Laptev κατά Ρωσίας της 09.02.2021 (αρ. προσφ.36480/13) – Θάνατος στη φυλακή ψυχιατρικά ασθενούς. Παράλειψη λήψης κατάλληλων μέτρων προστασίας και ελλιπής έρευνα. Παραβίαση δικαιώματος στη ζωή.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα στη ζωή και προστασία αυτής κατά την διάρκεια προσωρινής κράτησης. Ψυχιατρικά ασθενής κρατούμενος.  Υποχρεώσεις αρχών για προστασία της ζωής. Ουσιαστικό και διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 2.

Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος της ζωής κατά το ουσιαστικό και διαδικαστικό σκέλος λόγω του θανάτου του αδερφού του που βρίσκονταν σε κατάστημα κράτησης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο θανών που ήταν αστυνομικός, συνελήφθη για βιασμό. Ξυλοκοπήθηκε κατά τη σύλληψη, εξαναγκάστηκε σε ομολογία από μυστικό αστυνομικό που παρίστανε τον κρατούμενο στο κελί του, απειλήθηκε ότι θα τον βιάσουν, δεν του παρασχέθηκε ψυχιατρική βοήθεια παρά την διάγνωση ψυχικής αστάθειας και το κατάστημα κράτησης στερείτο φρούρησης τη νύχτα του θανάτου. Οι εγχώριες αρχές δεν διενέργησαν εκτεταμένη έρευνα, όπως όφειλαν.

Το Στρασβούργο επισήμανε την αποτυχία των εγχώριων αρχών να εξετάσουν λεπτομερώς το ψυχολογικό προφίλ του θανόντος και να εντοπίσουν τον συγκρατούμενο του, κρυφό αστυνομικό προκειμένου να καταθέσει. Το ΕΔΔΑ έκρινε ανεπαρκή την έρευνα και διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή).

Όσον αφορά το ουσιαστικό σκέλος, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε επαρκή ευρήματα για τα αίτια του θανάτου, οπότε δεν μπόρεσε να συμπεράνει εάν ήταν αυτοκτονία ή όχι. Παρά ταύτα επισήμανε την έλλειψη βοήθειας σε έναν ψυχιατρικά ασταθή κρατούμενο και απουσία κατάλληλης εποπτείας στο κέντρο κράτησης εκείνη τη νύχτα, κατά συνέπεια έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές δεν κατάφεραν να προστατέψουν τη ζωή του θανόντος παρόλο που γνώριζαν τον κίνδυνο , άρα παραβιάστηκε το άρθρο 2 και ως προς το ουσιαστικό του σκέλος.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Oleg Anatolyevich Laptev είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1982 και ζει στο χωριό Yubileynyy, στην περιφέρεια Medvedovskiy της Δημοκρατίας του Mariy El (Ρωσία).

 

Η υπόθεση αφορούσε  τις καταγγελίες του προσφεύγοντος σχετικά με τα γεγονότα που αφορούσαν τον θάνατο του αδερφού του ενώ ήταν υπό κράτηση και την ποιότητα της επακόλουθης εγχώριας έρευνας για το θέμα.

Στις 4 Ιανουαρίου 2011, ο αδερφός του προσφεύγοντος, ο Σεργκέι Λάπτεφ, ο οποίος τότε υπηρετούσε  ως αστυνομικός, συνελήφθη με την κατηγορία του βιασμού και κρατήθηκε προσωρινά σε κέντρο κράτησης. Τοποθετήθηκε σε ένα κελί με τον Ch., έναν μυστικό αστυνομικό που  παρουσιάστηκε ως ύποπτος σε άλλη ποινική υπόθεση.

Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, ο Ch. μπορεί να είχε το καθήκον να πείσει ή να εξαναγκάσει τον αδερφό του να ομολογήσει. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε  επίσης ότι στις 5 Ιανουαρίου 2011, όταν ο Σεργκέι Λάπτοφ κατέθεσε δύο φορές στον  ανακριτή,  εκ των οποίων η μία κατάθεση  διεξήχθη παρουσία του δικηγόρου του, παραπονέθηκε για την πίεση που ασκήθηκε από την αστυνομία για ομολογία, συμπεριλαμβανομένης της απειλής ότι θα μεριμνούσαν για τον βιασμό του από άλλους κρατουμένους.

Στις 6.40 π.μ. στις 6 Ιανουαρίου, ο Σεργκέι Λάπτοφ βρέθηκε νεκρός στο κελί του από τρεις φρουρούς. Η έκθεση αυτοψίας που συντάχθηκε την ίδια ημέρα έδειξε ασφυξία από μηχανικό μέσο ως αιτία θανάτου. Στις 7 Ιανουαρίου, το κέντρο κράτησης, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως, διενήργησε εσωτερική έρευνα για το θάνατο. Τα πλάνα της κάμερας έδειξαν ότι δεν υπήρχαν φρουροί μεταξύ 3.19 π.μ. και 6.10 π.μ. τη νύχτα της 6ης Ιανουαρίου. Λήφθηκαν διάφορα μέτρα εναντίον των φρουρών και των ανωτέρων τους για αυτήν την παραβίαση της ασφάλειας. Παράλληλα, μια προκαταρκτική έρευνα για τα γεγονότα, που ξεκίνησε από ένα τοπικό υποκατάστημα της Ερευνητικής Επιτροπής της Ρωσίας, κατέληξε στις 4 Ιουλίου 2011 ότι ο θάνατος του Σεργκέι Λάπτεφ ήταν αυτοκτονία και ότι οι τραυματισμοί που εντοπίστηκαν στο σώμα του κατά τη διάρκεια της αυτοψίας προήλθαν από αναλογική χρήση σωματικής βίας κατά τη σύλληψή του.

Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον δικαστηρίου, επισημαίνοντας διάφορες ασυνέπειες στις καταθέσεις  των υπαλλήλων και στα συμπεράσματα και επικρίνοντας γενικά την εσφαλμένη εκτίμηση της  απόφασης.

Στις 19 Απριλίου 2012, το Εφετείο  Yoshkar Ola έκανε δεκτή την έφεση του προσφεύγοντος και ακύρωσε την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2011. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Yoshkar Ola επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.

Εν τέλει  ωστόσο, ξεκίνησε εκ νέου η έρευνα για τα γεγονότα, οδηγώντας στην εκδοχή των γεγονότων που εκτίθενται στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 2011. Οι αρχές παραδέχθηκαν αδυναμίες στην επίβλεψη του Σεργκέι Λάπτεφ, ιδίως όσον αφορά την παραβίαση της ασφάλειας, αλλά απορρίφθηκαν τυχόν ισχυρισμοί για άσκηση πίεσης σε αυτόν και επέμειναν  ότι ο θάνατός του ήταν αυτοκτονία και δεν είχε σχέση με αυτές τις ελλείψεις. Η έρευνα διακόπηκε στις 25 Οκτωβρίου 2012. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή από τα εγχώρια δικαστήρια  του Yoshkar Ola σε πρώτο και δεύτερο βαθμό.

Βασιζόμενος στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι  το Κράτος απέτυχε να προστατεύσει τη ζωή του αποθανόντος και ότι η επακόλουθη διερεύνηση του θανάτου του δεν ήταν αποτελεσματική.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Σχετικά με την αποτελεσματική έρευνα για τον θάνατο του SL

Αρχικά, το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι οι αρχές αρνήθηκαν να διενεργήσουν ενδελεχή ποινική έρευνα για τον θάνατο. Ως αποτέλεσμα, μια ολόκληρη σειρά διαδικαστικών ερευνητικών μέτρων με στόχο τη συλλογή και την εξασφάλιση φυσικών αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυριών δεν ήταν διαθέσιμα στους ανακριτές. Αντ’  αυτού, διενήργησαν αρκετές έρευνες , εκ των οποίων όλες, εκτός από τις τελευταίες, κρίθηκε ότι ήταν επιλεκτικές. Εκτός από την έκθεση αυτοψίας, οι ανακριτές έπρεπε να βασίσουν τα ευρήματά τους σχετικά με το θάνατο του SL κυρίως σε καταθέσεις διαφόρων μαρτύρων.

Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι, στο πλαίσιο του ρωσικού νομικού συστήματος, μόνο μια «προανακριτική έρευνα» δεν μπορούσε να οδηγήσει στην τιμωρία των υπευθύνων, δεδομένου ότι η έναρξη μιας ποινικής υπόθεσης και μιας ποινικής έρευνας αποτελούν προϋποθέσεις για την άσκηση κατηγορίας εναντίον φερόμενων δραστών που μπορούν στη συνέχεια να εξεταστούν από δικαστήριο. Το Δικαστήριο επισήμανε την αποτυχία των εγχώριων αρχών να εξετάσουν λεπτομερώς το ψυχολογικό προφίλ του SL και τυχόν ανάγκη για ειδική φροντίδα που μπορεί να είχε,  και τη δυνητικά αμελή συμπεριφορά των υπαλλήλων του κέντρου κράτησης σε σχέση με αυτό. Σημείωσε επίσης την αποτυχία της έρευνας να εξετάσει σοβαρά την πιθανή συμμετοχή του Ch. στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2011 και ότι δεν καταβλήθηκαν προσπάθειες για τον εντοπισμό του Ch.  προκειμένου να καταθέσει.

Ανεξάρτητα από το υλικό που είχε στην κατοχή του και τις ανωτέρω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ρωσικές αρχές δεν έλαβαν όλα τα εύλογα μέτρα για να εξακριβώσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη ο θάνατος της SL.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο του διαδικαστικού της σκέλους λόγω της αδυναμίας των αρχών να διενεργήσουν αποτελεσματική έρευνα για το θάνατο του SL.

(ii) παραβίαση του δικαιώματος ζωής όσον αφορά το ουσιαστικό σκέλος

Το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι οι πραγματικές  περιστάσεις που αφορούσαν  τον θάνατο του SL αμφισβητήθηκαν από τους διαδίκους. Ο προσφεύγων  δήλωσε ότι ο αδερφός του θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί ή να είχε αναγκαστεί να αυτοκτονήσει, ενώ η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι είχε αυτοκτονήσει με κρέμασμα χωρίς καμία εξωτερική πίεση.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο SL τοποθετήθηκε σε ένα κελί με τον Ch., μυστικό αστυνομικό. Σύμφωνα με την εσωτερική έρευνα για το θάνατο του SL, τη νύχτα που ο SL πέθανε μεταξύ 3.19 π.μ. και 6.10 π.μ. δεν υπήρχαν φρουροί στο διάδρομο και οι υπεύθυνοι αξιωματικοί «παραβίασαν» σοβαρά διάφορους κανόνες εποπτείας των κρατουμένων. Σημείωσε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της 5ης Ιανουαρίου 2011, σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη δήλωση του προσφεύγοντος, ο αδερφός του διαμαρτυρήθηκε στον G. σχετικά την πίεση που του ασκήθηκε από την αστυνομία για ομολογία, συμπεριλαμβανομένης της απειλής ότι θα κανονίσουν να βιαστεί από άλλους κρατούμενους. Η έκθεση αυτοψίας που χρονολογείται από τις 6 Ιανουαρίου 2011 περιέγραψε γρατσουνιές,  και μια μελανιά στο δεξί μέρος της ωμοπλάτης του  που χρονολογείται από μία έως τρεις ημέρες πριν από το θάνατο του SL. Αν και η Ερευνητική Επιτροπή της Ρωσίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τραυματισμοί που εντοπίστηκαν στο σώμα του κατά τη διάρκεια της αυτοψίας είχαν προκύψει από την αναλογική χρήση σωματικής βίας κατά τη σύλληψη στις 4 Ιανουαρίου 2011, δεν υποβλήθηκαν τέτοιες αναφορές σχετικά με τη χρήση βίας σε σχέση με τον  SL  από αξιωματικούς μετά τη σύλληψη και ο αξιωματικός που εξέτασε τον SL κατά την εισαγωγή του στο κέντρο κράτησης δεν ανέφερε ίχνη τραυματισμών στο σώμα του.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το εφαρμοστέο πρότυπο απόδειξης βάσει του άρθρου 2 είναι αυτό «πέραν πάσης αμφιβολίας». Αν και αναγνωρίζει ότι ορισμένες από τις περιστάσεις της υπόθεσης ήταν ύποπτες, στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο διαπίστωσε  ότι δεν υπήρχαν  επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξουν  την υπόθεση της εκούσιας αφαίρεσης  της ζωής του SL ή της εξαναγκαστικής αυτοκτονίας από τις αρχές. Ακόμα και παρά τα πολυάριθμα ελαττώματα στη συνολική ποιότητα της έρευνας και, συγκεκριμένα, την αποτυχία των αρχών να αποσαφηνίσουν τον ακριβή ρόλο του Ch. στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, το Δικαστήριο δεν διέκρινε αρκετά ισχυρά, σαφή και συναφή συμπεράσματα που του επέτρεπαν να συμπεράνει ότι ο αδελφός του προσφεύγοντος πέθανε στα χέρια κρατικών υπαλλήλων.

Ωστόσο, αυτό το εύρημα δεν απαλλάσσει το κράτος της ευθύνης για τον θάνατο του SL. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει εάν οι αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος αυτοκτονίας του και, εάν ναι, εάν έκαναν ό, τι εύλογα θα περίμενε κανείς για να αντιμετωπίσουν αυτό τον κίνδυνο. Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι οι αξιωματούχοι του κέντρου κράτησης γνώριζαν την ασταθή ψυχολογική κατάσταση του SL, όπως μαρτυρείται από τον S., έναν αξιωματικό που είχε υπηρεσία κατά τη διάρκεια της εισδοχής του SL στο κέντρο κράτησης, ο οποίος παραδέχτηκε ότι γνώριζε την ευαισθησία του SL «σε αυτοκτονική συμπεριφορά» και έχοντας επίγνωση του καθήκοντος περίθαλψης του κέντρου κράτησης. Μια παρόμοια κατάθεση δόθηκε από τον συγκρατούμενο του  SL, τον  μυστικό αστυνομικό πράκτορα Ch., ο οποίος ανέφερε ότι πριν από το περιστατικό ο SL είχε αρνηθεί την τροφή και αισθανόταν αδιαθεσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις και αφήνοντας στην άκρη την ακριβή ψυχολογική κατάσταση του  SL, την οποία οι αρχές δεν εξέτασαν κατά τη διάρκεια της εγχώριας έρευνας, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν για τον κίνδυνο για τη ζωή του  SL.

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραδοχές που περιλαμβάνονται στις σχετικές εγχώριες αποφάσεις σχετικά με την απουσία κατάλληλης εποπτείας στο κέντρο κράτησης εκείνη τη νύχτα, το Δικαστήριο διαπίστωσε  ότι υπήρξε σαφής αποτυχία εκ μέρους των αρχών να ανταποκριθούν με εύλογο τρόπο στο συγγνωστό  κίνδυνο για τη ζωή του SL.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2 της Σύμβασης λόγω της αποτυχίας των αρχών να προστατεύσουν τη ζωή του SL.

Δίκαιη ικανοποίηση :Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 23.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και το ποσό των 3.430 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.(επιμέλεια echrcaselaw.com).

ΠΗΓΗ:https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/%ce%b8%ce%ac%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%b7-%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%b1%ce%ba%ce%ae-%cf%88%cf%85%cf%87%ce%b9%ce%b1%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%ce%b1%cf%83%ce%b8%ce%b5%ce%bd%ce%ae/ 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *