Rostomashvili κατά Γεωργίας της 08.11.2018 (αριθ. προσφ. 13185/07), Ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και αιτιολογία της δικαστικής απόφασης ως συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης

πηγή-επιμέλεια: www.echrcaselaw.com 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Rostomashvili κατά Γεωργίας της 08.11.2018 (αριθ. προσφ. 13185/07)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αιτιολογία δικαστικής απόφασης και δίκαιη δίκη. Μη απάντηση στα επιχειρήματα κατηγορουμένου. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Η καταδίκη του στηρίχθηκε στην μαρτυρία του πατέρα του θύματος που ισχυρίστηκε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Όμως δύο μάρτυρες κατέθεσαν ότι αυτοί ανακοίνωσαν την δολοφονία του γιού του στον πατέρα. Ο κατηγορούμενος αμφισβήτησε την αξιοπιστία του φερόμενου ως αυτόπτη μάρτυρα. Τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν κανέναν ισχυρισμό και επιχείρημα του και δεν απάντησαν με επαρκή αιτιολογία στην άρνηση της κατηγορίας και στον ισχυρισμό ότι έλεγε ψέματα ο αυτόπτης μάρτυρας. Η επαρκής αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης. Παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Σημαντική η απόφαση του Στρασβούργου που απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να απαντούν με επαρκή αιτιολογία στους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για την άρνηση της κατηγορίας, την μη στοιχειοθέτησή της και την αμφισβήτηση του μάρτυρα κατηγορίας. Η απόφαση αυτή είναι σημαντική για την αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων. Το ΕΔΔΑ ζητά να μην αιτιολογούνται μόνον οι ιδιαίτεροι ισχυρισμοί, όπως στα ελληνικά δικαστήρια, αλλά και οι πραγματικοί ισχυρισμοί επί της κατηγορίας και επί της αξιολόγησης των  αποδεικτικών μέσων.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Paata Rostomashvili, είναι Γεωργιανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1973 και ζει στο χωριό Akhaldaba (Γεωργία).

Η υπόθεση αφορά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι δεν είχε δίκαιη δίκη κατά τις διαδικασίες στις οποίες κρίθηκε  ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.

Ο κ. Rostomashvili κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία τον Μάιο του 2006. Η καταδίκη του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία του πατέρα του θύματος, ο οποίος δήλωσε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας κατά τη διάρκεια της ανθρωποκτονίας.

Ο κ. Rostomashvili άσκησε ένδικα μέσα, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που να τον συνδέουν με το έγκλημα. Επίσης, αμφισβήτησε τη μαρτυρία του πατέρα του θύματος, υπογραμμίζοντας τις αντιφάσεις μεταξύ των δηλώσεων του πατέρα και εκείνες άλλων δύο ανθρώπων, οι οποίοι είπαν ότι οι ίδιοι είχαν ανακοινώσει στον πατέρα την δολοφονία του γιού του,  και ότι εκείνη την εποχή δεν είχε αναφέρει ο τελευταίος ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο συμβάν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση τον Σεπτέμβριο του 2006. Διαπίστωσε ότι το δικαστήριο είχε αξιολογήσει πλήρως και αντικειμενικά τις πραγματικές περιστάσεις. Δεν εξέτασε κανέναν ισχυρισμό και επιχείρημα του κ. Rostomashvili, όπως ο ισχυρισμός του ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του τον ισχυρισμό ότι κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν τον συσχέτιζε με το έγκλημα και ότι ο πατέρας του θύματος, ο οποίος τον είχε κατηγορήσει, μπορεί να μην ήταν παρόν στη σκηνή του εγκλήματος.     

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι υπήρξε προφανής έλλειψη επαρκώς αιτιολογημένων εθνικών  αποφάσεων που τον καταδίκασαν. Ισχυρίστηκε ότι η κατάθεση που έδωσε ο πατέρας του θύματος – το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο που υποτίθεται ότι τον ενέπλεκε στη δολοφονία – περιείχε προφανείς αντιφάσεις και ότι η παρουσία του στη σκηνή του εγκλήματος αμφισβητήθηκε. Συνεπώς, η αδιαμφισβήτητη εμπιστοσύνη των εθνικών δικαστηρίων, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και η πλήρης σιωπή τους όσον αφορά τις σχετικές αντιρρήσεις του, έθεσαν σε κίνδυνο τη δίκαιη δίκη στην περίπτωσή του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τα επιχειρήματά του δεν είχαν απαντηθεί επαρκώς.

O προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ παραπονούμενος  ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν αιτιολόγησαν επαρκώς την απόφασή τους αναφορικά με την καταδίκη του και παραβιάστηκε έτσι το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να αναφέρουν με επαρκή σαφήνεια τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις τους. Ο βαθμός στον οποίο εφαρμόζεται αυτή η υποχρέωση αιτιολογήσεως μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της αποφάσεως και πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Χωρίς να απαιτείται λεπτομερής απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλει ο καταγγέλλων, η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι οι διάδικοι μπορούν να αναμένουν να λάβουν συγκεκριμένη αιτιολογία.

Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το ΕΔΔΑ επισημαίνει εξαρχής ότι το επιχείρημα του προσφεύγοντος εξετάστηκε, έστω και εν συντομία, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Υποστήριξε ότι οι καταθέσεις που δόθηκαν από τους μάρτυρες ήταν αντιφατικές και ως εκ τούτου αναξιόπιστες.

Αντιθέτως, δεν δόθηκε ρητή απάντηση στα δύο κύρια επιχειρήματα του προσφεύγοντος ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Πρώτον, είχε υποστηρίξει ότι κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αφορούσε τον ίδιο ή τις εικαζόμενες πράξεις του και επομένως δεν εμπλέκετο, με κανέναν τρόπο, στα εγκλήματα που είχε κατηγορηθεί. Δεύτερον, ο προσφεύγων είχε υπογραμμίσει ότι αμέσως μετά τη δολοφονία βρέθηκε ο πατέρας του θύματος στο σπίτι, προφανώς αγνοώντας τον θάνατο του γιου του και δεν ήταν σαφές για ποιο λόγο ισχυριζόταν ότι δεν γνώριζε τη δολοφονία του γιου του. Αυτό, όπως υποστήριξε ο προσφεύγων, προσέδιδε αμφιβολίες για το αν οι μάρτυρες είχαν βρεθεί στη σκηνή του εγκλήματος.

Το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι δεν είναι καθήκον του να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται οι μαρτυρικές καταθέσεις από τα εθνικά δικαστήρια. Επίσης, το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί για την ενοχή ή την αθωότητα ενός καταδικασθέντος από τα εθνικά δικαστήρια, το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Επιπλέον, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι σε μια περίπτωση όπως αυτή, ένα δικαστήριο που στηρίζεται σε μαρτυρική καταδίκη για την καταδίκη του κατηγορούμενου μπορεί να βασιστεί σε άμεση επαφή με τον μάρτυρα, η αξιοπιστία του οποίου πρέπει ωστόσο να είναι φανερή. Εντούτοις, είναι αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκτιμά κατά πόσον η διαδικασία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, ήταν σύμφωνη με τη Σύμβαση. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εκτίμηση της καταγγελίας του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Το Στρασβούργο είναι της γνώμης ότι τα δύο επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αφορούσαν τον πυρήνα της ποινικής δίκης όπου δικαζόταν και ζήτησε ειδική και ρητή απάντηση. Ωστόσο, κανένα εθνικό δικαστήριο δεν τα εξέτασε. Η γενική απάντηση που έδωσαν τα εθνικά δικαστήρια ότι «όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία» αρκούσαν για να καταδικαστεί ο προσφεύγων και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ρητή και συγκεκριμένη απάντηση στα κυριότερα επιχειρήματα του τελευταίου. Μια τέτοια απάντηση, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, συνιστά πρόδηλη έλλειψη αιτιολογίας εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων, όπου στην πραγματικότητα, κανένα στοιχείο δεν είχε ενοχοποιήσει τον προσφεύγοντα, και η μόνη κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα αμφισβητήθηκε ως αναληθής  και αναξιόπιστη. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια δεν απάντησαν με κανέναν τρόπο στα αιτιολογημένα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια που δίκασαν την ποινική υπόθεση του προσφεύγοντες δεν πληρούσαν μία από τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης, δηλαδή την επαρκή αιτιολόγηση των αποφάσεών τους. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση: 3.600 ευρώ (για ηθική βλάβη)(επιμέλεια echrcaselaw.com). 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *