ΔΠρΘεσ 1919/2024 Περικοπές δώρων εορτών και επιδόματος αδείας στους δικαστικούς λειτουργούς- Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έχει δικαιοδοσία το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 Συντάγματος και παρέπεμψε τη διαφορά

Αριθμός απόφασης: 1919/2024

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Θ΄ ΤΜΗΜΑ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Νοεμβρίου 2023 με δικαστή τον Χρήστο Μπαϊκούση, Πρωτοδίκη Δ.Δ και γραμματέα την Αμαλία Σκιά, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την αγωγή με αριθμό και χρονολογία κατάθεσης ΑΓ2194/29.8.2023,

τ ω ν: […]

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, […]

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί, ζητούν, παραδεκτώς, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στην πρώτη των εναγόντων το ποσό των 20.256,63 ευρώ και, επικουρικώς, το ποσό των 14.779,64 ευρώ, στη δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 18.411,16 ευρώ και, επικουρικώς, το ποσό των 13.487,81 ευρώ, στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των 17.591,84 ευρώ και, επικουρικώς, το ποσό των 12.914,29 ευρώ, σε καθέναν εκ των τέταρτης, πέμπτης και έκτου των εναγόντων το ποσό των 16.582,40 ευρώ, επικουρικώς το ποσό των 12.207,68 ευρώ, στην έβδομη των εναγόντων το ποσό των 17.475,20 ευρώ, και, επικουρικώς, το ποσό των 12.832,64 ευρώ, στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 16.334,40 ευρώ, και, επικουρικώς, το ποσό των 12.034,08 ευρώ και στην ένατη των εναγόντων το ποσό των 16.136,00 ευρώ και, επικουρικώς, το ποσό των 11.895,20 ευρώ. Τα ποσά αυτά, που οι ενάγοντες ζητούν αφενός ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), αντιστοιχούν στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και στο επίδομα αδείας του άρθρου 31 του ν. 3205/2003, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2021 έως 31.8.2023, που παρανόμως, κατά τους ισχυρισμούς τους, καταργήθηκαν με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαραγράφου 1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, επικουρικώς δε, ομοίως ως αποζημίωση, ζητούν τα ως άνω επιδόματα μειωμένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αφετέρου δε, οι ενάγοντες ζητούν, έκαστος, το ποσό των 2.000,00 από τα ανωτέρω ποσά, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική τους βλάβη, κατ’ άρθρο 932 του Α.Κ. Άλλως και όλως επικουρικώς, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 4.250,00 ευρώ, εκ των οποίων, το ποσό των 2.250,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και στο επίδομα αδείας του άρθρου τρίτου παρ. 6 του ν. 3845/2010, για το χρονικό διάστημα 1.8.2021 έως 31.8.2023, ως αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Α.Κ.

2. Επειδή, το άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο περιλαμβάνεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια…». Περαιτέρω, το Σύνταγμα, εξειδικεύοντας, προκειμένου περί της δικαστικής λειτουργίας, τις αρχές που συνάγονται από την ανωτέρω θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 26, ορίζει, στο μεν άρθρο 87, ότι: «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. 3. …», στο δε άρθρο 88 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Φ.Ε.Κ. Α΄ 84), ότι: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει …».

3. Επειδή, σε εκτέλεση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, εκδόθηκε ο ν. 3038/2002 «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 180/7.8.2002), στο Κεφάλαιο Α΄ του οποίου (άρθρα 1-13) ρυθμίζονται τα θέματα της συγκρότησης και της δικαιοδοσίας του ανωτέρω Ειδικού Δικαστηρίου, της διαδικασίας ενώπιον αυτού και της ισχύος και των συνεπειών των αποφάσεών του. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων», στο άρθρο 5 ότι: «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. 2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας… 3…», στο άρθρο 7 ότι: «1. Στη δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δικαστικός λειτουργός ή μέλος του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που έχει εκκρεμή υπόθεση με το αυτό νομικό ζήτημα. 2…», στο άρθρο 8 ότι: «Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου παράγει τα αποτελέσματά της έναντι των διαδίκων της δίκης, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρεμβάντων», στο άρθρο 13 ότι: «Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του νόμου αυτού εφαρμόζονται στα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του» και στο άρθρο 16 ότι: «Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του…».

4. Επειδή, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, με την οποία θεσπίζεται παρέκκλιση από τη διαδικασία και τους κανόνες εκδίκασης των προβλεπομένων από τα άρθρα 94, 95 και 98 αυτού διαφορών, που αφορούν όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες και η οποία, ως διάταξη εξαιρετικού δικαίου, είναι στενά ερμηνευτέα (βλ. τις 7, 3, 2/2023, 3/2022, 174, 173/2018, 169, 168/2018, 19, 18/2006 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος), το, προβλεπόμενο από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία επί των διαφορών που αναφύονται από ένδικα βοηθήματα, τα οποία ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 3038/2002 και αναφέρονται σε νομικά ζητήματα σχετικά με τις αποδοχές και τις συντάξεις ειδικώς των δικαστικών λειτουργών, ενόψει του ειδικού καθεστώτος που διέπει τη μισθολογική και, κατ’ επέκταση, τη συνταξιοδοτική και φορολογική τους κατάσταση, εφόσον η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων αφορά ειδικά τους δικαστικούς λειτουργούς και μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου των προσώπων αυτών. Αντιθέτως, δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου μισθολογικές και συνταξιοδοτικές διαφορές δικαστικών λειτουργών, στις οποίες ανακύπτουν ζητήματα που αφορούν και άλλες κατηγορίες λειτουργών, υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου. Και τούτο διότι, όταν το αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο εκδικάζει όμοια με τα εγειρόμενα ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου νομικά ζητήματα που αφορούν και άλλους υπαλλήλους ή συνταξιούχους του Δημοσίου, πλην των δικαστικών λειτουργών, ενδέχεται να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις για το ίδιο νομικό ζήτημα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άρσης της σχετικής σύγκρουσης (βλ. τις 6/2023, 255, 253, 232, 231, 230/2021, 130/2020, 174, 173, 169, 168, 1-4/2018, 137/2016, 203, 119, 98, 54, 35/2014, 95, 94, 93, 92, 91, 89, 42, 30, 28, 25, 8, 4, 3, 2, 1/2013, 109/2012, 71, 62, 61/2011, 11, 3/2010, 122/2009, 188, 141, 71/2008, 121, 110, 104/2007 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος). Περαιτέρω, η επίλυση διαφορών «ευρύτερου κύκλου προσώπων» έχει την έννοια ότι στο Ειδικό Δικαστήριο υπάγονται μόνο εκείνες οι διαφορές που μπορεί να επηρεάσουν τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση σημαντικού αριθμού δικαστικών λειτουργών και όχι οι ατομικές διαφορές ή υποθέσεις που αφορούν περιορισμένο αριθμό προσώπων ή δεν είναι δεκτικές επαναλαμβανόμενης εφαρμογής (βλ. ΣτΕ 3748/2012 επταμ., ΣτΕ 3625/2012 επταμ., ΣτΕ 2152/2013, 429/2013, βλ. επίσης τις 7/2023, 174, 173/2018, 169, 168/2018, 272, 271/2016, 50/2009, 19, 18/2006 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος). Δεν συντρέχει, ως εκ τούτου, η ως άνω προϋπόθεση (του «ευρύτερου κύκλου προσώπων»), όταν ο αριθμός των προσώπων που μπορεί να επηρεασθούν είναι προσδιορίσιμος εκ των προτέρων και, οπωσδήποτε, μικρός, χωρίς να υπάρχει πιθανότητα στον αριθμό αυτό να προστεθούν και άλλα πρόσωπα λόγω επαναλαμβανόμενης εφαρμογής των ίδιων διατάξεων (βλ. την 175/2019 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος).

5. Επειδή, o Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.) ορίζει στο άρθρο 105: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» , ενώ ο Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) ορίζει στο άρθρο 932: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης …».

6. Επειδή, στο άρθρο 31 του ν. 3205/2023 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 297) οριζόταν ότι: «α. Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηνιαίο βασικό μισθό που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός μαζί με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο εφόσον ο δικαστικός λειτουργός μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου. β. Το επίδομα εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο με το ήμισυ του βασικού μισθού και το ήμισυ του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός και χορηγείται στο ακέραιο εφόσον μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι 15 Απριλίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται δέκα (10) ημέρες πριν από το Πάσχα. γ. Το επίδομα αδείας ορίζεται ίσο με το ήμισυ του βασικού μισθού και το ήμισυ του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός και χορηγείται στο ακέραιο εφόσον μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1 ης Ιουλίου μέχρι 30 lουνίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται την 1η lουλίου. Τα επιδόματα της παραγράφου αυτής υπολογίζονται επί του βασικού μισθού και του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει ο δικαστικός λειτουργός κατά τις οριζόμενες στα προηγούμενα εδάφια ημερομηνίες καταβολής τους». Με το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 40) προβλέφθηκε ότι: «Μείωση αποδοχών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα 1 … 2 … Τα επιδόματα των παραγράφων A3 των άρθρων 30 και 33 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α), όπως ισχύουν, μειώνονται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα». Εξάλλου, με το άρθρο τρίτο παρ. 6 του ν. 3845/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 65) ορίστηκε ότι: «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους».

7. Επειδή, περαιτέρω, με την παρ. 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (Φ.Ε.Κ. Α 152/1.7.2011), προβλέφθηκε ότι: «Αναστέλλονται από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις του άρθρου 5, της παραγράφου Α.1. του άρθρου 30, της παραγράφου Α.1. του άρθρου 33, της παραγράφου Α.1. του άρθρου 35, της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 36, της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 37, της περίπτωσης α` της παραγράφου 3 του άρθρου 38, της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 40, της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 41, της παραγράφου Α.1. του άρθρου 44, της παραγράφου Α.1. του άρθρου 47, της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 48, της περίπτωσης α` της παραγράφου 3 του άρθρου 49, της παραγράφου Α.1. του άρθρου 51 του ν. 3205/2003 (Α 297)… β) …» και με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 226/27.10.2011) ότι: «Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (Α` 152), εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους λειτουργούς και υπαλλήλους που δεν εμπίπτουν ρητά στις διατάξεις του».

8. Επειδή, με την υποπαράγραφο 1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 222/12.11.2012), ο οποίος εκδόθηκε σε συνέχεια και προς εφαρμογή του, εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 28/14.2.2012), Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης (“Memorandum of understanding”) [Μνημόνιο ΙΙ], προβλέφθηκε ότι: «1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., και Ο.Τ.Α., καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από 1.1.2013. 2. …».

9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το νομίμως κατατεθέν στις 9.11.2023 υπόμνημα, ιστορούνται τα εξής: Οι ενάγοντες, είναι εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί […] Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από 1.8.2021 έως 31.8.2023, δεν ελάμβαναν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, συνεπεία της πλήρους κατάργησής τους με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαραγράφου 1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που ισχυρίζονται ότι αντίκειται σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος. Ειδικότερα, προβάλλουν ότι η πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας αδιακρίτως για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, παραβιάζει το σχετικό κοινωνικό κεκτημένο επί των παροχών κοινωνικοοικονομικής φύσης και, για τον λόγο αυτό η ανωτέρω διάταξη αντίκεται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 21 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ και ε΄ του Συντάγματος. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η κατάργηση των επίδικων επιδομάτων με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαραγράφου 1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 παραβιάζει, ως εκδοχή της αρχής της ισότητας, την υπερνομοθετικώς κατοχυρωμένη ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, στα άρθρα 26, 87 παρ. 1, 88 παρ. 2 και 90 παρ. 1 του Συντάγματος, από την οποία προκύπτει, ότι η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών είναι και η εξασφάλιση της κατ’ αρχήν σταθερότητας των αποδοχών τους και η αποφυγή, κατά το δυνατόν, της ανατροπής του μισθολογικού τους καθεστώτος με αιφνίδιες, αλλεπάλληλες ή σοβαρές μειώσεις των αποδοχών τους, διότι μόνον υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί να εξασφαλισθεί ότι θα είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους απερίσπαστοι. Για τον λόγο αυτό, όπως ισχυρίζονται, η ρύθμιση του μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών πρέπει κατ’ ανάγκην να γίνεται με ιδιαίτερο νόμο, με τον οποίο δεν θα ρυθμίζονται άλλα ζητήματα, αλλά ότι πρέπει να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφισή του, με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, ότι κατά τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη θέση, που το άρθρο 26 του Συντάγματος και οι εξειδικεύουσες τις προκύπτουσες από αυτό αρχές συνταγματικές διατάξεις αποδίδουν, προς πραγμάτωση του κράτους δικαίου, στην δικαστική εξουσία, καθιστώντας αυτήν ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο εξουσίες, και ότι το ύψος αυτών δεν καθορίσθηκε σε συνάρτηση με παράγοντες που αφορούν το μισθολογικό καθεστώς δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών, που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία, όπως έχει κριθεί με την 88/2013 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου και την απόφαση 17/1985 της Διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ. Εξάλλου, διατείνονται ότι το ιδιαίτερο μισθολογικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών κατοχυρώνεται, επιπλέον, στο ενωσιακό δίκαιο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., όπως αυτό προκύπτει από σχετική νομολογία που εκθέτουν στο δικόγραφο της αγωγής. Προσέτι, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012, σε συνδυασμό με τη διαρκή παράλληλη μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, αντίκειται και στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, διότι η κατάργηση των επιδομάτων δώρων και εορτών αφορά μόνο τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς, τη στιγμή που ο δικαιολογητικός λόγος χορήγησης των επίδικων επιδομάτων είναι κοινός για το σύνολο των εργαζομένων αδιακρίτως του δεσμού απασχόλησής τους. Τέλος, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας αντίκειται στην υπερνομοθετική αρχή της αναλογικότητας και για τον λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η προσφορότητα και η αναγκαιότητά της, ενόψει της έλλειψης ειδικών τεκμηριωμένων προς τούτο μελετών, της μη επαναξιολόγησης του μέτρου και της μη προσωρινότητας του μέτρου, ιδίως δε όταν η προαναφερθείσα επαναξιολόγηση έχει λάβει χώρα ήδη από τον νομοθέτη τόσο στον ιδιωτικό τομέα, όσο και στο πεδίο των συντάξεων. Για τους λόγους αυτούς, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας του άρθρου 31 του ν. 3205/2003, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2021 έως 31.8.2023 (επίδομα αδείας και Χριστουγέννων για το έτος 2021, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας για το έτος 2022 και επίδομα Πάσχα και αδείας για το έτος 2023) και δη: α) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό των [(για το έτος 2021: 1.996,82 + 3.993,64 = 5.990,46 ευρώ) + (για το έτος 2022: 1.996,82 + 2.053,87 + 4.107,74 = 8.158,43 ευρώ) + (για το έτος 2023: 2.053,87 + 2.053,87 = 4.107,74 ευρώ)=] 18.256,63 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 20.256,63 ευρώ, β) στη δεύτερη των εναγόντων το ποσό των [(για το έτος 2021: 1.686,40 + 3.654,32 = 5.340,72 ευρώ) + (για το έτος 2022: 1.827,16 + 1.827,16 + 3.654,32 = 7.308,64 ευρώ) + (για το έτος 2023: 1.880,90 + 1.880,90 = 3.761,80 ευρώ)=] 16.411,16 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 18.411,16 ευρώ, γ) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των [(για το έτος 2021: 1.636,80 + 3.273,60 = 4.910,40 ευρώ) + (για το έτος 2022: 1.686,40 + 1.686,40 + 3.654,32 = 7.027,12 ευρώ) + (για το έτος 2023: 1.827,16 + 1.827,16 = 3.654,32 ευρώ)=] 15.591,84 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 17.591,84 ευρώ, δ) σε καθέναν εκ των τέταρτης, πέμπτης και έκτου των εναγόντων το ποσό των [(για το έτος 2021: 1.587,20 + 3.174,40 = 4.761,60 ευρώ) + (για το έτος 2022: 1.636,80 + 1.636,80 + 3.273,60 = 6.547,20 ευρώ) + (για το έτος 2023: 1.636,80 + 1.636,80 = 3.273,60 ευρώ)=] 14.582,40 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική τους βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 16.582,40 ευρώ, ε) στην έβδομη των εναγόντων το ποσό των [(για το έτος 2021: 1.686,40 + 3.372,80 = 5.059,20 ευρώ) + (για το έτος 2022: 1.736 + 1.736 + 3.472 = 6.944 ευρώ) + (για το έτος 2023: 1.736 + 1.736 = 3.472 ευρώ)=] 15.475,20 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 17.475,20 ευρώ, στ) στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των [(για το έτος 2021: 1.587,20 + 3.174,40 = 4.761,60 ευρώ) + (για το έτος 2022: 1.587,20 + 1.587,20 + 3.174,40 = 6.348,80 ευρώ) + (για το έτος 2023: 1.587,20 + 1.636,80 = 3.224 ευρώ)=] 14.334,40 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 16.334,40 ευρώ και ζ) στην ένατη των εναγόντων το ποσό των [(για το έτος 2021: 1.537,60 + 3.075,20 = 4.612,80 ευρώ) + (για το έτος 2022: 1.587,20 + 1.587,20 + 3.174,40 = 6.348,80 ευρώ) + (για το έτος 2023: 1.587,20 + 1.587,20 = 3.174,40 ευρώ)=] 14.136,00 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 16.136,00 ευρώ. Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση, τα ως άνω ποσά, μειωμένα κατά ποσοστό 30%, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 και δη: στην πρώτη των εναγόντων το ποσό των 12.779,64 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 14.779,64 ευρώ, στη δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 11.487,81 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 13.487,81 ευρώ, στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των 10.914,29 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 12.914,29 ευρώ, σε καθέναν εκ των τέταρτης, πέμπτης και έκτου των εναγόντων των εναγόντων το ποσό των 10.207,68 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική τους βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 12.207,68 ευρώ, στην έβδομη των εναγόντων το ποσό των 10.832,64 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 12.832,64 ευρώ, στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 10.034,08 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 9.895,20 ευρώ και στην ένατη των εναγόντων το ποσό των 10.914,29 ευρώ και 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη για την ίδια αιτία, ήτοι συνολικώς 11.895,20 ευρώ. Άλλως και όλως επικουρικώς, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 4.250,00 ευρώ, εκ των οποίων, το ποσό των 2.250,00 ευρώ ως αποζημίωση, με βάση το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και στο επίδομα αδείας του άρθρου τρίτου παρ. 6 του ν. 3845/2010, για το χρονικό διάστημα 1.8.2021 έως 31.8.2023 (για το έτος 2021, το επίδομα αδείας, ποσού 250 ευρώ και επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσού 500 ευρώ, για το έτος 2022, το επίδομα εορτών Πάσχα, ποσού 250 ευρώ, το επίδομα αδείας, ποσού 250 ευρώ και το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσού 500 ευρώ και, τέλος, για το έτος 2023 το επίδομα εορτών Πάσχα, ποσού 250 ευρώ και το επίδομα αδείας, ποσού 250 ευρώ) και το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Α.Κ., ήτοι, συνολικώς, το ποσό των 4.250,00 ευρώ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι ενάγοντες προσκομίζουν, μεταξύ άλλων, τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας τους και τις αποφάσεις περί χορήγησης επιδόματος χρόνου υπηρεσίας για καθέναν εξ αυτών, για το επίδικο χρονικό διάστημα, βάσει των οποίων προκύπτουν οι ανωτέρω υπολογισμοί τους, καθώς και την 4573/30.8.2023 έκθεση επίδοσης αντιγράφου της κρινόμενης αγωγής προς το εναγόμενο του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Σταύρου Σούσκα.

10. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο με την 2/95382/ΔΕΠ/24.10.2023 έκθεση απόψεων και το νομίμως κατατεθέν από 17.11.2023 υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης, ισχυριζόμενο ότι η πλήρης κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012 αποφασίστηκε ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης και αποτέλεσε μέρος ενός ευρύτερου ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως έχει ήδη κριθεί με τις αποφάσεις 1307 και 1316/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε κάθε δε περίπτωση, το εναγόμενο αμφισβητεί τον τρόπο υπολογισμού του ορίου των 3.000 ευρώ των αποδοχών των εναγόντων, εκ μέρους τους, ως αόριστο και αβάσιμο, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, στις τακτικές αποδοχές που υπολογίζονται για το όριο αυτό, περιλαμβάνονται το σύνολο των επιδομάτων που ελάμβαναν οι ενάγοντες και όχι μόνο ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας. Τέλος, αμφισβητεί την ηθική βλάβη των εναγόντων.

11. Επειδή, όπως προεκτέθηκε, με την υπό κρίση αγωγή, η οποία ασκήθηκε στις 29.8.2023, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3038/2002, τίθεται, μεταξύ άλλων, το νομικό ζήτημα, εάν η κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαραγράφου 1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 παραβιάζει την υπερνομοθετικώς κατοχυρωμένη ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών στα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, που επιτάσσει την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών και απαγορεύει τη μισθολογική τους εξομοίωση με τους δημόσιους υπαλλήλους. Η επίλυση, όμως, του εν λόγω νομικού ζητήματος, το οποίο αφορά ειδικώς τους δικαστικούς λειτουργούς, δύναται να επηρεάσει ευρύτερο κύκλο προσώπων και, συγκεκριμένα, το σύνολο των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι θα μπορούσαν να ασκήσουν αντίστοιχες αγωγές.

12. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιοδοσία να αποφανθεί ως προς το προεκτεθέν νομικό ζήτημα, της συμφωνίας ή μη προς τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος της διάταξης της περ. 1 της υποπαραγράφου 1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, έχει το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί η υπό κρίση αγωγή, κατά το ως άνω μέρος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3038/2002. Αντιθέτως, τα λοιπά ζητήματα που τίθενται με την υπό κρίση αγωγή, αναφορικά με τη συμφωνία της ανωτέρω διάταξης στο κοινωνικό κεκτημένο και στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 21 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ και ε΄ του Συντάγματος, καθώς και στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, δεν σχετίζονται με τις ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, αλλά αφορούν αδιακρίτως όλους τους μισθοδοτούμενους από το δημόσιο τομέα (πρβλ. τις 98, 35/2014, 95, 94, 93, 92, 91, 89, 28, 25, 1-4/2013, 71, 62, 61/2011, 122/2009, 188, 141, 71/2008, 121, 110, 104/2007 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος). Για το ενιαίο, όμως, της κρίσης, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής έως τη δημοσίευση της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος επί του ανωτέρω παραπεμπόμενου ενώπιόν του ζητήματος. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, θα ορισθεί αρμοδίως νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α

Αποφαίνεται ότι στερείται δικαιοδοσίας ως προς το, εγειρόμενο με την υπό κρίση αγωγή, ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος της διάταξης της περ. 1 της υποπαραγράφου 1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κατά το μέρος που με αυτή καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μεταξύ των οποίων και για τους δικαστικούς λειτουργούς.

Παραπέμπει την αγωγή, κατά το ανωτέρω μέρος, στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης έως τη δημοσίευση της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος.

Ακολούθως, θα ορισθεί αρμοδίως νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης, στην οποία θα κλητευθούν για να παρασταθούν αμφότεροι οι διάδικοι με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στη Θεσσαλονίκη στις 26.4.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *