ΕΚΘΕΣΗΤΩΝΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Ο προσφεύγων, κ. ΠαναγιώτηςΚονταλέξης, είναιΈλληνας υπήκοος, γεννηθείςτοέτος 1952 και κάτοικος Αθηνών. Εκπροσωπήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τους κυρίους Σ. Τσακυράκη και Σ. Σκλήρη, δικηγόρους Αθηνών.
A. Οιπεριστάσειςτηςυποθέσεως
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπως αυτά εκτίθενται από τον προσφεύγοντα, μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως.
Στις 24.11.2008 ο προσφεύγων προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου με την με αριθμό 59000/08 προσφυγή του, επικαλούμενος (παραπονούμενος) ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της πρόσβασής του σε δικαστήριο που προβλέπεται από τον νόμο, για τον λόγο ,κυρίως, ότι ένας από τους φυσικούς δικαστές που όφειλαν να δικάσουν την υπόθεσή του κατά την ημέρα της δημόσιας συνεδρίασης της υπόθεσης αντικαταστάθηκε από τον αναπληρωτή του, χωρίς καμία αιτιολογία που να δικαιολογεί την αντικατάσταση αυτή.
Με την απόφαση της 31ης Μαΐου 2011, το Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής:
1. Όσον αφορά στην αντικατάσταση του φυσικού δικαστή από τον αναπληρωτή του δικαστή κατά την ημέρα της δημόσιας συνεδρίασης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το μέρος της φράσης «που προβλέπεται από τον νόμο» αφορά όχι μόνο τη νόμιμη βάση της ύπαρξης του ίδιου του δικαστηρίου, αλλά ακόμη και τη σύνθεση της έδρας κατά την εκδίκαση κάθε υπόθεσης (Buscarinic. Saint–Marin (déc.), no 31657/96, 4 mai 2000).
2. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η σχετική ελληνική νομοθεσία απαιτεί στα συνταχθέντα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ο φυσικός δικαστής δεν μπόρεσε να δικάσει την υπόθεση και ο οποίος (λόγος) πρέπει να είναι ένας από τους τρεις λόγους που απαριθμούνται στον νόμο: ασθένεια, ανυπέρβλητος προσωπικός λόγος ή ανυπέρβλητη υπηρεσιακή δυσχέρεια. Ωστόσο, τα πρακτικά της δίκης εν προκειμένω δεν ανέφεραν παρά ότι ο δικαστής « δεν ήταν σε θέση να δικάσει». Ο Α.Π. απέρριψε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι ο όρος « δεν ήταν σε θέση » παρέπεμπε σε έναν από τους τρεις προαναφερόμενους λόγους. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η έλλειψη αναλυτικών στοιχείων (λεπτομερών ενδείξεων) σχετικά με τον λόγο που εμπόδισε τον φυσικό δικαστή να δικάσει την υπόθεση, αρκεί για να δημιουργήσει αμφιβολίες περί της διαφάνειας της διαδικασίας αντικατάστασης και τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή ( την αντικατάσταση).
3. Μία αιτιολογία τόσο ευρεία του κωλύματος του φυσικού δικαστή που όφειλε να δικάσει την υπόθεση του προσφεύγοντος κατά την ημέρα της δημόσιας συνεδρίασης συνιστά κατάφωρη παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ.7 του Κώδικα δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, έτσι ώστε το Δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο προσφεύγων εμφανίστηκε στις 28.06.2007 ήταν ένα δικαστήριο που προβλέπεται από τον νόμο. Υπήρξε λοιπόν παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 σχετικά με αυτό το θέμα.
Στις 27.12.2011 ο προσφεύγων υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 525 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Διαδικασίας. Ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου Αθηνών της 28ης Ιουνίου 2007, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών, με αναστολή. Υπογράμμιζε ότι το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έλλειψη αναλυτικών στοιχείων (λεπτομερών ενδείξεων) σχετικά με τον λόγο που εμπόδισε τον φυσικό δικαστή να δικάσει την υπόθεση αρκεί για να δημιουργήσει αμφιβολίες περί της διαφάνειας της διαδικασίας αντικατάστασης και τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή (την αντικατάσταση). Αυτή η έλλειψη καθιστούσε μη νόμιμη τη σύνθεση του δικαστηρίου και επιτάσσει την εξέταση της υπόθεσης από ένα δικαστήριο που να προβλέπεται από τον νόμο αυτή τη φορά.
Με 1360/2012 βούλευμα της 31ης Μαΐου 2012, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του προσφεύγοντος με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε βλάβη του, η οποία να οφείλεται στην παραβίαση που διαπιστώθηκε από το ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, το Συμβούλιο διευκρίνισε :
« […] η μη αναγραφή στα πρακτικά του δικάσαντος δικαστηρίου του είδους του κωλύματος του αντικατασταθέντος δικαστή είναι ήδη γεγονός τετελεσμένο και δεν μπορεί να αναιρεθεί αναδρομικά και ως εκ τούτου η επανόρθωση της βλάβης του αιτούντος από τη γενόμενη υπέρβαση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η διαπιστούμενη παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της Σύμβασης από το ΕΔΔΑ δεν προσβάλλει τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που οδήγησε στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου των Αθηνών».
Στις 8 Ιουνίου 2012, ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναιρέσεως εναντίον του βουλεύματος 1360/2012. Ισχυρίστηκε ότι με το ανωτέρω βούλευμα ερμηνεύθηκε εσφαλμένως το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διότι αυτό εισάγει έναν απόλυτο λόγο για την επανάληψη της διαδικασίας στην περίπτωση που το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση σχετικά με τη σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου. Προέβαλε ότι σε περίπτωση μη νόμιμης σύνθεσης ενός δικαστηρίου, θα ήταν αλυσιτελές να εξεταστεί εάν η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο ήταν ή όχι αμερόληπτη ή ακόμη εάν προκλήθηκε βλάβη στον ενδιαφερόμενο η οποία να οφείλεται στην παραβίαση που διαπιστώθηκε. Θα ήταν εξίσου αλυσιτελές να εξεταστεί εάν μπορούσε να λάβει χώρα διόρθωση των πρακτικών της δίκης. Η εξέταση μίας υπόθεσης από ένα δικαστήριο, που δεν συγκροτήθηκε σύμφωνα με τον νόμο, επιφέρει πάντα μία σοβαρή βλάβη στον κατηγορούμενο, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί, παρά μόνο με την επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον ενός δικαστηρίου που προβλέπεται από τον νόμο. Ο προσφεύγων υποστήριξε επίσης ότι η μη επανάληψη της διαδικασίας στην περίπτωσή του θα συνιστούσε μία νέα παραβίασης της Σύμβασης και, συγκεκριμένα, των άρθρων 6 και 46. Επικαλούμενος την απόφαση VereinGegenTierfabrikenSchweiz (VgT) c. Suisse (no 2) της 30ης Ιουνίου 2009, ισχυρίστηκε ότι η αντίθετη ερμηνεία θα καθιστούσε το άρθρο 525 ανενεργό και θα είχε ως συνέπεια τη μη εκτέλεση της απόφαση του ΕΔΔΑ και θα παραβίαζε εκ νέου τη Σύμβαση.
Στις 18 Ιανουαρίου 2013, ο Α.Π. απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντος. Έκρινε ότι η παραβίαση που διαπιστώθηκε από το ΕΔΔΑ ήταν τυπική και δεν αφορούσε στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 της Σύμβασης, δηλαδή το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί από ένα δικαστήριο ανεξάρτητο και αμερόληπτο και από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Α.Π. έκρινε ότι η παραβίαση που διαπιστώθηκε από το ΕΔΔΑ δεν επηρέασε τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας και δεν είχε αρνητική επίδραση στην εκτίμηση των δικαστών του ποινικού δικαστηρίου. Αυτή η παραβίαση ήταν ένα γεγονός τετελεσμένο και καλύπτεται από το δεδικασμένο της απόφασης του Α.Π., με την οποία απορρίφθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός της αναίρεσης, τον οποίο το ΕΔΔΑ στη συνέχεια έκανε δεκτό. Η καταδικαστική απόφαση, η οποία δεν αναιρέθηκε από τον Α.Π. κατά τη διάρκεια της πρώτης διαδικασίας δεν θα μπορούσε να αναιρεθεί αναδρομικά. Ο λόγος σχετικά με τη μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου απερρίφθη από τον Α.Π. κατά την πρώτη διαδικασία και αυτή η απόφαση δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως του ΕΔΔΑ.
B. Το σχετικό εθνικό δίκαιο
Το άρθρο 525 § 1 e) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει ότι :
1. Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις εξής περιπτώσεις:
(…)
5) αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε.
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Επικαλούμενος τα άρθρα 6 και 46 της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονείται για μία διπλή παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη: από τη μία πλευρά ότι στερήθηκε το δικαίωμα που του αναγνωρίζει ρητώς ο κώδικας ποινικής δικονομίας, και από την άλλη ότι η απόρριψη του αιτήματός του περί επανάληψης της διαδικασίας από τα εθνικά δικαστήρια συνιστά άρνηση εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου r Kontalexisc. Grèce της 31ης Μαΐου 2011.
ΥΠΟΘΕΣΗΤΩΝΜΕΡΩΝ
Η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να επιτρέψουν την επανάληψη της διαδικασίας που αφορούσε στον προσφεύγοντα βάσει του άρθρου 525 παρ.1 του Κώδικα Ποινκής Δικονομίας συνιστά μία νέα παραβίαση του δικαιώματός του να δικαστεί από ένα δικαστήριο που προβλέπεται στον νόμο, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 παρ.1 της Σύμβασης και μία παραβίαση του άρθρου 46 της Σύμβασης;
KONTALEXIS c. GR_CE