ΣτΕ 377/2024 (προστατευτικό καθεστώς παραδοσιακού οικισμού Μονεμβασίας).

Αριθμός 377/2024

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Χρήστος Ντουχάνης, Χριστιάνα Μπολόφη, Σύμβουλοι, Ζωή Θεοδωρικάκου, Θεώνη Κανελλοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γεωργία Σιμάτη.

Για να δικάσει την από 9 Νοεμβρίου 2018 αίτηση:

των: 1. …..και 2….., οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

κατά του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με την Ελένη Χατζούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,

και κατά του παρεμβαίνοντος…., ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Μαρία Κλιβανιώτου , που τη διόρισε στο ακροατήριο.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΒΜΑΧΜΑΕ/297672/213426/3967/1586/ 20.6.2018 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Θεώνης Κανελλοπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του παρεμβαίνοντος, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου 244057242959 0114 0010/2018).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώνεται με το παραδεκτώς κατατεθέν 784/24.11.2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΒΜΑΧΜΑΕ/297672/ 213426/3967/1586/20.6.2018 αποφάσεως της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού με την οποία: 1. Δεν εγκρίθηκε η αρχιτεκτονική μελέτη για εργασίες επισκευής υφιστάμενης οικίας και για την αποκατάσταση της β΄ στάθμης του δυτικού κτιρίου σε ακίνητο, το οποίο φέρεται ότι ανήκει σε όμορη των αιτούντων ιδιοκτησία, εντός του αρχαιολογικού χώρου της Μονεμβασίας. 2. Εγκρίθηκε η αντικατάσταση μόνο των υφιστάμενων στεγών (δυτικού και ανατολικού κτιρίου) στο εν λόγω ακίνητο στην ίδια μορφή και διαστάσεις με τις υπάρχουσες.

3. Επειδή, οι αιτούντες, προκειμένου να στηρίξουν το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, ισχυρίζονται ότι ως ιδιοκτήτες «παρακείμενων οικιών» υφίστανται βλάβη από την «επί σειρά ετών κατάληψη του δημοσίου δρόμου από το κτίριο» του παρεμβαίνοντος. Επικαλούνται, επίσης, τη συμμετοχή τους στη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης, όπως προκύπτει από τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η οποία μνημονεύεται στο προοίμιο της πράξεως. Όμως, ούτε η επίκληση της ως άνω ιδιότητας ούτε η συμμετοχή στην ως άνω διοικητική διαδικασία προσπορίζουν στους αιτούντες το ελλείπον έννομο συμφέρον για την προσβολή του πρώτου σκέλους της προσβαλλόμενης πράξεως. Αντιθέτως, η επίκληση της ως άνω ιδιότητας, του ισχυρισμού «ότι οι στέγες απομειώνουν ουσιωδώς τη θέα των κατοικιών» τους και η, κατά τα ανωτέρω, συμμετοχή στη διοικητική διαδικασία αρκούν για την κατάφαση του εννόμου συμφέροντος των αιτούντων κατά του δεύτερου σκέλους της προσβαλλομένης πράξεως, που αφορά στην ανακατασκευή των υφιστάμενων στεγών.

4. Επειδή, ο ιδιοκτήτης του επίμαχου ακινήτου, το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει για τη διατήρηση της ισχύος αυτής.

5. Επειδή, κατά την αρχική δικάσιμο της υποθέσεως, την 15.6.2022, ο παρεμβαίνων υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως, συνοδευόμενο από το προβλεπόμενο στο νόμο παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου 508672595952 1115 0095/2022). Το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό και ανέβαλε τότε τη συζήτηση της υποθέσεως. Κατόπιν τούτου, το ως άνω ηλεκτρονικό παράβολο πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 33 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4465/2017 (Α΄ 47) (βλ. ΣτΕ 1169/2020, 661/2019).

6. Επειδή, η Μονεμβασία μαρτυρείται ως οικισμός από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Στην Επάνω και Κάτω Πόλη διασώζεται σημαντικός μνημειακός πλούτος, η Κάτω δε Πόλη είναι ενεργός οικισμός. Ειδικότερα, η νησίδα ή το Κάστρο της Μονεμβασίας έχει κηρυχθεί ως προέχον βυζαντινό μνημείο (β.δ. της 19.4.1921, Α΄ 68 και β.δ. της 25.2.1922, Α΄ 28), ως αρχαιολογικός χώρος και ιστορικό διατηρητέο μνημείο (αποφάσεις του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως 15794/19.12.1961, Β΄ 35 και 1857/12.9.1970, Β΄ 666), ως μνημείο και ως τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών 25309/242/30.10.1971, Β΄ 910). Εξάλλου, η Μονεμβασία περιλαμβάνεται στους οικισμούς, οι οποίοι με το π.δ. της 19.10-13.11.1978 (Δ΄ 594) έχουν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακοί και έχουν καθορισθεί ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων αυτών. Περαιτέρω, ο ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α΄ 153), ο οποίος μνημονεύεται στο προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξεως και ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως αυτής, στο άρθρο 14, υπό τον τίτλο «Αρχαιολογικοί χώροι σε οικισμούς. Οικισμοί που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους», προβλέπει τα εξής: «2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου: α) […], β) η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, εφόσον τεκμηριώνεται η αρχική τους μορφή και δεν εμπίπτουν σε κοινόχρηστο χώρο του οικισμού ή του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, γ) […], δ) η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου, […], ε) η χρήση κτίσματος ή και των ελεύθερων χώρων του, εάν εναρμονίζεται με το χαρακτήρα και τη δομή τους. […]. 6. Μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους που είναι ενεργοί οικισμοί καθορίζονται, με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Πολιτισμού και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του τυχόν άλλου κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά τους περιορισμούς της ιδιοκτησίας, τις χρήσεις γης ή κτιρίων, τους όρους δόμησης ή τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 10 του ως άνω νόμου προβλέπεται ότι «πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου», κατά δε την παρ. 12 του ίδιου άρθρου, «… προκειμένου περί … εκτάσεων πολλαπλώς χαρακτηρισμένων υπερισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον πρόκειται για μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους ή ιστορικούς τόπους». Όπως έχει κριθεί, ενόψει της ειδικής προστασίας που χρήζουν οι μνημειακού χαρακτήρα ενεργοί οικισμοί, για οποιαδήποτε επέμβαση σε κτίσμα που βρίσκεται σε χώρο, ο οποίος φέρει τον ανωτέρω χαρακτηρισμό, απαιτείται άδεια του Υπουργού Πολιτισμού κατόπιν γνώμης του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου. Η εν λόγω άδεια πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τις επιτρεπόμενες εργασίες και τις επιπτώσεις αυτών στο χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου, που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας. Εφόσον δε πρόκειται για αποκατάσταση ή επισκευή κτίσματος πρέπει να τεκμηριώνεται η αρχική μορφή αυτού (πρβλ. ΣτΕ 384/2023, 1808/2016). Εξάλλου, όταν ένας οικισμός εμπίπτει σε καθεστώς πολλαπλής προστασίας, δεσπόζων, κατά το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, είναι ο μνημειακός χαρακτήρας, ο οποίος συνεπάγεται αυξημένο καθεστώς προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 384/2023, 2526/2020 7μ, 1808/2016). Συνεπώς, στην περίπτωση της Μονεμβασίας, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα συγκρότημα μνημειακού χαρακτήρα και παραδοσιακό οικισμό, υπερέχει ο χαρακτηρισμός της ως μνημειακού συγκροτήματος. Περαιτέρω, το ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας του μνημειακού χαρακτήρα οικισμού της Μονεμβασίας, δεν μεταβλήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3082/2002 και εξακολουθεί να ισχύει στο σύνολό του (βλ. ΣτΕ 2526/2020 7μ, 2597, 2598/2019 κ.ά).

7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η ιδιοκτησία του παρεμβαίνοντος ευρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Κάτω Πόλης της Μονεμβασίας. Επί του εν λόγω ακινήτου ευρίσκεται κτίσμα, αποτελούμενο από όγκους κτιρίων, τα οποία σχηματίζουν ένα επίμηκες συγκρότημα, παράλληλα τοποθετημένο στην κλίση του εδάφους. Ανατολικά, χωροθετείται ορθογώνιας κάτοψης κτίριο που καλύπτεται με τετράρριχτη στέγη και αναπτύσσεται σε δύο ανεξάρτητες στάθμες (κτίριο 1). Ανατολικότερα αυτού, στη στάθμη του ισογείου διαμορφώνεται πολυγωνικής κάτοψης χώρος, που καλύπτεται με δώμα. Δυτικά, αναπτύσσεται δεύτερο ορθογώνιο κτίριο, η κάλυψη του οποίου γίνεται με τρίρριχτη στέγη στο κεντρικό τμήμα του και επίπεδα δώματα εκατέρωθεν αυτής (κτίριο 2). Η σημερινή μορφή του ακινήτου είναι αποτέλεσμα ανακατασκευών, δυνάμει των ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/37617/742/4.8.1992, ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/39817/697/29.7.1994 και ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/49708/ 1947/14.10.1998 αποφάσεων του Υπουργείου Πολιτισμού. Το έτος 1993, κατά τη διάρκεια εργασιών αποχωμάτωσης και καθαρισμού των οικοδομικών καταλοίπων όμορης ιδιοκτησίας τρίτου ενδιαφερόμενου αποκαλύφθηκε δρόμος (καλντερίμι), που αποτελούσε τμήμα παλαιότερου πολεοδομικού ιστού του οικισμού της Μονεμβασίας και ο οποίος περνούσε μέσα από την επίμαχη ιδιοκτησία, συνδεόταν δε με…. Μετά ταύτα, με την προαναφερόμενη από έτους 1994 υπουργική απόφαση αναθεωρήθηκε η από έτους 1992 όμοια και εγκρίθηκε η αποκατάσταση της οδού μέσω της δημιουργίας ισογείου κοινοχρήστου χώρου κατά το πρότυπο των μεσαιωνικών διαβατικών. Εν συνεχεία, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) επανεξέτασε τη μελέτη ανακατασκευής της επίμαχης οικίας και κατόπιν αυτοψίας και ομόφωνης γνωμοδότησης εξεδόθη η ως άνω από έτους 1998 υπουργική απόφαση. Με την τελευταία πράξη εγκρίθηκε η ανακατασκευή της επίμαχης οικίας, σύμφωνα με την υποβληθείσα μελέτη, ήτοι τη διατήρηση της υφιστάμενης μορφής της ανακατασκευασμένης οικίας, η οποία είχε ολοκληρωθεί από το έτος 1992 (βλ. το 236728/25.5.2021 έγγραφο απόψεων του Τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιολογικών Χώρων και Μνημείων & Αρχαιολογικών Έργων). Το έτος 2015, ο νέος ιδιοκτήτης και ήδη παρεμβαίνων υπέβαλε μελέτη αποκατάστασης ερειπωμένου τμήματος νότια των προαναφερομένων κτιρίων, την ανέγερση μίας επιπλέον στάθμης στο δυτικό τμήμα του κτιρίου (κτίριο 2) και μικρής κλίμακας εσωτερικές επισκευές και εργασίες στα υφιστάμενα κελύφη. Η μελέτη αυτή, κατόπιν ομόφωνης γνωμοδότησης του ΚΑΣ, έγινε εν μέρει δεκτή για τις επισκευές και εργασίες μικρής κλίμακας και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά (βλ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΒΜΑΧΜΑΕ/8309/4798/195/81/ 13.1.2016). Ο παρεμβαίνων επανήλθε με νέα αρχιτεκτονική μελέτη, σύμφωνα με την οποία, πέραν των επισκευών και εργασιών μικρής κλίμακας, οι οποίες είχαν εγκριθεί το έτος 2016, ζητούσε την ανέγερση μίας στάθμης στο δώμα, που διαμορφώνεται δυτικά του κτιρίου 2 και την κατασκευή νέας τετράρριχτης στέγης αντί της υφιστάμενης τρίρριχτης στο ίδιο κτίριο, η οποία θα περιελάμβανε και το νέο όγκο. Με την προσβαλλόμενη πράξη απορρίφθηκε η νέα πρόταση αποκατάστασης της β΄ στάθμης του κτιρίου, ενώ εγκρίθηκε η αντικατάσταση των υφιστάμενων στεγών στην ίδια μορφή και διαστάσεις με τις υπάρχουσες, αφού υιοθετήθηκε η 18/16.5.2018, κατά πλειοψηφία εκδοθείσα, γνωμοδότηση του ΚΑΣ.

8. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται ότι η οικία του παρεμβαίνοντος αποτελεί κατασκευή, η οποία κτίσθηκε επί καταληφθέντος τμήματος δημοσίας οδού, που προϋπήρχε και με τον τρόπο αυτό έκλεισε. Ειδικότερα, κατά το λόγο αυτό, κατά την οικοδόμηση της επίμαχης οικίας ενώθηκαν δύο χωριστά οικόπεδα εκατέρωθεν του μονοπατιού, που οδηγούσε προς τις οικίες, οι οποίες εν τω μεταξύ έχουν αντικατασταθεί από κτίσματα ιδιοκτησίας των αιτούντων. Πριν από την ανέγερση της επίμαχης οικίας δεν είχε τροποποιηθεί το σχέδιο του οικισμού ούτε είχε αποχαρακτηριστεί η ως άνω οδός. Ως εκ τούτου, κατά το λόγο αυτό, η οικία του παρεμβαίνοντος, η οποία αποτελείται από δύο κτίρια τα οποία ενώνονται από ένα διάδρομο επί του καταληφθέντος τμήματος της οδού, είναι αυθαίρετη. Συναφώς, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη είναι πλημμελής για το λόγο ότι στηρίχθηκε στη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, το οποίο δεν εξέτασε το ζήτημα της νομιμότητας των κατασκευών για τις οποίες είχε ζητηθεί η «επισκευή-αποκατάσταση-αντικατάσταση». Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι αιτούντες παραστάθηκαν ενώπιον του ανωτέρω γνωμοδοτικού οργάνου και προέβαλαν αιτιάσεις για τον παράνομο χαρακτήρα των κατασκευών, λόγω της ανεγέρσεώς των σε επί προϋπάρχουσας οδού. Η έλλειψη νόμιμης αδείας για την ανέγερση των κατασκευών του παρεμβαίνοντος και η κατάληψη δι’ αυτών δημοσίας οδού καθιστά, κατά την αντίληψη των αιτούντων, πλημμελή την προσβαλλόμενη άδεια επισκευής των στεγών.

9. Επειδή, η άδεια ανέγερσης (όπως και η άδεια ανακατασκευής) των ακινήτων, για τα οποία ζητήθηκε από τον παρεμβαίνοντα η επίδικη «επισκευή-αποκατάσταση-αντικατάσταση», καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, εφόσον δεν έχει ανακληθεί διοικητικώς ή ακυρωθεί δικαστικώς και επομένως, δεν δύναται, ως ατομική διοικητική πράξη, να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης (πρβλ. ΣτΕ 384/2023). Συνεπώς, ο διαλαμβανόμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος ακυρώσεως, ερειδόμενος σε ισχυρισμούς περί παρανόμου ανεγέρσεως της οικίας του παρεμβαίνοντος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

10. Επειδή, περαιτέρω, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι είναι αναιτιολόγητη η έγκριση αντικατάστασης των στεγών και των δύο κτιρίων (ανατολικού και δυτικού). Κατά την αντίληψη των αιτούντων, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η αναγκαιότητα αντικατάστασης των στεγών. Εξάλλου, κατά τα προβαλλόμενα, το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης προκύπτει, περαιτέρω, από το γεγονός ότι, ενώ ο παρεμβαίνων είχε ζητήσει την αντικατάσταση της στέγης μόνον στο ανατολικό κτίριο και την κατασκευή νέας (τετράρριχτης αντί τρίρριχτης) στέγης στο δυτικό κτίριο, με την προσβαλλόμενη εγκρίθηκε η αντικατάσταση της στέγης του δυτικού κτιρίου, την οποία ο παρεμβαίνων ουδέποτε ζήτησε. Επίσης, προβάλλεται ότι οι κατασκευές (ανατολικό και δυτικό κτίριο) της οικίας του παρεμβαίνοντος πλήττουν την αισθητική και το τοπίο της ευρύτερης περιοχής του αρχαιολογικού χώρου. Ειδικώς δε οι επίμαχες στέγες απομειώνουν ουσιωδώς τη θέα των κατοικιών των αιτούντων και προκαλούν σοβαρή αισθητική αλλοίωση της συγκεκριμένης περιοχής. Συναφώς, προβάλλεται ότι οι κατασκευές (ανατολικό και δυτικό κτίριο) της οικίας του παρεμβαίνοντος καταπατούν δημόσια-δημοτική οδό, γεγονός που υποβαθμίζει σημαντικά το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής. Για τον ίδιο λόγο οι επίμαχες στέγες επί των κατασκευών αυτών υποβαθμίζουν το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι αυτές δεν ακολουθούν τις παραδοσιακές αναλογίες που συναντώνται στην περιοχή.

11. Επειδή, όπως προκύπτει από την 18/16.5.2018 γνωμοδότηση του ΚΑΣ, που συνοδεύει την προσβαλλόμενη, ο παρεμβαίνων είχε, μεταξύ άλλων, ζητήσει «να κατασκευαστεί νέα τετράρριχτη στέγη αντί της υφιστάμενης τρίρριχτης» στο δυτικό κτίριο (βλ. σελ. 2) και «την αντικατάσταση της στέγης στο ανατολικό κτίριο» (βλ. σελ. 3). Εξάλλου, για την επίδικη έγκριση εξετάστηκε τόσο η μορφή των ήδη υπαρχουσών στεγών όσο και η σχέση αυτών με το «οικιστικό περιβάλλον της Μονεμβασίας» (βλ. σελ. 5, 6, 19, 20). Η συγκεκριμένη δε έγκριση της ανακατασκευής των στεγών με τον όρο της διατήρησης συγκεκριμένου τύπου (τρίρριχτη στέγη) συναρτάται, κατ’ αρχήν, με την εξυπηρέτηση των σκοπών της αρχαιολογικής νομοθεσίας, οι οποίοι, εν προκειμένω, συνίστανται στη διατήρηση αναλλοίωτης της μορφής του οικισμού της Μονεμβασίας, τόσο ως συνόλου όσο και στα επιμέρους τμήματά του και στην ανάδειξη των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία είναι αναγκαία για την αισθητική, ιστορική και μνημειακή φυσιογνωμία της περιοχής (βλ. και την τοποθέτηση μέλους του ΚΑΣ κατά την οποία «η τριγωνική στέγη είναι …ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της Μονεμβασίας, το οποίο εάν, δεν είναι πολλές που έχουν μείνει, εάν φύγουν και αυτά τα στοιχεία, …αλλοιώνεται…είναι χαρακτηριστικές αυτές οι μικρές στέγες οι τρίρριχτες, οι οποίες μπαίνουν κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες και όχι παράλληλα όπως μπαίνουν και τετράρριχτες δεν είχαμε πολλές. Ή τρίρριχτες ήταν ή δίρριχτες» (σελ. 20). Όπως δε προκύπτει από όλο το περιεχόμενο της γνωμοδότησης του ΚΑΣ, η ανάγκη αντικατάστασης των στεγών υπαγορεύτηκε από την ερειπωμένη κατάσταση αυτών. Επομένως, η προσβαλλόμενη έγκριση παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Περαιτέρω, ο λόγος ότι τα επίμαχα κτίρια (ανατολικό και δυτικό) παραβιάζουν την αισθητική της περιοχής και υποβαθμίζουν το περιβάλλον λόγω της καταπάτησης κοινόχρηστης οδού, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι πλήττει τη νομιμότητα των αδειών ανέγερσης και ανακατασκευής των κτιρίων αυτών, οι οποίες έχουν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο. Τέλος, τα προβαλλόμενα ότι οι στέγες υποβαθμίζουν το οικιστικό περιβάλλον είναι επίσης απορριπτέα, δεδομένου ότι πλήττουν αναποδείκτως την ανέλεγκτη εκτίμηση της Διοικήσεως ως προς την υπάρχουσα στην περιοχή πραγματική κατάσταση.

12. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία εγκρίθηκαν οι ανωτέρω παρεμβάσεις είναι ακυρωτέα, διότι δεν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο από την παρ. 6 του άρθρου 14 του ν. 3028/2002, π.δ. περί καθορισμού χρήσεων γης και όρων δόμησης για την περιοχή. Μνημονεύεται, σχετικώς, η με αριθ. 1029/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος), με την οποία κρίθηκε ότι εφόσον δεν έχει εκδοθεί το, κατά το άρθρο 14 παρ. 6 του ν. 3028/2002, προεδρικό διάταγμα καθορισμού χρήσεων γης και όρων δόμησης για την Μονεμβασία είναι ακυρωτέα η πράξη (εκεί προσβαλλόμενη) που επιτρέπει την αλλαγή χρήσεως κτιρίου, που ευρίσκεται στην Κάτω Πόλη της Μονεμβασίας.

13. Επειδή, ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στη σκέψη 7 πραγματικό της υποθέσεως, τα οποία δεν αμφισβητούν οι αιτούντες, η μελέτη που υποβλήθηκε από τον παρεμβαίνοντα για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως δεν αφορούσε στην αλλαγή της χρήσης των επίμαχων κτισμάτων ούτε σε τυχόν νομιμοποίηση αυθαίρετης κατασκευής.

14. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει, στο σύνολό της, να απορριφθεί ως αβάσιμη και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.

……

Η απόφαση εστάλη από  τη ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΠ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ – Ν.-Κ. ΧΛΕΠΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *