Υπό την ισχύ του προγενεστέρου των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) νομοθετικού καθεστώτος (άρθρα 2 παρ. 2, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 7 του ν.δ/τος 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, ως ίσχυαν), προεβλέπετο, ως όρος νομιμότητος για τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος οφειλέτου του Δημοσίου, η ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση του χρέους, ήτοι η καταχώρισή του στο οικείο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων, διενεργούμενη μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά του νομίμου τίτλου ή την απόρριψη της ασκηθείσης κατ’ αυτού προσφυγής. Η διαδικασία αυτή αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, οι οποίες εφαρμόζονται αποκλειστικώς για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων που προέρχονται από φορολογικές οφειλές. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ’ αυτές πράξη καταχώρισης του τίτλου της φορολογικής οφειλής στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης δεν ταυτίζεται, κατά τη νομική της φύση, με την ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση της οφειλής προς το Δημόσιο, η οποία προεβλέπετο από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΕΔΕ, όπως αυτές ίσχυαν προ της ενάρξεως της ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, αλλά, αποτελούσα, σε αντίθεση με εκείνη, εσωτερική απλώς διοικητική διαδικασία, μη παράγουσα για το διοικούμενο έννομες συνέπειες, δεν φέρει εκτελεστό χαρακτήρα. Τούτο, άλλωστε, αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4174/2013, κατά την οποία η εν λόγω καταχώριση, «υπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς εσωτερικής παρακολούθησης της πράξης από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης αλλά και λογιστικής παρακολούθησης της οφειλής που αυτή ενσωματώνει και ουδόλως συνδέεται με το κύρος και τη νομιμότητα της πράξης [προσδιορισμού του φόρου] ή με το σύννομο της εισπρακτικής διαδικασίας· προβλέπεται δε ρητώς και στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 356/1974 (ΚΕΔΕ), που προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 4224/2013, και στην οποία ορίζονται τα εξής: “Η είσπραξη: α) στην περίπτωση των εκτελεστών τίτλων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) και β) οποιουδήποτε τίτλου, κατ’ εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων επιβολής πολλαπλών τελών, πραγματοποιείται μόνο δυνάμει του τίτλου. Οι τίτλοι του προηγούμενου εδαφίου καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, αποκλειστικά για λόγους παρακολούθησης της οφειλής, χωρίς η καταχώρηση να αποτελεί όρο της νομιμότητας της εισπρακτικής διαδικασίας ή της εκτέλεσης […]”. Κατ’ ακολουθία τούτων, η τυχόν ασκούμενη ανακοπή κατά της ρηθείσης πράξης καταχώρισης είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξης. Αντιθέτως, η έκδοση της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 47 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας ατομικής ειδοποίησης, επαγόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, την επέλευση σοβαρών εννόμων συνεπειών σε βάρος του υποχρέου φορολογικής οφειλής, αποτελεί τη μόνη εκτελεστή πράξη, η οποία εκδίδεται κατά το στάδιο που προηγείται της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να εισπραχθεί η οφειλή και, κατ’ ακολουθία, παραδεκτώς ασκείται κατ’ αυτής η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ανακοπή.
Σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως πράξεως προσδιορισμού φόρου, κατά της οποίας έχει ασκηθεί προσφυγή, ο αιτών (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) υποχρεούται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 203 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 4051/2012, επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναστολής, να υποβάλει κατάσταση στην οποία να αναγράφεται το παγκόσμιο εισόδημά του από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη. Η εν λόγω ρύθμιση έχει ως σκοπό να παράσχει στο δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει την αίτηση αναστολής, τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν και σε ποιό βαθμό η βεβαίωση του φόρου και η λήψη σχετικών αναγκαστικών μέτρων δύνανται πράγματι να επιφέρουν ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, ο οποίος προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό (βλ. και την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας με την οποία εισήχθη η ρύθμιση). Η ρηθείσα υποχρέωση υποβολής της προβλεπομένης από την ως άνω διάταξη του άρθρου 203 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δηλώσεως, επιβάλλεται στον αιτούντα (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) και στην περίπτωση που αυτός, στο πλαίσιο πάντοτε της φορολογικής διαφοράς, ασκήσει αίτηση αναστολής κατά πράξεως που εκδίδεται κατά την ακολουθούσα την επιβολή του φόρου διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως είναι η κατ’ άρθρο 47 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ατομική ειδοποίηση, κατά της οποίας έχει ασκηθεί ανακοπή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 217 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Τούτο δε διότι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 228 παρ. 2 του εν λόγω Κώδικα, για την εκδίκαση αιτήσεως αναστολής αντιστοιχούσης σε ασκηθείσα ανακοπή, εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, η διάταξη του άρθρου 203 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτή ισχύει κατά τον κρίσιμο εκάστοτε χρόνο· ειδικώς δε προκειμένου περί αναγκαστικής εκτελέσεως επί φορολογικών διαφορών, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται, όπως ισχύει για τις διαφορές αυτές μετά την ως άνω αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 4051/2012, με την οποία θεσπίσθηκε η υποχρέωση υποβολής της κατά τ’ ανωτέρω δηλώσεως. Τούτο δε εν όψει και του ότι ο ίδιος προαναφερθείς λόγος για τον οποίο θεσπίσθηκε η υποβολή της εν λόγω δηλώσεως στην περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως αναστολής κατά πράξεως προσδιορισμού φόρου που έχει προσβληθεί με προσφυγή ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο φορολογικής ομοίως διαφοράς, ζητείται η αναστολή εκτελέσεως πράξεως που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της ακολουθούσης τον προσδιορισμό του φόρου αναγκαστικής εκτελέσεως και κατά της οποίας (πράξεως) έχει ασκηθεί ανακοπή· καθόσον και στο στάδιο της αναγκαστικής εισπράξεως της φορολογικής οφειλής, δεν μεταβάλλεται από την κρίσιμη εν προκειμένω άποψη, ο φορολογικός χαρακτήρας της διαφοράς (πρβλ. Ε.Α. 496/2011).