ΑΕΔ 1/2020
……… Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου στις 13 Μαρτίου 2019 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΑΙΤΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη του Πάνου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 8698).
ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΩΝ: 1)…… η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους: α) Λάμπρο Κιτσαρά του Ιωάννη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 18663), β) Δημήτριο Μέλισσα του Κωνσταντίνου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 17368), γ) Αθανάσιο Τσιρωνά του Βασιλείου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 20659) και δ) Ιωάννα Αλεξανδροπούλου του Σπυρίδωνος, (Α.Μ/Δ.Σ.Α. 19860) και 2)….. το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου του Νέστορα (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 25904)
………
…. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η άρση της αμφισβήτησης ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου και συγκεκριμένα ως προς την έννοια των διατάξεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 22 του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210), η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, δημιουργήθηκε από την έκδοση των αντίθετων αποφάσεων 1869/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 4/2006 και 32/2011 του Διαιτητικού Δικαστηρίου, το οποίο συνεστήθη ad hoc προκειμένου να εκδικάσει διαφορές από σύμβαση που συνήφθη κατά το έτος 1999 μεταξύ της αιτούσας εταιρίας, των εταιριών που την είχαν ιδρύσει και του Υπουργού Ανάπτυξης, ενεργούντος ως νομίμου εκπροσώπου του συμβαλλομένου με την ιδιότητα του εκμισθωτή, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «….»για την τουριστική αξιοποίηση έκτασης στο Λαγονήσι Αττικής. Η ως άνω σύμβαση τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε κατά τα έτη 2003 και 2009, μετά τη σύσταση με το άρθρο 12 του ν. 2636/1998 (Α΄ 198) της εταιρίας με την επωνυμία «Ανώνυμη Εταιρία…..», η οποία μετονομάσθηκε αρχικώς σε «….» (άρθρο 9 παρ. 4 ν. 2837/2000, Α΄ 178) και, ακολούθως, σε «….» (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ν. 3270/2004 (Α΄ 180), η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 2636/1998, έχει αυτοδικαίως τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του …. Η αιτούσα ασκεί την κρινόμενη αίτηση με έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εφόσον αυτή υπήρξε διάδικος στις δίκες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις 1869/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 4/2006 και 32/2011 του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ 4/2014).
3. Επειδή, στην παρούσα δίκη παρεμβαίνουν…..
4. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού υπάγονται: α) η εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58 του Συντάγματος β) ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο 44 παράγραφος 2 του Συντάγματος, γ) η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή κατά τα άρθρα 55 παράγραφος 2 και 57 του Συντάγματος, δ) η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός, και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου, ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων, ε) η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στ) η άρση της αμφισβήτησης για τον χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεδεγμένων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος. Οι πιο πάνω περιπτώσεις στις οποίες καθιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αναφέρονται περιοριστικά (ΑΕΔ 4/2010, 28/2013, 4/2014, 5/2017). Περαιτέρω, ως αποφάσεις κατά την ως άνω περίπτωση ε της παρ. 1 του άρθρου 100 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου νοούνται μόνον οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, που εκδίδονται κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας που ανατέθηκε από το Σύνταγμα στα συγκεκριμένα ανωτέρω δικαστήρια, που απαρτίζονται από ισόβιους δικαστές και οι οποίες απαγγέλλονται, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, σε δημόσια συνεδρίαση (ΑΕΔ 34/1995, 20/2005, 5/2013, 3/2017).
5. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 867 του Κ.Πολ.Δ., οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Όπως έχει κριθεί, η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του Κ.Πολ.Δ., διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία. Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 Κ.Πολ.Δ., προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 Κ.Πολ.Δ.) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ` άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β` Κ.Πολ.Δ.. Για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωσή τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής απόφασης, μέσω κυρίως της αγωγής ακυρώσεως κατ` άρθρο 897 επ. Κ.Πολ.Δ. (βλ. Ολομ. Α.Π. 14/2015, Α.Π. 355, 359/2018). Κατά τη διάταξη του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ., η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση, και μόνο για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν και ειδικότερα, 1) αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη, 2) αν εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε να ισχύει, 3) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ορίστηκαν κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας για τη διαιτησία ή των διατάξεων του νόμου ή αν τα μέρη τους είχαν ανακαλέσει, ή αποφάνθηκαν αν και είχε γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσής τους, 4) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ενήργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συμφωνία για τη διαιτησία ή ο νόμος, 5) αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 886 παρ. 2, 891, 892, 6) αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη, 7) αν είναι ακατάληπτη ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις, 8) αν συντρέχει λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544. Κατά την έννοια δε της ανωτέρω περ. 6 του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ., ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, υπό έννοια προσομοιάζουσα προς εκείνη του άρθρου 33 ΑΚ. Η παραβίαση, άρα, κανόνων αναγκαστικού δικαίου τεθέντων πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Εξάλλου, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και δεν θεμελιώνεται, συνεπώς, ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση (εκτέλεση) της απόφασης θα εδημιουργείτο κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης. Υπό την αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, ως τέτοιες διατάξεις (δημόσιας τάξης), νοούνται όλες ανεξαιρέτως οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), θα προέκυπτε το άτοπο να ελέγχεται η διαιτητική απόφαση για παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης αναγκαστικού δικαίου (από τις οποίες υπάρχει πληθώρα στο δίκαιο των συναλλαγών), ουσιαστικώς δηλαδή να επανεκδικάζεται η υπόθεση και να περιάγεται η διαιτητική διαδικασία σε απλό διαδικαστικό προστάδιο της πολιτικής δίκης, πράγμα που θα αντιστρατευόταν ευθέως στη σχετική προς τη φύση της αρχή της μη αναθεώρησης της ουσίας της διαιτητικής απόφασης (Ολομ. Α.Π. 14/2015, Α.Π. 355, 359/2018).
6. Επειδή, συνεπώς, οι διαιτητικές αποφάσεις 4/2006 και 32/2011 του ανωτέρω Διαιτητικού Δικαστηρίου -ως προς τα νομικώς κριθέντα από τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, υφίσταται αντίθετη ερμηνεία από την 1869/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- δεν αποτελούν αποφάσεις «ανωτάτου δικαστηρίου» της τακτικής δικαιοσύνης, δηλαδή αποφάσεις ενός εκ των τριών, αποκλειστικά αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 παρ. ε΄ του Συντάγματος, δικαστηρίων˙ του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι εν προκειμένω κατά των εν λόγω διαιτητικών αποφάσεων ασκήθηκαν από την «…» αγωγές με τις οποίες ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητας αυτών κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Πολ.Δικ., επί των οποίων τελικώς εκδόθηκαν οι 354/2018 και 358/2018 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δεν καθιστά τις αποφάσεις αυτές «ισοδύναμες» προς αποφάσεις του Αρείου Πάγου, εφόσον το Δικαστήριο αυτό δεν αποφάνθηκε επί των σχετικών διαφορών ούτε υιοθέτησε την κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά περιορίσθηκε στον κατά τα ως άνω εκτεθέντα έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων αυτών. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις, να επιβληθούν δε στην αιτούσα τόσο τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας, όσο και η δικαστική δαπάνη των παρεμβαινόντων (άρθρο 22 παρ. 2 και 3 του Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου).
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Δέχεται τις παρεμβάσεις…..
ΑΕΔ 2/2020 (απόσπασμα)
….. 6. Επειδή, συνεπώς, οι διαιτητικές αποφάσεις 4/2006 και 32/2011 του ανωτέρω Διαιτητικού Δικαστηρίου -ως προς τα νομικώς κριθέντα από τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, υφίσταται αντίθετη ερμηνεία από την 1870/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- δεν αποτελούν αποφάσεις «ανωτάτου δικαστηρίου» της τακτικής δικαιοσύνης, δηλαδή αποφάσεις ενός εκ των τριών, αποκλειστικά αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 παρ. ε΄ του Συντάγματος, δικαστηρίων˙ του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι εν προκειμένω κατά των εν λόγω διαιτητικών αποφάσεων ασκήθηκαν από την «….» αγωγές με τις οποίες ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητας αυτών κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Πολ.Δικ., επί των οποίων τελικώς εκδόθηκαν οι 354/2018 και 358/2018 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δεν καθιστά τις αποφάσεις αυτές «ισοδύναμες» προς αποφάσεις του Αρείου Πάγου, εφόσον το Δικαστήριο αυτό δεν αποφάνθηκε επί των σχετικών διαφορών ούτε υιοθέτησε την κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά περιορίσθηκε στον κατά τα ως άνω εκτεθέντα έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων αυτών. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις, να επιβληθούν δε στην αιτούσα τόσο τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας, όσο και η δικαστική δαπάνη των παρεμβαινόντων (άρθρο 22 παρ. 2 και 3 του Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου).
ΑΕΔ 3/2020 (Απόσπασμα)
……. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 22.2.2019 δικόγραφο προσθέτων λόγων, η αιτούσα εταιρία ζητεί την άρση της αμφισβήτησης ως προς την έννοια των διατάξεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ. 1985 (ν. 1577/1985, Α΄ 210) η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, ανέκυψε από την αντίθεση της υπ’ αριθμ. 1399/2015 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι στην επίδικη περίπτωση εφαρμόζεται ο ως άνω ΓΟΚ, προς τις παρατεθείσες ανωτέρω υπ’ αριθμ. 4/2006 και 32/2011 αποφάσεις του Διαιτητικού Δικαστηρίου, (που κατέστησαν αμετάκλητες κατόπιν των υπ’ αριθμ. 354/2018 και 357/2018 αποφάσεων του Αρείου Πάγου), με τις οποίες κρίθηκε αντιθέτως, ότι οι επίδικες συμβάσεις διέπονται αποκλειστικά από το ν. 2160/1993. Σύμφωνα, όμως, με τις διατάξεις που έχουν παρατεθεί (σκέψη 6, 7) το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αίρει αμφισβήτηση που έχει ανακύψει από αντίθετες αποφάσεις μόνον του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου. Κατόπιν αυτού, δεν γεννάται αμφισβήτηση που μπορεί να αχθεί ενώπιον του Α.Ε.Δ. όταν η αμφισβήτηση αυτή προβάλλεται ότι ανακύπτει μεταξύ αποφάσεων αφενός ενός εκ των ως άνω ανωτάτων κρατικών δικαστηρίων και αφετέρου αποφάσεων διαιτητικού δικαστηρίου, ή μεταξύ αποφάσεων διαιτητικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι οι αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων, οι οποίες δεν απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση, προέρχονται από δικαστήρια που έχουν συσταθεί στα πλαίσια μιας συμβατικά επιλεγμένης δικαιοδοσίας, διαφορετικής και αμοιβαία αποκλειόμενης σε σχέση με τη δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων. Η παρέμβαση εξάλλου των κρατικών δικαστηρίων στις διαιτητικές αποφάσεις δεν μεταβάλλει τη φύση των αποφάσεων αυτών, αφού περιορίζεται στα πλαίσια που θέτουν τα ανωτέρω άρθρ. 897 και 901 του ΚΠολΔ, και δεν μπορεί να εκταθεί στον έλεγχο της ερμηνείας ή εφαρμογής των διατάξεων που ερμήνευσαν και εφήρμοσαν τα διαιτητικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση της διαφοράς που τους ανατέθηκε. Περαιτέρω, ένας κρατικός έλεγχος ασκούμενος από το Α.Ε.Δ. ως επιδιαιτητή θα αντιστρατευόταν ευθέως τη φύση και το σκοπό της διαιτητικής αποφάσεως και θα αλλοίωνε τη βούληση των μερών που συμφώνησαν την προσφυγή στη διαιτησία.
ΑΕΔ 4/2020 (Απόσπασμα)
…. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 26.2.2019 δικόγραφο προσθέτων λόγων, η αιτούσα εταιρία ζητεί την άρση της αμφισβήτησης ως προς την έννοια των διατάξεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ. 1985 (ν. 1577/1985, Α΄ 210) η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, ανέκυψε από την αντίθεση της υπ’ αριθμ. 1397/2015 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι στην επίδικη περίπτωση εφαρμόζεται ο ως άνω ΓΟΚ, προς τις παρατεθείσες ανωτέρω υπ’ αριθμ. 4/2006 και 32/2011 αποφάσεις του Διαιτητικού Δικαστηρίου, (που κατέστησαν αμετάκλητες κατόπιν των υπ’ αριθμ. 354/2018 και 357/2018 αποφάσεων του Αρείου Πάγου), με τις οποίες κρίθηκε αντιθέτως, ότι οι επίδικες συμβάσεις διέπονται αποκλειστικά από το ν. 2160/1993. Σύμφωνα, όμως, με τις διατάξεις που έχουν παρατεθεί (σκέψη 6, 7) το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αίρει αμφισβήτηση που έχει ανακύψει από αντίθετες αποφάσεις μόνον του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου. Κατόπιν αυτών, δεν γεννάται αμφισβήτηση που μπορεί να αχθεί ενώπιον του Α.Ε.Δ. όταν η αμφισβήτηση αυτή προβάλλεται ότι ανακύπτει μεταξύ αποφάσεων αφενός ενός εκ των ως άνω ανωτάτων κρατικών δικαστηρίων και αφετέρου αποφάσεων διαιτητικού δικαστηρίου, ή μεταξύ αποφάσεων διαιτητικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι οι αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων, οι οποίες δεν απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση, προέρχονται από δικαστήρια που έχουν συσταθεί στα πλαίσια μιας συμβατικά επιλεγμένης δικαιοδοσίας, διαφορετικής και αμοιβαία αποκλειόμενης σε σχέση με τη δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων. Η παρέμβαση εξάλλου των κρατικών δικαστηρίων στις διαιτητικές αποφάσεις δεν μεταβάλλει τη φύση των αποφάσεων αυτών, αφού περιορίζεται στα πλαίσια που θέτουν τα ανωτέρω άρθρ. 897 και 901 του ΚΠολΔ, και δεν μπορεί να εκταθεί στον έλεγχο της ερμηνείας ή εφαρμογής των διατάξεων που ερμήνευσαν και εφήρμοσαν τα διαιτητικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση της διαφοράς που τους ανατέθηκε. Περαιτέρω, ένας κρατικός έλεγχος ασκούμενος από το Α.Ε.Δ. ως επιδιαιτητή θα αντιστρατευόταν ευθέως τη φύση και το σκοπό της διαιτητικής αποφάσεως και θα αλλοίωνε τη βούληση των μερών που συμφώνησαν την προσφυγή στη διαιτησία.
Επειδή, κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη προεχόντως διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν καθιδρύεται εν προκειμένω δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προς άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου κατά τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. ι΄ του Κώδικα περί Α.Ε.Δ…..
(ενημέρωση από δικ.γρ.Απ.Παπακωνσταντίνου)