ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα προφορικής ακρόασης σε δεύτερο βαθμό. Απόρριψη του αιτήματος της προσφεύγουσας για προφορική ακρόασή της στο πλαίσιο της έφεσης κατά της καταδίκης της για τελωνειακές παραβιάσεις. Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε ζητήσει την αθώωσή της, υποστηρίζοντας ότι ο συγκατηγορούμενός της την είχε εμπλέξει λόγω της επιθυμίας του να αποφύγει την ποινική ευθύνη, το σημαντικό ζήτημα που εγέρθηκε ήταν η αξιοπιστία της, καθώς και του συγκατηγορούμενού της. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας της προσφεύγουσας και του συγκατηγορούμενου της ήταν ένα σοβαρό ζήτημα προς εξέταση από το δικαστήριο στην συγκεκριμένη υπόθεση, η προσφεύγουσα έπρεπε να είχε εξεταστεί αυτοπροσώπως. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι απαιτήσεις της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 επιβάλλουν να παρέχονται σαφείς λόγοι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την απόρριψη του αιτήματος της προσφεύγουσας για ακρόαση, κυρίως επειδή οι εφαρμοστέες διατάξεις του Κ.Π.Δ. φαίνεται ότι απαιτούν, κατά κανόνα, υπό τις περιστάσεις μιας υπόθεσης όπως η δική της. Δεδομένου του γεγονότος ότι δεν δόθηκε αιτιολογία από το Εφετείο για την παράλειψη προφορικής ακρόασης, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να διακρίνει εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την απουσία προφορικής ακρόασης.
Παραβίαση του άρθρου 6 § 1(δικαίωμα ακρόασης) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1959. Στις 18 Μαρτίου 2010 η αστυνομία έλαβε πληροφορίες ανώνυμης προέλευσης, ότι θα μεταφερθούν παράνομα ναρκωτικά και ψυχοτρόπα φάρμακα από την Τουρκία στη Γεωργία με σκοπό την πώληση τους. Την ίδια ημερομηνία η προσφεύγουσα ερευνήθηκε από την αστυνομία στο συνοριακό σημείο ελέγχου του Σάρπι, στα χερσαία σύνορα μεταξύ Γεωργίας και Τουρκίας. Σύμφωνα με την έκθεση αναζήτησης, 15.410 χάπια (αργότερα υπολογίστηκαν στον αριθμό των 15.761) κατασχέθηκαν πάνω στην προσφεύγουσα. Μέρος των χαπιών ήταν συσκευασμένα σε 310 συσκευασίες κυψέλης, το καθένα εμπεριείχε δεκαπέντε χάπια, με την επιγραφή “Stablon”, ενώ τα υπόλοιπα ήταν συσκευασμένα σε διαφανείς σακούλες χωρίς ετικέτα. Ο αιτών συνελήφθη ως ύποπτος για το έγκλημα αγοράς και αποθήκευσης ναρκωτικών ουσιών. Στις 19 Μαρτίου 2010, σε μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τα χάπια που κατασχέθηκαν από την προσφεύγουσα διαπιστώθηκε ότι τα χάπια δεν περιείχαν ναρκωτικές ή ψυχοτρόπεες ουσίες. Ως αποτέλεσμα, ο ανακριτής που ήταν υπεύθυνος για την υπόθεση αποφάσισε ότι δεν υπήρχαν λόγοι για να δικαιολογηθεί η κράτηση της, ενώ η έρευνα συνεχίστηκε. Η ίδια αφέθηκε ελεύθερη. Στη συνέχεια, ένας πραγματογνώμονας του Εθνικού Ιατροδικαστικού Γραφείου καθόρισε την αξία των κατασχεθέντων χαπιών στα 15.655,89 γεωργιανά Laris (GEL), περίπου 6.586 ευρώ (EUR) εκείνη την εποχή). Στις 30 Ιουλίου 2010 η αστυνομία έλαβε ανώνυμες πληροφορίες ότι η προσφεύγουσα, μαζί με τον ΑΜ, μετέφερε παράνομα ναρκωτικά και ψυχοτρόπα φάρμακα από την Τουρκία στη Γεωργία με σκοπό να τα πουλήσει. Ξεκίνησε ποινική έρευνα κατά της προσφεύγουσαςκαι του ΑΜ σχετικά με το έγκλημα της αγοράς και της αποθήκευσης ναρκωτικών ουσιών. Την ίδια ημέρα η προσφεύγουσα σταμάτησε και ερευνήθηκε στο Μπατούμι. Δεν βρέθηκε να μεταφέρει παράνομα αντικείμενα. Πραγματοποιήθηκε επίσης έρευνα στο σπίτι της, χωρίς να βρεθούν ουσίες. Ο ερευνητής πραγματοποίησε επειγόντως έρευνα σε έναν κήπο που ανήκε στην G.Ch. (Πεθερά του ΑΜ). Όταν ερωτήθηκε για τυχόν ουσίες που κρύβονται στις εγκαταστάσεις της, η G.Ch. ανέφερε ότι ο AM είχε ζητήσει να αποθηκεύσει μια τσάντα στον κήπο της, αλλά δεν γνώριζε τι περιείχε. Έδειξε στους αξιωματικούς το μέρος όπου είχε αποθηκεύσει την τσάντα. Ως αποτέλεσμα, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν μια πλαστική σακούλα που περιείχε 10.956 άγνωστα χάπια και 710 συσκευασίες κυψέλης, καθένα από τα οποία περιείχε δεκαπέντε χάπια, με την επιγραφή “Stablon”. Σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ένας πραγματογνώμονας του Εθνικού Ιατροδικαστικού Γραφείου καθόρισε την αξία των κατασχεθέντων χαπιών σε 22,427,47 GEL (περίπου 9,392 ευρώ ). Στις 31 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα και ο AM συνελήφθησαν ως ύποπτοι. Στις 27 Αυγούστου 2010, η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για δύο παραβιάσεις τελωνειακών κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 214 § 1 του Ποινικού Κώδικα σχετικά με τα δύο γεγονότα. Κατά τη διάρκεια της δίκης, η προσφεύγουσα παραδέχτηκε, όσον αφορά το πρώτο γεγονός, ότι είχε εισαγάγει το φάρμακο «Stablon» στις 18 Μαρτίου 2010 με σκοπό να ανοίξει φαρμακείο στη Γεωργία και παρέδωσε το φάρμακο στην αστυνομία, κατά την διάρκεια της διερεύνησης της. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που έφερε το σχετικό φάρμακο στη Γεωργία. Δεν ήταν ούτε ναρκωτικό, ούτε ψυχοτρόπο φάρμακο και η αξία του ήταν πολύ χαμηλότερη από την τιμή που καθόρισε ο ειδικός. Κατά την προσφεύγουσα, η αξία δεν είχε υπερβεί το ποσό των 15.000 GEL που προβλέπει ο νόμος, οι ενέργειές της δεν ήταν εγκληματικές. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με το δεύτερο γεγονός και ότι ο ΑΜ την είχε ενοχοποιήσει για να αποφύγει τη δική του ποινική ευθύνη. Η προσφεύγουσα σημείωσε ότι γνώριζε τον ΑΜ και είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του ως οδηγού ταξί. Στις 29 Ιουλίου 2010 είχε πάει στην Τουρκία και επέστρεψε, κάτι που ξανά έπραξε την επομένη ημέρα, για σκοπούς ιδιωτικών συναλλαγών. Στις 29 Ιουλίου 2010, όταν επέστρεψε από την Τουρκία, περίμενε τον AM να την παραλάβει μετά την επιστροφή της από την Τουρκία. Καθώς ήταν αργά, έμεινε στο σπίτι του και άφησε τα υπάρχοντά της (φαγητό, ποτό και σεντόνια) πριν φύγει ξανά για την Τουρκία την επόμενη μέρα. Ο AM παρουσίασε μία διαφορετική εκδοχή, αναφέροντας ότι γνώρισε την προσφεύγουσα μόλις 10 με 20 ημέρες πριν από τα εν λόγω γεγονότα, ενώ εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Του είχε εξηγήσει ότι τα φάρμακα στην τσάντα ήταν παυσίπονα. Στη συνέχεια, του ζήτησε να βάλει τη σακούλα που περιείχε τα φάρμακα σε μέρος όπου κανείς δεν θα μπορούσε να την δει. Ο ΑΜ έστειλε στη συνέχεια ένα μήνυμα στην οικογένειά του ζητώντας τους να βάλουν την τσάντα σε μη ορατό μέρος. Στις 14 Φεβρουαρίου 2011 η προσφεύγουσα και η AM καταδικάστηκαν. Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε σε κάθειρξη εννέα ετών (τεσσεράμισι χρόνια για κάθε πράξη) και σε πρόστιμο ύψους 25.000 GEL (περίπου 10.474 ευρώ τότε). Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αξία των χαπιών είχε εκτιμηθεί σωστά από τον ειδικό, βάσει μιας τυποποιημένης μεθόδου σε τέτοιες περιπτώσεις. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι δεν είχε σχέση με το 2ο σκέλος της κατηγορίας, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους επιβεβαίωσαν την ενοχή της προσφεύγουσας. Στις 14 Μαρτίου 2011 η προσφεύγουσα άσκησε έφεση. Η προσφεύγουσα ζήτησε από το Εφετείο Kutaisi να διεξαγάγει προφορική ακρόαση για να διευκρινίσει τα ζητήματα που εγείρονται στην έφεσή της. Στις 31 Μαρτίου 2011, το Εφετείο Kutaisi απέρριψε το αίτημα προφορικής ακρόασης, χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση αυτή. Επικύρωσε πλήρως την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου. Όσον αφορά την πρώτη σειρά γεγονότων, το Εφετείο Kutaisi σημείωσε ότι οι διάδικοι δεν αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Επειδή η προσφεύγουσα είχε διαφωνήσει μόνο με τη μέθοδο υπολογισμού της αξίας του κατασχεθέντος υλικού, και σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν πάντα η δασμολογητέα αξία που εφάρμοζαν οι πραγματογνώμονες, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πρώτη καταμέτρηση σύμφωνα με το άρθρο 214 § 1 του Ποινικού Κώδικα ήταν έγκυρη. Όσον αφορά τη δεύτερη σειρά γεγονότων, το Εφετείο Kutaisi έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα που πρόβαλε η προσφεύγουσα και τις παρατηρήσεις του συγκατηγορούμενού της, ο οποίος φαίνεται να άσκησε χωριστή έφεση. Το δικαστήριο σημείωσε ότι δεν μπορούσε να αποδεχτεί αυτούς τους ισχυρισμούς καθώς ήταν μη πειστικοί και αντιφατικοί. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ένοχους και τους δυο συγκατηγορούμενους για την 2η σειρά γεγονότων βάσει στοιχείων που αποδείκνυαν ότι η προσφεύγουσα και ο συγκατηγορούμενος ενήργησαν από κοινού και είχαν μεταφέρει τα φάρμακα από την Τουρκία στη Γεωργία παρακάμπτοντας τον τελωνειακό έλεγχο, στις 29 Ιουλίου 2010. Στις 26 Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση. Παραπονέθηκε, μεταξύ άλλων, για την απόφαση του Εφετείου Kutaisi, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για προφορική ακρόαση. Στις 22 Ιουνίου 2011 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση ως απαράδεκτη. Το δικαστήριο δήλωσε ότι η υπόθεση δεν ήταν σημαντική για την ανάπτυξη της νομολογίας και της δικαστικής πρακτικής, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε εξετάσει την υπόθεση με σημαντικές διαδικαστικές αδυναμίες που θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει σημαντικά το αποτέλεσμα αυτής της εξέτασης.Στις 24 Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα αφέθηκε ελεύθερη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι για να εξακριβωθεί εάν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6, πρέπει να εξεταστεί, μεταξύ άλλων, ο ρόλος του Εφετείου Kutaisi και η φύση των ζητημάτων που κλήθηκαν να εξετάσουν στην περίπτωση της προσφεύγουσας.
Σύμφωνα με τη διαδικαστική νομοθεσία που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ένα δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξουσιοδοτήθηκε να διεκπεραιώσει την πλήρη εκδίκαση της υπόθεσης τόσο αναφορικά με τους νομικούς, όσο και με τους πραγματικούς ισχυρισμούς. Η Κυβέρνηση δεν το αμφισβήτησε και υποστήριξε, όσον αφορά τη δεύτερη σειρά γεγονότων, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε πραγματοποιήσει πλήρη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ακόμη και αν αυτό έγινε μέσω γραπτής διαδικασίας.
Όσον αφορά τα ζητήματα που κλήθηκε να εξετάσει το Εφετείο Kutaisi και τη φύση της υπόθεσης, το Δικαστήριο επισήμανε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα είχε καταδικαστεί για αδίκημα που χαρακτηρίστηκε ως «λιγότερο σοβαρό» σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και ότι, επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε εξουσιοδοτηθεί να μη διεξάγει προφορική ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 529 § 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης είναι αυτόνομες σε σχέση με εκείνες της εθνικής νομοθεσίας, το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης σε σχέση με καθεμία από τις δύο ομάδες πραγματικών γεγονότων για τις οποίες καταδικάστηκε η προσφεύγουσα.
Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, ήταν αδιαμφισβήτητο κατά την έφεση ότι η προσφεύγουσα είχε μεταφέρει η ίδια τα χάπια από την Τουρκία στη Γεωργία. Ακόμα κι αν η κατηγορία, η οποία άνηκε στον πυρήνα του ποινικού δικαίου, και η κύρωση – φυλάκιση τεσσεράμισι ετών – είχε κάποιο στίγμα, το Δικαστήριο δεν παραβλέπει το γεγονός ότι το κεντρικό επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα ήταν η διαφωνία της με την εκτίμηση των πραγματογνωμόνων σχετικά με την αξία του κατασχεθέντος φαρμάκου. Το Εφετείο Kutaisi διαπίστωσε συναφώς ότι οι πραγματικές περιστάσεις που περιείχε η πρώτη σειρά γεγονότων δεν είχαν αμφισβητηθεί και ότι ο πραγματογνώμονας είχε εκτιμήσει την αξία βάσει μιας τυποποιημένης διαδικασίας. Βάσει των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ δέχτηκε ότι η προσφυγή της προσφεύγουσας, όσον αφορά την πρώτη σειρά γεγονότων, δεν έθεσε κανένα πραγματικό ή νομικό ζήτημα που να μην μπορεί να επιλυθεί επαρκώς βάσει του φακέλου της υπόθεσης και γραπτές παρατηρήσεις των μερών. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης ως προς αυτό.
Όσον αφορά τη δεύτερη απαίτηση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η κατηγορία εναντίον της προσφεύγουσας άνηκε στο ποινικό δίκαιο και την καταδίκασε με τεσσεράμισι έτη κάθειρξης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποινική διαδικασία εναντίον της αφορούσε δύο κατηγορίες, εάν κρινόταν ένοχη και για τη δεύτερη κατηγορία, η συνολική διάρκεια της ποινής της προσφεύγουσας θα υπερέβαινε τα πέντε έτη που αποτελούσε το όριο για την απόρριψη του αιτήματος ακρόασης. Επιπλέον, η έφεση της προσφεύγουσας επικεντρώθηκε σε πραγματικά ζητήματα και, ιδίως, στο κρίσιμο ζήτημα του κατά πόσον είχε πράγματι τελέσει το δεύτερο αδίκημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε ζητήσει την αθώωσή της, υποστηρίζοντας ότι ο συγκατηγορούμενός της την είχε εμπλέξει λόγω της επιθυμίας του να αποφύγει την ποινική ευθύνη, το σημαντικό ζήτημα που εγέρθηκε ήταν η αξιοπιστία της ίδιας και του συγκατηγορούμενού της. Κατά συνέπεια, δεδομένου του ότι τα ερωτήματα που έπρεπε να αποφασιστούν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιελάμβαναν την εκτίμηση ζητημάτων όπως η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας των κατηγορουμένων, η προσφεύγουσα έπρεπε να είχε εξεταστεί απευθείας.
Επομένως, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, πρώτον, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σε σχέση με τη δεύτερη σειρά γεγονότων δεν ακολούθησε τους κανόνες της δίκαιης δίκης, λόγω της παράβλεψης της άμεσης εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων που δίδονται αυτοπροσώπως από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ωστόσο, όταν επικύρωσε τα πορίσματα του κατώτερου δικαστηρίου μέσω γραπτής διαδικασίας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αγνόησε στο αίτημα της προσφεύγουσας για ακρόαση αυτοπροσώπως και αποφάνθηκε επί του ζητήματος βάσει του διαθέσιμου υλικού στον φάκελο της υπόθεσης. Επιπλέον, οι απαιτήσεις της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 επιβάλλουν να παρέχονται σαφείς λόγοι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την απόρριψη του αιτήματος της προσφεύγουσας για ακρόαση, κυρίως επειδή οι εφαρμοστέες διατάξεις του Κ.Π.Δ. φαίνεται ότι το απαιτούν, κατά κανόνα, υπό τις περιστάσεις μιας υπόθεσης όπως η δική της. Δεδομένου του γεγονότος ότι δεν αιτιολογήθηκε από το Εφετείο Kutaisi η άρνηση προφορικής ακρόασης, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να διακρίνει εξαιρετικές περιστάσεις που μπορεί να δικαιολογούν την απουσία προφορικής ακρόασης.
Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης όσον αφορά την έλλειψη προφορικής ακρόασης στο δεύτερο βαθμό.
Άρθρο 41: Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελεί αυτοτελώς επαρκή ικανοποίηση για τυχόν ηθική βλάβη που υπέστη η προσφυγούσα