Πηγή: http://www.lawspot.gr
Covid-19, τηλεδιασκέψεις δικαστηρίων και αρχή μυστικότητας των διασκέψεων
Ενδιαφέρουσες σκέψεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την εξ αποστάσεως λήψη απόφασης, όπως στην περίπτωση τηλεδιάσκεψης δικαστηρίου
Μία ενδιαφέρουσα σκέψη σχετικά με τις τηλεδιασκέψεις των δικαστηρίων εν μέσω της πανδημίας COVID-19 και την αρχή μυστικότητας των διασκέψεων περιλαμβάνει πρόσφατη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕλΣ (Τμ. II) 1575/2020).
Ειδικότερα, στην απόφαση αναφέρεται:
«Σε αρμονία προς τις αρχές που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 8, 87 παρ. 1 και 2 και 93 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματος (αρχές του νόμιμου δικαστή, της δικαστικής ανεξαρτησίας, της κατ’ αρχήν δημοσιότητας των δικαστικών συνεδριάσεων, του αιτιολογημένου των δικαστικών αποφάσεων και της δημοσιότητας της απαγγελίας τους), με τις ρυθμίσεις των άρθρων 28 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του π.δ.1225/1981, Α’ 304, καθιερώνονται η αρχή της μυστικότητας των διασκέψεων και οι διαδικαστικοί τύποι για τη λήψη απόφασης από τους δικαιοδοτικούς σχηματισμούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό συνθήκες απόλυτης δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, διαφάνειας και ισότητας, προς διασφάλιση του, κατοχυρωμένου στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δικαιώματος πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Οι διατάξεις δε αυτές του π.δ. 1225/1981 δεν επιβάλλουν την υποχρεωτική φυσική παρουσία των μελών του Δικαστηρίου στο κατάστημα αυτού για τη διενέργεια διάσκεψης, όταν συντρέχει σοβαρός λόγος που δικαιολογεί τη λήψη απόφασης από απόσταση, όπως κώλυμα μετάβασης μελών της σύνθεσης στο οικείο κατάστημα (πρβλ. Πολ. Πρωτ. Αθ. 7808, 7809/2008 επί των ΑΠ Ολ 19, 20/2007).
Και τούτο, πολλώ μάλλον, όταν η φυσική παρουσία των μελών της σύνθεσης του οικείου σχηματισμού θα έθετε σε σοβαρή διακινδύνευση συνταγματικώς κατοχυρωμένα έννομα αγαθά, ιδίως δε εκείνα της ατομικής και δημόσιας υγείας (άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος), ενόψει άλλωστε και της ίδιας της προστασίας της αξίας ανθρώπου ως θεμελιώδους αρχής του δημοκρατικού πολιτεύματος, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που υποχρεώνει όλα τα όργανα της Πολιτείας όχι μόνο να τη σέβονται, αλλά και να την προστατεύουν.
Στο πλαίσιο αυτό, κατ’ επίκληση των άρθρων 44 παρ. 1, 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, εκδόθηκε η από 11.3.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19 και της ανάγκης περιορισμού της διάδοσης του» (Α’55), ήδη κυρωθείσα με το άρθρο 2 του ν.4682/2020, Α’ 76, η οποία, μνημονεύει στο σκεπτικό της, ως αιτιολογία της έκδοσης της, «Την εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών λόγω της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19, τον περιορισμό της διάδοσης του και τη λήψη συναφών και αναγκαίων μέτρων για την οικονομία της Χώρας και την αγορά εργασίας».
Ενόψει δε της υποχρέωσης του Κράτους να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προστασίας της υγείας, μεταξύ άλλων και των λειτουργών του (πρβλ. Διάταξη Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας της 20.4.2020 σκ. 18), με το άρθρο 11 παρ. 2 της οικείας ΠΝΠ χορηγήθηκε ειδικότερη εξουσιοδότηση να ρυθμιστεί και κάθε ζήτημα που συνάπτεται με το καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας.
Κατ’ εξουσιοδότηση της ρύθμισης αυτής εκδόθηκε η ΚΥΑΔ1α/ΓΠ.οικ.26804.25.4.2020 «Επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, για το χρονικό διάστημα από 28.4.2020 έως και 15.5.2020», Β’ 1588/25.4.2020, με το άρθρο τρίτο της οποίας, αφού αποφασίστηκε η προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστικών σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το διάστημα από 6.5.2020 έως 15.5.2020, ορίστηκε ότι, κατ’ εξαίρεση της αναστολής αυτής, εντός του διαστήματος αυτού διενεργούνται, μεταξύ άλλων, διασκέψεις εξ αποστάσεως με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, καθώς και επείγουσες διασκέψεις με φυσική παρουσία.
Με τις ρυθμίσεις αυτές, που κινούνται εντός του συνταγματικού πλαισίου ειδικότερης κανονιστικής εξουσιοδότησης, κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος, δεν εισήχθη πρωτογενής κανονιστική ρύθμιση για τη δυνατότητα εξ αποστάσεως διασκέψεων για το όλως περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα.
Αντιθέτως, επιβεβαιώθηκε και ενεργοποιήθηκε η δυνατότητα εξ αποστάσεως διάσκεψης, που ούτως ή άλλως παρέχεται, κατά τα προεκτεθέντα, από τη γενική και αδιάστικτη διατύπωση των οικείων διατάξεων της Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ερμηνευόμενη υπό το φως του Συντάγματος, εφόσον συντρέχει σοβαρός λόγος, όπως εν προκειμένω, δηλαδή η προστασία υπέρτερης αξίας εννόμων αγαθών και στον βαθμό που διασφαλίζονται οι οικείες συνταγματικές και νομοθετικές εγγυήσεις λήψης δικαστικών αποφάσεων (πρβλ. Διάταξη του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας της 10.4.2020, σκ. 12, απόφ. του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας, της 7.4.2020, 1 BvR 755/20).
Ειδικότερα, προβλέφθηκε, ενόψει της προϊούσας τεχνολογικής εξέλιξης και της προσαρμογής των διαδικαστικών ενεργειών στα νέα τεχνολογικά δεδομένα (πρβλ. μεταξύ άλλων τις παρ. 2α και 4 του άρθρου 52 του π.δ.1225/1981, όπως αυτές προστέθηκαν και τροποποιήθηκαν με τις παρ. 2 και 3, αντίστοιχα, του άρθρου 74 του ν.4055/2012, Α’ 51, και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθέν π.δ.95/2014 «Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ηλεκτρονική χορήγηση σχετικών πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων στο Ελεγκτικό Συνέδριο», Α’ 162), η δυνατότητα διενέργειας τηλεδιάσκεψης με τη χρήση διαθέσιμης προς τούτο ηλεκτρονικής υπηρεσίας, που συνιστά συμβατό με το άρθρο 80 του π.δ.1225/1981 μηχανισμό εξ αποστάσεως λήψης απόφασης, ο οποίος έχει ήδη, άλλωστε και ρητώς προβλεφθεί ως εναλλακτικό μέσο εξ αποστάσεως διεξαγωγής σχετικών διαδικαστικών ενεργειών (βλ. άρθρο 393 του ΚΠολΔ, 143 παρ. 4 και 233 ΚΠοινΔ, όπως ισχύουν, και εγχειρίδιο του Ευρωπαϊκό ο Συμβουλίου «Videoconferencing as a part of European e-Justice», έτους 2009).
Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία για το έγκυρο της διάσκεψης ως διαδικαστικής πράξης, κατ’ άρθρο 80 του π.δ. 1225/1981, επιβάλλεται η φυσική παρουσία των μελών του Δικαστηρίου, θα αντέβαινε στο ίδιο το γράμμα της οικείας διάταξης, στον βαθμό που θα εξαρτούσε το κύρος της διαδικαστικής πράξης από όρο μη προβλεπόμενο και θα προσέθετε κατά τρόπο μη επιτρεπτό, ενόψει των αρχών της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας των οικείων δικονομικών ρυθμίσεων, ως διαδικαστικών εγγυήσεων του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (πρβλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 2.2.2016, Παπαϊωάννου κατά Ελλάδος, παρ. 45-46, της 13.1.2011, Ευαγγέλου κατά Ελλάδας, σκ. 22-23, της 15.12.2011, Poirot κατά Γαλλίας, παρ. 42 επ., της 1.2.2007, Paljic κατά Γερμανίας, σκ. 43), προϋποθέσεις εγκυρότητας της οικείας διαδικαστικής ενέργειας, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 46 του π.δ.1225/1981.
Και τούτο, δοθέντος ότι η ίδια η ρύθμιση, ούτε καθορίζει τον ακριβή τρόπο συμμετοχής των μελών της σύνθεσης κατά τη λήψη απόφασης, με συνέπεια να μην καθιστά τη φυσική παρουσία των μελών της σύνθεσης ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, κατ’ άρθρο 115 περ. β του ίδιου π.δ., ούτε προβλέπει ως δικονομική έννομη συνέπεια την ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης σε περίπτωση εξ αποστάσεως λήψης της απόφασης, σε κάθε δε περίπτωση η διεξαγωγή τηλεδιάσκεψης ουδεμία δικονομική βλάβη προκαλεί στους διαδίκους.
Εξ άλλου, ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 192 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999, Α’ 97, και αναλόγως εφαρμοζομένου κατ’ άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως ισχύει), που προβλέπει κατά τρόπο περιοριστικό τους λόγους ανυπόστατου των δικαστικών αποφάσεων, δύναται έστω και εμμέσως να συναχθεί ότι η εξ αποστάσεως λήψη απόφασης, όπως στην περίπτωση τηλεδιάσκεψης, καθιστά την εκδιδόμενη απόφαση ανυπόστατη.
Τέλος, μία τέτοια συσταλτική ερμηνεία θα παρακώλυε ουσιωδώς την απονομή της δικαιοσύνης, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου που κωλύει τα μέλη του Δικαστηρίου από τη φυσική παρουσία τους στον προκαθορισμένο χώρο διάσκεψης, αναιρώντας τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της απορρέουσας από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αρχής της δίκαιης δίκης, υπό την ειδικότερη έκφανση της αρχής της εύλογης διάρκειας αυτής, διαταράσσοντας τη δίκαιη ισορροπία σε βάρος του δικαιώματος των διαδίκων για την ταχεία και αποτελεσματική δικαστική τους προστασία (βλ. σχετικώς Ε.Σ. Γίρακτ. Ολ. 8ης Γεν. Συν/σης 29.4.2020, πρβλ. συναφώς αποφ. ΕΔΔΑ της 2.11.2010, Sakhnovski κατά Ρωσίας, της 5.10.2006, Marcello Viola κατά Ιταλίας επί συμβατότητας της βιντεοδιάσκεψης με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο συμμετοχής σε ποινικές διαδικασίες, με προδήλως μείζονος σημασίας διακύβευμα, εφόσον ο μηχανισμός αυτός συμβάλλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας και υπό τον όρο διασφάλισης των δικαιωμάτων των διαδίκων και της εμπιστευτικότητας).
Β. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο, ενόψει των οριζομένων στην ως άνω ΚΥΑ ΔΙα/ΓΠ.οικ.26804/25.4.2020, συνήλθε σε τηλεδιάσκεψη και, αφού έλαβε υπ’ όψιν
α) τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων και δη των κινδύνων από την εμφάνιση του COVID-19 και των αρνητικών συνεπειών διάδοσης του, οι οποίες έχουν καταγραφεί σε πληθώρα πρόσφατων νομοθετημάτων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης [βλ. ιδίως ν.4682/2020 για την κύρωση των διαδοχικώς εκδοθεισών ΠΝΠ, προς αντιμετώπιση των εκτάκτων συνθηκών λόγω της πανδημίας, αλλά και ανακοινώσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (βλ. την επίσημη ιστοσελίδα του Π.Ο.Υ. https://www.who.int/emergencies/diseases/novel-coronavirus-2019) και του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (βλ. την επίσημη ιστοσελίδα του Ε.Ο.Δ.Υ. https://eody.gov.gr/neos-koronaios-covid-19)],
β) τη φύση της υπό κρίση υπόθεσης και την ανάγκη διεκπεραίωσης της προς διασφάλιση του δικαιώματος του εκκαλούντος σε δίκη εντός εύλογης διάρκειας,
ομοφώνως αποφάνθηκε ότι συντρέχει σοβαρός λόγος για την εξ αποστάσεως λήψη απόφασης με χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων και, ειδικότερα, με χρήση της υπηρεσίας τηλεδιάσκεψης της ΚΥΑ 429/2020 Β’ 850/13.3.2020, όπου προβλέπονται, μεταξύ άλλων, οι δικλίδες διασφάλισης των οικείων διαδικαστικών και ουσιαστικών εγγυήσεων, ιδίως δε του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), όπως κάθε φορά ισχύει, καθώς και του ν.4624/2019, Α’ 137, «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (EE) 2016/679 … και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις»].
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στην ΤΝΠ Ισοκράτης.