Kanaginis κατά Ελλάδας – 27662/09 απόφαση 27.10.2016 [Τμήμα Ι] Άρθρο 1 παρ. 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 Σεβασμός της περιουσίας (ειρηνική απόλαυση της περιουσίας)

Δυσανάλογα υψηλή τιμή για την επαναγορά απαλλοτριωμένης γης σε σύγκριση με την αποζημίωση που καταβλήθηκε για την απαλλοτρίωση: παραβίαση

Πραγματικά περιστατικά – Το έτος 1976 απαλλοτριώθηκε οικόπεδο που ανήκε στον προσφεύγοντα. Εντούτοις, η απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας το έτος 2002 κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως του προσφεύγοντος, με την αιτιολογία ότι δεν εκπληρώθηκε ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας, για τον οποίο είχε κηρυχθεί η απαλλοτρίωση.  Ενώ ο αιτών είχε λάβει 23.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση, η Διοίκηση προέβη σε αναπροσαρμογή του ποσού αυτού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 του νόμου 2882/2001, σύμφωνα με τον μέσο ετήσιο δείκτη τιμών κατανάλωσης και ζήτησε να επιστρέψει περίπου 602.000 ευρώ ως αντάλλαγμα για τη γη του. Εν συνεχεία, ο προσφεύγων προσέφυγε στο Συμβούλιο Επικρατείας με αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία απορρίφθηκε.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι το ποσό που κλήθηκε να επιστρέψει, για να ανακτήσει την περιουσία του, δεν ήταν λογικά ανάλογο με αυτό που είχε λάβει ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση. Υποστήριξε ότι το κράτος του επέβαλε ένα βάρος δυσανάλογο και υπερβολικό, που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κανένα λόγο δημόσιας ωφέλειας.

Δίκαιο – Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1

(α) Εφαρμογή – Από την μία πλευρά, το εθνικό δίκαιο επέτρεπε την ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης υπό την προϋπόθεση ότι ο ιδιοκτήτης της γης αποδίδει την αποζημίωση που του καταβλήθηκε με αναπροσαρμογή του σχετικού, ποσού και από την άλλη, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την άρνηση των εθνικών αρχών να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση, αφού διαπίστωσε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε εκπληρωθεί.

Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων είχε ένα περιουσιακό συμφέρον που αναγνωρίστηκε από το ελληνικό δίκαιο, το οποίο προστατεύεται  βάσει του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 1.

β) Επί της ουσίας – Η προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος στον σεβασμό της περιουσίας του έγκειται στην αδυναμία του να ανακτήσει την απαλλοτριωμένη γη μετά την ακύρωση της απαλλοτρίωσης με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με το σκεπτικό ότι δεν είχε εκπληρωθεί ο σκοπός της, εξαιτίας του υπερβολικού ποσού που θα έπρεπε να καταβάλει στο κράτος, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Δεν αμφισβητήθηκε ότι η επέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο για την εκπλήρωση θεμιτού σκοπού, δηλαδή να εξασφαλίσει ότι η επαναγορά της εν λόγω γης από τον προσφεύγοντα δεν θα έθιγε τα οικονομικά συμφέροντα του κράτους.

Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο προσφεύγων είχε επιτύχει την ανάκληση της απαλλοτρίωσης της γης που είχε στην κατοχή του, και είχε νόμιμη ελπίδα να ανακτήσει την περιουσία του. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να  ανακτήσει τη γη με τρόπο επιζήμιο για το δημόσιο συμφέρον. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι είχε λάβει πλήρη αποζημίωση όταν η γη του είχε απαλλοτριωθεί, δεν ήταν παράλογο το γεγονός ότι το κράτος, τριάντα χρόνια αργότερα, εφάρμοσε τη σχετική νομοθεσία, για να αναπροσαρμόσει το ποσό που είχε λάβει.

Ο τύπος αναπροσαρμογής που περιγράφεται στο άρθρο 12 του Ν. 2882/2001 περιλάμβανε μια εξίσωση με την οποία η αποζημίωση απαλλοτρίωσης που έλαβε ο ενδιαφερόμενος πολλαπλασιάζεται με τη σχέση μεταξύ του μέσου ετήσιου δείκτη τιμών καταναλωτή του έτους ανάκτησης του ακινήτου και εκείνου της ημερομηνίας εκταμίευσης της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης από τον δικαιούχο.

Η εφαρμογή του εν λόγω τύπου εμπόδισε την αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη άλλους συναφείς και όντως αναγκαίους παράγοντες για ένα δίκαιο υπολογισμό του ποσού που θα έπρεπε να επιστραφεί στο κράτος, όπως είναι η εμπορική αξία της γης κατά τον κρίσιμο χρόνο,  η αξία των γειτονικών οικοπέδων ή άλλων στην ίδια περιοχή που είχαν απαλλοτριωθεί την εποχή εκείνη. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Guiso-Gallisay κατά Ιταλίας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC] (58858/00, 22 Δεκεμβρίου 2009, σημείωση 125), οι αποζημιώσεις για απαλλοτρίωση οικοπεδικών εκτάσεων πρέπει να αντιστοιχούν στην εμπορική αξία αυτών.

Για να εκτιμηθεί η αναλογικότητα μεταξύ της αναπροσαρμοσμένης αποζημίωσης και της πραγματικής αξίας της περιουσίας του προσφεύγοντος, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στην ελληνική αγορά ακινήτων και η δεκαετής περίπου διάρκεια της διαδικασίας ανάκλησης.

Υπήρξε μια σημαντική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου από το κράτος ποσού και της πραγματικής αξίας της γης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Η διαφορά αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη στην προκειμένη περίπτωση.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη νέα διατύπωση του άρθρου 12 του νόμου 2882/2001, η Διοικητική επιτροπή ή ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας λαμβάνουν υπόψη πολλούς σχετικούς παράγοντες για την αξιολόγηση της τιμής ενός ακινήτου, όπως η αξία παρακείμενων ή παρόμοιων οικοπέδων και το πιθανό εισόδημα από την εκμετάλλευση της γης. Επιπλέον, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του κράτους και τον ενδιαφερόμενο σχετικά με το ποσό της οφειλόμενης αποζημίωσης, τα αρμόδια δικαστήρια επιλύουν τη διαφορά, χωρίς να λάβουν υπόψη τους το μέσο ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή.

Επιπλέον, οι δύο διοικητικές αποφάσεις βάσει των οποίων η αρμόδια αρχή καθόρισε το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την ανάκτηση της γης εξακολουθούν να ισχύουν. Οι αρχές είχαν απόλυτη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον εκ νέου υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης σε περίπτωση που ο προσφεύγων επανερχόταν με νέο αίτημα. Η τρέχουσα αξία της γης, όπως εκτιμήθηκε από τη φορολογική αρχή, ήταν πολύ χαμηλότερη από αυτή που καθορίστηκε με τη διοικητική απόφαση. Επομένως, ήταν σαφές ότι ο προσφεύγων βρισκόταν πλέον σε αδιέξοδη κατάσταση που καθιστούσε αδύνατη την ανάκτησης της περιουσίας του.

Επιπλέον, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει, χωρίς να εξηγεί γιατί, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του. Συνεπώς, ο προσφεύγων δεν διέθετε μία κατάλληλη ευκαιρία να αμφισβητήσει αποτελεσματικά ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών αρχών τα μέτρα που παραβιάζουν το δικαίωμά του που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 .

Ενόψει των ανωτέρω, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος που χρησιμοποιήθηκε στην υπόθεση του προσφεύγοντος κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου 2882/2001, καθώς και ο συλλογισμός του Συμβουλίου Επικρατείας στην απόφασή του, διέκοψαν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών της προστασίας του δικαιώματος του προσφεύγοντος προς σεβασμό της περιουσίας του.

Συμπέρασμα: παραβίαση (ομόφωνα).

Άρθρο 41: επιφύλαξη.

Kanaginis c. Gr_ce
Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *