Tusă κατά Ρουμανίας της 30.08.2022 (αρ. προσφ. 21854/18) Εσφαλμένη διάγνωση καρκίνου και επέμβαση αφαίρεσης μαστού. Μη αποτελεσματικά ένδικα μέσα. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα Tusă υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης μαστού με βάση λανθασμένη διάγνωση καρκίνου.

Επικαλούμενη τα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι ο αριστερός της μαστός είχε αφαιρεθεί μετά από μια διάγνωση όπου διαπιστώθηκε καρκίνος, η οποία μεταγενέστερα αποδείχθηκε ότι ήταν εσφαλμένη. Η ίδια επίσης κατήγγειλε και παραπονέθηκε σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τις καθυστερήσεις των εθνικών δικαστικών διαδικασιών. Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει τις καταγγελίες της αποκλειστικά βάσει του άρθρου 8.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ύπαρξη αναστολών στις διαδικασίας ενόψει ολόκλήρωσης άλλων διαδικασιών και η αγωγή αδικοπραξίας που είχε ασκήσει για να λάβει αποζημίωση εκκρεμούσε ακόμα εννιά χρόνια μετά την κατάθεσή της. Το ΕΔΔΑ εκτίμησε  ότι ο νομικός μηχανισμός που ίσχυε στο Ρουμάνικο δίκαιο δεν είχε παράσχει την αποτελεσματικότητα που απαιτούσε η νομολογία του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και  επιδίκασε στην προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.200 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Maria Tusă, είναι Ρουμάνα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1966 και ζει στο Lazu της Ρουμανίας. Τον Ιανουάριο του 2008 η προσφεύγουσα επισκέφτηκε έναν ογκολόγο για ένα εξόγκωμα που είχε βρει στο αριστερό της στήθος. Με παρότρυνση του ειδικού υποβλήθηκε σε εξετάσεις και ο ίδιος την συμβούλεψε να κάνει χημειοθεραπεία και χειρουργική επέμβαση. Η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία, η οποία οδήγησε στην εξαφάνιση του ύποπτου όγκου. Ωστόσο, ο ογκολόγος επέμεινε συμβουλεύοντάς την να υποβληθεί σε χειρουργείο ούτως ή άλλως.

Αργότερα, τον Απρίλιο του 2008, ένας χειρουργός, ο Dr U.O.D., αφαίρεσε τον αριστερό μαστό της προσφεύγουσας μαζί με μερικούς μύες και λεμφαδένες.

Το 2010 η προσφεύγουσα επισκέφθηκε έναν ενδοκρινολόγο, ο οποίος εξέτασε τα ιατρικά της αρχεία και εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη διάγνωση του καρκίνου. Επακόλουθος περαιτέρω έλεγχος των ιστών που ελήφθησαν μετά την επέμβαση έδειξε ότι έπασχε από καλοήθη νόσο του μαστού και όχι από καρκίνο.

Πιστεύοντας ότι ήταν θύμα ιατρικής αμέλειας, η προσφεύγουσα έκανε χρήση των εγχώριων ενδίκων μέσων που είχε στη διάθεσή της. Τον Μάιο του 2010 υπέβαλε μήνυση κατά των δύο γιατρών (του ογκολόγου και χειρούργου) για σωματική βλάβη, αλλά τον Ιούλιο του 2014 η εισαγγελία αποφάσισε να διακόψει την υπόθεση καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η χειρουργική επέμβαση είχε διεξαχθεί σωστά αν και η απόφαση για την ανάληψη της βασίστηκε σε λάθος διάγνωση. Η εισαγγελία σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η συμπεριφορά του ογκολόγου ισοδυναμούσε με ιατρική αμέλεια, αλλά το αδίκημα είχε παραγραφεί.

Όσον αφορά τον χειρουργό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε πραγματοποιήσει μια σωστή χειρουργική επέμβαση βάσει της διάγνωσης του ογκολόγου και ότι το τεκμήριο της ακρίβειας μιας εξειδικευμένης διάγνωσης εφαρμόστηκε ορθά στην περίπτωσή του.

Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα κίνησε αστική διαδικασία για να αποδείξει ιατρική αμέλεια βάσει του νόμου αριθ. 95/2006 εναντίον και των δύο γιατρών. Ωστόσο, το Εφετείο διαπίστωσε ότι ο ογκολόγος δεν είχε αγνοήσει τους ισχύοντες επαγγελματικούς κανόνες και είχε ενεργήσει με επιμέλεια και σύνεση, κάτι που απαιτούσε το επάγγελμά του, στο βαθμό που υπήρχε αβεβαιότητα ως προς το εάν είχε προκύψει διαγνωστικό σφάλμα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι ο χειρουργός δεν είχε ιατρική αμέλεια και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε κανένα επαγγελματικό πρότυπο που να απαιτούσε από τον ίδιο να επανεξετάσει τη διάγνωση του ογκολόγου.

Τον Φεβρουάριο του 2013 η προσφεύγουσα άσκησε επίσης αγωγή βάσει του γενικού νόμου περί αδικοπραξίας, η οποία παραμένει εκκρεμής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Τέλος, σε βάρος και των δύο γιατρών ασκήθηκε δίωξη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο διαπίστωσε ότι η θεραπεία του καρκίνου είχε αποφασιστεί λανθασμένα και ότι ο ογκολόγος δεν είχε συμμορφωθεί με τα ισχύοντα πρότυπα επαγγελματικής συμπεριφοράς. Το συμβούλιο έλαβε περαιτέρω υπόψιν τον θάνατο του χειρουργού και περάτωσε την πειθαρχική δίωξη σε βάρος του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι το κανονιστικό πλαίσιο που θεσπίστηκε από τη ρουμανική νομοθεσία, με μια σειρά από διαδικαστικά ένδικα μέσα, μπορεί να φαίνεται ότι είναι επωφελές για τους πιθανούς διαδίκους.

Ωστόσο, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, οι διάφορες διαδικασίες που είχε κινήσει είχαν αποφέρει διαφορετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, τόσο οι ποινικές όσο και οι πειθαρχικές υποθέσεις (παρά τα αντίστοιχα αποτελέσματά τους) οδήγησαν στη διαπίστωση ότι ο ογκολόγος είχε εκτελέσει τα επαγγελματικά του καθήκοντα ανεπαρκώς, ενώ η διαδικασία του Ειδικού Νόμου αρ. 95/2006 είχε αποκλείσει μια τέτοια διαπίστωση ευθύνης.

Επιπλέον, ο νομικός μηχανισμός που καθιέρωσε η εθνική νομοθεσία είχε αποδειχθεί υποτονικός και δυσκίνητος στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Τα δικαστήρια είχαν διατάξει αναστολή εν αναμονή άλλων διαδικασιών – πιθανώς επειδή είχε παρέλθει η προθεσμία άσκησης δίωξης στον ογκολόγο και έπρεπε να περατωθεί η πειθαρχική δίωξη μετά το θάνατο του κατηγορούμενου χειρουργού. Ήταν αλήθεια ότι η προσφεύγουσα είχε επιλέξει να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα που είχε στη διάθεσή της βάσει του κανονιστικού πλαισίου, αλλά το Δικαστήριο δεν μπορούσε να την κατηγορήσει γι’ αυτό. Κατά το ΕΔΔΑ, ήταν κατανοητό ότι ήθελε να λάβει διευκρινίσεις επί των γεγονότων σχετικά με την κατάστασή της και την αποζημίωση για την βλάβη που πίστευε ότι είχε υποστεί. Ωστόσο, η αγωγή αδικοπραξίας – η μόνη διαδικασία στην οποία θα μπορούσε κατ’ αρχήν να υπάρξει αποζημίωση – παρέμενε σε εκκρεμότητα εννέα (9) χρόνια μετά την κατάθεσή της και 14 χρόνια αφ’ ότου προέβη στην χειρουργική επέμβαση.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση της προσφεύγουσας, ο νομικός μηχανισμός που ίσχυε σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο δεν είχε παράσχει την αποτελεσματικότητα που απαιτούσε η νομολογία του.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.200 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *