενεργηθεί με βάση το σύστημα του ν 4339/15, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν βάσει του ανωτέρω νόμου και εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας για την πρώτη εφαρμογή του θεσπισθέντος με βάση τον εν λόγω νόμο συστήματος με την χορήγηση τεσσάρων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας. Εν όψει δε της κανονιστικής φύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία ανατίθενται αρμοδιότητες σχετικές με την διαγωνιστική διαδικασία σε όργανα άλλα από το ΕΣΡ, δεν αναιρείται το έννομο συμφέρον από το γεγονός ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως και της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως δεν είχε εκδοθεί η προκήρυξη για την διενέργεια του επίδικου διαγωνισμού, δεν μπορούσε δε να είναι βέβαιο αν θα εκδοθεί αυτή και αν, επομένως, θα διενεργηθεί ή όχι διαγωνισμός και με βάση ποιους όρους, καθώς και αν θα συμμετάσχει η αιτούσα στην σχετική διαγωνιστική διαδικασία. Και τούτο γιατί το έννομο συμφέρον για την προσβολή κάθε κανονιστικής πράξεως εξετάζεται αυτοτελώς και ασχέτως με το ενδεχόμενο εκδόσεως ή μη άλλων συναφών πράξεων, κανονιστικών ή ατομικών, κατ’ εφαρμογή της κανονιστικής, το δικαίωμα δε για την αποτελεσματική δικαστική προστασία προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως επιτάσσει να παρέχεται σε εκείνον που επικαλείται ότι έχει ιδιότητα ή τελεί σε νομική κατάσταση, η οποία επηρεάζεται από τα επερχόμενα από την κανονιστική πράξη έννομα αποτελέσματα, η δυνατότητα να αμφισβητήσει επικαίρως, την νομιμότητα της εν λόγω πράξεως ήδη από την στιγμή που αυτή δημοσιεύεται και αναπτύσσει κανονιστική ισχύ, ώστε, αν διαπιστωθεί ότι δεν είναι νόμιμη, να ακυρωθεί και να εκβληθεί από την έννομη τάξη και να μην αναμένεται η έκδοση, με βάση αυτήν, άλλων διοικητικών πράξεων. Το κατ‘ άρθρο 47 παρ 1 πδ 18/89 άμεσο του εννόμου συμφέροντος δεν σημαίνει, προκειμένου περί κανονιστικής πράξεως ότι πρέπει να επέρχεται στον αιτούντα βλάβη ήδη κατά την έκδοση της πράξεως, διότι η βλάβη από τέτοια πράξη δεν επέρχεται αναγκαίως με την έκδοση της πράξεως αυτής, αλλά, κατά το συνήθως συμβαίνον, με την έκδοση ατομικών πράξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της κανονιστικής. Δεν ασκεί επιρροή από την άποψη της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, το νόμιμο ή μη της λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού εθνικής εμβέλειας της αιτούσας, δοθέντος ότι με τον ν 4339/15 δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την συμμετοχή στην διαγωνιστική διαδικασία, η διαπίστωση ότι λειτουργούσε νομίμως ο εν λόγω σταθμός κατά το προϊσχύσαν καθεστώς. Το συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν παύει να είναι έννομο εκ μόνου του γεγονότος ότι ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κειμένης νομοθεσίας, διότι το άρθρο αυτό αποβλέπει και αρκείται στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα μη αποδοκιμαζόμενο καθ’ εαυτό, από την έννομη τάξη, όπως είναι η διενέργεια διαγωνισμού κατά τρόπο σύμφωνο προς το Σύνταγμα, έστω και αν, ενδεχομένως λόγω της αντιθέσεως της σχετικής διατάξεως προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος ανακύψει νομοθετικό κενό. Ενόψει του ότι το ΕΣΡ είναι και αυτό όργανο του ασκουμένου από το Κράτος, μεταξύ άλλων, στην τηλεόραση αμέσου ελέγχου προς εκπλήρωση των αναφερομένων στο άρθρο 15 παρ 2 Σ σκοπών δημοσίου συμφέροντος και συγκροτείται αφ’ ενός μεν κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την πολυφωνία στη λειτουργία, μεταξύ άλλων, των τηλεοπτικών σταθμών και αφ’ ετέρου από πρόσωπα με ανάλογα προς την αποστολή του προσόντα, προκύπτει ότι κατ‘ άρθρο 15 παρ 2 Σ α) καθίσταται υποχρεωτική η σύμπραξη του ΕΣΡ στην άσκηση αρμοδιοτήτων, με τις οποίες, σε συνεργασία ενδεχομένως και με άλλες ανεξάρτητες αρχές, όπου αυτό απαιτείται λόγω της τεχνικής φύσεως των τιθεμένων ζητημάτων, καθορίζονται οι όροι λειτουργίας και αδειοδοτήσεως, μεταξύ άλλων, και των τηλεοπτικών σταθμών και β) σε περίπτωση επιλογής του συστήματος της κατόπιν διαγωνισμού χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, καθίσταται υποχρεωτική η διενέργεια από το ΕΣΡ της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, εν όψει της σημασίας που ο αναθεωρητικός νομοθέτης απέδωσε στο ρόλο των ανεξάρτητων αρχών θέσπισε στο άρθρο 101Α του Συντάγματος συγκεκριμένο τρόπο συγκροτήσεως των αρχών αυτών, ώστε να διασφαλίζεται συνεργασία των δραστηριοποιουμένων εκάστοτε στην πολιτική ζωή της χώρας πολιτικών δυνάμεων και, κατά συνέπεια, και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών. Ειδικότερα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης όρισε στην παρ 2 άρθρου 101Α ορισμένο τρόπο επιλογής των προσώπων που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές, χωρίς να προβλέψει επικουρικό μηχανισμό για την περίπτωση αδυναμίας επιτεύξεως ομοφωνίας ή πλειοψηφίας των 4/5. Από το γεγονός αυτό συνάγεται, ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης είχε σκοπό να προτρέψει τις πολιτικές δυνάμεις σε συνεργασία, ενώ η μη πρόβλεψη επικουρικού μηχανισμού σε περίπτωση μη επιτεύξεως πλειοψηφίας4/5 σημαίνει ότι το Σύνταγμα δεν ανέχεται οι αρμοδιότητες, οι οποίες κατ’ αυτό πρέπει να ασκούνται από ανεξάρτητη αρχή, να μεταβιβασθούν από τον κοινό νομοθέτη σε άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Η τυχόν εκ πλαγίου παράβαση του Συντάγματος με την προσωρινή αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να χωρήσουν στην συγκρότηση ανεξάρτητης διοικητικής αρχής δεν μπορεί να θεραπευθεί με ευθεία παραβίασή του που θα συνιστούσε η πλήρης παράκαμψη αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής που προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα. Εξ άλλου, το γεγονός ότι ενδεχομένως έχουν αναληφθεί από το Ελληνικό Κράτος διεθνείς υποχρεώσεις δεν απαλλάσσει την νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία, κατά την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, από την υποχρέωση τηρήσεως των συνταγματικών διατάξεων, μεταξύ των οποίων και οι διατάξεις που προβλέπουν ανεξάρτητες αρχές και την συγκρότηση και τις αρμοδιότητές τους. 95/2017 Ολομ
Στην εισφορά του άρθρου 5 ν 3845/10, η οποία δεν αποτελεί φόρο εισοδήματος, αλλά έκτακτη οικονομική επιβάρυνση των νομικών προσώπων, κυρίως εταιρειών, για την αντιμετώπιση της οξύτατης οικονομικής κρίσης που σοβούσε στην Χώρα, υπόκεινται και οι ναυτικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν ειδικό τύπο κεφαλαιουχικών εταιρειών. Τούτο προκύπτει ιδίως από την ευρύτητα του κύκλου των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων που υπόκεινται στην εισφορά. 99/2017 Ολομ
Παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους υπουργικής αποφάσεως,με την οποία επιτρέπεται πιλοτικά για ένα έτος η προαιρετική λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων και τις υπόλοιπες Κυριακές πέραν των αναφερομένων στο άρθρο 16 παρ 1 ν 4177/13 η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία συμμετείχε στη σύνταξη σχετικής εισηγήσεως προς το αρμόδιο Υπουργείο για το επίδικο θέμα, εν όψει και των αρμοδιοτήτων της, μεταξύ των οποίων είναι ιδίως η έκδοση κανονιστικών αποφάσεων επιβολής των μέτρων που είναι αναγκαία για την δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε ένα κλάδο της οικονομίας και η γνωμοδότηση για θέματα της αρμοδιότητάς της. Στο πλαίσιο του Συντάγματος κατοχυρώνεται για τους πάσης φύσεως εργαζομένους και απασχολούμενους το δικαίωμα του ελεύθερου χρόνου και της απολαύσεώς του, ατομικά και από κοινού με την οικογένειά τους, ως τακτικό διάλειμμα της εβδομαδιαίας εργασίας. Το δικαίωμα αυτό υπηρετεί την υγεία και την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, με την φυσική και ψυχική ανανέωση που προσφέρει η τακτική αργία στον εργαζόμενο άνθρωπο εντός της κάθε εβδομάδας εργασίας. Συναφώς δε προσφέρει και την δυνατότητα οργανώσεως της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής του, θέματα για τα οποία επίσης μεριμνά το Σύνταγμα. Περαιτέρω, το ως άνω δικαίωμα προσλαμβάνει πρακτική αξία για τους εργαζομένους όταν αυτοί δύνανται, μόνοι ή από κοινού με την οικογένειά τους, να μετέχουν στην συλλογική ανάπαυλα μιας κοινής αργίας ανά εβδομάδα, ως τέτοια ημέρα δε έχει επιλεγεί, κατά μακρά διαμορφωμένη παράδοση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα λοιπά κράτη της Ευρώπης η Κυριακή, σχετιζόμενη με την χριστιανική θρησκεία.Κατά την θεσμοθέτηση των εξαιρέσεων από την Κυριακή αργία, όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν είναι ελεύθερος στις επιλογές του αλλά οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις, ούτως ώστε αφενός να μην ανατρέπεται ο κανόνας και αφετέρου οι εξαιρέσεις να επιβάλλονται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο συνίσταται όχι στην απλή επαύξηση του κέρδους ορισμένων επιχειρήσεων ή δραστηριοτήτων ούτε στην εξυπηρέτηση αναγκών που δύνανται να ικανοποιούνται ομαλά κατά τις εργάσιμες ημέρες, αλλά στην εξυπηρέτηση βασικών αναγκών των πολιτών, των οποίων η ικανοποίηση δεν δύναται να ανασταλεί κατά τις Κυριακές και τις αργίες. Ειδικότερα, καθόσον αφορά τον τουρισμό, η απομάκρυνση από τον κανόνα της αργίας κατά τις Κυριακές επιχειρείται υπό την προϋπόθεση ότι α) η εξαίρεση αφορά σαφώς προσδιοριζόμενες περιοχές, στις οποίες η οικονομικοκοινωνική ζωή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον κλάδο του τουρισμού, β) οι εξαιρέσεις προσδιορίζονται με ακρίβεια κατά χρόνο και κατά το δυνατόν σε διάσπαρτες ημέρες ανά έτος, αναλόγως του χαρακτήρα της κάθε περιοχής και της τουριστικής περιόδου, ώστε να μην αναιρείται ο πυρήνας του συνταγματικού δικαιώματος και γ) η κατ’ εξαίρεση επιτρεπόμενη εργασία είναι πράγματι πρόσφορη για την εξυπηρέτηση του σκοπού της βιώσιμης τουριστικής αναπτύξεως. 100/2017 Ολομ
Το άρθρο 219 παρ 1 περ α ΚΔΔ, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 30 ν 3659/08, πρέπει να ερμηνευθεί ευρύτερα από το γράμμα του και να θεωρηθεί ότι νομιμοποιείται να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης όχι μόνο ο καθού η εκτέλεση ή ο θιγόμενος ενυπόθηκος δανειστής, αλλά και ο έχων γενικό προνόμιο δανειστής. 105/2017 ΣΤ 7μ
Για την ανέγερση μουσείου σε αρχαιολογικό χώρο απαιτείται αφ’ ενός απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού κατ’ άρθρο 45 παρ 2 ν 3028/02 μετά από γνώμη του Συμβουλίου Μουσείων, ή του ΚΑΣ εφ’ όσον η ανέγερση μουσείου συνιστά μείζονα επέμβαση στον αρχαιολογικό χώρο, και αφ’ ετέρου απόφαση του αυτού Υπουργού κατόπιν γνωμοδοτήσεως του οικείου αρχαιολογικού συμβουλίου, αναλόγως αν δεν υφίστανται ή αν έχουν καθορισθεί ζώνες προστασίας στον αρχαιολογικό χώρο. 152/2017 Ε
Ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων κατά το θεσπισθέν με το άρθρο 15 επομ ΚΦΕ σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού γίνεται από την φορολογική αρχή επί τη βάσει της υποβαλλομένης δηλώσεως με την προσαύξηση του δηλωθέντος εισοδήματος κατά το ποσό που προκύπτει κατ’ εφαρμογήν των τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του Κώδικα, η προσαύξηση δε αυτή του δηλωθέντος εισοδήματος και το συναφώς εκδιδόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα δύναται να στηριχθεί όχι μόνο στο περιεχόμενο αυτής ταύτης της δηλώσεως, αλλά και στα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που δηλώνονται μέσω των εντύπων που συνυποβάλλονται κατά νόμον μετ’ αυτής, τα οποία αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν. 160/2017 Β
Το άρθρο 23 παρ 1 ν 1262/82 καταλαμβάνει τις συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που συνάπτονται μετά την δημοσίευση του νόμου αυτού.Συνεπώς, τόκοι που απορρέουν από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων παρεχομένων από αλλοδαπούς οίκους προς τουριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνήφθησαν πριν από την δημοσίευση του ν 1262/82, δηλαδή κατά τον χρόνο ισχύος των απαλλακτικών διατάξεων του αν 412/68, και εξοφλούνται μετά την δημοσίευση του ν 1262/82, εξακολουθούν να απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος, δοθέντος ότι η κατάργηση της επίμαχης απαλλαγής αφορά μόνο τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του ν 1262/82. 165/2017 Β 7μ
(Α) Νομολογία «ανωτάτου δικαστηρίου», κατ‘ άρθρο 53 παρ 3 πδ 18/89, αποτελεί και απόφαση του ΕΔΔΑ, από την οποία προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διάταξης της ΕΣΔΑ, συμπεριλαμβανομένων των Πρόσθετων Πρωτόκολλων αυτής, λαμβανομένου υπόψη αφενός, ότι, όσον αφορά την ερμηνεία της ΕΣΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν σημασία και βαρύτητα ανάλογη με εκείνη της νομολογίας των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων και, αφετέρου, ότι η προβαλλόμενη αντίθεση μεταξύ της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και της νομολογίας του ΕΔΔΑ δημιουργεί, κατά τεκμήριο, σοβαρό νομικό ζήτημα, αναγόμενο στο σεβασμό των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε να δικαιολογείται, ενόψει και του σκοπού της προαναφερόμενης διάταξης, η εξέτασή του από το ΣτΕ, προς διασφάλιση της ορθότητας και της ενότητας της νομολογίας, περί της ερμηνείας και της εφαρμογής της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. (Β) Έμμεση ερμηνευτική κρίση του ΔΕφ για το άρθρο 4 παρ 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [ότι, δηλαδή, ο εν λόγω κανόνας της ΕΣΔΑ έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει την εφαρμογή διατάξεων εθνικής νομοθεσίας, όπως εκείνων των άρθρων 97 (παρ 8) του Τελωνειακού Κώδικα και 5 (παρ 2) του ΚΔΔ, από τις οποίες προκύπτει ότι η διοικητική διαδικασία και δίκη περί της επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο χρηματικής κύρωσης για διοικητική παράβαση λαθρεμπορίας/φοροδιαφυγής είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία έναντι του ίδιου προσώπου, για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση, με συνέπεια να εξακολουθεί και να μην επηρεάζεται από την αμετάκλητη περάτωση, με αθωωτική απόφαση, της οικείας ποινικής διαδικασίας], η οποία έρχεται, κατ’ αρχήν, σε αντίθεση με την ερμηνεία της ίδιας διάταξης της ΕΣΔΑ στην απόφαση Ruotsalainen του ΕΔΔΑ. Παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης περί παραβίασης της διάταξης του άρθρου 4 παρ 1 του 7ου Πρωτοκόλλου. Περαιτέρω, όμως, ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος, διότι, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αμετάκλητη απόφαση που ολοκληρώνει τη μία “ποινική” διαδικασία πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.16, C-486/14) και, συνεπώς, αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του αδικήματος για το οποίο αυτή είχε ασκηθεί, δεν αποτελεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία «αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε» ο διωχθείς (πρβλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ.27.5.14, Marguš). (Γ) Το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας υπόθεση διοικητικής παράβασης λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από τυχόν αμετάκλητο βούλευμα που παύει τη σχετική ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας ούτε, άλλωστε, ενόψει της αιτιολογικής βάσης τέτοιου βουλεύματος ανακύπτει ζήτημα συνεκτίμησής του από το διοικητικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της κρίσης του για τη διάπραξη ή μη της επίμαχης διοικητικής παράβασης. Το άρθρο 15 παρ 2 ν 4446/16 δεν τυγχάνει εφαρμογής επί υποθέσεων που έχουν συζητηθεί/εκδικασθεί πριν από τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του, και δεν καλύπτει το απαράδεκτο που προκύπτει από την παράλειψη προβολής λόγων αναιρέσεως με το εισαγωγικό δικόγραφο. 167-169/2017 Β 7μ
Οι συμβάσεις, τις οποίες συνάπτει ο ΕΟΠΥΥ με ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας για την παροχή των υπηρεσιών αυτών στους ασφαλισμένους του, είναι διοικητικές. Τούτο δε διότι α) ο συμβαλλόμενος ΕΟΠΥΥ είναι νπδδ β) με την σύναψη των συμβάσεων εξυπηρετείται ο δημόσιος σκοπός παροχής υπηρεσιών υγείας στους ασφαλισμένους του Οργανισμού και γ) με τον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υπηρεσιών Υγείας του ΕΟΠΥΥ θεσπίζεται ρήτρα υπέρ του Οργανισμού αποκλίνουσα του ιδιωτικού δικαίου. 184/2017 Δ 7μ
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 21 παρ 4 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων εξάμηνη προθεσμία εντός της οποίας οφείλουν να υποβάλλουν αίτηση διορισμού τους ως δικηγόρων οι αποχωρούντες από την υπηρεσία δικαστικοί λειτουργοί, αν και χαρακτηρίζεται αποκλειστική, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ενδεικτικό χαρακτήρα με την έννοια ότι περιορίζεται η άσκηση της δυνατότητας διορισμού εντός ευλόγου χρόνου, γεγονός που ενισχύεται από την ρητή πρόβλεψη του άρθρου 27 παρ 1 του νέου Κώδικα. 192/2017 Γ 7μ
Στην έννοια της θετικής ζημίας περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η οφειλόμενη στην υπερημερία του κυρίου του έργου ζημία εκ της επιβαρύνσεως του αναδόχου με τους τόκους επί του αναπόσβεστου μέρους της προκαταβολής που έλαβε. 206/2017 ΣΤ
Εάν το προηγούμενο στάδιο έχει μελετηθεί και ο εργοδότης έχει ήδη καταβάλει αμοιβή για το στάδιο αυτό σε άλλο μελετητή ή ο εργοδότης έχει ο ίδιος εκπονήσει προηγούμενο στάδιο μελέτης και παρέχει τα σχετικά στοιχεία στο μελετητή του επόμενου σταδίου, συντρέχει περίπτωση μειωμένης προσαύξησης της αμοιβής κατά ποσοστό 10%, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του π.δ. 696/1974, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά, τα οποία, πάντως, έχει στη διάθεσή του ο μελετητής του επόμενου σταδίου, χρήζουν συμπληρώσεων ή διορθώσεων, έστω και εκτεταμένων ή ουσιωδών. 211/2017 ΣΤ
Σε περίπτωση βλάβης που οφείλεται στην χρήση έργου παραδοθέντος σε χρήση πριν από την παραλαβή του, η Διευθύνουσα Υπηρεσία εκδίδει έγγραφη εντολή εκτέλεσης εργασιών αποκατάστασης της βλάβης, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας της παρ 3 άρθρου 45 πδ 609/85, με την απόφαση δε της Προϊσταμένης Αρχής που θα κρίνει επί της τυχόν ενστάσεως του αναδόχου κατά της έγγραφης αυτής εντολής μπορεί να καταλογισθεί η δαπάνη εργασιών αποκατάστασης, συνολικώς ή μερικώς, σε βάρος του αναδόχου. 213/2017 ΣΤ
Η περίπτωση ανασκαφής περιορισμένης χρονικής διάρκειας δεν τελεί υπό τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που ισχύουν για τις συστηματικές και σωστικές ανασκαφές, πλην δεν επιτρέπεται να συνεχίζεται πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος κρινόμενου κατά τις περιστάσεις, η υπέρβαση του οποίου θα πρέπει να οδηγήσει στην μετατροπή της ανασκαφής σε συστηματική. Εφόσον η σωστική ανασκαφή υπερβαίνει τον στόχο της άμεσης διάσωσης, δεν αποκλείεται μετά την διενέργειάτης να ακολουθήσει η διενέργεια ανασκαφής περιορισμένης χρονικής διάρκειας. 241/2017 Ε
Προκειμένου να επέλθουν οι συνέπειες από την απουσία του αιτούντος που προβλέπονται στην παρ 7 άρθρου 70 ΚΦΕ, επιβάλλεται να έχει γνωστοποιηθεί σε αυτόν ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του πριν από εύλογο χρόνο και με τρόπο πρόσφορο η ημερομηνία συζητήσεως της αιτήσεώς του·για διοικητική επίλυση της διαφοράς, τούτο δε να αποδεικνύεται κατά τρόπο που δεν καταλείπει αμφιβολίες. 248/2017 Β
Με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ενός μηνός που προβλέπεται για τον έλεγχο, την τυχόν απαιτούμενη διόρθωση και την έγκριση του λογαριασμού, ο λογαριασμός θεωρείται μεν εγκεκριμένος, η Διοίκηση διατηρεί όμως την εξουσία και μετά την παρέλευση της τασσόμενης προθεσμίας ελέγχου και έγκρισης του λογαριασμού να προβεί σε έλεγχο αυτού αρνούμενη ρητώς ή σιωπηρώς να καταβάλει ποσά ή αναζητώντας ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά του επίμαχου λογαριασμού, τα οποία δεν οφείλονται για οποιονδήποτε λόγο στον ανάδοχο, δεδομένου μάλιστα ότι ο έλεγχος αυτός επιβάλλεται για λόγους προστασίας του δημοσίου χρήματος. 251/2017 ΣΤ 7μ
Προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ευνοϊκό καθεστώς εισφορών του ΤΣΑΥ είναι να πρόκειται για έμμισθο ασφαλισμένο, για τον οποίο προβλέπεται στο νόμο απαγόρευση άσκησης ελευθέρου επαγγέλματος, ανεξαρτήτως της τήρησης από αυτόν της σχετικής απαγόρευσης. 272/2017 Α
Κατ’ άρθρο 11 ν 3227/04 η δήλωση ανακριβών στοιχείων στην αίτηση-υπεύθυνη δήλωση του υποψήφιου για διορισμό, βάσει των ευεργετικών διατάξεων του ν 2643/98 συνεπάγεται, οποτεδήποτε διαπιστωθεί αρμοδίως, την απώλεια της προστασίας του νόμου. Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και δη στηνεξασφάλιση της αξιοπιστίας της διαδικασίας επιλογής των προσώπων που μπορούν να υπαχθούν στο ευεργετικό καθεστώς του νόμου και, από της απόψεως αυτής δεν συνιστά μέτρο προδήλως ακατάλληλο ή απρόσφορο ούτε υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου. 279/2017 Α
Η αρμοδιότητα για την χορήγηση άδειας συστάσεως και λειτουργίας φορολογικής αποθήκης και για την άσκηση εποπτείας και ελέγχου αυτής ανήκει στην τελωνειακή αρχή, στην χωρική αρμοδιότητα της οποίας ευρίσκεται η συγκεκριμένη αποθήκη. Η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ανατεθεί σε άλλη τελωνειακή αρχή, μόνον εφόσον συντρέχει δικαιολογητικός προς τούτο λόγος ενόψει, όμως του ότι η εφαρμογή της εξαιρέσεως αποβλέπει προεχόντως στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και όχι του ιδιωτικού συμφέροντος συγκεκριμένης επιχειρήσεως, στην οποία ανήκει η φορολογική αποθήκη, η ανάκληση της εξαιρέσεως και η επάνοδος στον κανόνα δεν χρειάζεται ειδικότερη αιτιολογία. 294/2017 Β
Η έκτακτη παροχή του άρθρου 9 παρ 5 ν 3620/07 δεν συνιστά εισόδημα που προέκυψε κατά το οικονομικό έτος 2014, εφόσον έχει τον χαρακτήρα αναδρομικών αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που ανάγονται σε προγενέστερο χρονικό διάστημα από το κρίσιμο οικονομικό έτος και δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο και βάση επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που προβλέπεται στο άρθρο 29 ν 3986/11. 295/2017 Β 7μ
Ειδικώτερη περίπτωση της εξαιρέσεως όπου η Διοίκηση υποχρεούται στην έκδοση κανονιστικής πράξεως συντρέχει, όταν η μη έκδοσή της οδηγεί ουσιαστικά στην αδρανοποίηση της εκπεφρασμένης σαφώς βούλησης του νομοθέτη να ρυθμίσει ένα συγκεκριμένο ζήτημα η ρύθμιση του οποίου μόνο με την έκδοση της εν λόγω κανονιστικής πράξεως μπορεί να ολοκληρωθεί, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα, για την λειτουργία του οποίου δεσμεύθηκε ο νομοθέτης. Συντρέχει τέτοια περίπτωση όταν ο νομοθέτης παρέχει στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση μόνον ευχέρεια και μάλιστα περιορισμένη χρονικά, για να προβεί στην κατάρτιση ειδικού προγράμματος ανάπτυξης μικρών ανεμογεννητριών, η οποία θα εκδοθεί μετά την κατάρτιση επιστημονικής μελέτης, στην οποία θα αποτυπώνονται όλες οι τεχνικές αλλά και οι οικονομικές παράμετροι του εν λόγω εγχειρήματος. 303/2017 Ε 7μ
Για την έγκριση τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου σε περιοχή που απέχει απόσταση μικρότερη των 1000 μ. από ιαματική πηγή λουτρόπολης τουριστικής σημασίας απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, και η προηγούμενη γνωμοδότηση του ΕΟΤ. 304/2017 Ε
Η παράβαση της προσβολής της προσωπικότητας Υπουργού με ενέργειες που υπερβαίνουν το όριο ανοχής που αναγνωρίζεται στην δια των οπτικοακουστικών μέσων κριτική δημοσίων προσώπων δεν αίρεται ως εκ του σατυρικού χαρακτήρα της δραματοποιημένης απόδοσης, διότι τα εν λόγω μηνύματα εντάσσονται, κατά τον κύριο χαρακτήρα τους στις ειδησεογραφικές και όχι στις σατυρικές εκπομπές, στην προκείμενη δε περίπτωση η χρήση της σάτυρας χρησιμοποιείται υποστηρικτικά προς την υπεραπλουστευμένη απολυτότητα για την παρουσίαση ενός αμφιλεγόμενου ζητήματος ως αδιαμφισβήτητου γεγονότος. 334/2017 Δ
Κατ’ άρθρο 11 πδ 109/10 στη διάρκεια του προγράμματος περιλαμβάνονται και τα διαφημιστικά διαλείμματα που παρεμβάλλονται σ’ αυτό. 335/2017 Δ
Με το άρθρο 18 παρ 1 ν 2941/01 παρεσχέθη η δυνατότητα εκμισθώσεως, μέρους των παγίων περιουσιακών στοιχείων ή και του συνόλου, επενδύσεων που είχαν υπαχθεί στο ν 1892/90 ή το ν 1262/82 κατόπιν εγκρίσεως του αρμοδίου οργάνου και υπό την προϋπόθεση της συνεχίσεως της λειτουργίας της επενδύσεως στο ίδιο παραγωγικό αντικείμενο. 341/2017 Δ
Η βούληση του νομοθέτη για την επιβολή του διοικητικού μέτρου της αργίας και σε περίπτωση αμετάκλητης παραπομπής του αιρετού οργάνου ΟΤΑ στο ακροατήριο για κακούργημα επιβεβαιώνεται από το σαφές γράμμα του άρθρου 22 ν 4257/14, εφόσον τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αποτελούν επικουρικό ερμηνευτικό βοήθημα. 360/2017 Γ
Η συμπλήρωση των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου γίνεται από τον Πρόεδρό του. 363/2017 Γ
Το άρθρο 47 παρ 1 περ γ΄ και δ΄ του Κανονισμού 1408/71/ΕΟΚ που προβλέπει ότι το θεωρητικό ποσό της ασφαλιστικής παροχής πρέπει να υπολογισθεί βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που απονέμει την παροχή, αφοράστην μεν περίπτωση γ΄ εθνικό σύστημα καθορισμού του ποσού της παροχής με υπολογισμό βασιζόμενο επί μέσων αποδοχών, μέσης εισφοράς, μέσης προσαυξήσεως, όπως το σύστημα της νομοθεσίας ΙΚΑ, η δε περίπτωση δ΄ εθνικό σύστημα καθορισμού του ποσού της παροχής, με υπολογισμό της παροχής βασιζόμενο επί του ποσού των απολαβών, των εισφορών, των προσαυξήσεων. 369/2017 Α 7μ
Η απαλλαγή των κεραιοσυστημάτων μικροκυψελών από την απαιτούμενη κατά κανόνα άδεια κεραιών σταθμών ξηράς, αφορά την άδεια κατασκευής, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τον νόμο, ενόψει της εκχωρήσεως ή της εγκρίσεως ραδιοσυχνοτήτων και αφού ελεγχθεί η συμβατότητα του σταθμού με τους περιορισμούς της σχετικής νομοθεσίας, όπως είναι οι σχετικοί με την επιτρεπόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία και, πάντως, δεν αφορά την από πολεοδομικής απόψεως έγκριση των σχετικών δομικών κατασκευών οποιασδήποτε μορφής. 413/2017 Ε
Η έκδοση κανονιστικής πράξης περί επ’ αόριστον απαγορεύσεως της θήρας σε ορισμένη έκταση, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της ως καταφυγίου αγρίας ζωής, είναι δυνατή και πριν η εν λόγω έκταση χαρακτηρισθεί ως καταφύγιο. Η ίδρυση του καταφυγίου, εφόσον εκδοθεί, θα ενεργοποιήσει πλην της απαγορεύσεως της θήρας, η οποία αποτελεί τον γενικό κανόνα στα καταφύγια άγριας ζωής και την εφαρμογή των λοιπών ρυθμίσεων του νόμου περί των καταφυγίων και, πάντως, μπορεί να έπεται χρονικώς της κανονιστικής αποφάσεως περί απαγορεύσεως της θήρας. Ανεξαρτήτως αν κατά το Σύνταγμα η τοπικότητα του ρυθμιζομένου ζητήματος με κανονιστική πράξη διάφορη του πδ εξαρτάται από το αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση επηρεάζει πρόσωπα συνδεόμενα με ορισμένη μόνο περιοχή, εν προκειμένω το ρυθμιζόμενο ζήτημα αποτελεί ειδικότερο θέμα σε σχέση με την γενική απαγόρευση θήρας σε περιοχές με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης. 414/2017 Ε
Κατ’ εξαίρεση εάν η φορολογική αρχή επικαλεσθεί και αποδείξει τη συνδρομή ειδικών αντικειμενικών λόγων ένεκα των οποίων κατέστη πλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση πρακτικώς ανέφικτη η εκ νέου αναγκαστική αφαίρεση των ήδη παραληφθέντων βιβλίων και στοιχείων από την επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία, νομίμως εκδίδεται από την φορολογική αρχή νέα πράξη επιβολής προστίμου του ΚΒΣ με το αυτό περιεχόμενο, χωρίς να επαναληφθεί η υλική πράξη της αφαιρέσεως. 424/2017 Β 7μ
Το άρθρο 90 παρ 2 ν 2362/95 που προϋποθέτει το αχρεώστητο της καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο, δεν έχει πεδίο εφαρμογής ως προς το διάφορο ζήτημα του χρόνου εντός του οποίου μπορεί να υποβληθεί ανάκληση δηλώσεως φόρου εισοδήματος από την αποδοχή της οποίας και μόνον καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος διότι το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ΚΦΕ. 425/2017 Β 7μ
Η Οδηγία 97/13/ΕΚ δεν αφορά στις τηλεοπτικές εκπομπές και δεν διέπει τους όρους των αδειών τηλεοπτικών σταθμών, όπως ο προβλέπων το τέλος χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων. 433/2017 Β
Το άρθρο 6 παρ 2 ΕΣΔΑ δεν έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το διοικητικό δικαστήριο να ακολουθήσει τις ουσιαστικές εκτιμήσεις του ποινικού δικαστηρίου. 434/2017 Β 7μ
Τα άρθρα 14 και 21 της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν εφαρμόζονται επί εισοδημάτων άγνωστης πηγής/προέλευσης. 435/2017 Β
Ζητήματα σχετικά με την συμφωνία ή μη προς τα άρθρα 43 παρ. 2, 26, 87, 89 παρ 2 και 90 Σ του άρθρου 4 παρ 1 ν 4375/16, κατά το μέρος που προβλέπει ότι στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών μετέχουν δύο δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, την υπόδειξη των Δικαστών από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και τον διορισμό τους με υπουργική απόφαση αντί προεδρικού διατάγματος καθώς και της εννοίας της ασφαλούς τρίτης χώρας του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ που μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με το άρθρο 56 ν 4375/16. 445/2017 Δ 7μ παρ Ολομ (αρ κατ 2977/2016)
Η διάρθρωση της ιατρικής υπηρεσίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ, η οποία μπορεί να εξειδικεύεται περαιτέρω με τους Οργανισμούς των Νοσοκομείων, περιλαμβάνει υποχρεωτικά τέσσερεις βασικούς τομείς, οι οποίοι διαρθρώνονται σε Τμήματα, ενώ προβλέπονται και Τμήματα Διατομεακά, τα οποία εξυπηρετούν όλους τους τομείς του νοσοκομείου. Σε όλα τα ανωτέρω Τμήματα προΐστανται ιατροί του κλάδου ιατρών ΕΣΥ που φέρουν τον προβλεπόμενο από τον νόμο βαθμό, η στελέχωση δε των εν λόγω Τμημάτων γίνεται επίσης από ιατρούς ΕΣΥ. Εξ άλλου ο νόμος παρέσχε από της ιδρύσεως του ΕΣΥ τη δυνατότητα εγκαταστάσεως και λειτουργίας στα νοσοκομεία αυτού πανεπιστημιακών κλινικών, εργαστηρίων και ειδικών μονάδων, που στελεχώνονται και διευθύνονται αποκλειστικά από πανεπιστημιακό προσωπικό και αποτελούν οργανικές μονάδες επιπέδου Τμήματος του αντίστοιχου Τομέα του Νοσοκομείου, αποκλείοντας, όμως, την οργανική και λειτουργική συγχώνευση των μονάδων αυτών με τις αντίστοιχες μονάδες του ΕΣΥ, καθώς και την ένταξη του προσωπικού τους υπό ενιαίες οργανικές μονάδες. 466/2017 Γ
Όταν η ίδια η φορολογική αρχή θεμιτώς κατά το Σύνταγμα δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζει το ύψος του προστίμου αναλόγως των ειδικοτέρων συνθηκών της παραβάσεως, θέμα παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας ή του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας ως εκ του ότι το δικαστήριο που ελέγχει την νομιμότητα της σχετικής πράξεως της ως άνω αρχής δεν διαθέτει ούτε αυτό τέτοια εξουσία, δεν μπορεί να τεθεί. 479/2017 Β
Σύμφωνα με τον ν 2742/99 ο χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στην διατήρηση των οικολογικών και πολιτιστικών αποθεμάτων και στην προβολή και ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, η κατάρτιση δε των χωροταξικών πλαισίων και λοιπών σχεδίων πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη συστηματική προστασία, αποκατάσταση, διατήρηση και ανάδειξη των περιοχών φυσικής, πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. 525/2017 Ε
Η χρήση της παρεχόμενης εξουσιοδοτήσεως για τον καθορισμό των εφαρμοστέων το επόμενο έτος συντελεστών του τέλους καθαριότητος και φωτισμού είναι υποχρεωτική κατ’ έτος, συνιστώσα οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, και η παράλειψη εκδόσεως σχετικής αποφάσεως εναρμονισμένης με τον αντίστοιχο ετήσιο προϋπολογισμό του έτους στο οποίο αφορούν οι συντελεστές, εντός ευλόγου χρόνου αφ’ ότου έπρεπε να εκδοθεί και πάντως προ του χρόνου αφ’ ότου έπρεπε να ισχύσει, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. 539/2017 Β
Συνιστά λαθρεμπορικό τέχνασμα επί πετρελαιοειδών προϊόντων που βρίσκονται υπό καθεστώς αναστολής καταβολής φόρων, η αντικανονική έξοδος από το καθεστώς αυτό. Η επιλογή του έλληνα νομοθέτη να χαρακτηρίσει ως λαθρεμπορία την διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής των ειδικών φόρων καταναλώσεως, καθώς και του ΦΠΑ, στην περίπτωση που ο τελευταίος συνεισπράττεται με τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, και, συνακόλουθα η πρόβλεψη του πολλαπλού τέλους ως κυρώσεως για την διαφυγή ή την απόπειρα διαφυγής τέτοιων φόρων δεν μετέβαλε την φύση των ως άνω δύο φόρων ως εσωτερικών φόρων και δεν τους κατέστησε δασμούς υποκείμενους στις ρυθμίσεις του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα. Η επιβολή του τέλους υπέρ Λιμενικών Ταμείων αντιβαίνει στο άρθρο 3 παρ 2 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, καθ’ όσον τα υπ’ αυτού προερχόμενα έσοδα δεν προορίζονται για εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Αντιθέτως, δεν αντίκειται στην ανωτέρω διάταξη η εισφορά του ν 1571/85. 540/2017 Β 7μ
Ζήτημα καθορισμού του αρμοδίου Τμήματος για την εκδίκαση αιτήσεως αναιρέσεως επί διαφοράς ως προς το ύψος των τόκων υπερημερίας επί αποδοχών δικαστικού λειτουργού. 582/2017 Α παρ Πρόεδρο (αρ κατ 3828/2013)
Ζήτημα αν οι ιπτάμενοι χειριστές που συνταξιοδοτούνται λόγω γήρατος τελούν ή όχι υπό όμοιες ή παρόμοιες συνθήκες με τους ιπτάμενους συνοδούς και φροντιστές με συνέπεια η διαφορετική μεταχείρισή τους στο θέμα της προσαύξησης του χρόνου ασφάλισης να συνιστά παραβίαση ή μη της αρχής της ισότητας. 584/2017 Α παρ 7μ (αρ κατ 2377/2013)
Υπουργική απόφαση περί κατατάξεως υποψηφίων εκπαιδευτών ενηλίκων, συνιστά πράγματι εξειδίκευση των κοινωνικών κριτηρίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 27 παρ 15 περ δ΄ ν 4186/13 διότι χωρίς να αποκλείει τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους από τη διαδικασία επιλογής εκπαιδευτών, στηρίζει την διαφοροποίησή τους στα κριτήρια της αυξημένης εργασιακής ασφάλειας και της υπάρξεως σταθερού εισοδήματος. 608/2017 Γ
Κατ’ άρθρο 28 ν 3498/06, ο εκπαιδευτικός που συνοδεύει φοιτητές, σπουδαστές και μαθητές σχολείων πρέπει να έχει ειδικότητα ή εν γένει κατάρτιση συναφή προς το αντικείμενο της ξενάγησης, την οποία θα διενεργήσει και, συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν περιορίζει την επαγγελματική ελευθερία των ξεναγών. 627/2017 Δ
Αρμοδίως ασκείται ενώπιον του ΣτΕ και εισάγεται προς εκδίκαση στο Δ΄ Τμήμα αίτηση ακυρώσεως κατά πράξεως διορισμού του Προέδρου του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, νπιδ, το οποίο λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και τελεί υπό κρατική εποπτεία. 628/2017 Δ
Όταν παραλαμβάνεται πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που προορίζεται για θέρμανση και υπόκειται σε μειωμένη φορολογική επιβάρυνση, απαιτείται το πετρέλαιο αυτό να χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για θέρμανση. Ειδικώς, όταν χρησιμοποιείται πετρέλαιο θέρμανσης για την κυκλοφορία οχήματος ή τη λειτουργία μηχανήματος αφαιρείται η άδεια κυκλοφορίας του οχήματος ή η άδεια λειτουργίας του μηχανήματος, χωρίς να απαγορεύεται στην περίπτωση αυτή και η επιβολή προστίμων από τα όργανα που είναι επιφορτισμένα με την εποπτεία της αγοράς πετρελαιοειδών, την πάταξη της λαθρεμπορίας και την προστασία του περιβάλλοντος. Κατ’ άρθρο 177 ΚΔΔ εκείνος που ομολόγησε επιβλαβή γι’ αυτόν πραγματικά γεγονότα έχει την ευχέρεια να ανακαλέσει μεταγενεστέρως την ομολογία του, μόνον εφ’ όσον ισχυρισθεί και αποδείξει ότι το ομολογηθέν λόγω ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα γεγονός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εξ άλλου, εφ’ όσον υποβληθεί ισχυρισμός περί ανακλήσεως της ομολογίας, το δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της ως άνω διατάξεως, εάν δε δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανακλήσεως, η ομολογία εξακολουθεί να εκτιμάται ελευθέρως από αυτό. 630/2017 Δ
Αίτηση ακυρώσεως κατά πράξεως που αφορά την οργάνωση και λειτουργία Ιεράς Μονής, εφόσον η διαγραφή μοναχών από το μοναχολόγιο της μονής συνεπάγεται μεταβολή της σύνθεσής της, θέμα δηλαδή οργανωτικό. 635/2017 Δ παρ Γ (αρ κατ 540/2011)
Ζήτημα καθορισμού του Τμήματος που είναι αρμόδιο να εκδικάσει έφεση κατά παραλείψεως διορθώσεως παραχωρητηρίου προς αποκατάσταση σεισμοπλήκτων. 637/2017 Δ παρ Πρόεδρο (αρ κατ 1072/2016)
Το Επιχειρηματικό Πάρκο αποτελεί οργανωμένο χώρο υποδοχής βιομηχανικών, βιοτεχνικών και μεταποιητικών εν γένει, αλλά και άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ο χώρος αυτός, ο οποίος, κατά το σύστημα του νόμου, πολεοδομείται και παύει να αποτελεί εκτός σχεδίου περιοχή, επιλέγεται από ιδιωτικό φορέα που πληροί ορισμένα χαρακτηριστικά, με κριτήρια, που αφενός προσιδιάζουν στη φύση του ιδιωτικού φορέα που έχει την πρωτοβουλία για την ίδρυση του ΕΠ και, ιδίως, αυτό της επιχειρηματικής βιωσιμότητας του σχεδίου, και ταυτοχρόνως συντείνουν στην ικανοποίηση των κρατικών σκοπών της ανάπτυξης περιοχών με υστέρηση, της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης, αφετέρου, όμως, σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και την εξουδετέρωση των δυσμενών γι’ αυτό συνεπειών της βιομηχανικής δραστηριότητας που πρόκειται να αναπτυχθεί στην έκταση του ΕΠ. Τα κριτήρια αυτά είναι ειδικότερα, η καταλληλότητα του χώρου, με βάση τα μορφολογικά και άλλα, κρίσιμα για την προστασία του περιβάλλοντος, χαρακτηριστικά του, καθώς και η συμβατότητα του σχεδίου που συνιστά το ΕΠ με το λοιπό σχεδιασμό, όπως αυτός εκφράζεται μέσω ήδη ισχυόντων σχεδίων και προγραμμάτων, και ιδίως εκείνων που ενσωματώνουν υπερκείμενο σχεδιασμό, όπως είναι το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης και τα Ειδικά Πλαίσια, τα οποία διέπουν συγκεκριμένους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Η συνδρομή, εξ άλλου, των προϋποθέσεων αυτών, καθώς και η τήρηση της συνταγματικής επιταγής της προστασίας του περιβάλλοντος φυσικού, ανθρωπογενούς και πολιτιστικού, από ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες της ανάπτυξης βιομηχανικών δραστηριοτήτων στον, κατ‘ αρχήν κατάλληλο για το ΕΠ χώρο, εξετάζεται σύμφωνα με το σύστημα που καθιερώνει ο ν 3982/11, αρχικώς μεν κατά το στάδιο που προηγείται της θεσμοθέτησης του ΕΠ, στο πλαίσιο ΜΠΕ του ίδιου του ΕΠ, η οποία εντάσσεται στο προβλεπόμενο στον νόμο Επιχειρηματικό Πλαίσιο του επισπεύδοντος ιδιωτικού φορέα. Η ΜΠΕ αυτή προσιδιάζει στη φύση του ΕΠ, ως, κατά βάση σχεδίου, αφορά, όμως, και ορισμένες από τις υποδομές του, ως προς τις οποίες το ΕΠ έχει και το χαρακτήρα συγκεκριμένου κατασκευαστικού έργου και για το λόγο αυτό, άλλωστε, αυτό συμπεριλαμβάνεται και στους καταλόγους της ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332/2002. Περαιτέρω, η ΜΠΕ εξειδικεύεται στη συνέχεια, κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση των επιμέρους βιομηχανικών δραστηριοτήτων που θα εγκατασταθούν στο ΕΠ, η οποία, όμως, προβλέπεται απλοποιημένη πλέον σε σχέση με την συνήθη προβλεπόμενη για τα έργα και τις δραστηριότητες των Οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 97/11/ΕΚ. Καθόσον, τέλος, αφορά τον αριθμό, το είδος και την δυναμικότητα των ΕΠ σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και τα κριτήρια θεσμοθέτησης κατά προτεραιότητα ορισμένων ΕΠ, ο ν 3982/11 προβλέπει την εκπόνηση επιχειρησιακού σχεδίου βάσει κριτηρίων που θεσπίζονται με κανονιστική απόφαση, η κατάρτιση του οποίου πάντως, δεν αποτελεί προϋπόθεση έγκρισης ενός εκάστου ΕΠ. 670/2017 Ε 7μ
Ζήτημα αντιθέσεως προς την συνταγματική αρχή της ασφαλείας δικαίου και στο άρθρο 78 παρ 1 Σ διατάξεων των ν 3513/06, 3697/08, 3790/09 και 3842/10 περί παρατάσεως του χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου. 675/2017 Β 7μ παρ Ολομ (αρ κατ 1824/2014)
Η φορολόγηση στο όνομα της ιδιοκτήτριας απαλλοτριούμενου ακινήτου επιχείρησης, του υπερτιμήματος, το οποίο αποτελεί τμήμα της καταβαλλόμενης σε αυτήν αποζημίωσης, έστω και στον μεταγενέστερο χρόνο της διανομής αυτού ή της διάλυσης της επιχείρησης έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 17 παρ 2 και 4 Σ, διότι καθιστά την αποζημίωση μη πλήρη. 678/2017 Β 7μ
Ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης, παραβάσεις φοροδιαφυγής (πρβλ. Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.16, 2016-545 QPC, σκ. 21), που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατ‘ άρθρο 26 Σ εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβήτησης των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ 1 Σ, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής πρέπει να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος), κατόπιν της τελεσίδικης κρίσης της ουσίας της υπόθεσης από τον διοικητικό δικαστή (πρβλ. άρθρα 55Α και 68 ν 4174/13), δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει, για λόγους αναγόμενους στην ουσία, ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοίκησης (πρβλ. Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.16, 2016-545 QPC, σκ. 13). Το ΕΔΔΑ με την από 15.11.16 απόφασή του (α) ενέμεινε στην (απορρέουσα από τη νομολογία Zolotukhin) εφαρμογή των τριών κριτηρίων Engel, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, όσον αφορά την εκτίμηση του “ποινικού” χαρακτήρα της διοικητικής διαδικασίας (ή δίκης) περί επιβολής διοικητικών χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας και, περαιτέρω επιβεβαίωσε την “ποινική” φύση τέτοιων κυρώσεων, που ανέρχονται σε σημαντικό ποσό (αρκετών χιλιάδων ευρώ) και προβλέπονται ως ποσοστό των διαφυγόντων φόρων, όπως το επίμαχο πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε στον αιτούντα, (β) κατ’ επίκληση προγενέστερης νομολογίας του, την οποία αποσαφήνισε και εμπλούτισε, έκρινε ότι το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τη διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθόσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιμετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παράβασης και, μάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιμο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθού, (γ) θεώρησε ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να εξεταστεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως, (i) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς, (ii) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά το νόμο και στην πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς, (iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η επανάληψη τόσο της συλλογής όσο και της εκτίμησης των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διάδρασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στη μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και (iv) πάνω απ’ όλα, εάν η κύρωση που επιβάλλεται στη διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθού υπέρμετρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό τη διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικά καταλογιζόμενων ποινών, (δ) αναφέρθηκε στις υποθέσεις που κρίθηκαν με τις αποφάσεις του Καπετάνιος και άλλοι και Σισμανίδης ως παραδείγματα περιπτώσεων έλλειψης τέτοιου ουσιαστικού συνδέσμου, σημειώνοντας ότι, στις εν λόγω υποθέσεις, παρά την αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια τους επέβαλαν βαρειά διοικητικά πρόστιμα για την ίδια παραβατική συμπεριφορά (βλ. σκ. 116), (ε) αναφέρθηκε στις υποθέσεις της απόφασης Καπετάνιος και άλλοι ως περιπτώσεις έλλειψης χρονικού συνδέσμου, λόγω της πολυετούς διάρκειας της διοικητικής δίκης για τις επίμαχες πράξεις επιβολής πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας (σκ. 134), ανάλογη δε κρίση περί έλλειψης χρονικού συνδέσμου των δύο διαδικασιών διατυπώνεται και στη σκέψη 43 της από 9.6.16 απόφασης του ΕΔΔΑ επί της προσφυγής του αιτούντος. Ειδικότερα, σε σχέση με την (μη) συνδρομή ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής διαδικασίας και δίκης επιβολής κυρώσεων για την επίδικη παράβαση λαθρεμπορίας σημειώνεται ότι (Α) οι δύο επίμαχες διαδικασίες προβλέπονταν από την κείμενη νομοθεσία (άρθρα 89 και 97 του Τελωνειακού Κώδικα) ως αυτοτελείς μεταξύ τους (με εξαίρεση, κατ’ άρθρο 5 παρ 2 ΚΔΔ, την περίπτωση, που δεν συνέτρεξε στην παρούσα υπόθεση, της αμετάκλητης καταδίκης για το ποινικό αδίκημα), με συνέπεια, αναγόμενη στο τέταρτο των προαναφερόμενων κριτηρίων, η κύρωση που τυχόν επιβάλλεται στη μία διαδικασία να μην λαμβάνεται, κατά το νόμο, υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής που καταλογίζεται στην άλλη διαδικασία, (Β) οι δύο επίμαχες διαδικασίες/δίκες κατέληξαν, εν προκειμένω, σε διαφορετικό αποτέλεσμα, κατόπιν διαφορετικής εκτίμησης από τον ποινικό και από τον διοικητικό δικαστή της ουσίας της υπόθεσης (περί της τέλεσης ή μη της παράβασης από τον αιτούντα), στοιχείο που ανάγεται στο τρίτο των προεκτεθέντων κριτηρίων και το οποίο παρίσταται, κατ’ αρχήν, αρκετό και ικανό να στηρίξει το συμπέρασμα περί έλλειψης κατ’ ουσίαν σχέσης μεταξύ των δύο διαδικασιών, όπως συνάγεται από τη σκέψη 116 της από 15.11.16 απόφασης του ΕΔΔΑ, (Γ) το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα ορίζει με τον ίδιο τρόπο την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας και το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, το δε πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας (έστω κι αν θεωρηθεί ότι στοχεύει, σε κάποιο βαθμό, και στην κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει το κράτος για τον εντοπισμό των παραβάσεων λαθρεμπορίας: βλ. ΣτΕ Ολομ 1741/15) έχει ως βασικό σκοπό, όπως και η αντίστοιχα προβλεπόμενη ποινική κύρωση, τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον τέτοιων παραβάσεων (προς εξασφάλιση του δημοσιονομικού συμφέροντος του Κράτους και της τήρησης της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, δια της πληρωμής/είσπραξης των οικείων φόρων) όσο και τον κολασμό του παραβάτη (βλ. σκ. 32-34 της από 9.6.16 απόφασης του ΕΔΔΑ και, ιδίως, σκ. 21 της ΣτΕ 1992/16 7μ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΣτΕ και του ΔΕΚ – πρβλ. και Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.16, 2016-545 QPC, σκ. 20), ο οποίος μπορεί να είναι μόνο φυσικό (όχι και νομικό) πρόσωπο, λαμβανομένου υπόψη ότι, για την επιβολή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται να του καταλογισθεί άμεσος δόλος σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων φόρων (βλ. ΣτΕ 1992/16, σκ. 21, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), τα ανωτέρω δε στοιχεία, τα οποία ανάγονται στο πρώτο των προεκτεθέντων κριτηρίων, επιρωννύουν τη θέση ότι οι δύο επίμαχες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς που αποδόθηκε στον αιτούντα. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η από 15.11.16 απόφαση του ΕΔΔΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κλονίζει το σκεπτικό της από 9.6.16 απόφασής του επί της προσφυγής του αιτούντος και δεν παρίσταται ικανή να στηρίξει το συμπέρασμα ότι, με βάση αυτήν, το ΕΔΔΑ δεν θα ενέμενε στην κρίση του περί παραβίασης του άρθρου 4 παρ 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ στην περίπτωση του αιτούντος. 680/2017 Β 7μ
Λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι η ερμηνεία και εφαρμογή από τη Διοίκηση και από το ΔΕφ του άρθρου 15 παρ 3 ν 3888/10 οδήγησε σε στέρηση περιουσιακού δικαιώματος του αναιρεσείοντος, κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, ενόψει του άρθρου 53 παρ 3 πδ 18/89, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ επί του τιθέμενου ζητήματος της αντίθεσης του άρθρου 15 παρ 3 ν 3888/10 προς τη συγκεκριμένη διάταξη της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, ούτε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ερμηνεία ή μνεία της ως άνω διάταξης της ΕΣΔΑ ή σκέψη που να αναφέρεται στο ζήτημα της εφαρμογής της στην παρούσα υπόθεση ούτε ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος αναφέρεται, κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και ορισμένο, σε συναγόμενη από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεία της εν λόγω διάταξης της ΕΣΔΑ ούτε, άλλωστε, το δικάσαν ΔΕΑ είχε την υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το τιθέμενο ζήτημα της αντίθεσης του άρθρου 15 παρ 3 ν 3888/10 προς την προαναφερόμενη διάταξη της ΕΣΔΑ, ενόψει της προστεθείσας με το άρθρο 20 παρ 1 ν 3900/10 διάταξης του άρθρου 79 παρ 5 περ α ΚΔΔ, η οποία (ορίζει ότι «Σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης ή παράλειψης φορολογικής ή τελωνειακής αρχής: α) Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, χωρεί αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να διακριβωθεί αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου» και), ερμηνευόμενη υπό το φως των άρθρων 87 παρ 2 Σ και 35 παρ 1 ΕΣΔΑ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως (εκτός από την παράβαση δεδικασμένου) και την τυχόν αντισυνταγματικότητα των νομοθετικών διατάξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη φορολογικής αρχής, όχι όμως και ζητήματα παραβίασης της ΕΣΔΑ. 682/2017 Β 7μ
Πριν από την έκδοση πράξεως πρόωρης λήξεως της θητείας διοικητή ή αναπληρωτή διοικητή νοσοκομείου κατά την διαδικασία αξιολογήσεως δεν αποκλείεται να διενεργηθεί συνέντευξη των κρινομένων από την αρμόδια επιτροπή, προκειμένου, αφ’ ενός μεν να υπάρξει πληρέστερη διαφώτιση των μελών της και αφ’ ετέρου να παρασχεθεί στον αξιολογούμενο στάδιο ασκήσεως του δικαιώματός του στην προηγουμένη ακρόαση, πριν από την λήψη του δυσμενούς μέτρου της προώρου λήξεωςτης θητείας, το οποίο μπορεί να συνδέεται και με υποκειμενική συμπεριφορά του. Εφ‘ όσον, πάντως, διενεργηθεί τέτοια συνέντευξη, επιβάλλεται να καταγράφεται στο οικείο πρακτικό συνεδριάσεως ή στην απόφαση της επιτροπής, έστω και συνοπτικά, το περιεχόμενο της συνεντεύξεως. 690/2017 Γ
Δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου αρμοδιότητα του ΔΣ του ΜΤΠΥ, ούτε παρέχεται σε αυτό εξουσιοδότηση προς έκδοση κανονιστικών πράξεων με περιεχόμενο τον καθορισμό κατηγοριών προσώπων που υπάγονται στην ασφάλισή του. 710/2017 Ολομ
Κατά παράβαση των εγγυήσεων τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, και ειδικότερα, της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας ανατίθεται στον σύλλογο διδασκόντων η αρμοδιότηταγια την αποτίμηση μέσω μυστικής ψηφοφορίας της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως του υποψηφίου διευθυντή σχολικής μονάδας, ενώ η διοίκηση των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, πρέπει να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για την διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της Υπηρεσίας. Περαιτέρω τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προσόντα του υποψηφίου που σχετίζονται με το κριτήριο της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεώς του δεν αξιολογούνται με αιτιολογία. Επί πλέον ειδικά η σχετική διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας του συλλόγου διδασκόντων, κατά το μέρος που αφορά την αποτίμηση της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο του υποψηφίου, δεν διασφαλίζει την έγκυρη αξιολόγηση με αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία. 711/2017 Ολομ
Κατ’ άρθρο 2 παρ 1 περ β πδ 50/01, όταν ο διδακτορικός ή μεταπτυχιακός τίτλος που αποδεικνύει την επιστημονική εξειδίκευση για ορισμένη θέση χορηγείται και σε κατόχους διαφόρων βασικών πτυχίων, ο οικείος φορέας μπορεί να δέχεται τα βασικά αυτά πτυχία ως τυπικό προσόν διορισμού. 772/2017 Γ
Το μέτρο της υποχρεωτικής παραμονής στην υπηρεσία επί δεκαετία των αποφοιτούντων από την Σχολή Επαγγελματιών Χειριστών Αεροσκαφών της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας μονίμων αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος είναι εύλογο, δεν συνιστά υπέρμετρο περιορισμό ως προς την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του οικειοθελώς υπαχθέντος στο ειδικό εξουσιαστικό καθεστώς του Πυροσβεστικού Σώματος και δεν θίγει το δικαίωμα του υπηρετούντος στην εργασία, καθώς, πάντως, είναι γνωστό εκ των προτέρων στον κάθε ενδιαφερόμενο, ούτε αντίκειται στα άρθρα 1 παρ 2 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και 4 παρ 2 ΕΣΔΑ. 773/2017 Γ
Ζήτημα αντιθέσεως προς το άρθρο 109 Σ διατάξεως που προβλέπει την συμμετοχή εκπροσώπου της Εκκλησίας στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ριζαρείου Σχολής, υπό την έννοια ότι αποτελεί επέμβαση στην διοίκηση και διαχείριση της υπέρ δημοσίου σκοπού καταλειφθείσης περιουσίας. 775/2017 Γ παρ Ολομ (αρ κατ 1049/2015)
Πράξεις που αφορούν την αποστολή ή την άρνηση αποστολής στοιχείων υπαλλήλων τους από τους υπόχρεους φορείς ανάγονται στην υπηρεσιακή κατάσταση των συγκεκριμένων υπαλλήλων και έχουν ατομικό χαρακτήρα. 777/2017 Γ
Η παρεχόμενη από το άρθρο 17 παρ 9 ν 3607/07 νομοθετική εξουσιοδότηση, κατά την έννοια της οποίας το ύψος της εισφοράς των Ιερών Μητροπόλεων καθορίζεται μετά από γνώμη του ΔΣ του ΤΠΔΥ επί των ετησίων εσόδων των ναών, ώστε να είναι ανάλογο προς τις μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, είναι ειδική και ορισμένη, λαμβανομένου υπόψη και του δημοσίου σκοπού της οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου, που εξυπηρετούν τόσο τα εκκλησιαστικά νπδδ, ως υπόχρεοι της εισφοράς, όσο και το ΤΠΔΥ ως ασφαλιστικός οργανισμός των ορθόδοξων κληρικών. Δεν είναι δε αναγκαία για την πληρότητα της εξουσιοδοτικής διατάξεως η πρόβλεψη συγκεκριμένων κριτηρίων, τρόπου υπολογισμού, ορισμού συγκεκριμένου ποσοστού επί των εσόδων και λοιπών λεπτομερειών επιβολής της εισφοράς. Η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη ρυθμίζει το ειδικότερο θέμα της καταβολής εφάπαξ στους ασφαλισμένους κληρικούς από το ΤΠΔΥ μετά από γνώμη του ΔΣ. 781/2017 Α 7μ
Για την κατ’ άρθρο 2 ν 3900/10 κατ’ εξαίρεση εκδίκαση αιτήσεως αναιρέσεως με ποσό διαφοράς κατώτερο των 40.000 ευρώ είναι αυτονόητη προϋπόθεση ότι το επίμαχο ζήτημα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταθέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν έχει ήδη κριθεί με προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ. 800/2017 Α
Ζήτημα ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 15 επομ του Δικηγορικού Κώδικα σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν 3328/05, ως προς την υποβολή σε διαδικασία αξιολόγησης από την Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας του Δικηγορικού Συλλόγου ασκουμένων δικηγόρων κατόχων πτυχίου νομικής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, το οποίο πτυχίο έχει αναγνωρισθεί από τον ΔΟΑΤΑΠ ως ισότιμο και αντίστοιχο προς τα πτυχία των νομικών σχολών των ελληνικών πανεπιστημίων. 866/2017 Γ παρ 7μ (αρ κατ 2554/2016)
Ζήτημα αν ο μισθωτής απαλλοτριούμενου ακινήτου υπέρ του Δημοσίου έχει αυτοτελές δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται εμμέσως από την απαλλοτρίωση στα περιουσιακά-ενοχικά δικαιώματά του, τα οποία απώλεσε συνεπεία της απαλλοτριωτικής πράξης. 891/2017 Α παρ 7μ (αρ κατ 3384/2013)
Από τον νόμο αποκλείεται η εκπρόθεσμη συμπλήρωση παραβόλου για διάδικο, ο οποίος είχε νομίμως ενημερωθεί με την επίδοση της παραπεμπτικής αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου. Το εν λόγω απαράδεκτο δεν θεραπεύεται ούτε με την καταβολή του ελλείποντος παραβόλου εντός της προθεσμίας που χορηγήθηκε για την υποβολή μόνον υπομνήματος. 908/2017 Ε
Συνιστά ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος η δημιουργούμενη από την προσβολή αποφάσεως Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας με την οποία παραχωρούνται σε εταιρεία δομικών υλικών κατά χρήση τμήματα φερόμενης ως δημόσιας δασικής εκτάσεως για τις ανάγκες της δραστηριότητάς της και καθορίζεται το καταβλητέο για την παραχώρηση αντάλλαγμα. 913/2017 Ε 7μ
Ανορθολογικό πολεοδομικό καθεστώς που έχει τυχόν διαμορφωθεί για διαφόρους λόγους σε ορισμένη περιοχή κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 Σ δεν είναι, καταρχήν νοητό, να αποτελεί σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση των μεταβολών που πρέπει να επέλθουν σ’ αυτό και ιδίως, να θεωρείται ως ευμενές καθεστώς χρήσεων έναντι εκείνων που επιχειρείται να εισαχθούν στο πλαίσιο του επιγενομένου εξορθολογισμού του πολεοδομικού καθεστώτος. Ενόψει τούτου, πολεοδομικό καθεστώς που θεσπίζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 παρ 2 Σ και της επιταγής του ορθολογικού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού που αυτό περιέχει, μπορεί να συμπεριλάβει, καταρχήν, θεμιτώς κατά το Σύνταγμα, χρήσεις ακόμη και οχληρότερες για ορισμένες περιοχές από αυτές που προέβλεπε το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς. 914/2017 Ε 7μ
Κατ’ άρθρο 118 παρ 3 ΚΒΠΝ επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η έγκριση της μελέτης και για τμήμα ενότητας, μετά σύνταξη, πάντως, πολεοδομικής προμελέτης για ολόκληρη την ενότητα. 915/2017 Ε
Και υπό το καθεστώς του άρθρου 19 παρ 1 ν 2508/97 επιτρέπεται, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, και η διεύρυνση ορίων οικισμού, αν αποδεικνύεται ότι είχε συντρέξει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα κατά την αρχική οριοθέτηση. 922/2017 Ε
Ύστερα από την σύσταση του Περιφερειακού Συνδέσμου ΦΟΔΣΑ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 ν 4071/12, η διατήρηση της νομικής μορφής του ως νπδδ ή η μετατροπή του σε ανώνυμη εταιρεία, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις της παρ 6 του άρθρου 16, δεν ασκεί επιρροή στην διαδικασία υποχρεωτικής συγχώνευσης των τοπικών ΦΟΔΣΑ στον περιφερειακό σύνδεσμο και την καθολική διαδοχή του συνδέσμου στα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τα περιουσιακά στοιχεία των συγχωνευομένων φορέων. Οι συγχωνεύσεις των τοπικών ΦΟΔΣΑ στον περιφερειακό σύνδεσμο, μπορούν να πραγματοποιούνται και σταδιακά, μέσα στην τασσόμενη από τον νόμο προθεσμία. 923/2017 Ε
Μετά την έναρξη ισχύος του ν 3852/10 και πριν την έκδοση του ν 4014/11, η αρμοδιότητα για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων έργων που κατατάσσονται στην υποκατηγορία 2 της Κατηγορίας Α΄ σύμφωνα με την ΗΠ 15393/2332/2002 κυα, όπως η υγειονομική ταφή μη επικίνδυνων αποβλήτων για ισοδύναμο πληθυσμό κάτω από 200.000 κατοίκους, μεταβιβάστηκε στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, ενώ στην αυτοδιοικούμενη Περιφέρεια μεταβιβάστηκε η αρμοδιότητα έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για έργα και δραστηριότητες Β΄ και Γ΄ Κατηγορίας. 928/2017 Ε
Οι κατ‘ άρθρο 166 ΚΒΠΝ όροι δόμησης αποτελούν τους κατά τον κανόνα όρους δόμησης για κτίρια υπεραγορών, τούτο δε παρ’ ότι ο νομοθέτης, αντί να διαλάβει ειδική διάταξη για τους όρους δόμησης υπεραγορών, όπως έπραξε περί κτιρίων άλλων κατηγοριών, επέλεξε να ρυθμίσει τους όρους αυτούς στο ίδιο άρθρο με τους όρους των κτιρίων γραφείων και συνήθων καταστημάτων και να χρησιμοποιήσει τον μη κυριολεκτούντα όρο κατά παρέκκλιση, ο οποίος έχει προδήλως την έννοια ότι αντιδιαστέλλονται οι όροι αυτοί από τους αντίστοιχους όρους δόμησης κτιρίων μη ειδικών κατηγοριών, διεπομένων από τους γενικούς όρους δόμησης του άρθρου 162, αλλά και από αυτούς κτιρίων γραφείων και συνήθων καταστημάτων που δεν συνιστούν υπεραγορές. Εξάλλου, η ανέγερση κτιρίων υπεραγορών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 166 παρ 2 ΚΒΠΝ τελεί υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί θα εγκρίνονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, ύστερα από γνώμη του ΣΧΟΠ της Περιφέρειας, ακόμη και αν δεν εξαντλούνται τα μέγιστα όρια που προβλέπονται για τις υπεραγορές. Ενόψει τούτων οι διατάξεις αυτές κείνται εντός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και έχουν τεθεί εγκύρως. 937/2017 Ε 7μ
Ναι μεν με τις διατάξεις του ν 4052/12 προβλέπεται συμμετοχή ιδιωτών στο προπαρασκευαστικό στάδιο της διαμόρφωσης του περιεχομένου των κανόνων λειτουργίας και του κανονισμού των φορέων που ιδρύονται με τις διατάξεις του νόμου αυτού, το τελικώς όμως εγκριθέν καταστατικό κείμενο των φορέων αυτών εκδίδεται κατ‘ ενάσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας του εποπτεύοντος Υπουργού. Τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης(ΤΕΑ) του ν 4052/12 αποτελούν δημόσιους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ασκούντες δημόσια εξουσία, με την έκδοση διοικητικών πράξεων περί την υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση και την επιβολή εισφορών. Δεν αναιρείται δε ο ως άνω δημόσιος χαρακτήρας τους, εκ του λόγου ότι ο νομοθέτης στο πλαίσιο της ευχέρειάς του να ρυθμίζει τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, η οποία του παρέχεται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από το ενωσιακό δίκαιο, καθορίζει διαφορετικό, σε σχέση με τους λοιπούς φορείς, τρόπο διαχείρισης και επένδυσης των αποθεματικών τους και των εν γένει περιουσιακών τους στοιχείων, δια παραπομπής στους κανόνες διαχείρισης που εφαρμόζονται στα ΤΕΑ προαιρετικού χαρακτήρα του ν 3029/02, καθώς και διαφορετικό τρόπο επιλογής των διοικούντων αυτά. Οι διατάξεις του άρθρου 36 ν 4052/12 κινούνται εντός των ορίων που θέτει το άρθρο 22 παρ 5 Σ, αποτελούν δε σύμφωνο με το άρθρο 43 παρ 2 Σ εξουσιοδοτικό έρεισμα του Καταστατικού των νέων αυτών φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Οι φορείς αυτοί ασκούν δημόσια εξουσία, μεταξύ αυτών, των ασφαλισμένων και των εργοδοτών τους ιδρύεται σχέση δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να επιβάλλονται μονομερώς υποχρεώσεις σε βάρος των εργοδοτών. Τα ΤΕΑ αυτά δεν αποτελούν επιχειρήσεις κατ’ άρθρα 102 και 107 ΣΛΕΕ ούτε εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/41/ΕΚ. 960/2017 Α 7μ
Μετά τις απαιτήσεις των ειδικών προνομιούχων, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατατάσσει τον αναγγελθέντα σύνδικο της πτωχεύσεως για τις απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών, μεταξύ των οποίων γίνεται η διανομή του εισπραχθέντος από τον σύνδικο πλειστηριάσματος, κατά την τάξη που ορίζεται στον νόμο, μετά προηγούμενη αφαίρεση των δαπανημάτων για την διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. Το Δημόσιο, εξάλλου, εφόσον δεν έχει ειδικό προνόμιο, κατατάσσεται στην πέμπτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, ενώ διατηρεί παραλλήλως την δυνατότητα να προβεί αυτοτελώς σε ατομική δίωξη του πτωχεύσαντος οφειλέτη του. 962/2017 ΣΤ
Η απαγόρευση είσπραξης των εξόδων καθυστέρησης συνιστά περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην προστασία των αντισυμβαλλομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων που, κατά κανόνα, είναι ασθενέστεροι οικονομικά και διαπραγματευτικά, από επιπλέον χρεώσεις για έξοδα που ήδη καλύπτονται από το επιτόκιο υπερημερίας. Ούτε τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. 985/2017 Δ
Νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου κατ‘ άρθρο 53 παρ 3 πδ 18/89 αποτελεί και απόφαση του ΔΕΕ, από την οποία προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διατάξεως τόσο του πρωτογενούς δικαίου, όσο και του παράγωγου δικαίου. 1005/2017 Β
Νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου κατ‘ άρθρο 53 παρ 3 πδ 18/89 αποτελεί και απόφαση του ΕΔΔΑ, από την οποία προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διάταξης της ΕΣΔΑ. 1018/2017 Β
Όταν μετά από έλεγχο της δηλώσεως φόρου εισοδήματος, η φορολογική αρχή εκδώσει πράξη βεβαίωσης, με την οποία, ναι μεν ανατρεπομένης της δηλώσεως, μεταβάλλεται αυξανόμενη η δηλωθείσα φορολογητέα ύλη, πλην, όμως, και ο βάσει της εν λόγω πράξεως οφειλόμενος φόρος εξακολουθεί να είναι μικρότερος του προκαταβληθέντος, τότε για την προκύπτουσα διαφορά γεννάται νέα αξίωση επιστροφής, στηριζόμενη όχι πλέον στην ανατραπείσα δήλωση, αλλά στην καινούρια νομική και πραγματική βάση. 1024/2017 Β
Κατ’ άρθρο 45 παρ 6 ν 4030/11 προκειμένου να εκδοθούν προεδρικά διατάγματα πολεοδομικού περιεχομένου ή διατάγματα περί καθορισμού ΖΟΕ απαιτείται, εκτός από την γνωμοδότηση του οικείου οτα, και γνωμοδότηση του αρμόδιου συμβουλίου της κεντρικής ή περιφερειακής κρατικής υπηρεσίας. Επομένως, η ευχέρεια να παραλείπεται η λήψη της γνωμοδοτήσεως αυτής, παρέχεται στην Διοίκηση, μόνο σε επείγουσες και ειδικές περιπτώσεις και, ιδίως, όταν η καθυστέρηση εισαγωγής των επιχειρουμένων ρυθμίσεων κινδυνεύει να ματαιώσει την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο αυτές προτείνονται. Στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες παραλείπεται η γνωμοδότηση αυτή, το σχέδιο πδ πρέπει, πάντως, να συνοδεύεται από στοιχεία, τα οποία τεκμηριώνουν ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι συμβατές αφενός με τους κανόνες της επιστήμης και αφετέρου με τα κριτήρια της σχετικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. 1025/2017 Ε
Ένας εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός ή φόρος καταναλώσεως προορισμένος να επιβαρύνει προϊόντα που διατίθενται στην κατανάλωση, δεν μπορεί να επιβάλλεται ή να αυξάνεται με νόμο αναδρομικής ισχύος (που θα έφθανε μάλιστα το προηγούμενο οικονομικό έτος εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε), καθώς η επίρριψή του στην κατανάλωση, που τόση σημασία έχει για τον ως άνω χαρακτηρισμό του, δεν θα είναι κατ’ αρχήν δυνατή. 1057/2017 Ολομ
Οι διατάξεις του πδ 18/89 περί τρόπου παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας στις δίκες ενώπιον του ΣτΕ, ως δικονομικές και ειδικές σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 11 ΑΚ, ρυθμίζουν κατ’ αποκλειστικότητα το ζήτημα αυτό, και, ως εκ τούτου, εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του αν το έγγραφο δικαστικής πληρεξουσιότητας για δίκη που διεξάγεται ενώπιον του ΣτΕ, συντάσσεται στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Ναι μεν η αιτούσα δεν προσκόμισε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο για την νομιμοποίηση του δικηγόρου, ο οποίος υπογράφει το δικόγραφο της αιτήσεως και παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως ως πληρεξούσιός της, αλλά “ειδικό πληρεξούσιο”, στο οποίο πιστοποιείται η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της από δημόσιο υπάλληλο, αλλά, τελικώς δεν προσκόμισε εντός της ταχθείσης εις αυτόν προθεσμίας προξενικό πληρεξούσιο, οπότε η αίτηση απορρίπτεται για έλλειψη νομιμοποιήσεως. 1063/2017 Ολομ
Ναι μεν η Διοίκηση διατηρεί την εξουσία, και μετά την παρέλευση της τασσόμενης προθεσμίας ελέγχου και έγκρισης του λογαριασμού, να προβεί σε έλεγχο αυτού, αρνούμενη ρητώς ή σιωπηρώς, να καταβάλλει ποσά, πλην δεν προβάλλεται με την αίτηση ότι εν προκειμένω η Διευθύνουσα Υπηρεσίαπροέβη πράγματι σε έλεγχο του επίδικου λογαριασμού μετά την πάροδο της ως άνω μηνιαίας προθεσμίας, το γεγονός δε αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον αναιρετικό δικαστή. 1064/2017 ΣΤ 7μ
Από το άρθρο 21 παρ 2 Σ ουδόλως συνάγεται ότι επί πολυτέκνων οικογενειών δεν μπορεί να επιβληθεί φορολογική επιβάρυνση εν γένει, ούτε προκύπτει ότι ο νομοθέτης υποχρεούται να θεσπίζει ειδικό αφορολόγητο όριο κατά την φορολόγηση του εισοδήματος αυτής της κατηγορίας φορολογουμένων. Διότι ο ειδικότερος τρόπος της εκπληρώσεως της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 21 παρ 2 Σ ανήκει στην ευχέρεια του νομοθέτη. Συνεπώς, είναι δυνατόν να προβλεφθεί για την ανωτέρω κατηγορία φορολογουμένων είτε η θέσπιση αφορολογήτου ορίου, είτε η παροχή εκπτώσεως επί του αναλογούντος φόρου, είτε η παροχή ειδικών επιδομάτων, απαλλασσομένων ενδεχομένως από φόρο για την αντιμετώπιση των αυξημένων οικογενειακών δαπανών, είτε άλλη μορφή μέτρων, είτε συνδυασμός των ανωτέρω. 1087/2017 Ολομ
Ζήτημα αν για το παραδεκτό της καταθέσεως δικογράφου προσθέτων λόγων αναιρέσεως κατά τον ν 3900/10, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ 2 ν 4446/16, απαιτείται να προβάλλεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, δηλαδή αναφορά τόσο στο νομικό ζήτημα, το οποίο τίθεται με τον λόγο αυτό, όσο και στις αποφάσεις, προς τις οποίες υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης. 1088/2017 ΣΤ παρ 7μ (εκδόθηκε η 1405/2017 ΣΤ 7μ)
Το άρθρο 9 παρ 5 ν 2523/97 έχει την έννοια ότι δύναται η φορολογική αρχή να εκδώσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του ΚΒΣ, που διαπιστώνονται από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης στην οποία αφορά η παράβαση, ανεξαρτήτως αν πραγματοποιήθηκε η σχετική εγγραφή, αρχική ή συμπληρωματική, στη φορολογία εισοδήματος ή αν η εγγραφή αυτή οριστικοποιήθηκε ή όχι, αρκεί η πράξη επιβολής προστίμου να εκδοθεί και κοινοποιηθεί εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 84 παρ 4 ΚΦΕ δεκαετούς προθεσμίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου. 1091/2017 Β 7μ
Δεν αποτελεί νομιμοποιητικό έγγραφο, ως μη συμβολαιογραφική πράξη, προσκομισθέν ιδιωτικό έγγραφο ειδικής εντολής πληρεξουσίου συνταχθέν στην ελληνική γλώσσα, το οποίο φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του αιτούντος από πιστοποιούντα υπάλληλο καθώς και την σφραγίδα apostille, με το οποίο ο εν λόγω αιτών εξουσιοδοτεί δικηγόρο να παραστεί ενώπιον του ΣτΕ. 1097/2017 Β 7μ
Μεταξύ των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων, τα οποία, κατά νόμο, αναστέλλονται αυτοδικαίως μετά την κήρυξη της πτώχευσης, περιλαμβάνονται και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παρ 1 ν 2523/97 μέτρα. 1101/2017 Β 7μ
Με δεδομένη την ιδιαίτερη σχέση της τρίτης επιχειρήσεως με την ελεγχόμενη, βάσει της οποίας έχει η τρίτη επιχείρηση εις χείρας της αγαθά τινά της ελεγχομένης, δεν θα μπορούσε πάντως να θεωρηθεί εκ των προτέρων απρόσφορη και να αποκλεισθεί άνευ άλλου η χρησιμοποίηση των βιβλίων και στοιχείων της τρίτης επιχειρήσεως προς συνεκτίμηση με εκείνα της ελεγχομένης, εφόσον η τελευταία το επικαλεσθεί προσηκόντως και η συναγωγή εντεύθεν συμπερασμάτων για το εφικτό ή μη των οικείων ελεγκτικών επαληθεύσεων. 1102/2017 Β 7μ
Ζήτημα αν η προβλεπόμενη στον ν 3861/10 ανάρτηση των ΑΕΠΟ στον δικτυακό τόπο ΔΙΑΥΓΕΙΑσυνιστά πρόσφορο τρόπο πλήρους γνωστοποίησης του περιεχομένου τους. 1112/2017 Ε παρ 7μ (αρ κατ 545/2016)
Ζήτημα αν κατά τον ν 1902/90 δίδεται το δικαίωμα στους συνταξιούχους λόγω γήρατος να προσμετρήσουν όλον ενιαίως τον διανυθέντα διαδοχικώς μετά την έναρξη της συνταξιοδοτήσεώς τους, χρόνο ασφαλίσεως από παροχή εργασίας ή άσκηση επαγγέλματος σε άλλους ή ομοειδείς ασφαλιστικούς οργανισμούς, προκειμένου να προσαυξηθεί αναλόγως, το ποσό της ήδη απονεμηθείσας και κανονισθείσας συντάξεώς τους. 1154/2017 Α παρ 7μ (αρ κατ 5378/2010)
Νομίμως επεβλήθη κύρωση από το ΕΣΡ διότι η εκπομπή δεν περιορίσθηκε στη μετάδοση των γεγονότων και την έστω, έντονη και οξεία δημοσιογραφική κριτική, αλλά χρησιμοποίησε υβριστικούςκαι προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, σχόλια, εικόνες και σκηνοθετικά τεχνάσματα, καθώς και προέβη στην ανάδειξη και ενθάρρυνση πράξεων βίας, τα οποία εκφεύγουντων ορίων της ασκήσεως κριτικής και δεν προκύπτει ότι ήταν αναγκαία για την περιγραφή και τον σχολιασμό των γεγονότων. 1172/2017 Δ 7μ
Η υποχρέωση σεβασμού της τιμής και της οικογενειακής ζωής τρίτων ισχύει και προκειμένου περί σατιρικών εκπομπών. Ούτε παραβιάζεται το άρθρο 10 ΕΣΔΑ που προστατεύει την άσκηση κριτικής διά του τύπου, διότι και τα πολιτικά πρόσωπα δικαιούνται, όπως και κάθε άλλος, να απολαμβάνουν του σεβασμού της προσωπικότητάς τους και του ιδιωτικού τους βίου. 1173/2017 Δ
Εφόσον η νόμιμη προϋπόθεση του ελάχιστου νόμιμου μετοχικού κεφαλαίου δεν πληρούται εξαρχής, συντρέχει περίπτωση ανάκλησης της απόφασης έγκρισης του Επιχειρηματικού Πάρκου που έχει τυχόν εκδοθεί κατ‘ άρθρο 47 παρ 1 ν 3982/11, τούτο δε κατ’ εφαρμογήν των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων. 1179/2017 Ε
Απαιτείται κλήση και για πράξεις σε σχέση με τις οποίες ο διοικούμενος έχει κατ’ αρχήν δυνατότητα προβολής κρίσιμων πραγματικών ισχυρισμών από την σφαίρα της υποκειμενικής του κατάστασης και συμπεριφοράς. Ειδικότερα, απαιτείται σε κάθε περίπτωση που προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο παραβατική συμπεριφορά και επαπειλείται η επιβολή εις βάρος του της αντίστοιχης κύρωσης, ακόμα και αν το ύψος της τελευταίας είναι προκαθορισμένο στον νόμο χωρίς ευχέρεια επιμέτρησης από την Διοίκηση, η δε στοιχειοθέτηση της παράβασης παρουσιάζεται στον νόμο ως «τυπική», διότι, και στην περίπτωση αυτή, ο φερόμενος ως παραβάτης δύναται πάντως να συμβάλει στην λήψη νόμιμης απόφασης, αμφισβητώντας την ίδια την διάπραξη της παράβασης και προβάλλοντας προς τούτο ισχυρισμούς αναγόμενους στην υποκειμενική του σφαίρα και συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, σε διαφορετική
–έναντι της διοικητικής αρχής– εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού της υπόθεσης (ΣτΕ 4447/12 Ολ, 3578/13, 4587/13). Τέτοια είναι και η περίπτωση επιβολής προστίμου για παράβαση μη επικόλλησης σήματος σε παιγνιομηχάνημα (άρθρα 8 ν 2515/97 και 8 ν 2523/97). 1183/2017 Β
Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η επιβολή προστίμου για παραβάσεις του ΚΒΣ. 1184/2017 Β
Το Συμβούλιο του ΑΕΙ ειδικώς για την άσκηση της αρμοδιότητάς του να κρίνει αν οι υποψήφιοι για την εκλογή Πρύτανη διαθέτουν τα νόμιμα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και να επιλέγει τα πρόσωπα που διαθέτουν τα προσόντα αυτά, συνεδριάζει νομίμως μόνον εφόσον παρίστανται τουλάχιστον τα 2/3 των κατά νόμο μελών του. 1190/2017 Γ
Σε περίπτωση που ο υπάλληλος του Δημοσίου με σχέση ιδιωτικού δικαίου κατέχει περισσότερες θέσεις και κατά την συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα σε μία από τις κατεχόμενες θέσεις, απολύεται αυτοδικαίως από την θέση που κατέχει, ανεξάρτητα αν κατά τον χρόνο αυτό θεμελιώνει εκ της θέσεως αυτής συνταξιοδοτικό δικαίωμα. 1196/2017 Γ
Ζήτημα αντιθέσεως προς τα άρθρα 16 παρ 6, 25 παρ 1, και 4 παρ 5 Σ του άρθρου πρώτου περιπτ 21 υποπαρ Γ1 παρ Γ ν 4093/12 που αφορά σε μισθολογικές περικοπές του εκπαιδευτικού προσωπικού των ΤΕΙ, καθώς και του ζητήματος του χρονικού περιορισμού επέλευσης των συνεπειών της αντισυνταγματικότητας. 1198/2017 ΣΤ 7μ παρ Ολομ (αρ κατ 3047/2015)
ΙΙ. Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
1. Απόφαση της 2.3.2017, Παρούτσας κατά Ελλάδας (34639/09)
Άρθρο 6 παρ. 1: Έναρξη προθεσμίας από την τοιχοκόλληση της πράξης.
Με την από 18.4.2002 έκθεση επικινδύνου οικοδομής της Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων, διαπιστώθηκε ότι νεοκλασικό κτίριο στην Αθήνα, ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος, ήταν επικίνδυνο από δομική και στατική άποψη και διατάχθηκε η κατεδάφιση του πρώτου ορόφου του εν λόγω κτιρίου και της τοιχοποιίας ένα μέτρο κάτω από την οροφή. Ακολούθως, ενώ η διαδικασία κατεδάφισης βρισκόταν σε εξέλιξη, με την από 31.5.2002 έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων του ίδιου Τμήματος της Πολεοδομίας, αφενός μεν χαρακτηρίσθηκε αυθαίρετη η κατεδάφιση του υπολοίπου του παραπάνω κτιρίου, το οποίο είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο, αφετέρου δε επιβλήθηκε πρόστιμο σε βάρος του προσφεύγοντος. Κατά της έκθεσης αυτοψίας, η οποία, όπως σ’ αυτήν αναφέρεται, τοιχοκολλήθηκε στις 21.6.2002, παρουσία δύο υπαλλήλων της Πολεοδομίας, ο προσφεύγων άσκησε ένσταση στις 4.9.2013, η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη, για τον λόγο ότι το άρθρο 4 παρ. 2 του π.δ. 267/1998 προέβλεπε ότι η προθεσμία για την άσκησή της ήταν τριάντα ημέρες από την τοιχοκόλληση της έκθεσης. Κατά της απορριπτικής απόφασης ο προσφεύγων άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και, εν συνεχεία, έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα δύο δικαστήρια δέχθηκαν ότι η πράξη τοιχοκόλλησης, ως δημόσιο έγγραφο που συντάχθηκε από δημόσια όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αποτελεί πλήρη απόδειξη, ενώπιον του Δικαστηρίου, για όσα βεβαιώνονται σε αυτή ότι έγιναν από τα ίδια ή ενώπιόν τους και ότι ανταπόδειξη χωρεί μόνο με προσβολή του δημόσιου αυτού εγγράφου ως πλαστού. Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι οι διατάξεις του π.δ. 267/1998 είναι διατυπωμένες με σαφήνεια και έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των νομικών καταστάσεων, όμως το αμάχητο τεκμήριο γνώσης του περιεχομένου της διοικητικής πράξης το οποίο, κατά τα εθνικά δικαστήρια, θεσπίζουν, είναι άκαμπτο με αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται υπόψη η ποικιλία των περιπτώσεων. Το ΕΔΔΑ εξέφρασε τη συμφωνία του με τη μειοψηφία που διατυπώθηκε στην απόφαση ΣτΕ 1244/2008, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να χωρεί ανταπόδειξη όχι μόνο σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας αλλά και όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι δεν είχε λάβει γνώση της έκθεσης αυτοψίας βάσει αντικειμενικών στοιχείων που θα καθιστούσαν αδύνατη αυτή τη γνώση. Ακολούθως, αφού εκτίμησε ότι ο προσφεύγων άρχισε τις εργασίες κατεδάφισης στις 8.5.2002, έχοντας προθεσμία τριάντα ημερών να τις ολοκληρώσει, η αυτοψία πραγματοποιήθηκε στις 31.5.2002 και η έκθεση αυτοψίας δεν τοιχοκολλήθηκε πριν από τις 21.6.2002, έκρινε ότι ήταν ιδιαίτερα μικρές οι πιθανότητες να έλαβε γνώση της έκθεσης αυτοψίας σε ακίνητο που ήταν σχεδόν πλήρως κατεδαφισμένο. Δέχθηκε, επίσης, ότι απορρίπτοντας ως εκπρόθεσμη την αίτηση ακυρώσεως του προσφεύγοντος, κατ’ εφαρμογή τεκμηρίου που το θεώρησαν αμάχητο, τα εθνικά δικαστήρια δεν απάντησαν στους ειδικούς ισχυρισμούς που προέβαλε και ότι κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο του προσφεύγοντος παραβιάστηκε [το ΕΔΔΑ φαίνεται να αγνόησε την έκτη σκέψη της απόφασης ΣτΕ 3973/2008, με την οποία αντιμετωπίστηκαν ειδικώς οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος, σύμφωνα με τους οποίους αφού οι εργασίες κατεδάφισης είχαν ήδη ξεκινήσει στις 31.5.2002 έπρεπε να γίνει δεκτό ότι είχαν ολοκληρωθεί κατά τον χρόνο της φερόμενης τοιχοκόλλησης (21.6.2002), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τοίχος προς τοιχοκόλληση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι από μόνη την παρέλευση είκοσι περίπου ημερών από τη βεβαίωση ότι οι εργασίες της κατεδάφισης είχαν ξεκινήσει δεν συνάγεται ότι η κατεδάφιση είχε ολοκληρωθεί, συνεπώς, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η τοιχοκόλληση δεν είχε λάβει χώρα κατά τον αναφερόμενο στην έκθεση αυτοψίας χρόνο]. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
2. Απόφαση της 13.12.2016, Paposhvili κατά Bελγίου (41738/10), Ολομέλειας
Άρθρα 3 και 8 : Απέλαση αλλοδαπού που πάσχει από εξαιρετικά σοβαρές νόσους.
O προσφεύγων, υπήκοος Γεωργίας, εισήλθε παράνομα στο Βέλγιο το 1998 μαζί με την οικογένειά του. Η αίτηση ασύλου καθώς και οι αιτήσεις που υπέβαλε προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια παραμονής για εξαιρετικούς λόγους απορρίφθηκαν από την υπηρεσία αλλοδαπών. Αντιθέτως, η σύζυγος και τα τέκνα του έλαβαν άδεια επ’ αόριστον παραμονής. Εξάλλου, ο προσφεύγων, που αντιμετώπιζε εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα υγείας (λευχαιμία, αλλά και φυματίωση, πνευμονοπάθεια, ηπατίτιδα C, παράλυση του αριστερού χεριού), υπέβαλε στην ως άνω υπηρεσία αλλοδαπών και δύο αιτήσεις χορήγησης άδειας παραμονής για λόγους υγείας, κατ’ επίκληση του ότι, αν απελαυνόταν στη Γεωργία, δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχίσει να λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία για τη λευχαιμία. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι η σχετική διάταξη εξαιρεί από το προστατευτικό της πεδίο πρόσωπα που έχουν διαπράξει σοβαρά αδικήματα, όπως ο προσφεύγων που είχε καταδικασθεί από τα βελγικά δικαστήρια για κλοπή, ληστεία και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Απορρίφθηκαν ομοίως από το αρμόδιο δικαστήριο οι προσφυγές κατά των αποφάσεων αυτών με την αιτιολογία ότι, αφού συνέτρεχαν λόγοι που επέβαλαν την απόρριψη της αίτησής του, δεν ήταν απαραίτητη η εξέταση του ιατρικού του φακέλου. Οι ερειδόμενες, εξάλλου, στην παραβίαση των άρθρων 2, 3 και 8 της ΕΣΔΑ αιτιάσεις του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν από το δικαστήριο με το επιχείρημα ότι οι επίδικες αποφάσεις δεν συνοδεύονταν από μέτρο εκτέλεσής τους. Ένδικο μέσο κατά της δεύτερης πρωτόδικης δικαστικής απόφασης απορρίφθηκε ως απαράδεκτο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο επεσήμανε ότι ορθώς κρίθηκε ότι η κατάσταση της υγείας του αλλοδαπού, ως προς τον οποίο απορρίπτεται αίτηση χορήγησης άδειας παραμονής, εξετάζεται κατά τον χρόνο εκτέλεσης της απόφασης περί της απομάκρυνσής του. Εξάλλου, η υπηρεσία αλλοδαπών εξέδωσε διαταγή απομάκρυνσης του προσφεύγοντος από τη χώρα κατά της οποίας αυτός άσκησε προσφυγή καθώς και αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσής της. Πριν από την έκδοση όμως των αποφάσεων του αρμόδιου δικαστηρίου ο προσφεύγων ζήτησε από το ΕΔΔΑ να ανασταλεί η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, ισχυριζόμενος ότι στη Γεωργία δεν θα είχε πρόσβαση στην κατάλληλη ιατρική φροντίδα και ότι, λόγω του μικρού προσδόκιμου επιβίωσής του, θα απεβίωνε μακριά από την οικογένειά του, αίτημα που έγινε δεκτό από το Δικαστήριο, που ζήτησε από τη βελγική Κυβέρνηση να μην απελάσει τον προσφεύγοντα μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής του από το εθνικό δικαστήριο. Τελικώς, τα ένδικα βοηθήματα που είχε ασκήσει ο αιτών απορρίφθηκαν. Στο μεταξύ, απορρίφθηκε η σχετική προσφυγή του προσφεύγοντος από το Πέμπτο Τμήμα του ΕΔΔΑ, το οποίο έκρινε ότι η εκτέλεση της διαταγής απομάκρυνσής του δεν θα παραβίαζε τα άρθρα 2, 3 και 8 της ΕΣΔΑ. Κατ’ αποδοχή όμως σχετικού αιτήματός του, η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του ΕΔΔΑ. Παρά δε τον μεσολαβήσαντα θάνατο του προσφεύγοντος, η δίκη συνεχίσθηκε, μετά από σχετικό αίτημα των μελών της οικογένειάς του, διότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση θέτει σημαντικά ζητήματα σχετικά με την απέλαση αλλοδαπών που υποφέρουν από σοβαρά προβλήματα υγείας, η επίλυση των οποίων βαίνει πέραν της συγκεκριμένης περίπτωσης, για τον λόγο δε αυτόν δεν εξέτασε αν τα μέλη της οικογένειάς του διέθεταν έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης.
To ΕΔΔΑ προέβη σε επισκόπηση της νομολογίας του επί υποθέσεων απελάσεων αλλοδαπών με προβλήματα υγείας και επεσήμανε ότι η εφαρμογή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες τα υπό απέλαση πρόσωπα ήταν σχεδόν έτοιμα να πεθάνουν, όπως δεχόταν από την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας Ν. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. ΔΝΒΕ 34) και εφεξής, έχει στερήσει από αλλοδαπούς με σοβαρά προβλήματα υγείας την προστασία της πιο πάνω διάταξης. Λόγω της διαπίστωσης αυτής, το Δικαστήριο θεώρησε ότι έπρεπε να αποσαφηνίσει την έννοια των λοιπών εξαιρετικών περιστάσεων, στις οποίες αναφέρθηκε στην πιο πάνω απόφασή του και οι οποίες εγείρουν ομοίως ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Όπως διευκρίνισε, οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις συντρέχουν όταν προβάλλονται ουσιώδεις ισχυρισμοί που τεκμηριώνουν την πεποίθηση ότι το υπό απέλαση πρόσωπο, που αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας, παρότι δεν κινδυνεύει άμεσα να αποβιώσει, πάντως, στην περίπτωση που απελαθεί, θα εκτεθεί σε έναν πραγματικό κίνδυνο σοβαρής, ταχείας και αμετάκλητης επιδείνωσης της υγείας του, συνεπαγόμενο έντονη καταπόνηση ή μια σημαντική μείωση του προσδόκιμου της επιβίωσής του, λόγω της έλλειψης της κατάλληλης θεραπείας ή της έλλειψης πρόσβασης σε τέτοια θεραπεία στη χώρα προς την οποία απελαύνεται. Αρμόδιες, κατά το ΕΔΔΑ, να κρίνουν αν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι εθνικές αρχές, οι οποίες υποχρεούνται να εξετάζουν τους σχετικούς ισχυρισμούς και να εκτιμούν τον κίνδυνο που ελλοχεύει για τα υπό απέλαση πρόσωπα από την άποψη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ μέσω κατάλληλης διαδικασίας ενδελεχούς εξέτασης των ισχυρισμών και των αποδεικτικών μέσων που πρέπει να προσκομίσουν οι θιγόμενοι, αν και, όπως σημείωσε, ο προληπτικός χαρακτήρας του σκοπού της ως άνω διάταξης ενέχει έναν βαθμό πιθανολόγησης. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις αναφορές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και ευυπόληπτων μη κυβερνητικών οργανώσεων όσο και τις ιατρικές γνωματεύσεις που αφορούν στα συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ οι συνέπειες της απέλασης των αλλοδαπών πρέπει να εκτιμώνται μέσω της σύγκρισης της κατάστασης της υγείας τους πριν από την απέλαση με την κατάσταση της υγείας τους, όπως θα εξελιχθεί μετά την εκτέλεση της απέλασης. Επεσήμανε δε ότι οι εθνικές αρχές πρέπει να διαπιστώνουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν οι υπηρεσίες υγείας στο κράτος προέλευσης του υπό απέλαση προσώπου είναι επαρκείς και κατάλληλες για την αντιμετώπιση της πάθησής του, καθώς και τον βαθμό στον οποίο το συγκεκριμένο πρόσωπο θα έχει πράγματι πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές. Σημείωσε, πάντως, ότι δεν αποτελεί σημείο αναφοράς το επίπεδο των παροχών υγείας του κράτους που προβαίνει στην απέλαση. Εξάλλου, αν, μετά την εξέταση των ανωτέρω στοιχείων, οι αρμόδιες αρχές εξακολουθούν να αμφιβάλλουν ως προς τις συνέπειες της απέλασης, οφείλουν να λάβουν από το κράτος προέλευσης του αλλοδαπού τη διαβεβαίωση ότι αυτός θα λάβει την κατάλληλη θεραπεία, δεν είναι δε κρίσιμο στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής αν το κράτος προέλευσης του αλλοδαπού είναι συμβαλλόμενο μέρος στην ΕΣΔΑ.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο προσφεύγων είχε προσκομίσει ιατρικές γνωματεύσεις, σύμφωνα με τις οποίες η κατάσταση της υγείας του είχε σταθεροποιηθεί χάρη στην φαρμακευτική αγωγή που του χορηγούνταν προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων, που ήταν η μοναδική πιθανότητά του να θεραπευθεί, καθώς και ότι στην περίπτωση διακοπής της αγωγής αυτής, που δεν ήταν διαθέσιμη στη Γεωργία, το προσδόκιμο της επιβίωσής του δεν θα ξεπερνούσε τους έξι μήνες. Το Δικαστήριο σημείωσε ακόμα ότι, αν και ο ιατρικός σύμβουλος της υπηρεσίας αλλοδαπών είχε συντάξει σειρά εκθέσεων σχετικά με την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος βάσει των ιατρικών γνωματεύσεων των θεραπόντων ιατρών του, στις οποίες ανέφερε ότι η κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος δεν ήταν κρίσιμη ούτε απειλητική για τη ζωή του, τα στοιχεία αυτά δεν έτυχαν εκτίμησης από την άποψη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Επεσήμανε δε ότι το γεγονός ότι η εκτίμηση αυτή θα μπορούσε να λάβει χώρα αμέσως πριν από την εκτέλεση της απόφασης απέλασης δεν αίρει την πλημμέλεια αυτή, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας οποιουδήποτε στοιχείου σχετικά με την έκταση μιας τέτοιας εκτίμησης και της επιρροής που θα μπορούσε να ασκήσει επί της απομάκρυνσης του προσφεύγοντος. Βάσει των προεκτεθέντων, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, λόγω της απουσίας οποιασδήποτε εκτίμησης εκ μέρους των εθνικών αρχών σχετικά με τον κίνδυνο που εγκυμονούσε για την υγεία του προσφεύγοντος η απέλασή του στη Γεωργία, υπό το φως των στοιχείων σχετικά με την κατάσταση της υγείας του και την ύπαρξη της κατάλληλης θεραπείας στη Γεωργία, αυτές δεν διέθεταν επαρκείς πληροφορίες, ώστε να διαπιστώσουν ότι ο προσφεύγων δεν θα αντιμετώπιζε έναν πραγματικό και συγκεκριμένο κίνδυνο κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, αν απελαυνόταν στη Γεωργία, κατέληξε δε ότι, αν ο προσφεύγων είχε απελαθεί χωρίς να έχουν εκτιμηθεί τα ανωτέρω δεδομένα, θα είχε παραβιασθεί το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Η κρίση, εξάλλου, αυτή, κατέστησε, κατά το Δικαστήριο, αλυσιτελή την εξέταση της αιτίασης σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των αναφυομένων ζητημάτων και του περιεχομένου των ισχυρισμών του προσφεύγοντος σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, προηγείται η εξέταση της τυχόν παραβίασης της οικογενειακής του ζωής, ανεξαρτήτως αν η απέλασή του θα μπορούσε να εξετασθεί και από την άποψη της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής του. Τόνισε, εξάλλου, ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιδείνωσης της κατάστασής της υγείας του προσφεύγοντος και του επακολουθήσαντος θανάτου του, η αιτίαση σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ πρέπει να εξετασθεί από την άποψη των θετικών υποχρεώσεων των βελγικών αρχών, ήτοι του αν αυτές υπείχαν την υποχρέωση να επιτρέψουν στον προσφεύγοντα να παραμείνει στο Βέλγιο, προκειμένου να βρίσκεται μαζί με την οικογένειά του. Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι, αν και οι βελγικές αρχές ήταν αρμόδιες και υπείχαν μάλιστα τη διαδικαστική υποχρέωση να εξετάσουν τις συνέπειες της απέλασης του προσφεύγοντος στην οικογενειακή του ζωή, δεν εξέτασαν τον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων εξαρτιόταν από την οικογένειά του συνεπεία της επιδείνωσης της υγείας του. Επεσήμανε δε ότι, στην περίπτωση που οι εθνικές αρχές έκριναν ότι η απέλαση του προσφεύγοντος δεν παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, όφειλαν να εξετάσουν επιπροσθέτως αν, υπό το φως της συγκεκριμένης κατάστασης της υγείας του κατά τον χρόνο της απέλασης, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο ότι η οικογένειά του θα τον ακολουθούσε στη Γεωργία, σε αρνητική δε περίπτωση, αν η προστασία της οικογενειακής του ζωής απαιτούσε να του χορηγηθεί άδεια να παραμείνει στο Βέλγιο για τον χρόνο που του απέμενε να ζήσει. Κατέληξε δε ότι, αν ο προσφεύγων είχε απελαθεί, χωρίς να τύχουν εκτίμησης οι ανωτέρω παράγοντες, θα είχε παραβιασθεί και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
3. Απόφαση της 13.12.2016, Nagy κατά Ουγγαρίας (53080/13), Ολομελείας
Άρθρο 1 ΠΠΠ: απώλεια αναπηρικής σύνταξης λόγω νομοθετικής μεταβολής.
Η προσφεύγουσα λάμβανε από το 2001 μέχρι το 2010 σύνταξη αναπηρίας, δεδομένου ότι πληρούσε όλες τις νόμιμες κατά τον κρίσιμο χρόνο προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης. Το 2010 απώλεσε τη σύνταξη διότι, βάσει νέας μεθόδου προσδιορισμού του ποσοστού αναπηρίας, το δικό της ήταν πλέον κάτω από το νόμιμο όριο, χωρίς ωστόσο να έχει πραγματικά βελτιωθεί η υγεία της. Με νομοθετική μεταβολή του 2012 το σύστημα σύνταξης αναπηρίας αντικαταστάθηκε από σύστημα επιδομάτων με νέα κριτήρια προσδιορισμού των δικαιούχων. Αίτηση της προσφεύγουσας για λήψη επιδόματος απορρίφθηκε λόγω ανεπαρκούς χρόνου ασφάλισης, βάσει των προβλεπόμενων στο νέο σύστημα κριτηρίων, την ίδια δε τύχη είχε και η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αφού το επίδομα αναπηρίας αναγνωρίζεται ως αξίωση κοινωνικής παροχής στο εθνικό δίκαιο, το άρθρο 1 ΠΠΠ είναι εφαρμοστέο, με την έννοια ότι εφόσον κάποιος έχει καταβάλει τις απαιτούμενες εισφορές για ορισμένο χρονικό διάστημα, δικαιούται επιδόματος όταν επέλθει σοβαρή επιδείνωση της υγείας του καθιστώσα αδύνατη την εφεξής άσκηση προσοδοφόρας δραστηριότητας. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα είχε καταβάλει τις απαιτούμενες εισφορές κατά τη διάρκεια της εργασίας της, συνεπώς είχε νόμιμη προσδοκία να τύχει της απαιτούμενης φροντίδας, όπως κι έγινε, όταν (το 2001) προέκυψε η έκτακτη ανάγκη και έλαβε σύνταξη για μία περίπου δεκαετία. Η κατάσταση της υγείας της όλο αυτό το διάστημα δεν βελτιώθηκε, τα δε διαφορετικά ποσοστά αναπηρίας ήταν αποτέλεσμα διαδοχικών μεταβολών στη νομοθεσία. Η ύπαρξη της συνεχιζόμενης αναγνωρισμένης νόμιμης προσδοκίας της προσφεύγουσας να λαμβάνει παροχές λόγω αναπηρίας, ως πληρούσα την προϋπόθεση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης, ακόμη και μετά τη διακοπή της χορήγησης σύνταξης το 2010, αποδεικνύεται και από την υποβολή της σε περιοδικές επανεξετάσεις. Αν και η ιατρική της κατάσταση κρίθηκε ως επιδεινωθείσα, το 2012 οι αρχές απέρριψαν την αίτησή της λόγω ανεπαρκούς χρόνου ασφάλισης, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις. Όμως, η προσφεύγουσα δεν ήταν πλέον σε θέση να καλύψει αυτές τις προϋποθέσεις. Κατά το ΕΔΔΑ, η επέμβαση αυτή στο δικαίωμα της προσφεύγουσας προβλέπεται στον νόμο και θεραπεύει έναν θεμιτό σκοπό. Το Κράτος διαθέτει περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά στην κανονιστική ρύθμιση της πρόσβασης σε παροχές, οι δε σχετικές προϋποθέσεις δύνανται να αναθεωρηθούν. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις όταν υπέβαλε το πρώτον αίτημα για αναπηρική σύνταξη, εκ των υστέρων όμως απώλεσε πλήρως το δικαίωμα σε παροχές λόγω μεταβολής του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης, κριτήριο που αδυνατούσε πλέον να εκπληρώσει. Σημειωτέον ότι αποστερήθηκε παντελώς των παροχών που θα δικαιολογούσε η κατάσταση της υγείας της, αντί να υποστεί μια εύλογη μείωση, ανάλογη των υπολειπομένων ημερών ασφάλισης. Με τον τρόπο αυτό, η προσφεύγουσα, ανήκουσα σε μια ευάλωτη ομάδα ασφαλισμένων, υποβλήθηκε «αναδρομικά» σε μια δραστική μεταβολή των όρων πρόσβασης σε κοινωνικές παροχές, οι οποίες αποτελούν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού της, μεταβολή που δεν ήταν σε θέση να προβλέψει και ενώ αδυνατούσε να βελτιώσει την κατάστασή της. Συνεπώς, στην προσφεύγουσα επιβλήθηκε ένα υπερβολικό και δυσανάλογο ατομικό βάρος, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, με αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 1 ΠΠΠ.
4. Απόφαση της 26.1.2017, Ιvanova και Ivashova κατά Ρωσίας (794/14 και 67755/14)
Άρθρο 6 παρ. 1: δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο – υπέρβαση προθεσμίας λόγω καθυστέρησης κοινοποίησης ή έλλειψης πλήρους γνώσης του περιεχομένου δικαστικής απόφασης.
(Α) Επί προσφυγής που άσκησε η πρώτη προσφεύγουσα, το πρωτοδικείο, με απόφαση της 22.4.2013, ζήτησε από αυτήν να συμπληρώσει ορισμένες τυπικές ελλείψεις μέχρι την 17.5.2013, η ίδια όμως έλαβε αντίγραφο της απόφασης μόλις την 22.5.2013. Με απόφαση της 22.5.2013, το πρωτοδικείο όρισε νέα προθεσμία με λήξη την 27.5.2013. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν προέβη σε καμία ενέργεια και η προσφυγή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Και ναι μεν η ίδια άσκησε έφεση, ισχυριζόμενη ότι η απόφαση της 22.5.2013 δεν της είχε κοινοποιηθεί, ωστόσο το ανώτατο δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει γνώση της απόφασης αυτής αυθημερόν. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να επιτρέπει την αμφισβήτηση της κρίσης αυτής του ανώτατου δικαστηρίου, αντιθέτως προέκυπτε ότι πράγματι η προσφεύγουσα είχε λάβει γνώση της απόφασης. Κατά το Δικαστήριο, η προσφεύγουσα δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, καθώς άφησε να παρέλθει η ορισθείσα από τον δικαστή προθεσμία για τη θεραπεία των τυπικών παραλείψεων. Συνεπώς, η εν λόγω απόφαση δεν ήταν προδήλως αυθαίρετη και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
(Β) Απόφαση επί αγωγής της δεύτερης προσφεύγουσας δημοσιεύθηκε κατά τη συνεδρίαση της 18.2.2014, με την απαγγελία μόνον του διατακτικού της. Κατά την κυβέρνηση, η σύνταξη του κειμένου της απόφασης ολοκληρώθηκε την 25.2.2014 και αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου στις 4.2.2014. Ωστόσο αιτήσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα με σκοπό να λάβει γνώση του απορρίφθηκαν. Τελικά, το πλήρες κείμενο της απόφασης τής κοινοποιήθηκε στις 25.3.2014. Προηγουμένως, στις 18.3.2014, η προσφεύγουσα είχε ήδη ασκήσει έφεση (προκειμένου να μην χάσει την τριακονθήμερη προθεσμία) δηλώνοντας αδυναμία προβολής συγκεκριμένων λόγων έφεσης, αφού δεν είχε ακόμη λάβει γνώση του πλήρους κειμένου της απόφασης. Με απόφαση της 21.3.2014, το δικαστήριο της ζήτησε να προβάλει λόγους έφεσης μέχρι τις 12.4.2014. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Στις 25.4.2014 (ήτοι έναν μήνα μετά την κοινοποίηση) η προσφεύγουσα άσκησε εκ νέου έφεση, η οποία όμως απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ασκείται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να γνωρίζουν πραγματικά τις δικαστικές αποφάσεις που τους επιβάλλουν ένα βάρος ή θίγουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, καθώς και ότι ο χρόνος κοινοποίησης (του πλήρους κειμένου) των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να λάβει γνώση της απόφασης στις 11.3.2014, κατά την ανάγνωση του φακέλου στη γραμματεία του δικαστηρίου, η ίδια όμως η προσφεύγουσα το αμφισβήτησε. Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 25.3.2014, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από την κυβέρνηση, και ότι η προσφεύγουσα προέβη σε όλες τις εύλογες ενέργειες προκειμένου να λάβει γνώση του πλήρους κειμένου της απόφασης και ν’ ασκήσει εμπροθέσμως έφεση κατ’ αυτής. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, τα εθνικά δικαστήρια ερμήνευσαν με αυστηρότητα το εσωτερικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να επιρριφθεί ένα υπερβολικό βάρος στην προσφεύγουσα, η οποία δεν ήταν σε θέση να το επωμισθεί, παρά το γεγονός ότι επέδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια. Συνεπώς, η απόρριψη της έφεσης της προσφεύγουσας ως εκπρόθεσμης, ενόψει και των συνεπειών που είχε σε βάρος της, αποτελεί μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τον σκοπό της εγγύησης της ασφάλειας δικαίου και της καλής οργάνωσης της Δικαιοσύνης. Συνεπώς, παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας σε δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
5. Απόφαση της 20.10.2016, Ελευθέριος Γ. Κοκκινάκης – Δήλος Κυκλοφοριακή Α.Τ.Ε. κατά Ελλάδας (45826/11)
Άρθρο 1 ΠΠΠ: αξίωση αποζημίωσης λόγω της εκτέλεσης σύμβασης που κρίθηκε παράνομη. Άρθρο 6 παρ.1: στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν μόνον οι υποθέσεις στις οποίες υπάρχει «αμφισβήτηση επί δικαιώματος», το οποίο είναι τουλάχιστον υποστηρίξιμο ότι υφίσταται κατά το εθνικό δίκαιο – αν όχι, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 1, (ούτε) λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Το 1996 η προσφεύγουσα κοινοπραξία υπέγραψε, κατόπιν διαγωνισμού, σύμβαση με τον Δήμο Αθηναίων για την εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος ηλεκτρονικά ελεγχόμενης στάθμευσης. Δύο περίπου έτη μετά την έναρξη της λειτουργίας του συστήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την απόφαση 1934/1998 της Ολομέλειας, ακύρωσε τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου σχετικά με την εν λόγω παραχώρηση και την έγκριση των όρων της σύμβασης, αφενός μεν διότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 των μελών του δημοτικού συμβουλίου αφετέρου δε διότι είχαν παραχωρηθεί στην κοινοπραξία αρμοδιότητες αστυνομικής φύσης κατά παράβαση των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος. Το 1999 η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά του Δήμου Αθηναίων, η οποία αρχικά έγινε εν μέρει δεκτή με την 12658/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια, όμως, κατόπιν αποδοχής εφέσης του Δήμου, απορρίφθηκε με την 3695/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Αίτηση αναιρέσεως της προσφεύγουσας απορρίφθηκε με την 866/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι εν προκειμένω η σύναψη της σύμβασης δημιούργησε στην προσφεύγουσα νόμιμη προσδοκία για το αντάλλαγμα της σύμβασης, η προσδοκία δε αυτή γέννησε αξιώσεις για αποζημίωση, οι οποίες θεμελιώνονταν επαρκώς στο εθνικό δίκαιο (άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, 914 ΑΚ). Συνεπώς, υπήρξε επέμβαση σε δικαίωμα περιουσιακής φύσεως της προσφεύγουσας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη πως τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν ότι υπήρχε καταρχήν εξωσυμβατική ευθύνη του Δήμου, ότι η αναδρομική ακύρωση της σύμβασης, δύο έτη μετά την έναρξη της εκτέλεσής της, παραβίαζε τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και ότι η θετική ζημία της προσφεύγουσας μηδενιζόταν λόγω του συνυπολογισμού της ωφέλειας που αποκόμισε ως συμβατικό αντάλλαγμα κατά τη διάρκεια των δύο ετών, ακολούθως δε έκρινε ότι η απόρριψη της αξίωσης για διαφυγόντα κέρδη, τα οποία θα απέρρεαν από την εκτέλεση μιας παράνομης πράξης, στηριζόταν στο εφαρμοστέο δίκαιο περί εξωσυμβατικής ευθύνης και ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Με τα δεδομένα αυτά, το ΕΔΔΑ, υπενθυμίζοντας την περιορισμένη εξουσία του ως προς την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, έκρινε ότι οι αιτιολογικές σκέψεις των εθνικών δικαστηρίων ήταν εύλογες και, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν αυθαίρετες, ενώ, κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τις κρίσεις αυτές των εθνικών δικαστηρίων ελλείψει πειστικών στοιχείων περί του αντιθέτου. Κατά συνέπεια, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν παραβίασε τη «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των λόγων δημοσίου συμφέροντος και του περιουσιακού δικαιώματος της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 ΠΠΠ. Όσον αφορά στην αιτίαση των τριών προσφευγόντων για παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 λόγω υπέρβασης του εύλογου χρόνου της δικαστικής διαδικασίας, το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι το άρθρο αυτό τυγχάνει εφαρμογής μόνον όταν υπάρχει «αμφισβήτηση επί δικαιώματος», το οποίο είναι τουλάχιστον υποστηρίξιμο ότι υφίσταται κατά το εθνικό δίκαιο. Η αμφισβήτηση αυτή πρέπει να είναι πραγματική και σοβαρή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως δέχθηκαν τα εθνικά δικαστήρια, οι δύο προσφεύγοντες (ο Ελευθέριος Κοκκινάκης και η Δήλος Κυκλοφοριακή ΑΤΕ) προδήλως δεν είχαν κανένα δικαίωμα αποζημίωσης ατομικά∙ τέτοιο δικαίωμα είχε μόνο η κοινοπραξία τους. Συνεπώς, η υπόθεση, ως προς αυτούς, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, και, ως εκ τούτου, η ανωτέρω αιτίασή τους ήταν απορριπτέα. Αντιθέτως, όσον αφορά στην κοινοπραξία, παραβιάστηκε το άρθρο αυτό, λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, η οποία διήρκεσε περίπου έντεκα έτη και δέκα μήνες.
6. Απόφαση της 21.2.2017, RubioDosamantes κατά Ισπανίας (20996/10)
Άρθρα 8 και 10: Προστασία ιδιωτικής ζωής – στάθμιση με ελευθερία έκφρασης.
Στο πλαίσιο τηλεοπτικών εκπομπών μεταδόθηκαν σχόλια για την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας, τραγουδίστριας, που αναφέρονταν ιδίως στον σεξουαλικό προσανατολισμό της, στην έντονη σχέση της με τον σύντροφό της και στον τρόπο συμπεριφοράς της απέναντί του, καθώς και στον ρόλο της στη χρήση από εκείνον ναρκωτικών ουσιών. Ένδικη προσφυγή της για προσβολή της τιμής και της υπόληψής της και για παραβίαση του δικαιώματός της για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το περιεχόμενο των εκπομπών αποτελούσε αναπαραγωγή φημών που ήδη κυκλοφορούσαν ευρύτατα και οι οποίες δεν είχαν διαψευσθεί από την προσφεύγουσα, ότι η φήμη για την υποτιθέμενη ομοφυλοφιλία της δεν ήταν προσβλητική γι’ αυτήν και ότι δεν κατηγορήθηκε ότι παρακίνησε το σύντροφό της να κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών, αλλά ότι το γεγονός αυτό ήταν συνέπεια της «θυελλώδους» σχέσης τους. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι μόνη η ικανοποίηση της περιέργειας μιας μερίδας του κοινού για λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής της προσφεύγουσας, καλλιτέχνιδας και διάσημης στο ισπανικό κοινό, δεν δικαιολογούσε τη διάδοση των πιο πάνω πληροφοριών, αυτό δε το ενδιαφέρον του κοινού, όπως και το εμπορικό συμφέρον των τηλεοπτικών σταθμών που μετέδωσαν τις επίμαχες εκπομπές, εν προκειμένω υποχωρούν πλήρως μπροστά στο δικαίωμα της προσφεύγουσας για αποτελεσματική προστασία της ιδιωτικής της ζωής. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι τα σχόλια των εκπομπών αποτελούσαν επανάληψη πληθώρας αντίστοιχων σχολίων και φημών, στα οποία η προσφεύγουσα, η οποία είχε επωφεληθεί από τη συγκέντρωση της προσοχής των ΜΜΕ στο πρόσωπό της, δεν είχε αντιταχθεί, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στερούσε την προσφεύγουσα από κάθε προστασία έναντι του ανεξέλεγκτου σχολιασμού της ιδιωτικής της ζωής. Εξάλλου, κρίθηκε ότι ναι μεν τα εθνικά δικαστήρια, που έχουν επαφή την κοινωνική πραγματικότητα κάθε χώρας, είναι σε θέση να εκτιμούν καλύτερα τον σκοπό και τον αντίκτυπο του περιεχομένου δημοσιευμάτων και εκπομπών, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν σε καμία στάθμιση ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής της προσφεύγουσας και δεν συνεκτίμησαν καθόλου τις ανωτέρω παραμέτρους, ούτε εάν τα σχόλια τρίτων προσώπων σε τρεις εκπομπές σχετικά με πτυχές της προσωπικής ζωής της προσφεύγουσας, χωρίς αυτή να έχει προσκληθεί και να έχει δώσει τη συγκατάθεσή της, προσέβαλαν την ιδιωτική της ζωή, για την προστασία της οποίας, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, είχε «νόμιμη προσδοκία». Ενόψει αυτών, κρίθηκε ότι συντρέχει περίπτωση παραβίασης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
7. Απόφαση της 29.11.2016, Parroissegréco – catholiqueLupeni κατά Ρουμανίας (76943/11), Ολομελείας
Άρθρο 6: Πρόσβαση σε δικαστήριο – δίκαιη δίκη, περίπτωση παράβασης της αρχής της ασφάλειας δικαίου από έντονες και διαρκείς διακυμάνσεις της νομολογίας.
Οι προσφεύγουσες αποτελούσαν μορφώματα της ουνιτικής (ελληνοκαθολικής) εκκλησίας της Ρουμανίας, που το 1948 διαλύθηκαν, προβλέφθηκε δε η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της θρησκευτικής αυτής κοινότητας στο κράτος εκτός από την περιουσία των ενοριών, που μεταβιβάστηκε στην ορθόδοξη εκκλησία. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1989, αναγνωρίσθηκε επισήμως το ουνιτικό (ελληνοκαθολικό) δόγμα και ανατέθηκε σε μικτές επιτροπές, που αποτελούνταν από εκπροσώπους του κλήρου και των δύο δογμάτων, η ρύθμιση της περιουσίας που είχε υπό το προϊσχύον καθεστώς μεταβιβαστεί από τις ουνιτικές ενορίες, προβλέφθηκε δε ότι αυτές οι επιτροπές θα συνεκτιμούσαν τη βούληση των πιστών των κοινοτήτων που κατείχαν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Εξάλλου, οι οικείες διατάξεις, όπως είχαν τροποποιηθεί και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο, προέβλεπαν ότι σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των κληρικών των δυο δογμάτων στο πλαίσιο των μικτών επιτροπών, οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να προσφύγουν στα δικαστήρια με βάση το κοινό δίκαιο. Η προσφεύγουσα ενορία προσέφυγε ανεπιτυχώς στην αρμόδια μικτή επιτροπή για το ζήτημα της ανάκτησης εκκλησίας που της ανήκε, ενώ δεν ευδοκίμησαν ούτε τα ένδικα βοηθήματα και μέσα ενώπιον των δικαστηρίων, τα οποία θεμελίωσαν την κρίση τους στο εξειδικευμένο κριτήριο της βούλησης των πιστών που κατείχαν τα περιουσιακά στοιχεία. Οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι η εφαρμογή του κριτηρίου της βούλησης των πιστών αποτελούσε επέμβαση στο δικαίωμά τους για πρόσβαση σε δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το επίμαχο κριτήριο δεν συνιστά περιορισμό στην εξουσία των αρμόδιων δικαστηρίων, αλλά διάταξη του ουσιαστικού δικαίου. Τα εθνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα και αμερόληπτα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους διέθεταν σαφώς εξουσία εκτίμησης με βάση αποδεικτική κατ’ αντιμωλία διαδικασία, συνεκτίμησαν τις ιδιαιτερότητες της κρινόμενης υπόθεσης, ερμήνευσαν συνδυαστικά τις διατάξεις του κοινού δικαίου με τις ειδικές διατάξεις της επίδικης περίπτωσης και παρέθεσαν πειστικές αιτιολογίες για τον τρόπο εφαρμογής του κριτηρίου ώστε αυτή να μην παρίσταται αυθαίρετη, η δε κρίση τους για τη βούληση των πιστών είχε επαρκή βάση στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα οποία διερεύνησαν σε βάθος τα ίδια με βάση τα στοιχεία που προσκόμισαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και στα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα, ενώ ο ρόλος τους δεν περιοριζόταν απλά στην υιοθέτηση μίας προειλημμένης απόφασης. Ενόψει αυτών, κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι οι έντονες διακυμάνσεις της νομολογίας και μάλιστα σε επίπεδο Ανώτατου Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια σημαντικού χρονικού διαστήματος, που οδήγησαν στην έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από τα κατώτερα δικαστήρια, χωρίς οι αρμόδιες αρχές να κινήσουν άμεσα τον υφιστάμενο στο ρουμανικό δίκαιο μηχανισμό για διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας, έπληξαν την αρχή της ασφάλειας δικαίου και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Εξάλλου, κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση παράβασης του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 ούτε σε σχέση με άλλες ουνιτικές ενορίες ούτε σε σχέση με τις ορθόδοξες ενορίες.
ΙΙΙ. Αποφάσεις Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) και του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. (Γ.Δ.Ε.Ε.)
1. Δ.Ε.Ε. C-3/16, Aquino, απόφαση της 15.3.2017
«Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Παράβαση από δικαιοδοτικό όργανο – Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο ΔΕΕ – Εθνικό δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό»
Το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό μπορεί να μην υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται για λόγους απαραδέκτου απτόμενους της ενώπιον του δικαστηρίου αυτού διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
2. Δ.Ε.Ε. C-157/15 και C-188/15, Achbita και Bougnaoui αντιστοίχως, απόφαση της 14.3.2017, (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
«Εσωτερικός κανόνας επιχειρήσεως ο οποίος απαγορεύει στους εργαζομένους να φορούν οποιοδήποτε εμφανές πολιτικό, φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύμβολο δεν συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση. Εντούτοις, ελλείψει ενός τέτοιου κανόνα, η βούληση του εργοδότη να λάβει υπόψη τις επιθυμίες του πελάτη να μην του παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του εν λόγω εργοδότη από εργαζομένη που φορά μουσουλμανική μαντίλα δεν μπορεί να θεωρηθεί επαγγελματική προϋπόθεση δυνάμενη να αποκλείσει την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως».
Στην υπόθεση C-157/15 η Samira Achbita, μουσουλμανικού θρησκεύματος, προσλήφθηκε το 2003 από την επιχείρηση G4S Secure Solutions, ως υπάλληλος υποδοχής [ρεσεψιονίστ]. Αυτή η ιδιωτική επιχείρηση παρέχει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες υποδοχής σε πελάτες τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Κατά τον χρόνο προσλήψεως της S. Achbita ίσχυε εντός της G4S ένας άγραφος κανόνας, ο οποίος απαγόρευε στους εργαζομένους να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους. Τον Απρίλιο του 2006, η S. Achbita γνωστοποίησε στον εργοδότη της ότι σκόπευε να φορά τη μουσουλμανική μαντίλα κατά τις ώρες εργασίας. Η διεύθυνση της G4S, απαντώντας, την ενημέρωσε ότι δεν θα ανεχόταν τη μαντίλα, διότι η εμφανής χρήση πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών συμβόλων αντέβαινε στην ουδετερότητα που επιδίωκε η επιχείρηση κατά τις επαφές της με τους πελάτες της. Στις 12 Μαΐου 2006, μετά από μια περίοδο διακοπής της εργασίας της λόγω ασθενείας, η S. Achbita ενημέρωσε τον εργοδότη της ότι στις 15 Μαΐου θα επέστρεφε στην εργασία της και ότι εφεξής θα φορούσε τη μουσουλμανική μαντίλα. Στις 29 Μαΐου 2006, το συμβούλιο της G4S ενέκρινε τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Ιουνίου 2006. Με αυτήν προβλέπεται ότι «απαγορεύεται στους εργαζομένους να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους ή να ασκούν οποιαδήποτε πρακτική απορρέει από τις πεποιθήσεις αυτές». Στις 12 Ιουνίου 2006, η S. Achbita απολύθηκε λόγω της επιμονής της να φορά τη μουσουλμανική μαντίλα στον χώρο εργασίας της. Η S. Achbita προσέβαλε την απόφαση απολύσεώς της ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων. Το ερώτημα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου του Βελγίου, το οποίο επιλήφθηκε της διαφοράς, αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78/ΕΚ της Ένωσης για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Κατ’ ουσίαν, το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί εάν η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση.
Στην απόφασή του, το ΔΕΕ υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι κατά την οδηγία ως «αρχή της ίσης μεταχειρίσεως» νοείται η απουσία κάθε άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως που βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη θρησκεία. Μολονότι η οδηγία δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «θρησκεία», ο νομοθέτης της Ένωσης παραπέμπει στην ΕΣΔΑ καθώς και στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, που επιβεβαιώθηκαν στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Συνεπώς, ο όρος θρησκεία έχει την έννοια ότι καλύπτει τόσο την ύπαρξη θρησκευτικών πεποιθήσεων, όσο και την ελευθερία των προσώπων να εκδηλώνουν δημόσια τις πεποιθήσεις αυτές. Το ΔΕΕ διαπιστώνει ότι ο εσωτερικός κανόνας της G4S αφορά τη χρήση εμφανών συμβόλων των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και καλύπτει, συνεπώς, αδιακρίτως κάθε εκδήλωση των πεποιθήσεων αυτών. Ο κανόνας αυτός αντιμετωπίζει, επομένως, κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους της επιχειρήσεως, επιβάλλοντάς τους, γενικώς και αδιακρίτως, μεταξύ άλλων μια ουδέτερη αμφίεση. Από τα στοιχεία της ενώπιον του ΔΕΕ δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος εσωτερικός κανόνας εφαρμόστηκε στην περίπτωση της S. Achbita διαφορετικά από τον τρόπο που εφαρμοζόταν σε κάθε άλλο εργαζόμενο της G4S. Κατά συνέπεια, ένας τέτοιος εσωτερικός κανόνας δεν εισάγει άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια της οδηγίας. Το ΔΕΕ επισημαίνει ότι δεν αποκλείεται, εντούτοις, το ενδεχόμενο να καταλήξει το εθνικό δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο εσωτερικός κανόνας εισάγει έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, εάν αποδειχθεί ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων. Ωστόσο, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά έμμεση διάκριση εάν δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Υπογραμμίζοντας ότι ο εθνικός δικαστής ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς είναι ο μόνος αρμόδιος να εκτιμήσει εάν και κατά πόσο ο εσωτερικός κανόνας συνάδει προς τις απαιτήσεις αυτές, το ΔΕΕ παρέχει συναφή στοιχεία. Επισημαίνει ότι είναι θεμιτή η βούληση ενός εργοδότη να επιδεικνύει μια εικόνα ουδετερότητας έναντι των πελατών του τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, ιδίως όταν τούτο αφορά μόνον τους εργαζομένους που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες. Ειδικότερα, η βούληση αυτή συνδέεται με την επιχειρηματική ελευθερία, η οποία αναγνωρίζεται από τον Χάρτη. Εξάλλου, η απαγόρευση να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή σύμβολα πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι κατάλληλη για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής μιας πολιτικής ουδετερότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική αυτή ακολουθείται όντως με συνοχή και συστηματικότητα. Συναφώς, ο εθνικός δικαστής πρέπει να εξακριβώσει εάν η G4S είχε θεσπίσει, πριν από την απόλυση της S. Achbita, μια τέτοια γενική και αδιακρίτως εφαρμοζόμενη πολιτική. Εν προκειμένω, πρέπει επίσης να εξακριβωθεί εάν η απαγόρευση αφορά μόνον τους εργαζομένους της G4S που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαγόρευση πρέπει να θεωρηθεί ως απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Πρέπει, επιπροσθέτως, να εξακριβωθεί εάν, λαμβάνοντας υπόψη τους εγγενείς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η επιχείρηση και χωρίς να απαιτείται να υποστεί πρόσθετη επιβάρυνση, η G4S θα είχε τη δυνατότητα να προτείνει στη S. Achbita μια θέση εργασίας που δεν θα συνεπαγόταν οπτική επαφή με τους πελάτες της, αντί να την απολύσει. Κατόπιν των ανωτέρω, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων κατά την έννοια της οδηγίας. Αντιθέτως, μια τέτοια απαγόρευση ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση, εάν αποδεικνύεται ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων. Ωστόσο μια τέτοια έμμεση διάκριση μπορεί να δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό, όπως η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του, εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Εναπόκειται στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Βελγίου να εξακριβώσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές.
Στην υπόθεση C-188/15, Bougnaoui και ADDH, η Asma Bougnaoui συνάντησε σε έκθεση απευθυνόμενη σε σπουδαστές, τον Οκτώβριο του 2007 και πριν προσληφθεί από την ιδιωτική επιχείρηση Micropole, έναν εκπρόσωπο της επιχειρήσεως αυτής, ο οποίος την ενημέρωσε ότι η αμφίεσή της με μουσουλμανική μαντίλα θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα, όταν θα ερχόταν σε επαφή με τους πελάτες της εταιρίας αυτής. Όταν η Α. Bougnaoui παρουσιάστηκε, στις 4 Φεβρουαρίου 2008, στη Micropole για να πραγματοποιήσει εκεί την πρακτική άσκησή της στο τέλος των σπουδών της, φορούσε μια απλή μπαντάνα. Αργότερα όμως φορούσε μουσουλμανική μαντίλα στον χώρο εργασίας της. Μετά το πέρας της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως, η Micropole την προσέλαβε, από τις 15 Ιουλίου 2008, βάσει συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, ως μηχανικό μελετών. Κατόπιν διαμαρτυρίας πελάτη, τον οποίο είχε αναλάβει η Α. Bougnaoui καθ’ υπόδειξη της Micropole, η επιχείρηση αυτή επιβεβαίωσε την αρχή της αναγκαίας ουδετερότητας έναντι των πελατών της και της ζήτησε να μη φορά πλέον τη μαντίλα. Η Α. Bougnaoui αρνήθηκε να συμμορφωθεί και στη συνέχεια απολύθηκε. Προσέβαλε δε την απόφαση απολύσεώς της ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων.
Το γαλλικό Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε της διαφοράς, υπέβαλε στο ΔΕΕ το ερώτημα εάν η βούληση ενός εργοδότη να λάβει υπόψη την επιθυμία πελάτη να μην παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του εν λόγω εργοδότη από εργαζομένη η οποία φορά μουσουλμανική μαντίλα συνιστά «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση» κατά την έννοια της οδηγίας.
Στην απόφασή του, το ΔΕΕ αποφάνθηκε, καταρχάς, ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν μπορεί να συναχθεί εάν το ερώτημα του γαλλικού Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου στηρίζεται στη διαπίστωση άμεσης ή έμμεσης διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων. Εναπόκειται, συνεπώς, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο να εξακριβώσει εάν η απόλυση της Α. Bougnaoui στηρίχθηκε στη μη τήρηση εσωτερικού κανόνα ο οποίος απαγορεύει στους εργαζομένους να φορούν οποιοδήποτε εμφανές σύμβολο των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο αυτό πρέπει να εξακριβώσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επισημαίνονται στην απόφαση Achbita, δηλαδή εάν η διαφορετική μεταχείριση η οποία απορρέει από έναν εκ πρώτης όψεως ουδέτερο κανόνα και ενδέχεται να οδηγήσει, εν τοις πράγμασι, στη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων δικαιολογείται αντικειμενικά από την επιδίωξη μιας πολιτικής ουδετερότητας και εάν είναι κατάλληλη και αναγκαία προς τούτο. Αντιθέτως, στην περίπτωση που η απόλυση της Α. Bougnaoui δεν στηρίχθηκε σ’ έναν τέτοιο εσωτερικό κανόνα, πρέπει να εξεταστεί εάν η βούληση ενός εργοδότη να λάβει υπόψη την επιθυμία πελάτη να μην του παρέχονται πλέον υπηρεσίες από εργαζομένη που φορά μουσουλμανική μαντίλα είναι δικαιολογημένη κατά την έννοια του άρθρου 4, παρ. 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που απαγορεύεται βάσει της οδηγίας δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας ή του πλαισίου εντός του οποίου αυτή ασκείται, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη του επιδιωκομένου σκοπού. Συναφώς, το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις ένα γνώρισμα που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με το θρήσκευμα μπορεί να αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση. Ειδικότερα, η έννοια αυτή παραπέμπει σε προϋπόθεση η οποία υπαγορεύεται αντικειμενικά από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας και δεν καλύπτει υποκειμενικές εκτιμήσεις, όπως η βούληση του εργοδότη να λάβει υπόψη τις συγκεκριμένες επιθυμίες του πελάτη. Το ΔΕΕ απαντά συνεπώς ότι η βούληση εργοδότη να λάβει υπόψη την επιθυμία του πελάτη να μην του παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του συγκεκριμένου εργοδότη από εργαζομένη που φορά μουσουλμανική μαντίλα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση κατά την έννοια της οδηγίας.
3. Δ.Ε.Ε. C-339/15, Vanderborght, απόφαση της 4.5.2017
«Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει απολύτως τη διαφήμιση για υπηρεσίες στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περιθάλψεως –Προστασία της δημόσιας υγείας – Αναλογικότητα – Οδηγία 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο – Διαφήμιση μέσω δικτυακού τόπου».
Δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης (Άρθρο 56 ΣΛΕΕ και Οδηγία 2000/31/ΕΚ) μια γενική και απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε διαφημίσεως για υπηρεσίες στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περίθαλψης. Οι σκοποί της προστασίας της δημόσιας υγείας και της αξιοπρέπειας του οδοντιατρικού επαγγέλματος δύνανται πάντως να δικαιολογήσουν περιορισμό των μορφών και της επιμέρους λεπτομερούς διαμόρφωσης των επικοινωνιακών εργαλείων που χρησιμοποιούν οι οδοντίατροι.
4. Δ.Ε.Ε. C-392/15, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, απόφαση της 1.2.2017
«Άρθρα 49 και 51 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Συμβολαιογράφοι – Προϋπόθεση ιθαγένειας – Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας».
Η Ουγγαρία, προβλέποντας προϋπόθεση ιθαγένειας για την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.
5. C-490/16 και C-646/16, A.S. και Jafari αντιστοίχως, Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα της 8.6.2017
«Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ – Προσφυγική κρίση»
Σύμφωνα με τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα, υπό τις εξαιρετικές περιστάσεις της προσφυγικής κρίσης, το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκαν αιτήσεις διεθνούς προστασίας είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων αυτών.
Επίσης σύμφωνα με τη γενική εισαγγελέα, δεν εμπίπτει στην έννοια «παράνομη διάβαση» του κανονισμού Δουβλίνο III κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας, λόγω της μαζικής εισροής ανθρώπων στα κράτη μέλη με εξωτερικά σύνορα, τα εν λόγω κράτη μέλη επέτρεψαν σε υπηκόους τρίτων χωρών να εισέλθουν στο έδαφός τους και να διέλθουν από αυτό προκειμένου να μεταβούν σε άλλα κράτη μέλη»
6. Δ.Ε.Ε., C-133/15, H.C. Chavez-Vilchez κ.λπ., απόφαση της 10.5.2017 (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
«Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρο 20 ΣΛΕΕ – Δικαίωμα διαμονής σε κράτος μέλος ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές και τα οικογενειακά επιδόματα – Υπήκοος τρίτης χώρας που έχει την καθημερινή και πρακτική φροντίδα του ανήλικου τέκνου του, υπηκόου του εν λόγω κράτους μέλους – Άρνηση διαμονής που ενδέχεται να υποχρεώνει το τέκνο να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους, ή και, ενδεχομένως, το έδαφος της Ένωσης».
Υπήκοος χώρας εκτός ΕΕ μπορεί να επικαλεστεί, ως γονέας ανήλικου τέκνου το οποίο έχει την ιθαγένεια της Ένωσης, δευτερογενές δικαίωμα διαμονής στην Ένωση. Το γεγονός ότι ο έτερος γονέας, πολίτης της Ένωσης, θα μπορούσε να αναλάβει αποκλειστικά την καθημερινή πραγματική φροντίδα του τέκνου αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, όχι όμως αφ’ εαυτού επαρκή λόγο για να μη χορηγηθεί άδεια διαμονής. Απαιτείται επιπλέον να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι μεταξύ του τέκνου και του γονέα ο οποίος δεν είναι υπήκοος χώρας ΕΕ δεν υφίσταται τέτοιου είδους σχέση εξαρτήσεως ώστε η άρνηση αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής στον εν λόγω γονέα να υποχρεώνει το τέκνο να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης.
7. Δ.Ε.Ε., C-638/16, X και Χ κατά Βελγίου, απόφαση της 7.3.2017 (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
«Άρθρο 25, παρ. 1, στοιχείο α΄ Κανονισμού (ΕΚ) 810/2009 –Χορήγηση θεωρήσεως για ανθρωπιστικούς λόγους ή για λόγους διεθνών υποχρεώσεων – Έννοια των “διεθνών υποχρεώσεων” – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. – ΕΣΔΑ – Σύμβαση της Γενεύης – Δεν υφίσταται υποχρέωση χορηγήσεως θεωρήσεως εισόδου σε περίπτωση αποδεδειγμένου κινδύνου παραβάσεως του άρθρου 4 και/ή του άρθρου 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων»
Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να χορηγούν θεώρηση για ανθρωπιστικούς λόγους στα πρόσωπα που επιθυμούν να μεταβούν στο έδαφός των εν λόγω κρατών μελών προκειμένου να ζητήσουν άσυλο.
Ωστόσο, διατηρούν την ευχέρεια να χορηγήσουν τη θεώρηση βάσει του εθνικού τους δικαίου. Το δίκαιο της Ένωσης θεσπίζει μόνον τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως θεωρήσεων για διέλευση από το έδαφος των κρατών μελών ή για σκοπούμενη παραμονή στο έδαφος των κρατών μελών, για διάρκεια που δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες.
8. Δ.Ε.Ε. C-573/14, Lounani, απόφαση της 31.1.2017 (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
«Άρθρο 12 οδηγίας 2004/83/ΕΚ – Αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα – Έννοια του όρου “πράξεις που αντιβαίνουν στους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών” – Ποινική καταδίκη για συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας – Εξατομικευμένη έρευνα».
Αίτηση παροχής ασύλου μπορεί να απορριφθεί σε περίπτωση κατά την οποία ο αιτών είχε συμμετάσχει στις δραστηριότητες τρομοκρατικού δικτύου. Δεν απαιτείται ο αιτών την παροχή ασύλου να έχει τελέσει αυτοπροσώπως τρομοκρατικές πράξεις ή να είναι ο ηθικός αυτουργός τέτοιων πράξεων ή να έχει συμμετάσχει στην τέλεσή τους ως συνεργός.
9. Γ.Δ.Ε.Ε., Τ-749/15, Nausicaa Anadyomène SAS και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, απόφαση της 24.1.2017
«Η ΕΚΤ δεν υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία φέρονται ότι υπέστησαν το 2012 οι εμπορικές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του ελληνικού χρέους. Η ΕΚΤ δεν βαρύνεται με καμία αθέμιτη πράξη στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματός της ανταλλαγής των ελληνικών χρεογράφων».
Ενόψει της οικονομικής κρίσεως και του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), αφενός, και η Ελλάδα, αφετέρου, συνήψαν στις 15 Φεβρουαρίου 2012 συμφωνία για την ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων τα οποία κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με νέα χρεόγραφα, με ίδια ονομαστική αξία, επιτόκιο, ημερομηνίες καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες. Κατά το ίδιο διάστημα, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5 % της αξίας των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές [Private Sector Involvement (PSI)]. Η Ευρωομάδα προσδοκούσε σημαντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην εν λόγω οικειοθελή ανταλλαγή χρεογράφων. Με τον ν. 4050/2012 η Ελλάδα προέβη στην ανταλλαγή του συνόλου των χρεογράφων αυτών – περιλαμβανομένων των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι πιστωτές που είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής– βάσει «ρήτρας συλλογικής δράσεως». Τούτο είχε ως συνέπεια η ονομαστική αξία των ανταλλαγέντων χρεογράφων των ιδιωτών πιστωτών να μειωθεί κατά 53,5% σε σχέση με την αξία των αρχικών χρεογράφων. Επιπλέον, με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2012 (απόφαση 2012/153/ΕΕ), η ΕΚΤ αποφάσισε ότι τα ελληνικά χρεόγραφα που δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος περί πιστοληπτικής διαβαθμίσεως μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις για τις πιστωτικές εργασίες του Ευρωσυστήματος, εφόσον παρασχεθεί πιστωτική αναβάθμιση από την Ελλάδα στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, υπό μορφή προγράμματος επαναγοράς. Μια εταιρία και μια τράπεζα που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα, αμφότερες εδρεύουσες στη Γαλλία, ζήτησαν από το ΓΔΕΕ να υποχρεώσει την ΕΚΤ να αποκαταστήσει την ύψους 11 εκ. ευρώ ζημία που προβάλλεται ότι τους προκάλεσαν τα μέτρα της ΕΚΤ, ιδίως η απόφαση της 5ης Μαρτίου 2012. Προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι παραβίασε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ιδιωτών κατόχων χρεογράφων, την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των ιδιωτών δανειστών.
Με την απόφασή του το ΓΔΕΕ απέρριψε την αγωγή και απέκλεισε με τον τρόπο αυτόν κάθε ευθύνη της ΕΚΤ, επιβεβαιώνοντας όσα είχε ήδη κρίνει με την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T-79/13) έναντι των φυσικών προσώπων που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε τομέα όπως αυτόν της νομισματικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου υφίσταται συνεχείς προσαρμογές σε συνάρτηση με τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, καμία δήλωση ή πράξη της ΕΚΤ δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως παρακίνηση προς τους επενδυτές να αποκτήσουν ή να συνεχίσουν να κατέχουν ελληνικά χρεόγραφα, καθόσον η ΕΚΤ περιορίστηκε στην αποκατάσταση της ασφάλειας των εν λόγω τίτλων προκειμένου να διατηρήσει προσωρινώς τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ευρωσυστήματος, αντιδρώντας στις εξαιρετικές συνθήκες της χρηματοπιστωτικής αγοράς καθώς και στη διατάραξη της συνήθους αποτιμήσεως των ελληνικών χρεογράφων. Κατά συνέπεια, η πολιτική της ΕΚΤ δεν περιελάμβανε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επερχόταν ενδεχόμενη πτώχευση της Ελλάδας, αλλ’ ούτε και πρόσκληση, έστω και έμμεση, προς αγορά ή διατήρηση ελληνικών χρεογράφων. Επιπλέον, ως επιμελείς και ενημερωμένοι επιχειρηματίες, οι εμπορικές τράπεζες λογίζεται ότι εγνώριζαν την εξαιρετικά ασταθή οικονομική κατάσταση που καθόριζε τη διακύμανση της αξίας των ελληνικών χρεογράφων, καθώς και τον μη αμελητέο κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να στηρίζονται στην προσωρινή διατήρηση από την ΕΚΤ της επιλεξιμότητας των τίτλων αυτών, και επομένως προέβησαν σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι οι εμπορικές τράπεζες που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα, αφενός, και η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αφετέρου, δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση: πράγματι, προβαίνοντας στην αγορά ελληνικών χρεογράφων, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ενήργησαν στο πλαίσιο της ασκήσεως της θεμελιώδους αποστολής τους, με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της ορθής διαχειρίσεως της νομισματικής πολιτικής. H υποχρέωση της Ελλάδας για πιστωτική ενίσχυση υπέρ των εθνικών κεντρικών τραπεζών υπό τη μορφή προγράμματος επαναγοράς εξασφάλιζε τη διατήρηση του περιθωρίου χειρισμών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και αφορούσε έτσι μια κατάσταση που δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία βρίσκονταν οι ιδιώτες επενδυτές. Το ίδιο ισχύει για την κατάσταση των τραπεζών ή των εμπορικών εταιριών που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα με σκοπό την επίτευξη κέρδους (ήτοι για να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση των επενδύσεών τους).
10. Δ.Ε.Ε., C-682/15, BerliozInvestmentFundSA, απόφαση της 16.5.2017 (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
«Οδηγία 2011/16/ΕΕ – Διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας –Αίτημα παροχής πληροφοριών με αποδέκτη τρίτο – Άρνηση απαντήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Άρθρα 47 και 51 Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.»
Τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους μπορούν να ελέγχουν τη νομιμότητα αιτημάτων άλλου κράτους μέλους για την παροχή φορολογικών πληροφοριών. Ο έλεγχος αυτός περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν οι ζητούμενες πληροφορίες στερούνται προδήλως οποιασδήποτε προβλέψιμης συνάφειας με την επίμαχη φορολογική έρευνα.
11. Δ.Ε.Ε. συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑217/15 και C‑350/15, Orsi και Baldetti, απόφαση της 5.4.2017
«ΦΠΑ – Άρθρα 2 και 273 οδηγίας 2006/112/ΕΚ – Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα διοικητική και ποινική κύρωση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που αφορούν τη μη καταβολή ΦΠΑ – Άρθρο 50 Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. – Αρχή ne bis in idem – Δεν υφίσταται ταυτότητα του προσώπου κατά του οποίου ασκείται η δίωξη ή στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση».
Το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει την άσκηση ποινικής διώξεως για τη μη καταβολή του ΦΠΑ, μετά την επιβολή απρόσβλητης πλέον φορολογικής κυρώσεως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, σε περίπτωση που η κύρωση αυτή επιβλήθηκε σε εταιρία που συνιστά νομικό πρόσωπο, ενώ η εν λόγω ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά φυσικού προσώπου.
12. Δ.Ε.Ε. C-131/16, Archus, απόφαση της 11.5.2017
«Δημόσιες συμβάσεις – Άρθρο 10 οδηγίας 2004/17/ΕΚ – Αρχή της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων – Υποχρέωση των αναθετόντων φορέων να ζητούν από τους προσφέροντες να τροποποιούν ή να συμπληρώνουν την προσφορά τους – Άρθρο 1, παρ. 3 οδηγίας 92/13/ΕΟΚ – Διαδικασίες προσφυγής – Απόφαση ανάθεσης δημόσιας σύμβασης – Αποκλεισμός προσφέροντος – Προσφυγή ακύρωσης – Έννομο συμφέρον».
1) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2004/17/EK «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών», έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να καλεί τους προσφέροντες να προσκομίζουν τις απαιτούμενες δηλώσεις ή έγγραφα των οποίων η κοινοποίηση ήταν απαραίτητη βάσει της συγγραφής υποχρεώσεων και η οποία δεν πραγματοποιήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών. Αντιθέτως, το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει στην εν λόγω αναθέτουσα αρχή να καλεί τους προσφέροντες να διευκρινίζουν μια προσφορά ή να διορθώνουν πρόδηλα εκ παραδρομής σφάλματα που εμπεριέχει η τελευταία, υπό τον όρο ωστόσο ότι η πρόσκληση αυτή απευθύνεται σε όλους τους προσφέροντες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ότι όλοι οι προσφέροντες αντιμετωπίζονται κατά ισότιμο και ειλικρινή τρόπο και ότι η διευκρίνιση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με υποβολή νέας προσφοράς, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
2) Η οδηγία 92/13/ΕΟΚ «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών», όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση στην οποία μια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης κατέληξε στην υποβολή δύο προσφορών και στην ταυτόχρονη έκδοση δύο αποφάσεων από την αναθέτουσα αρχή εκ των οποίων η πρώτη απορρίπτει την προσφορά ενός εκ των προσφερόντων και η δεύτερη αναθέτει τη δημόσια σύμβαση στον άλλον, ο αποκλεισθείς προσφέρων ο οποίος ασκεί προσφυγή κατά των ανωτέρω δύο αποφάσεων πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την απόρριψη της προσφοράς του αναδόχου, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η έννοια της «συγκεκριμένης σύμβασης» του άρθρου 1, παρ. 3, της οδηγίας 92/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66, μπορεί, κατά περίπτωση, να αφορά την ενδεχόμενη κίνηση νέας διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης.
13. Δ.Ε.Ε. C-391/15, Marina del Mediterráneo SL κ.λπ., απόφαση της 5.4.2017
«Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασίες προσφυγών – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παρ. 1 – Άρθρο 2, παρ. 1 – Απόφαση της αναθέτουσας αρχής με την οποία επιτρέπεται σε οικονομικό φορέα να υποβάλει προσφορά – Απόφαση μη υποκείμενη σε προσφυγή σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία»
Το άρθρο 1, παρ. 1, και το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ «για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων» (τα οποία έχουν άμεσο αποτέλεσμα), όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 2007/66/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας η απόφαση με την οποία επιτρέπεται σε διαγωνιζόμενο να συμμετάσχει στη διαδικασία διαγωνισμού, απόφαση η οποία φέρεται ότι παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ή την εθνική νομοθεσία που μεταφέρει την οδηγία αυτή στο εσωτερικό δίκαιο, δεν περιλαμβάνεται στις προπαρασκευαστικές πράξεις της αναθέτουσας αρχής κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί αυτοτελής ένδικη προσφυγή.
IV. Αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων
Απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 2017 – Υπόθεση – 2 BvR 1558/16
Αρχή της αξιοκρατίας κατά τις προαγωγές δικαστών στη Γερμανία
Ο προσφεύγων είναι Αντιπρόεδρος Διοικητικού Πρωτοδικείου (μισθολογικό κλιμάκιo R2 με πρόσθετες αποδοχές) και πλήσσει την επιλογή προεδρεύοντος δικαστή στο Εφετείο της Ρηνανίας-Παλατινάτου (μισθολογικό κλιμάκιο R3). O προσφεύγων αξιολογήθηκε με αφορμή την υποψηφιότητά του με το συνολικό βαθμό «υπερβαίνει σημαντικά τις απαιτήσεις (2.1)». Για την προς πλήρωση θέση επελέγη ένας δικαστής του Εφετείου (μισθολογικό κλιμάκιο R2), o οποίος κατά τη διαδικασία επιλογής αξιολογήθηκε με το βαθμό «εξαίρετος (1)».
Ο προσφεύγων προέβαλε με τη συνταγματική προσφυγή ότι προσβλήθηκε το δικαίωμά του για συμμετοχή σε διαγωνιστική διαδικασία κατάληψης δημόσιας θέσης (άρθρο 33 παρ. 2 ΘΝ: «Κάθε Γερμανός έχει πρόσβαση σε κάθε δημόσια θέση ανάλογα με την καταλληλότητα, ικανότητα και απόδοση στο ειδικό αντικείμενό του»). H προσβαλλόμενη απόφαση επιλογής κατά τον προσφεύγοντα δεν εξυπηρετεί την επιλογή του καλύτερου, αλλά στην ευνοϊκή μεταχείριση ενός ανταγωνιστή υποψηφίου ο οποίος προτιμήθηκε με βάση μη αντικειμενικά κριτήρια. Η πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης ανάγεται στο σύστημα αξιολόγησης της διοικητικής δικαιοσύνης της Ρηνανίας-Παλατινάτου, το οποίο δεν εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις των άρθρων 33 παρ. 2 και 19 παρ. 4 (δικαίωμα δικαστικής προστασίας) του Θεμελιώδους Νόμου (ΘΝ). Το Εφετείο παραγνώρισε κατά τον προσφεύγοντα ότι η αξιολόγηση του επιλεγέντος υποψηφίου για διαφόρους λόγους δεν μπορεί να αποτελέσει βάση της επιλογής.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αβάσιμη την προσφυγή με τις ακόλουθες σκέψεις:
α) Ο προσφεύγων προβάλλει ότι το όργανο επιλογής έκανε χρήση ενός αδιαφανούς συστήματος αξιολόγησης παραβιάζοντας κατά προφανή τρόπο το συνταγματικό δικαίωμα των υποψηφίων εκ του άρθρου 33 παρ. 2 ΘΝ. Σύμφωνα με τις εγκυκλίους αξιολόγησης του κρατιδίου η πρακτική ήταν ότι οι πρόεδροι των διοικητικών πρωτοδικείων δεν αξιολογούσαν ποτέ τους δικαστές των πρωτοδικείων των μισθολογικών κλιμακίων R1 και R2 με τον ανώτερο βαθμό «εξαίρετος (1)». Μόνο ο Πρόεδρος του Διοικητικού Εφετείου μπορούσε να βαθμολογήσει με το βαθμό αυτό. Όμως αυτός ως προϊστάμενος των δικαστών του Διοικητικού Εφετείου είναι αρμόδιος για τη σύνταξη της υπηρεσιακής έκθεσης αξιολόγησής τους κατά τη διαδικασία υποψηφιότητας κατάληψης θέσης προεδρεύοντος δικαστή στο Διοικητικό Εφετείο (μισθολογικό κλιμάκιο R3), πράγμα που οδηγεί σε δομική δυσμενή μεταχείριση των δικαστών του πρωτοδικείου που είναι υποψήφιοι για την ίδια θέση. H συνέπεια αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Εφετείου λαμβάνει γνώση των εκθέσεων αξιολογήσεων των δικαστών των πρωτοδικείων και μπορεί να συντάξει τις εκθέσεις των δικαστών του Εφετείου σε ύστερο χρόνο.
β) Σύμφωνα με τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου το όργανο επιλογής οφείλει να αποφασίζει αξιολογώντας συγκριτικά τις υποψηφιότητες βάσει των ίδιων αντικειμενικών κριτηρίων που έχουν να κάνουν με την καταλληλότητα, ικανότητα και απόδοση στο ειδικό αντικείμενο των υποψηφίων. Οι ανωτέρω αόριστες νομικές έννοιες σε συνδυασμό με τη φύση της κρίσης για την καταλληλότητα του υποψηφίου ως προγνωστικής κρίσης δίδουν στο όργανο επιλογής ένα περιθώριο ουσιαστικής εκτίμησης, το οποίο υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο. Ο έλεγχος των δικαστηρίων περιορίζεται στην πλάνη περί τα πράγματα, στην τήρηση των νομοθετικών και συνταγματικών διατάξεων, στην παραγνώριση γενικώς ισχυόντων αξιολογικών κριτηρίων και στην εφαρμογή μη σχετικών προς την κρίση κριτηρίων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εφαρμογή των ίδιων κριτηρίων για την αξιολόγηση των υποψηφίων, η οποία πρέπει να συνδυάζεται με την κρίση για το ίδιο χρονικό διάστημα και με την ίδια προθεσμία προσκομιδής δικαιολογητικών. Ανήκει όμως στην οργανωτική διακριτική ευχέρεια του οργάνου επιλογής πώς θα εξασφαλίσει το ενιαίο των εφαρμοζόμενων κριτηρίων. Η καταγραφή των κριτηρίων αυτών σε εγκυκλίους αποτελεί μια αποδεκτή δυνατότητα. Η δυνατότητα που δίνει η σχετική εγκύκλιος του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ρηνανίας-Παλατινάτου στον Πρόεδρο του Διοικητικού Εφετείου να διορθώνει και να συμπληρώνει τις εκθέσεις αξιολόγησης των δικαστών των πρωτοδικείων εξασφαλίζει την εφαρμογή ενιαίων κριτηρίων αξιολόγησης. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Εφετείου μπορεί να απευθυνθεί στους αρχικούς αξιολογητές και να ζητήσει διευκρινίσεις με σκοπό τη διασφάλιση του ενιαίου της κρίσης. Η τήρηση των απαιτήσεων αυτών υπόκειται στον έλεγχο της διοικητικής δικαιοσύνης και δεν αποτελεί γενικεύσιμο ζήτημα συνταγματικού δικαίου. Περαιτέρω, η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Διοικητικό Εφετείο δεν μπορεί να προσβληθεί παραδεκτώς στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Η επιδίωξη του προσφεύγοντος να καθιερωθεί ένα σύστημα όπου ο Πρόεδρος του Διοικητικού Εφετείου θα βαθμολογεί τους δικαστές του Εφετείου χωρίς να γνωρίζει τις εκθέσεις των δικαστών των πρωτοδικείων είναι ανέφικτη σε ένα σύστημα όπως αυτό της Ρηνανίας-Παλατινάτου, όπου η επιλογή βασίζεται συνδυαστικά σε τακτικές εκθέσεις αξιολόγησης των δικαστών και σε εκθέσεις αξιολόγησης που συντάσσονται ενόψει της διαγωνιστικής διαδικασίας. Τέλος, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου επιλογής η βαρύτητα που θα αποδώσει στα επιμέρους κριτήρια αξιολόγησης, όπως η υπηρεσιακή εμπειρία, η εμπειρία σε διαφορετικές θέσεις και η εξέλιξη της απόδοσης του κρινομένου, όπως αυτή προκύπτει από τη σύγκριση παλαιότερων και νεότερων εκθέσεων αξιολόγησης.
V. Νέα σημαντικά Νομοθετήματα
-
Ν. 4419/2017 «Υποχρεωτικός έλεγχος των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, δημόσια εποπτεία επί του ελεγκτικού έργου και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 7/24.01.2017)
-
Ν. 4452/2017 «Ρύθμιση θεμάτων του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 17/15.02.2017)
-
Ν. 4453/2017 «Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Αλβανίας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Προστασία και Αειφόρο Ανάπτυξη της Περιοχής του Πάρκου Πρεσπών» (Α΄ 19/20.02.2017)
-
Ν. 4454/2017 «Κύρωση της σύμβασης για τον κεντρικό τελωνισμό, όσον αφορά την κατανομή των εθνικών εξόδων είσπραξης που παρακρατούνται κατά τη διάθεση των παραδοσιακών ιδίων πόρων στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.» (Α΄ 20/20.02.2017)
-
N. 4455/2017 «Εθνικό Μητρώο Φορτοεκφορτωτών, Εθνικό Μητρώο Ιδιωτικών Φορέων Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 22/23.02.2017)
-
Ν. 4456/2017 «Συμπληρωματικά μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 1141/2014 περί ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και ιδρυμάτων, μέτρα επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 24/01.03.2017)
-
Ν. 4461/2017 «Μεταρρύθμιση της Διοικητικής Οργάνωσης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, Κέντρα Εμπειρογνωμοσύνης σπάνιων και πολύπλοκων νοσημάτων, τροποποίηση συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 38/28-3-2017). Το νομοθέτημα αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Κεφάλαιο Πρώτο “Μεταρρύθμιση της διοικητικής οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας” (άρθρα 1-8), Κεφάλαιο Δεύτερο “Κέντρα εμπειρογνωμοσύνης σπανίων και πολύπλοκων νοσημάτων” (άρθρα 9 – 17), Κεφάλαιο Τρίτο – Τμήμα Δεύτερο “Ρύθμιση θεμάτων Ε.Σ.Υ.” (άρθρα 22-41), Τμήμα Τέταρτο “Σύσταση Πανελλήνιου Συλλόγου Οδοντοτεχνιτών” (άρθρα 54-71), Τμήμα Πέμπτο “Σύσταση Πανελλήνιου Συλλόγου Εργοθεραπευτών” (άρθρα 72-93), άρθρο 95 “Ασφαλιστική Ικανότητα” (Α΄ 38/28.03.2017)
-
Ν. 4463/2017 «Μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Εναρμόνιση της νομοθεσίας στην Οδηγία 2014/61/ΕΕ και άλλες διατάξεις» (Α΄ 42/30-3-2017)
-
Ν. 4465/2017 «Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και άλλες διατάξεις» (Α΄ 47/4-4-2017)
-
Ν. 4467/2017 «Τροποποιήσεις διατάξεων της δασικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 56/13-4-2017). Στο εν λόγω νομοθέτημα περιλαμβάνονται, ειδικότερα, τα εξής άρθρα που ρυθμίζουν θέματα της δασικής νομοθεσίας, γεωργικής εκμετάλλευσης και δασικών χαρτών: Άρθρο 1: Αναδάσωση και άλλες δασοκομικές εργασίες – Άρθρο 2: Γεωργική εκμετάλλευση εκτάσεων δασικού χαρακτήρα και ιδίως αυτών που εκχερσώθηκαν προ του 1975 – Άρθρο 3: Λοιπές επιτρεπτές επεμβάσεις – Άρθρο 4: Γεωργική εκμετάλλευση εκτάσεων δασικού χαρακτήρα που εκχερσώθηκαν μεταξύ 1975-2007 – Άρθρο 5: Δασικοί χάρτες και αιτήσεις τακτοποίησης γεωργικών εκμεταλλεύσεων – Άρθρο 6: Περί δασωμένων αγρών και χορτολιβαδικών εκτάσεων. Περαιτέρω, το νομοθέτημα αυτό στο άρθρο 11 προβλέπει την παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων έως και τις 30.6.2017.
-
Ν. 4468/2017 «Σύσταση Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία “Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης” και άλλες διατάξεις» (Α΄ 61/28-4-2017)
-
Ν. 4469/2017 «Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 62/3-5-2017)
-
Ν. 4472/2017 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 74/19-5-2017)
-
Π.Υ.Σ. 3/2017 «Τροποποίηση της 38/2-11-2015 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου για τη «Σύσταση και λειτουργία του Κυβερνητικού Συμβουλίου Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΚΟΙ.Π)»» (Α΄ 8/24.01.2017)
-
Π.Υ.Σ. 4/2017 «Τροποποίηση της 37/2-11-2015 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου «Ανασύσταση του Κυβερνητικού Συμβουλίου για την Οικονομική Πολιτική»» (Α΄ 8/24.01.2017)
-
Π.Υ.Σ. 5/2017 «Τροποποίηση της 4/10-2-2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου «Σύσταση του Κυβερνητικού Συμβουλίου για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.»» (Υ.Ο.Δ.Δ. 64), όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις 27/10-8-2012 (Υ.Ο.Δ.Δ. 386), 14/16-7-2013 (Υ.Ο.Δ.Δ. 347) και 46/8-12-2015 (Υ.Ο.Δ.Δ. 897) Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου» (Α΄ 8/24.01.2017)
-
Π.Δ. 2/2017 «Ρύθμιση θεμάτων αστυνομικού προσωπικού» (Α΄ 4/20.01.2017)
-
Π.Δ. 6/2017 «Τροποποίηση των διατάξεων του π.δ. 76/2008 «Κύρωση του Οργανισμού της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών του Στρατού Ξηράς» (118/25-6-2008, τ. Α΄)» (Α΄ 13/09.02.2017)
-
Π.Δ. 7/2017 «Αναδιάταξη – αναδιοργάνωση, σύσταση και λειτουργία περιφερειακών υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας» (Α΄ 14/09.02.2017)
-
Π.Δ. 8/2017 «Τροποποίηση του π.δ/τος 46/2016 «Αξιολόγηση των μαθητών του Γενικού Λυκείου»» (Α΄ 15/10.02.2017)
-
Π.Δ. 10/2017 «Κώδικας Καταναλωτικής Δεοντολογίας» (Α΄ 23/01.03.2017)
-
Π.Δ. 12/2017 «Καθορισμός ανταποδοτικών τελών και είσπραξη πόρων του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.)» (Α΄ 26/03.03.2017)
-
Π.Δ. 13/2017 «Τροποποίηση διατάξεων του κεφαλαίου Β΄ του π.δ. 170/1996 «Κανονισμός Κατάταξης δοκίμων Πυροσβεστών και μεταθέσεων του πυροσβεστικού προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος» (Α΄ 131)» (Α΄ 27/03.03.2017)
-
Π.Δ. 19/2017 «Εγγραφή της υπόθεσης στο ηλεκτρονικό πινάκιο, καταχώριση της διάταξης στο ηλεκτρονικό βιβλίο διατάξεων και ηλεκτρονική ενημέρωση των διαδίκων, κατά το άρθρο 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» (Α΄ 33/17-3-2017)
-
Π.Δ. 20/2017 «Καθορισμός των προϋποθέσεων άσκησης επαγγέλματος Τεχνολόγου Ιατρικών Εργαστηρίων» (Α΄ 34/20-3-2017)
-
Π.Δ. 23/2017 «Τροποποίηση π.δ. 17/1999 «Περί οργανώσεως και λειτουργίας της Διπλωματικής Ακαδημίας του Υπουργείου Εξωτερικών»» (Α΄ 43/31-3-2017)
-
Π.Δ. 26/2017 «Συγκρότηση και λειτουργία Δημόσιων Στρατιωτικών Ταμείων στο Στρατό Ξηράς» (Α΄ 48/5-4-2017)
-
Π.Δ. 32/2017 «Κατανομή νέων και ανακατανομή υφισταμένων οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας» (Α΄ 54/12-4-2017)
-
Π.Δ. 38/2017 «Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών» (Α΄ 64/4-5-2017). Η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) έχει ως έργο την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης των συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ύστερα από την άσκηση προδικαστικής προσφυγής σύμφωνα με τα άρθρα 360 επ. του ν. 4412/2016 (Α΄ 147).
-
Π.Δ. 42/2017 «Τροποποίηση του π.δ 56/2016 (Α΄ 91) «Φοίτηση και Αξιολόγηση των μαθητών του Επαγγελματικού Λυκείου (ΕΠΑ.Λ.)»» (Α΄ 68/15-5-2017)
-
Π.Δ. 45/2017 «Οργανισμός Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Αεροπορίας (Σ.Μ.Υ.Α)» (Α΄ 70/19-5-2017)
-
Υπ’ αριθμ. πρωτοκ. 231/12.1.2017 Απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής «Για την τροποποίηση διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής – Μέρος Κοινοβουλευτικό (ΦΕΚ 106 Α΄/24.6.1987) και Μέρος Β΄ (ΦΕΚ 51 Α΄/10.4.1997), όπως ισχύουν» (Α΄ 3/20-01-2017)
-
619/146296/29-12-2016 Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης – Οικονομικών – Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Κανονισμός Κρατικών Οικονομικών Ενισχύσεων» (Β΄ 4562/30.12.2016)
-
Φ.80000/οίκ.60871/16291/2-1-2017 Απόφαση Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Παύση από 1-1-2017 της λειτουργίας των εντασσομένων στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών» (Β΄ 3/5-1-2017)
-
126856/30-12-2016 Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Ορισμός αρμόδιων φορέων για την παρακολούθηση της ποιότητας των θαλάσσιων υδάτων και καθορισμός των υποχρεώσεών τους, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 (περ. στ) του ν. 3983/2011 (Α΄ 144)» (Β΄ 11/11-1-2017)
-
Δ. ΟΡΓ. Α 1001512 ΕΞ 2017/5-1-2017 Απόφαση Διοικητή Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε όργανα Κεντρικών, Ειδικών Αποκεντρωμένων και Περιφερειακών Υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), εξουσιοδότηση υπογραφής σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων και Προϊσταμένους ή Υπευθύνους Αυτοτελών Υπηρεσιών, καθώς και ορισμός Δευτερευόντων Διατακτών Υπηρεσιών αυτής» (Β΄ 12/11-1-2017)
-
οικ. 63891/5427/30-12-2016 απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Κύρωση της απόφασης έγκρισης του Περιφερειακού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ) της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας» (Β΄ 31/16-1-2017)
-
ΠΟΛ 1006/16-1-2017 «Καθορισμός του τρόπου, της διαδικασίας υποβολής δηλώσεων και ρύθμιση λοιπών θεμάτων εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του Μέρους Πέμπτου «Οικειοθελής Αποκάλυψη Φορολογητέας Ύλης Παρελθόντων Ετών» (άρθρα 57-61) του ν. 4446/2016 (Α΄ 240)» (Β΄ 43/17-1-2017)
-
61621/Δ5.2643/30-12-2016 Απόφαση της Αναπληρώτριας Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Τήρηση και λειτουργία του Γενικού Μητρώου Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας του ν. 4430/2016 (ΦΕΚ 205/Α/31.10.2016) «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της και άλλες διατάξεις»» (Β΄ 56/18-1-2017)
-
395/2016 Απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας «Κώδικας διαχείρισης του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ)» (Β΄ 78/20-1-2017)
-
4742/16-1-2017 Απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης «Καθορισμός της διαδικασίας, των δικαιολογητικών και κάθε άλλης αναγκαίας ρύθμισης, για τη χορήγηση πρόσθετης παράτασης της προθεσμίας ολοκλήρωσης για δεκαπέντε (15) επιπλέον μήνες, στα επενδυτικά σχέδια που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3299/2004» (Β΄ 86/20-1-2017)
-
151345/167/19-1-2017 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Τροποποίηση ρυθμιστικής απόφασης για τη θήρα» (Β΄ 89/20-1-2017)
-
οικ.4402/88/23-1-2017 Απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων Υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών Νικόλαου Μαυραγάνη» (Β΄ 127/24-1-2017)
-
Γ.Δ.5οικ.2961-10/24-1-2017 Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών – Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης – Οικονομικών «Καθορισμός των όρων και των προϋποθέσεων εφαρμογής του προγράμματος Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης» (Β΄ 128/24-1-2017)
-
242/2/17.01.2017 Απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων «Τροποποίηση απόφασης ρύθμισης θεμάτων Κανονισμού Παιγνίων με τίτλο “Κανονισμός Πρακτόρων της ΟΠΑΠ Α.Ε.”» (Β΄ 158/25-1-2017)
-
74088 Φ.700.8 Πυροσβεστική Διάταξη 8/2016 «Μέτρα και μέσα πυροπροστασίας εμπορικών καταστημάτων» (Β΄ 165/26-1-2017)
-
2585/25-1-2017 Απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών «Κατανομή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης έτους 2017 (α΄ δόση) στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς πολιτικών κομμάτων» (Β΄ 179/26-1-2017)
-
Φ12/9691/Δ4/20-1-2017 απόφαση του Υφυπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Χορήγηση αντιστοιχίας επαγγελματικών δικαιωμάτων των κατόχων τίτλων ειδικοτήτων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα κατόχων αντίστοιχων τίτλων ειδικοτήτων προϋφιστάμενων αντίστοιχων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης που έχουν ήδη απονεμηθεί με προεδρικά διατάγματα: α) του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2009/1992 (Α΄ 18) και β) του άρθρου 4 παρ. 9 του ν. 3879/2010 (Α΄ 163), καθώς και γ) με την, κατά περίπτωση, κατά το χρόνο κτήσης του τίτλου, ισχύουσα νομοθεσία εκάστου καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργείου» (Β΄ 210/30-1-2017).
-
Φ.122.1/6/14241/Ζ2/27-1-2017 Απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «α) Διαδικασία συγκρότησης των εκλεκτορικών σωμάτων των Α.Ε.Ι., ρύθμιση θεμάτων εκλογής και εξέλιξης καθηγητών και υπηρετούντων λεκτόρων, ανανέωσης και μονιμοποίησης των επί θητεία επίκουρων καθηγητών, ελέγχου νομιμότητας των διαδικασιών αυτών και άλλων θεμάτων σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 4009/2011 (Α΄ 195), όπως ισχύει, και του άρθρου 4 του ν. 4405/2016 (Α΄ 129). β) Ανάπτυξη και λειτουργία ηλεκτρονικού συστήματος ολοκληρωμένης διαχείρισης διαδικασιών εκλογής και εξέλιξης καθηγητών και υπηρετούντων λεκτόρων, ανανέωσης και μονιμοποίησης των επί θητεία επίκουρων καθηγητών, καθώς και κατάρτισης και τήρησης μητρώων εσωτερικών και εξωτερικών μελών» (Β΄ 225/31-1-2017).
-
73/24-1-2017 απόφαση της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής «Κώδικας Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής» (Β΄ 293/7-2-2017)
-
3462/2/26-1-2017 Απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Μορφή, περιεχόμενο και χρήση τυποποιημένων χειρόγραφων εντύπων και ηλεκτρονικών εφαρμογών Δελτίων Ελέγχου Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.)» (Β΄ 344/8-2-2017)
-
151585/323/3-2-2017 Απόφαση των Αναπληρωτών Υπουργών Οικονομικών – Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Καθορισμός ειδικού τέλους για την άσκηση αντιρρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3889/2010 (ΦΕΚ 182 Α΄) κατά του περιεχομένου αναρτημένου δασικού χάρτη» (Β΄ 347/8-2-2017)
-
17730/13-2-2017 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης «Ρυθμίσεις ειδικότερων λεπτομερειών σχετικά με τη διενέργεια ελέγχου και τον τρόπο επιβολής προστίμου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, κατά τη διαπίστωση της παράβασης σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 66 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240)» (Β΄ 453/16-2-2017). Αφορά τον τρόπο διενέργειας ελέγχου και επιβολής προστίμου για την παράβαση της μη ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την αποδοχή καρτών και μέσων πληρωμής του συστήματος καρτών πληρωμής
-
589/2016 Απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας «Έγκριση Κώδικα Διαχείρισης Δικτύου Διανομής Φυσικού Αερίου σύμφωνα με το άρθρο 80 παρ. 8 του ν. 4001/2011» (Β΄ 487/20-2-2017)
-
26385/16-2-2017 Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης – Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων – Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης – Οικονομικών «Πλαίσιο Ποιότητας Μαθητείας» (Β΄ 491/20-2-2017)
-
ΔΕΦΚΦ Γ1019140 ΕΞ 2017 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών – Υποδομών και Μεταφορών «Όροι και προϋποθέσεις αναλογικής καταβολής του τέλους ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων που παραλαμβάνονται με χρηματοδοτική μίσθωση ή μίσθωση ή επιστροφής αυτού και ρύθμιση θεμάτων ταξινόμησης» (Β΄ 502/20-2-2017)
-
191/8-2-2017 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ESM» (Β΄ 543/22-2-2017)
-
ΠΟΛ: 1025/21-2-2017 «Τύπος και περιεχόμενο της βεβαίωσης αποδοχών ή συντάξεων, της βεβαίωσης των αμοιβών από επιχειρηματική δραστηριότητα και της βεβαίωσης εισοδημάτων από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα καθώς και υποβολή αυτών με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου για το φορολογικό έτος 2016» (Β΄ 618/28-2-2017)
-
799/9/16-2-2017 Απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων «Τροποποίηση της υπ’ αριθμ. 721/2/12-6-2014 απόφασης της ΕΕΤΤ «Κανονισμός Όρων Χρήσης Μεμονωμένων Ραδιοσυχνοτήτων ή Ζωνών Ραδιοσυχνοτήτων» (ΦΕΚ 1713/B/26-6-2014)» (Β΄ 717/08.03.2017 )
-
1030/3-3-2017 Απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Τύπος και περιεχόμενο των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2016 των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων του άρθρου 45 του ν. 4172/2013 και καθορισμός δικαιολογητικών που υποβάλλονται μ’ αυτές – Υποβολή με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων του άρθρου 45 του ν. 4172/2013» (Β΄ 720/08.03.2017)
-
ΠΟΛ:1034/7-3-2017 «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογικού έτους 2016, των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που υποβάλλονται με αυτή» (Β΄ 759/09.03.2017 )
-
419/18559/17-2-2017 Απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών – Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Καθορισμός λεπτομερειών εφαρμογής των Καν(ΕΕ) 1144/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, του κατ’ εξουσιοδότηση Καν(ΕΕ) 2015/1829 της Επιτροπής και του εκτελεστικού Καν(ΕΕ) 2015/1831 της Επιτροπής, σχετικά με τις ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά και σε τρίτες χώρες» (Β΄ 855/16.03.2017)
-
οικ.11258/6-3-2017 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Εξειδίκευση περιεχομένου Περιφερειακών Σχεδίων για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ), σύμφωνα με το άρθρο 43 του ν. 4414/2016 (Α΄ 149)» (Β΄ 873/16.03.2017)
-
ΔΝΣγ/οικ 15299/ΦΝ 466/2-3-2017 Απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών «Κεντρικό Ηλεκτρονικό Σύστημα Κληρώσεων για Δημόσιες Συμβάσεις έργων, μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών» (Β΄ 900/17.03.2017)
-
31637/15-3-2017 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης «Πρότυπα καταστατικά για τις εταιρικές μορφές Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., O.E. και Ε.Ε.» (Β΄ 928/20.03.2017)
-
801/8/2-3-2017 Απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων «Κανονισμός Διαχείρισης Φάσματος και Έγχυσης Ισχύος στο Δίκτυο Πρόσβασης» (Β΄ 1015/24.03.2017)
-
Δ.Σ.Σ. Α 1045585 ΕΞ 2017 Απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Στρατηγικό Σχέδιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» (Β΄ 1053/27.03.2017)
-
οικ. 32790/392/Φ.15/17-3-2017 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης «Απλούστευση πλαισίου άσκησης μεταποιητικών και συναφών δραστηριοτήτων τροφίμων και ποτών και προτυποποίηση των διοικητικών διαδικασιών γνωστοποίησης λειτουργίας» (Β΄ 1061/28.03.2017)
-
149/2017 Απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας «Τροποποίηση του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας ως προς τη Μεθοδολογία υπολογισμού του εσόδου του Υπολογαριασμού Αγοράς του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ» (Β΄ 1093/30.03.2017)
-
ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΠΚΑΧΜΑΕ/Φ55/9022/4/54173/2922/956/21-3-2017 Απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού «Καθορισμός αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και ιστορικών τόπων ανά την επικράτεια που εξαιρούνται της παραχώρησης της απλής χρήσης αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης μεγάλων λιμνών και πλεύσιμων ποταμών για την άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τους λουόμενους ή την αναψυχή του κοινού (άρθρο 13 του ν. 2971/2001)» (Β΄ 1100/30.03.2017)
-
129/2016 Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης – Οικονομικών «Απορρυπαντικά και ειδική άδεια λειτουργίας μονάδας παραγωγής ή/και συσκευασίας απορρυπαντικών και προϊόντων καθαρισμού» (Β΄ 1138/31.03.2017)
-
Δ22/οικ.11828/293/13-3-2017 Απόφαση της Αναπληρώτριας Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Καθορισμός προϋποθέσεων για άδεια ίδρυσης και λειτουργίας Μονάδων Φροντίδας, Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης (Βρεφικών – Παιδικών – Βρεφονηπιακών Σταθμών, Μονάδων Απασχόλησης βρεφών και νηπίων) από φορείς Ιδιωτικού Δικαίου, κερδοσκοπικού και μη χαρακτήρα» (Β΄ 1157/04.04.2017)
-
ΠΟΛ. 1049/28-3-2017 «Ρύθμιση ζητημάτων σχετικά με τη Διαδικασία Αμοιβαίου Διακανονισμού σύμφωνα με τις διμερείς Συμβάσεις για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας του Εισοδήματος» (Β΄ 235/07.04.2017)
-
174063/28-3-2017 Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Κανονισμός Λειτουργίας Καθεστώτος Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης» (Β΄ 1242/11.04.2017)
-
253/3/30-3-2017 Απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Ελέγχου Παιγνίων «Κατάταξη των παραβάσεων της με αριθμό 130/2/18.11.2014 (B΄ 3225) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο: «Ρύθμιση Θεμάτων Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Ηλεκτρονικών Τεχνικών – Ψυχαγωγικών Παιγνίων με Παιγνιομηχανήματα», όπως ισχύει, σε Κατηγορίες Σημαντικότητας, δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 13 της με αριθμό 245/2/2.2.2017 (Β΄ 811) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π.» (Β΄ 1388/24.04.2017)
-
253/2/30.03.2017 Απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Ελέγχου Παιγνίων «Κατάταξη των παραβάσεων του Κανονισμού Διοικητικού Ελέγχου και Εποπτείας της Λειτουργίας των Καζίνο [αρ. Τ/6736/2003 (Β΄ 929) υπουργική απόφαση], σε Κατηγορίες Σημαντικότητας, δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 13 της με αριθμό 245/2/02.02.2017 (Β΄ 811) απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π.» (Β΄ 1389/24.04.2017)
-
64379/Δ2/18-4-2017 Απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Λειτουργία Μουσικών Σχολείων» (Β΄ 1405/25.04.2017)
-
18485/10-4-2017 Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών – Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Καθορισμός των κατηγοριών και των προδιαγραφών των Πράσινων Σημείων (ΠΣ), των Κέντρων Ανακύκλωσης, Εκπαίδευσης και Διαλογής στην Πηγή (ΚΑΕΔΙΣΠ), των Γωνιών Ανακύκλωσης (ΓΑ) και των Κινητών Πράσινων Σημείων (ΚΙΠΣ), σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4042/2012, όπως ισχύει» (Β΄ 1412/26.04.2017)
-
Κ1/65286/20-4-2017 Απόφαση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων – Οικονομικών «Τροποποίηση της αριθμ. 2944/2014 Κ.Υ.Α. «Σύστημα Πιστοποίησης Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης των αποφοίτων των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) και των Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης (Σ.Ε.Κ.)»» (Β΄ 1508/03.05.2017 )
-
151274/2016/0092/6-2-2017 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Χορήγηση προκαταβολής σύνταξης στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, που αποχωρούν από την Υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης» (Β΄ 1519/04.05.2017)
-
7001/2/1478-μβ΄/20-4-2017 Απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας «Καθορισμός τοπικής αρμοδιότητας περιφερειακών Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας» (Β΄ 1540/04.05.2017)
-
ΑΠΕΗΛ/Α/Φ1/οικ.175067/19-4-2017 Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών από αυτοπαραγωγούς με εφαρμογή ενεργειακού συμψηφισμού ή εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού σύμφωνα με το άρθρο 14Α του ν. 3468/2006, όπως ισχύει» (Β΄ 1547/05.05.2017)
-
239/2017 Απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας «Τροποποίηση του Κώδικα Διαχείρισης του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου» (Β΄ 1549/05.05.2017)
-
20303/383/4-5-2017 Απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης – Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής «Εθνικό Μητρώο Φορτοεκφορτωτών (Ε.Μ.Φ) – Οργάνωση, Λειτουργία και Καθορισμός Δικαιολογητικών Εγγραφής» (Β΄ 1623/11.05.2017)
-
ΔΔΠ0007378/0454ΒΕΞ2017/11-5-2017 Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών – Οικονομικών – Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Καθορισμός όρων, προϋποθέσεων, τεχνικών θεμάτων, αναγκαίων λεπτομερειών και διαδικασίας για την παραχώρηση απλής χρήσης αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης μεγάλων λιμνών και πλεύσιμων ποταμών» (Β΄ 1636/12.05.2017)
-
346/2017 Απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας «Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΦΕΚ Β΄ 103/31.01.2012) και του Εγχειριδίου Εκκαθάρισης Αγοράς αναφορικά με το Μεταβατικό Μηχανισμό Αποζημίωσης Ευελιξίας και την εφαρμογή Μεθοδολογίας επιβολής κυρώσεων» (Β΄ 1655/15.05.2017)
-
Δ.Σ.Σ. Α 1067278 ΕΞ 2017 Απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Επιχειρησιακό Σχέδιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) για το έτος 2017» (Β΄ 1661/15.05.2017)
-
53346/645/Φ.61/10-5-2017 Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης – Περιβάλλοντος και Ενέργειας – Υποδομών και Μεταφορών «Καθορισμός της διαδικασίας εγκατάστασης και λειτουργίας των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής (Κ.Α.Δ.), σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 4302/2014 (Α΄ 225), και λοιπών συναφών θεμάτων» (Β΄ 1668/16.05.2017)
-
58/2017 Απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής «Έγκριση του Επικαιροποιημένου Σχεδίου Εφαρμογής Δημοπρασιών ΝΟΜΕ» (Β΄ 1690/16.05.2017)
-
Φ.ΕΦΚΑ/οικ.22424/861/16-5-2017 Απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Β΄ 1720/18.05.2017)
-
16228/17-5-2017 Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών – Οικονομίας και Ανάπτυξης – Υγείας – Πολιτισμού και Αθλητισμού – Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Απλούστευση και προτυποποίηση των διοικητικών διαδικασιών γνωστοποίησης λειτουργίας Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος, Θεάτρων και Κινηματογράφων» (Β΄ 1723/18.05.2017)
-
8592/17-5-2017 Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης – Τουρισμού «Απλούστευση της διαδικασίας έναρξης λειτουργίας τουριστικών καταλυμάτων» (Β΄ 1750/19.05.2017)
-
135275/19-5-2017 Απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων «Έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέθοδος και διαδικασίες για την ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του» (Β΄ 1751/22.05.2017)
-
Γ3γ/37400/19-5-2017 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας «Επιτρεπόμενα όρια δαπανών του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) για παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας από συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους και για παροχή ιατροτεχνολογικών προϊόντων και συμπληρωμάτων ειδικής διατροφής από συμβεβλημένους με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. κατασκευαστές, εισαγωγείς, διανομείς/προμηθευτές, έτους 2017» (Β΄ 1752/22.05.2017)
-
118/19.5.2017 Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος «Πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 4354/2015 – Αντικατάσταση της ΠΕΕ 95/ 27.5.2016» (Β΄ 1764/22.05.2017)
-
28761/19-5-2017 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Διαφάνειας «Κανονισμός λειτουργίας της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας» (Β΄ 1779/23.05.2017)
-
57654/22-5-2017 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης «Ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων λειτουργίας και διαχείρισης του Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ) του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης» (Β΄ 1781/23.05.2017)
-
156586/2798/19-5-2017 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Καθορισμός του τρόπου και της διαδικασίας χορήγησης της έγκρισης γεωργικής εκμετάλλευσης, των απαιτούμενων δικαιολογητικών, των υποχρεώσεων του δικαιούχου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων 47 και 47Β του ν. 998/1979 όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 και το άρθρο 12 του ν. 4315/2014 αντίστοιχα και τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 2 και 4 του ν. 4467/2017» (Β΄ 1782/23-5-2017)
-
2263.1-7/36286/2017 Απόφαση των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων Εξωτερικών – Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής «Αποδοχή Τροποποιήσεων στο Παράρτημα του Πρωτοκόλλου 1997 για την Τροποποίηση της Διεθνούς Σύμβασης για την Πρόληψη της Ρύπανσης από πλοία, 1973, όπως Τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1978 που σχετίζεται με αυτή – Τροποποιήσεις στο Παράρτημα VI της Δ.Σ. MARPOL (Σύστημα συλλογής δεδομένων για την κατανάλωση καυσίμου πλοίου)» (Β΄ 1814/25.05.2017)
-
232/1/19.5.2017 Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος «Κανονισμός εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το ν. 4364/2016, Μέρος Τέταρτο, Κεφάλαιο Γ΄» (Β΄ 1815/25.05.2017)
-
2263.1-6/36291/2017 Απόφαση των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων Εξωτερικών – Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής «Αποδοχή τροποποιήσεων στο Παράρτημα της Διεθνούς Σύμβασης για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία, 1973, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1978 που σχετίζεται με αυτή – Τροποποιήσεις στο Παράρτημα V της Δ.Σ. MARPOL (Επιβλαβείς Ουσίες για το Θαλάσσιο Περιβάλλον και Υπόδειγμα του Βιβλίου Απορριμμάτων)» (Β΄ 1846/26.05.2017)
-
37152/2620/23-5-2017 Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης – Υποδομών και Μεταφορών «Τροποποίηση της υπ’ αριθμ. Α-33824/2683/30-09-2004 (Β΄ 1514) κοινής υπουργικής απόφασης σχετικά με τα έγγραφα κυκλοφορίας οχημάτων όπως θεσπίστηκαν με την οδηγία 1999/37/ΕΚ, για την ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της οδηγίας 2014/46/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014» (Β΄ 1849/26.05.2017)
-
41756οικ./26-5-2017 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Διενέργεια πλειστηριασμού με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων» (Β΄ 1884/30.5.2017)
VI. Αρθρογραφία
Αγγελόπουλος Ε.: Αδειοδότηση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών: Εκφάνσεις δικαίου ανταγωνισμού και εργατικού δικαίου, ΔιΜΕΕ τχ 4/2016
Ακτύπης Σ.-Η.: Οι πρόσφυγες στο «κατώφλι» της ΕΕ. Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα «υπό διαπραγμάτευση», ΔτΑ τχ 70/2016
Αλεξοπούλου Κ.: Κυρώσεις για παραβίαση προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ΕφημΔΔ τχ 5/2016
Αλεξοπούλου Μ.: Ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας: Προσδιορισμός των νομικών εννοιών, ΘΠΔΔ τχ 1/2017
Αληφαντής Γ.: Φορολογία μερισμάτων Ευρωπαϊκών Ομίλων, Λογιστής τχ 734/2017
Αναγνωσταράς Γ.: Θεμελιώδη δικαιώματα και ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: ο έμμεσος διάλογος του Δικαστηρίου της ΕΕ με το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, ΕφημΔΔ τχ 5/2016
Αργυρός Α.: Έξι χρόνια «Δικαίου της Ανάγκης», ΝοΒ τχ 10/2016
Αργυρός Α.: Η έκταση της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης στο ακυρωτικό αποτέλεσμα δικαστικών αποφάσεων του ΣτΕ ή του διοικητικού εφετείου, ΔιΔικ τχ 6/2016
Βαρβέρης Α.: Το «ηλεκτρονικό έγγραφο» στο ευρωπαϊκό δίκαιο και η σημασία της ηλεκτρονικής υπογραφής, ΔιΜΕΕ τχ 4/2016
Γέροντας Απ.: Το όριο ηλικίας των δικαστών, ΕφημΔΔ τχ 6/2016
Δούβλη Μ.: Η ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων. Θεσμικό πλαίσιο. Μεταβολές και Προοπτικές ενόψει ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης, ΕλλΔνη τχ 6/2016
Δουδωνής Π.: Το Brexit, η απόφαση Miller του Supreme Court και η αγγλική συνταγματική ιδιαιτερότητα, ΕφημΔΔ τχ 6/2016
Δούλη Μ.: Συνταγματικό Χρονικό 2016 – Ανασκόπηση στα σημαντικότερα γεγονότα που επηρέασαν τον δημόσιο βίο στην Ελλάδα, ΕΔΔΔ τχ 1/2017
Ζερδελής Δ.: Ο χρόνος εργασίας στην εποχή της ψηφιακής εργασίας, ΔΕΕ τχ 1/2017
Θεοχάρη Α. / Μπουλταδάκη Δ.: Η αρχή της ne bis in idem στο πεδίο των διοικητικών κυρώσεων, ΘΠΔΔ τχ 12/2016
Καϊδατζής Α.: Η διάκριση συντακτικής και συντεταγμένων εξουσιών, μέσα από ένα επεισόδιο μεταξύ εθνοσυνέλευσης και Θ. Κολοκοτρώνη το 1823, Αρμ τχ 11/2016
Καλαμπαλίκη Α.: Μια νέα Οδηγία κατά της Φοροαποφυγής: Η Ευρωπαϊκή Ένωση ένα βήμα πιο κοντά στην αντιμετώπιση της BEPS, ΘΠΔΔ τχ 2/2017
Κατρούγκαλος Γ.: Ο φόβος των συνταγματολόγων μπροστά στο δημοψήφισμα, ΕΔΔΔ τχ 1/2017
Κέφης Χρ.: Απόπειραερμηνείαςτων διατάξεων περί παραγραφής, με τους ν. 2238/1994 και 4174/2013, ΦορΕπιθ τχ 802/2017
Κορκίδης Β. / Δημητρίου Δ.: Εξωδικαστικός Συμβιβασμός: Μηχανισμός διάσωσης ή αποκλεισμού επιχειρήσεων; Πως τα κριτήρια υπαγωγής και βιωσιμότητας αφήνουν «εκτός νυμφώνος» χιλιάδες ΜμΕ, Epsilon τχ 3/2017
Κουβαράς Η.: Η νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ υπαγορεύει μεταβολές στο εγχώριο σύστημα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της Διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις; ΔτΑ τχ 70/2016
Κουβαράς Η.: Ν 4446/2016: Μια πρώτη παρουσίαση των διατάξεων για τη διοικητική δίκη, ΘΠΔΔ τχ 1/2017
Κουσκουνά Μ.: Ο χώρος Σένγκεν και η προσφυγική κρίση, ΔτΑ τχ 70/2016
Κουτσόλαμπρος Α.: Ο Ν. 4387/16 και οι έμμισθοι δικηγόροι. Οι δικηγόροι που απασχολούνται με τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Πρακτικά ζητήματα εφαρμογής, ΕΔΚΑ τχ 4/2016
Κρεμαλής Κ.: Μισθωτοί και «μπλοκάκια», Επιθ.ΙΚΑ.Ασφ.&Εργ.Δικ. τχ 601/2017
Κωνσταντινίδου Δ.: Το ενωσιακό και βρετανικό συνταγματικό νομικό πλαίσιο της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, ΕΕΕυρΔ τχ 4/2016
Λαζαρέτου Θ. / Αντωναρόπουλος Ν. / Κρινής Β.: Η φορολόγηση των εισοδημάτων από αποταμιεύσεις – Από την Οδηγία 2003/48/ΕΚ στην Οδηγία 2014/107/ΕΕ, ΔΕΕ τχ 1/2017
Λαϊνιώτη Α.: Η αρχή ne bis in idem και η ελληνική πραγματικότητα, ΘΠΔΔ τχ 12/2016
Λεβέντης Γ.: Σύμβαση έργου που υποκρύπτει δανεισμό εργαζομένων, ΔΕΝ τχ 1707/2017
Λεοντάρης Μ.: Η αλήθεια για το ασφαλιστικό, Λογιστής τχ 731/2017
Λιόλιος Α.: Τα πρόστιμα του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας για τις παραβάσεις του Φ.Π.Α., μετά τον Ν. 4410/2016 και η Probatio diavolica της σώρευσης προστίμων, Epsilon τχ 1/2017
Μάλλιου Α.: Η έννοια των «συμπληρωματικών στοιχείων» σε περιπτώσεις φορολογικού καταλογισμού εισοδήματος, με βάση πιστωτικές τραπεζικές κινήσεις. Οι προϋποθέσεις παρέκτασης της πενταετούς βασικής παραγραφής σε δεκαετή, ΔΦΝ τχ 1599/2017
Μάλλιου Α.: Η μείωση της φορολογίας στην επιχειρηματική δραστηριότητα, μοχλός εγχώριας ανάπτυξης; Η περίπτωση των ΗΠΑ, ΔΦΝ τχ 1604/2017
Μαρίνος Μ.-Θ.: Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και δίκαιο των συμβάσεων (Παρατηρήσεις με αφορμή την απόφαση ΔΕΕ από 16.4.2015, C-388/13), ΕλλΔνη τχ 6/2016
Μέντης Γρ.: Η εξουσία του δικαστηρίου για τον έλεγχο της νομικής πλημμελείας και την εφαρμογή της επιεικεστέρας διατάξεως στις φορολογικές διαφορές. Η περίπτωση της παράβασης της λήψης και καταχώρισης εικονικού τιμολογίου με αφορμή τη ΣτΕ 1545/2016, ΔιΔικ τχ 6/2016
Μεταξάς Α.: Η συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο και το Σύνταγμα της διά κανονιστικής πράξης περιστολής της ευχέρειας αλλαγής προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας (client switching), ΕφημΔΔ τχ 5/2016
Μπάκαβου Μ.: Μεταφορά ασφαλιστικών δικαιωμάτων στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συστήματα, ΘΠΔΔ τχ 12/2016
Μπλίτσα Δ. / Παπαθανασίου Ι. / Σαλμανλή Μ.: Δικαστικοί Λειτουργοί και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης: Διαχείριση των Κινδύνων, ΘΠΔΔ τχ 12/2016
Μπουκουβάλα Β.: Οι δικονομικές μεταρρυθμίσεις που τέθηκαν στην άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 και η επιρροή τους στα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα, ΕφημΔΔ τχ 5/2016
Νασόπουλος Α.: Κέρδος επιχειρηματικής δραστηριότητας και εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες (Άρθρα 21-22 Ν. 4172/2013), Epsilon τχ 3/2017
Νασόπουλος Τ.: Ανάγκη επαναφοράς του άρθρου 70 του Ν. 2238/94 με κατάργηση της ενδικοφανούς προσφυγής, Λογιστής τχ 733/2017
Νασόπουλος Τ.: Η παραγραφή των φορολογικών διαφορών, Λογιστής τχ 731/2017
Παλαιτσάκης Γ.: Οι 8 νόμιμοι τρόποι για να αποφύγετε τα τεκμήρια της Εφορίας, Λογιστής τχ 734/2017
Παναγοπούλου – Κουτνατζή Φ.: Η βιοπεριβαλλοντική και ηθική προσέγγιση της απελευθερώσεως γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ), ΔτΑ τχ 70/2016
Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ.: Η εξέλιξη του δικαιώματος στη λήθη (περί λήθης της λήθης;), ΕφημΔΔ τχ 6/2016
Πανάγος Θ.-Κ.: Απελευθέρωση της λιανικής αγοράς φυσικού αερίου, ΕΕΕυρΔ τχ 4/2016
Παπαβασιλείου Β.: Πότε χαρακτηρίζεται μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών, Epsilon τχ 3/2017
Παπαγεωργίου Κ.: Δημόσια Κτήματα και Εκκλησιαστική Περιουσία στη Λευκάδα – Με αφορμή την απόφαση του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος 156/2014, ΘΠΔΔ τχ 1/2017
Παπαγιάννης Ν.: Διαφορές Λογιστικής – Φορολογικής Βάσης, Epsilon τχ 3/2017
Παπαγιάννης Ν.: Η αρχή του δεδουλευμένου από λογιστική και φορολογική σκοπιά, Epsilon τχ 1/2017
Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη Π.: Ζητήματα συνταγματικότητας από τον υπολογισμό των εισφορών με βάση το άρθρο 39 Ν. 4387/16, ΕΔΚΑ τχ 4/2016
Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη Π.: Ο επανυπολογισμός των επικουρικών συντάξεων, ΘΠΔΔ τχ 12/2016
Παπαχρήστος Δ.: Διευρωπαϊκά Ενεργειακά Δίκτυα, ΕΕΕυρΔ τχ 4/2016
Παππάς Ν.: Καθεστώς τηλεοπτικών αδειών. Ένα αρρύθμιστο πεδίο δραστηριότητας με τις ευλογίες του νομοθέτη; ΕΔΔΔ τχ 1/2017
Παυλόπουλος Πρ.: Νομική φύση και έννομες συνέπειες της σύμπραξης των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο σύναψης μνημονίων. Σχολιασμός των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Pringle» (C-370/12) και «Ledra Advertising Ltd κ.λπ.» (C-8/15P), ΕφημΔΔ τχ 5/2016
Πικραμένος Μ.: Προσανατολισμοί για ένα σύγχρονο, ανοιχτό και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, ΘΠΔΔ τχ 3-4/2017
Πολίτης Χ. / Γεραπετρίτης Γ. / Δελλής Γ.: Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης, ΘΠΔΔ τχ 12/2016
Ράμμος Χ.: Τα Μονοπάτια του Ευρωπαϊκού Συνταγματισμού, ΕφημΔΔ τχ 6/2016
Ροζής Θ.: Η διαταγή πληρωμής κατά του δημοσίου από τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια – Συνέπειες από την εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ν. 4329/2015, ΘΠΔΔ τχ 2/2017
Ρόζος Ν.: Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ΘΠΔΔ τχ 3-4/2017
Ρωξάνα Α.: Ζητήματα ευθύνης του κράτους από τη λειτουργία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕΔΚΑ τχ 4/2016
Σαββαΐδου Κ.: Εξελίξεις στις σχέσεις μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικής διοίκησης (δικαιώματα και υποχρεώσεις): ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Φορολογουμένων, ΕφημΔΔ τχ 6/2016
Σαββαΐδου Κ.: Η θέσπιση στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο γενικού κανόνα ενάντια στην καταστρατήγηση των φορολογικών διατάξεων με σκοπό την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, υπό το φως των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων ΔΦΝ τχ 1601/2017 (α΄ μέρος), ΔΦΝ τχ 1602/2017 (β΄ μέρος)
Σαββαΐδου Κ.: Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση φοροδιαφυγής στον τομέα του ΦΠΑ, ΔΕΕ τχ 2/2017
Σαββαΐδου Κ.: Η σύνθεση των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής κορυφαίος παράγων μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας, ΘΠΔΔ τχ 3-4/2017
Σαράντη Β.: Η κατάσταση ανάγκης στο διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου μετά τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η αναβίωση του Carl Schmitt; ΔτΑ τχ 70/2016
Σγουρινάκης Ν. (επιμ.): Η χρηματοδοτική λειτουργία της επιχείρησης και το κόστος των ιδίων κεφαλαίων, ΔΕΕ τχ 2/2017
Σγουρινάκης Ν. (επιμ.): Xρηματοδοτική μίσθωση και αποσβέσεις παγίων, ΔΕΕ τχ 12/2016
Στρατηλάτης Κ.: Η σύσταση εξεταστικών επιτροπών κατά το άρθρο 68 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος, ΘΠΔΔ τχ 1/2017
Σχίζα Ε.: Ζητήματα που ανακύπτουν από το εργατικό ατύχημα υπό την έποψη του Δημοσίου και του Ιδιωτικού Δικαίου, ΔΕΝ τχ 1708/2017
Ταρνανίδου Χ.: Ο Ν 4425/2016 και οι θεσμικές του επιδράσεις στο σύστημα της εγχώριας ενεργειακής αγοράς, ΔΕΕ τχ 2/2017
Τομαράς Δ.: Η αρχή της αμεροληψίας στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ τχ 2/2017
Τριανταφυλλίδης Χ.: Σύνταγμα, δικαστική ανεξαρτησία και αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, ΘΠΔΔ τχ 3-4/2017
Φλογαΐτης Σπ.: Το όριο ηλικίας αποχώρησης από την ενεργό υπηρεσία. Είναι ζήτημα ειδικά των ανώτατων δικαστών; ΕφημΔΔ τχ 6/2016
Χαλκιάς Δ.: Η reformatio in pejus στην ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), ΕΔΚΑ τχ 4/2016
Χασιώτης Π.: Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή φόρων και προστίμων του Κ.Β.Σ., ΕΔΔΔ τχ 1/2017
Χιώλος Κ.: Η υπό του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου άρση της αμφισβητήσεως περί την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου, ΕΔΔΔ τχ 1/2017
Χορομίδης Ι.: Αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ακινήτων – Αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου στην υλοποίηση έργων υποδομής, Αρμ τχ 12/2016
Χριστιανός Β.: Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση: Νομικά ζητήματα, ΔΕΕ τχ 1/2017
Χριστόφορος Π.: Προστασία προσωπικών δεδομένων: θέματα επικαιρότητας, ΕφημΔΔ τχ 6/2016
Χρυσανθάκης Χ.: Ο Ν 4446/2016: προς (μια ήπια) μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δίκης, ΘΠΔΔ τχ 1/2017
Ψαράκης Γ.: Η υπαγωγή δανείων που συνάπτονται στην αλλοδαπή σε τέλος χαρτοσήμου: Η έννοια της «εκτελεστέας στην ημεδαπή» υποχρέωσης, ΔΦΝ τχ 1604/2017
Ψαριανού Τ.: Δυνατότητα καταβολής μειωμένης προκαταβολής φόρου, Λογιστής τχ 734/2017
Jougleux Ph.: Η παραπληροφόρηση στην ψηφιακή εποχή, ΔιΜΕΕ τχ 4/2016
Sacco R.: Το άφωνο δίκαιο, ΕλλΔνη τχ 6/2016
VII. Βιβλιογραφία
Βιβλία που περιήλθαν στη Βιβλιοθήκη του Δικαστηρίου προσφάτως :
Αθανασόπουλος Ε.: Η διάκριση της ιδέας από την μορφή ενός έργου. Συγκριτική μελέτη της “idea/expression dichotomy” υπό την U.S. Copyright Act και τον Ν. 2121/1993, 2017
Βλαχόπουλος Σπ.: Θεμελιώδη δικαιώματα, 2017
Δεμερτζής Κ.: Δημόσιος χαρακτήρας του δικαίου των παιδιών χωρισμένων γονέων (Μέρος I, II), 2016
Μπαλτάς Σ.: Δικαιώματα και θεμελιώδεις υποχρεώσεις του δικηγόρου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, 2016
Πανταζής Ν.: Ειδικό Πειθαρχικό Δίκαιο, 2017
Πανταζής Ν.: Πειθαρχικό Δίκαιο δημοσίων υπαλλήλων, 2015
Παυλίδου Ε.: Η συμμετοχή του τρίτου στη διοικητική δίκη. Παρέμβαση – Τριτανακοπή, 2017
Πικραμένος Μ.: Χωροταξική οργάνωση & διαχείριση χρόνου των δικών στα διοικητικά δικαστήρια. Ευρωπαϊκές δημόσιες πολιτικές για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, 2017
Πυργάκης Δ.: Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 2017
Σκιαδά Α.: Η ενεργητική νομιμοποίηση ως προϋπόθεση του παραδεκτού στην αίτηση ακύρωσης, 2016
Σπυρόπουλος Φ. / Κοντιάδης Ξ. / Ανθόπουλος Χ. / Γεραπετρίτης Γ.:Σύνταγμα. Κατ‘ άρθροερμηνεία, 2017
Bacon K.: European union law of state aid, 2013
Calliess C. / Ruffert M.: Das Verfassungsrecht der Europäischen Union mit Europäischer Grundrechtecharta. Kommentar, 2007
Faure B.: Droit des collectivités territoriales, 2009
Geiger R. / Khan D.-E. / Kotzur M.: Vertrag über die Europäische Union und Vertrag über die Arbeitsweise der Europäischen Union. Kommentar, 2010
Jacquot H. / Priet Fr.: Droit de l’ urbanisme, 2008
Jarass H. / Pieroth B.: Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland, 2012
Kloepfer M. / Kohls M. / Ochsenfahrt V.: Umweltrecht, 2004
Kopp F. / Ramsauer U.: Verwaltungsverfahrensgesetz. Kommentar, 2015
Kopp F. / Schenke W.-R. / Schenke R.-P.: Verwaltungsgerichtsordnung. Kommentar, 2013
Krämer L.: EU Environmental Law, 2012
Meyer-Ladewig J.: Europäische Menschenrechtskonvention. Handkommentar, 2011
Mitsiopoulou S.: Le marché des infrastructures de transport: les aéroports et les ports, 2014
Moore V.: A practical approach to planning law, 2005