Με την 134/2016 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 24ο Μονομελές, Α σύνθεση, σε Συμβούλιο) το Δικαστήριο έκανε δεκτή την υπό κρίση αίτηση αναστολής κατά της με αριθμό 7701/ 9-10-2015 πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, με την οποία βεβαιώθηκε ταμειακώς σε βάρος του αιτούντος, ποσό 100.000 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων 2.400 ευρώ, συνολικώς δε ποσό 102.400 ευρώ, προερχόμενο από πρόστιμο που επιβλήθηκε με την 7 / 447 / 2102007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε βάρος του, λόγω παραβάσεως του άρθρου 72 ν 1969/1991, διατάσσοντας, ως μέτρο πρόσφορο για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, τον αιτούντα να καταθέσει στο καθού η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο, εντός προθεσμίας έξι μηνών από της εκδόσεως της παρούσης αποφάσεως, εγγυητική επιστολή αναγνωρισμένης τράπεζας για ποσό ύψους 10.000 ευρώ. Αφού έλαβε υπόψη, ότι α) ναι μεν, η ασκηθείσα ανακοπή δεν παρίσταται προδήλως βάσιμη, καθόσον οι προβαλλόμενοι με αυτή ισχυρισμοί χρήζουν περαιτέρω ενδελεχούς νομικής και ουσιαστικής έρευνας, β) ο αιτών, καθώς και η σύζυγός του, διαθέτουν αξιόλογα, για την τρέχουσα συγκυρία, φορολογητέα εισοδήματα, με βάση τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος των τελευταίων οικονομικών ετών, γ) η περιουσία του αιτούντος και της συζύγου του, όπως αυτή προκύπτει από την, κατ άρθρο 205 Κ.Δ.Δ., δήλωση περιουσιακής κατάστασης, είναι σημαντική (ανεξαρτήτως του ότι ορισμένα περιουσιακά στοιχεία βαρύνονται, κατά τα προδιαληφθέντα, με προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο), αποτελείται δε από δύο ακίνητα (το ένα αστικό ακίνητο μεγάλης αξίας στην Ανοιξη Αττικής), αξιόλογο χαρτοφυλάκιο μετοχών και συμμετοχές σε πέντε ιδιαίτερα κερδοφόρο TRUST στην Κύπρο, πλην όμως δ) ο αιτών βαρύνεται, πέρα από την υποχρέωση συντήρησης του ιδίου και της οικογένειάς του, με την εξυπηρέτηση υπερβολικά υψηλών, για την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση, δανειακών υποχρεώσεων, συνολικού ύψους 612.715,96 ευρώ, ενώ η προαναφερόμενη κάθετη ιδιοκτησία στην Ανοιξη Αττικής αποτελεί την πρώτη και μόνη κατοικία του ίδιου και της οικογένειάς του, έκρινε ότι, ενόψει της διαφαινόμενης αδυναμίας του αιτούντος να καταβάλει αμέσως το ταμειακώς βεβαιωθέν ποσό προστίμου ύψους 100.000 ευρώ, πιθανολογείται η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης σε αυτόν από τη λήψη κάποιου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 202 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., αναγκαστικά μέτρα είσπραξης ή διοικητικά μέτρα για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης του ως άνω ποσού και, επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ανασταλεί η εκτέλεση της ένδικης πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως, κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη ενός ή περισσότερων μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων εξαναγκασμού ή διασφάλισης της είσπραξης της ένδικης οφειλής σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής.