-
Το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά εδώ
1. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 7 της κανονιστικής πράξης (Ordonnance) της 21ης Οκτωβρίου 1986, σχετικά με τη διανομή στους εργαζομένους (μέρους) των κερδών της επιχείρησης και με την συμμετοχή αυτών στα αποτελέσματα της επιχείρησης καθως και την απόκτηση μετοχών από τους εργαζομένους, κάθε επιχείρηση που συνήθως απασχολεί περισσότερους από εκατό εργαζόμενους ή τουλάχιστον πενήντα εργαζόμενους από την έναρξη ισχύος του νόμου της 7ης Νοεμβρίου 1990, «ανεξάρτητα από τη φύση της δραστηριότητάς της και τη νομική της μορφή, υπόκειται στις υποχρεώσεις του παρόντος τμήματος, που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν το δικαίωμα των εργαζομένων της να συμμετέχουν στα αποτελέσματα της εταιρείας”. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 της παρούσας κανονιστικής πράξης (Ordonnance) : “Με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας προσδιορίζονται οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι εθνικές εταιρείες που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου. Καθορίζονται οι όροι υπό τους οποίους εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις σε αυτές”. Οι διατάξεις αυτές κωδικοποιήθηκαν με το άρθρο 33 του νόμου της 25ης Ιουλίου 1994 σχετικά με τη βελτίωση της συμμετοχής των εργαζομένων στην επιχείρηση στο άρθρο L. 442-1 και στο άρθρο L. 442-9 του Εργατικού Κώδικα, αντιστοίχως . Με απόφασή του της 6ης Ιουνίου 2000 που εκδόθηκε επί έφεσης με διαδίκους τη Συνδικαλιστική Ένωση CGT των Συνδικάτων του 17ου διαμερίσματος και την εταιρεία Frantour Paris-Berthier, το Αναιρετικό Δικαστήριο έκρινε ότι ένα (νομικό) πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που έχει ως αντικείμενο μια δραστηριότητα η οποία δεν είναι ούτε δημόσια επιχείρηση ούτε εθνική εταιρεία, ανεξάρτητα από την προέλευση του κεφαλαίου, έπρεπε να υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 7 του διατάγματος της 21ης Οκτωβρίου 1986. Ο νομοθέτης, κατά άρθρο 85 του νόμου της 30ης Δεκεμβρίου 2004 προϋπολογισμός για το 2005, τροποποίησε το άρθρο L. 442-9 του Εργατικού Κώδικα, ορίζοντας ότι: “Με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας προσδιορίζονται οι δημόσιοι φορείς, βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα και οι εταιρείες, ενώσεις ή νομικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς, εκ των οποίων πλέον του ημίσεως του κεφαλαίου κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από κοινού ή χωριστά, στο κράτος και δημόσιους φορείς του που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου. Καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν γι ‘αυτά / Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν για εταιρείες, ομίλους ή νομικά πρόσωπα ανεξαρτήτως του νομικού τους καθεστώτος, των οποίων πλέον του ημίσεως του κεφαλαίου τους κατέχεται, εν όλω ή χωριστά, έμμεσα από το κράτος και άμεσα ή έμμεσα από δημόσιους φορείς του, με εξαίρεση εκείνους που επωφελούνται από επιδοτήσεις λειτουργίας, βρίσκονται σε μονοπώλιο ή υπόκεινται σε ρυθμιζόμενες τιμές (…) “.
2. Με την απόφαση 2013-336 QPC της 1ης Αυγούστου 2013, το Συνταγματικό Συμβούλιο έκρινε ότι το πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 της κανονιστικής πράξης (Ordonnance) της 21ης Οκτωβρίου 1986 και ακολούθως πρώτη παράγραφος του άρθρου L. 442-9 του Εργατικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από το νόμο της 30ης Δεκεμβρίου 2004, ήταν αντίθετο προς το Σύνταγμα. Σημείωσε ότι εξαιρώντας τις «δημόσιες επιχειρήσεις» από την υποχρέωση να καθιερώσουν ένα σύστημα συμμετοχής των εργαζομένων στα αποτελέσματα της επιχείρησης και περιοριζόμενο να αναθέσει στην εκτελεστική λειτουργία με την έκδοση σχετικού εκτελεστικού διατάγματος τον καθορισμό των επιχειρήσεων που παρόλα αυτά θα υπάγονται σε αυτό, χωρίς να προσδιορίζει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα έπρεπε αυτές να προσδιοριστoύν ως τέτοιες, ούτε να οριοθετεί την εξουσιοδότηση προς την κανονιστική εξουσία, ο νομοθέτης παρέλειψε να ασκήσει την αρμοδιότητά του υπό συνθήκες που επηρεάζουν την άσκηση της ελευθερίας του επιχειρείν.
3. Από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ουσίας, προκύπτει ότι ο MB .., καθώς και άλλοι υπάλληλοι της εταιρείας Natixis Asset Management, πρώην CDC Gestion, ζήτησαν από το Tribunal de Grande Instance του Παρισιού να υποχρεώσει τον εργοδότη τους να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την πληρωμή των ποσών που θεωρούν ότι τους οφείλονται ως συμμετοχή των εργαζομένων στα αποτελέσματα της επιχείρησης για τα έτη 1989 έως 2001. Με την απόφασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι το CDC Gestion κατά την κρίσιμη περίοδο ανήκε κατά πλειοψηφία στο Ν.Π.Δ.Δ. CDC, έκρινε ότι η απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου, της 1ης Αυγούστου 2013, που δημοσιεύθηκε όσο η υπόθεση ήταν εκκρεμής, δεν επιτρέπει την υποβολή αιτήματος για πρόβλεψη ενός μηχανισμού συμμετοχής κατά τη διάρκεια της περιόδου που βρίσκονταν σε ισχύ οι διατάξεις που κηρύχθηκαν αντισυνταγματικές, και απέρριψε τα αιτήματά τους. Ακολούθως, ο MB .. ζήτησε από το διοικητικό δικαστήριο του Παρισιού να καταδικαστεί το Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 119 435,75 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της μη καταβολής των ποσών από τη συμμετοχή στην εταιρεία CDC Gestion, από το 1992, ημερομηνία της πρόσληψής του, μέχρι το 2001, κατ ‘εφαρμογή του διατάγματος της 21ης Οκτωβρίου 1986, και ακολούθως τις διατάξεις των άρθρων L. 442-1 και επόμενα του Εργατικού Κώδικα. Άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 18ης Δεκεμβρίου 2018 με την οποία το Διοικητικό Εφετείο του Παρισιού απέρριψε την έφεσή του κατά της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου του Παρισιού που απέρριψε το αίτημά του.
4. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 61 του Συντάγματος: “(…) οι νόμοι μπορούν να παραπεμφθούν στο Συνταγματικό Συμβούλιο, πριν από τη δημοσίευσή τους, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης, τον Πρόεδρο της Γερουσίας ή εξήντα βουλευτές ή εξήντα γερουσιαστές ». Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 61-1: «Όταν, κατά τη διάρκεια διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου, υποστηρίζεται ότι μια νομοθετική διάταξη παραβιάζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που εγγυάται το Σύνταγμα, το Συνταγματικό Συμβούλιο μπορεί να επιληφθεί του ζητήματος, κατόπιν παραπομπής από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τον Άρειο Πάγο που αποφασίζει εντός καθορισμένης προθεσμίας ». Σύμφωνα με το άρθρο 62: “Δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ ή να εφαρμοστεί μια διάταξη που έχει κηρυχθεί αντισυνταγματική βάσει του άρθρου 61. / Μια διάταξη που κηρύσσεται αντισυνταγματική βάσει του άρθρου 61-1 καταργείται από την δημοσίευση της απόφασης του Συνταγματικού Συμβουλίου ή από μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται με την εν λόγω απόφαση Το Συνταγματικό Συμβούλιο καθορίζει τους όρους και τα όρια εντός των οποίων είναι δυνατό να αμφισβητηθούν τα αποτελέσματα της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης./ Οι αποφάσεις του Συνταγματικού Συμβουλίου δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, δεσμεύουν τις δημόσιες αρχές και όλες τις διοικητικές και δικαιοδοτικές αρχές ».
5. Η ευθύνη του κράτους από την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας είναι πιθανό να θεμελιώνεται, αφενός, στην ισότητα των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, και αποσκοπεί στο να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την υιοθέτηση ενός νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι ο νόμος αυτός δεν απέκλεισε κάθε αποζημίωση και ότι η ζημία για την οποία ζητείται η αποζημίωση, ούσα σοβαρή και συγκεκριμένη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάρυνση την οποία φέρουν συνήθως οι ενδιαφερόμενοι.
6. H ευθύνη του κράτους μπορεί εξίσου να θεμελιωθεί, αφετέρου, λόγω των κανονιστικών απαιτήσεων που συνέχονται με την ιεραρχία των κανόνων δικαίου, προκειμένου να αποκατασταθεί το σύνολο των ζημιών που προκύπτουν από την εφαρμογή ενός νόμου που παραβιάζει το Σύνταγμα ή τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 61, 61-1 και 62 του Συντάγματος, η ευθύνη του κράτους δεν μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι μία νομοθετική διάταξη είναι αντίθετη στο Σύνταγμα, παρά μόνον εάν το Συνταγματικό Συμβούλιο απεφάνθη ότι η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική κατά τη διαδικασία του άρθρου 61-1, κατά την εξέταση ενός προδικαστικού ζητήματος συνταγματικότητας ή επιπλέον, βάσει του άρθρου 61, επ’ ευκαιρία του ελέγχου νομοθετικών διατάξεων που την τροποποιούν, τη συμπληρώνουν ή περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής της. Επιπλέον, η θεμελίωση αυτής της ευθύνης υπόκειται στην προϋπόθεση ότι η απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου, η οποία καθορίζει τις προϋποθέσεις και τα όρια επί τη βάσει των οποίων οι συνέπειες που επέφερε η διάταξη μπορούν να αμφισβητηθούν, δεν απαγορεύει, είτε επειδή το αποκλείει ρητώς είτε επειδή επιτρέπει να διατηρηθούν το σύνολο ή μέρος των χρηματικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από το νόμο, να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης που θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση.
7. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, εναπόκειται στο θύμα να αποδείξει το πραγματικό της ζημίας του και την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αντισυνταγματικότητας του νόμου και της ζημίας αυτής. Εξάλλου, η τετραετής προθεσμία παραγραφής εκκινεί από τότε που το θύμα μπορούσε να λάβει γνώση της ζημίας, που προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου, και της έκτασής της, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί νόμιμα ότι αγνοούσε την ύπαρξή της, έως την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας.
8. Με την απόφασή της 1ης Αυγούστου 2013, το Συνταγματικό Συμβούλιο απεφάνθη ότι η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του πρώτου εδαφίου του άρθρου 15, του διατάγματος της 21ης Οκτωβρίου 1986, το οποίο έγινε πρώτο εδάφιο του άρθρου L. 442-9 του Εργατικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από το νόμο της 30ης Δεκεμβρίου 2004, επιφέρει τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευση της απόφασής του, ήτοι από τις 4 Αυγούστου 2013. Διευκρίνισε ότι η ανωτέρω κήρυξη της αντισυνταγματικότητας αν και δεν μπορεί να οδηγήσει στο να θεωρηθούν τα ποσά που καταβλήθηκαν για τη συμμετοχή βάσει των διατάξεων αυτών ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι των εταιρειών των οποίων το κεφάλαιο ανήκε κατά πλειοψηφία σε δημόσια (νομικά) πρόσωπα, δεν μπορούν, κατ ‘εφαρμογήν του κεφαλαίου II της κανονιστικής πράξης (Ordonnance) της 21ης Οκτωβρίου 1986, που τέθηκε ακολούθως στον Εργατικό Κώδικα, να ζητήσουν, ακόμη και σε εκκρεμείς διαδικασίες, να εφαρμοστεί ένας μηχανισμός συμμετοχής σε αυτά για την περίοδο κατά την οποία οι διατάξεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές ήταν εν ισχύ. Η απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου, προβλέποντας ότι οι νομοθετικές διατάξεις που κηρύχθηκαν αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν μπορούσαν πλέον να εφαρμοστούν, εμπόδισε τον κ. Μ. B., του οποίου η προσφυγή εκκρεμούσε ενώπιον του πολυμελούς δικαστηρίου του Παρισιού στις 4 Αυγούστου 2013, να απαιτήσει την καταβολή των ποσών για τη συμμετοχή στα αποτελέσματα της εταιρείας CDC Gestion, της οποίας το κεφάλαιο κατά πλειοψηφία ανήκει σε δημόσιο πρόσωπο, μεταξύ του χρονικού διαστήματος 1992 και 2001. Αυτή η απουσία καταβολής δεν βρίσκει, κατά συνέπεια, την άμεση αιτία της ούτε στο άρθρο 15, πρώτο εδάφιο του διατάγματος της 21ης Οκτωβρίου 1986, και ακολούθως πρώτη παράγραφος του άρθρου L. 442-9 του Εργατικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από το νόμο της 30ης Δεκεμβρίου 2004, ούτε στις διατάξεις του διατάγματος της 26ης Νοεμβρίου 1987 περί καθορισμού δημόσιων ιδρυμάτων και δημοσίων επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις περί συμμετοχής του διατάγματος αριθ. ° 86-1134 της 21ης Οκτωβρίου 1986 σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων στα αποτελέσματα της επιχείρησης καθως και την απόκτηση μετοχών από αυτούς.
9. Από αυτό συνάγεται, αφενός, ότι το δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό, κρίνοντας ότι δεν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των διατάξεων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές του πρώτου εδαφίου του άρθρου 15 του διατάγματος της 21ης Οκτωβρίου 1986, το οποίο έγινε πρώτο εδάφιο του άρθρου L. 442-9 του Εργατικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από το νόμο της 30ης Δεκεμβρίου 2004, και της ζημίας που επικαλείται ο MB. Αφετέρου, ελλείψει άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εφαρμογής του νόμου ή του εκτελεστικού διατάγματός του και της προβαλλομένης ζημίας, η ευθύνη του κράτους δεν μπορεί να θεμελιωθεί, εν πάση περιπτώσει, στην μη συμβατότητα του νόμου με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλίας ή του παράνομου χαρακτήρα του διατάγματος της 26ης Νοεμβρίου 1987. Αυτός ο λόγος, του οποίου η εξέταση δεν προϋποθέτει εκτίμηση πραγματικού και ο οποίος θεμελιώνει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, πρέπει να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες του Διοικητικού Εφετείου, για να παραμερίσει τους ισχυρισμούς του αιτούντος σχετικά με την ευθύνη του κράτους από το γεγονός της παραβίασης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών από το νόμο και παραβίαση της αρχής της ισότητας από το διάταγμα.
10. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο Μ. B … αβασίμως ζητά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης του εφετείου του Παρισιού. Συνεπώς, τα αιτήματα που διατυπώνονται βάσει των διατάξεων του άρθρου L. 761-1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν μπορούν παρά να απορριφθούν.