Το δικαίωμα ακρόασης στη δίκη του απολυμένου από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρεοπαγίτη Αντωνίου Φλώρου στο Συμβούλιο της Επικρατείας: Μία ερμηνευτική προσέγγιση της ΟλΣτΕ 503/1969 υπό το φως των απόρρητων μειοψηφιών.
Θεοδώρα Ντάλλη, Δικηγόρος στον Α.Π.
Εισαγωγικά προλεγόμενα
Είκοσι τρεις από τους τριάντα δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που απολύονται από το καθεστώς της δικτατορίας των συνταγματαρχών, με το πρόσχημα της εξυγίανσης της τακτικής δικαιοσύνης, προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αιτήσεις ακυρώσεως κατά των απολύσεών τους.[1] Η αίτηση ακυρώσεως του αρεοπαγίτη και τέως προέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων Αντωνίου Φλώρου ασκείται, προσδιορίζεται και εκδικάζεται πρώτη.[2] Η απόφαση του δικαστηρίου είναι απορριπτική στην υπόθεσή του (ΟλΣτΕ 503/1969). Λίγους μήνες αργότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακυρώνει τις απολύσεις των είκοσι ενός υπολοίπων αιτούντων δικαστών και εισαγγελέων (ΟλΣτΕ 1811-1831/1969)[3], κάνοντας δεκτό έναν λόγο, τον οποίον είχε προβάλλει και ο αρεοπαγίτης, δηλαδή την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης.
Η χούντα καταγγέλλει ότι η νομολογιακή αυτή «στροφή» «αποτελεί εκτροπήν πρωτοφανήν εις τα παγκόσμια δικαστικά χρονικά». Το καθεστώς χαρακτηρίζει τις ακυρωτικές αποφάσεις «διαβλητές» και «ανυπόστατες», γιατί το δικαστήριο επελήφθη χωρίς δικαιοδοσία. Η δικτατορία, παραβιάζοντας ακόμη φορά, τη δική της «νομιμότητα», εκδίδει το Ν.Δ.228/1969, προκειμένου να μην εκτελεσθούν οι ακυρωτικές αποφάσεις. Έχει προηγηθεί «εντολή» του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον πρόεδρο και τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να μη συνταχθούν πράξεις εμφανίσεως και αναλήψεως υπηρεσίας για τους δικαιωθέντες δικαστικούς λειτουργούς.[4]
Κάποιοι δικαστές, από τους πλέον έγκριτους της εποχής, ασκούν δριμεία κριτική στις «θεσμικές» μεθοδεύσεις-ακροβασίες, με τις οποίες η χούντα προσπαθεί να πλήξει το κύρος των ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ταυτοχρόνως, τα ίδια πρόσωπα κρίνουν ότι η ΟλΣτΕ 503/1969 ήταν «λάθος». Ο αρεοπαγίτης Αντώνιος Φλώρος γράφει: «…. η επανόρθωσις σφάλματος δεν είναι πράξις διαβλητή. … μία απόφασις δικαστική (πράξις πολυμελούς συλλογικού οργάνου), δεν είναι επίμεμπτος και διαβλητή εκ μόνου του λόγου αντιθέσεώς της προς προηγηθείσαν, μάλιστα δε όταν η προηγηθείσα ήτο εσφαλμένη…».[5] Ο αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαργέλλος γράφει: «Πρώτη και κύρια αρετή του δικαστού είναι το να αποφαίνεται, ακούων την φωνήν της συνειδήσεώς του. Άρα, αν δύο διαφοραί κριθώσι διαδοχικώς υπό τα αυτά νομικά και πραγματικά δεδομένα και επιχειρήματα από της πλευράς των διαδίκων, οφείλει το δικαστήριον να εκδώση επί της δευτέρας υποθέσεως αντίθετον απόφασιν, εφ’ όσον εκ της νέας μελέτης του νόμου ή του πράγματος ήθελε πεισθή ότι η προεκδοθείσα δεν ήτο ορθή…».[6] Ο Σύμβουλος ΣτΕ Γεώργιος Αγγελίδης, αναγνωρίζει την «υποχρέωση του [Συμβουλίου της Επικρατείας] να «επανεκτιμά» τις νομικές περιστάσεις και ενδεχόμενα, ν’ αλλάξει γνώμη, αν από δεύτερη διαδικασία (όπως στην υπόθεση των δικαστικών-δικηγόρων) αποδειχτεί και παραδεχτεί πως λάθεψε την πρώτη φορά… έχει όχι το δικαίωμα, παρά το χρέος, σ’ αυτή την περίσταση.. ν’ αλλάξει γνώμη…».[7] Ο ίδιος ο πρόεδρος ΣτΕ, Μιχαήλ Στασινόπουλος, αναγνωρίζει επιστημονικό θάρρος και ειλικρίνεια στη μεταστροφή της άποψης ενός δικαστή, ο οποίος διαπιστώνει ότι «μία θεωρητική άποψις δεν αντέχει, όταν τεθή εις την κάμινον της ζωής του δικαίου» και συνεχίζει γράφοντας: «Οι άνθρωποι ζουν και σκέπτονται, και όσον σκέπτονται τόσον ελέγχουν και τον εαυτόν των, και οδηγούνται προς το φως. Εάν η σκέψις των αναχαιτισθή…., τα πτερά της ερεύνης δεν θα ανοίγουν δια να πτερυγίσουν προς την Αλήθειαν, η δε σκέψις θα μείνη καρφωμένη εις την γην. Διότι, με την στενήν λογικήν του Scriba ή του Tιπουκείτου, δεν θα επετρέπετο αλλαγή ή εξέλιξις εις την άπαξ διατυπωθείσαν γνώμην».[8]
Σκοπός και δομή της εργασίας
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ερμηνευτική προσέγγιση της απορριπτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση του αρεοπαγίτη Αντωνίου Φλώρου, σε σχέση με το δικαίωμα ακρόασης, υπό το φως των μειοψηφιών που καταγράφονται επί του συγκεκριμένου θέματος στα απόρρητα Πρακτικά Διασκέψεως της 28ης Φεβρουαρίου και 1ης Μαρτίου 1969 (ΟλΣτΕ 503/12.3.1969)[9] και δεδομένης της νομολογιακής «στροφής» στις υποθέσεις των είκοσι ενός απολυμένων δικαστικών λειτουργών (ΟλΣτΕ 1811-1831/1969). Στόχος της ερμηνευτικής αυτής προσέγγισης είναι να δώσει απάντηση στο εξής ερευνητικό ερώτημα:
Είναι «λάθος» η απορριπτική απόφαση στην υπόθεση Αντωνίου Φλώρου (ΟλΣτΕ 503/1969), δεδομένου ότι, λίγους μήνες αργότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας-με την ίδια σχεδόν σύνθεση[10]– ακυρώνει τις απολύσεις των λοιπών είκοσι ενός αιτούντων δικαστικών λειτουργών, δεχόμενη έναν λόγο, τον οποίο είχε προβάλλει και ο αρεοπαγίτης, δηλαδή την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης πριν την απόλυση;
Την εποχή αυτών των δικών, οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων-σε αντίθεση με αυτές των κατωτέρων-δεν αναφέρουν εάν εκδόθηκαν ομοφώνως ή με πλειοψηφία. Οι μειοψηφούσες γνώμες καταγράφονται στα Πρακτικά Διασκέψεως, τα οποία είναι απόρρητα και φυλάσσονται στο Δικαστήριο. Η αξία των εν λόγω Πρακτικών για την ερμηνεία της νομολογιακής «στροφής» του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι προφανής και επισημαίνεται από τους ίδιους τους «πρωταγωνιστές» των ιστορικών δικών. Ο Δημήτριος Μαργέλλος γράφει: «… Κακώς, κάκιστα εξακολουθεί να ισχύη παρ’ ημίν η μυστικότης των διασκέψεων των δικαστηρίων. Στερούμεθα ούτως ενός λίαν πολυτίμου διά το θέμα ημών στοιχείου. Αγνοούμεν τας εκτεθείσας γνώμας και τας δοθείσας υπέρ εκάστης εξ αυτών ψήφους τόσον κατά την διάσκεψιν επί της πρώτης, όσον και κατά την τοιαύτην επί των μεταγενεστέρως εκδικασθεισών αιτήσεων…».[11] Ο Αντώνιος Φλώρος γράφει: «… Αι περί ως πρόκειται αποφάσεις εξεδόθησαν υπό πολυμελεστάτου συλλογικού οργάνου… εκ πείρας είναι γνωστόν ότι εν συλλογικώ οργάνω τοσούτον πολυμελεί, σπανίως υπάρχει ομοφωνία και ιδία επί σοβαρών ζητημάτων. Το απόρρητον των διασκέψεων, όπερ όμως έπρεπε να υποχωρή προ γενικωτέρου και σημαντικωτέρου συμφέροντος, οίον το των ευθυνών των διαχειριζομένων την δικαστικήν εξουσίαν, πηγάζουσαν εκ του Έθνους, εμποδίζει να γνωρίζωμεν αν εις την πρώτην συζήτησιν υπήρξε φωνή και ποία κατά ποσότητα και βαρύτητα υπέρ των εν τη υποθέσει εκείνη υποστηριχθεισών απόψεων και ειδικώτερον υπέρ της απόψεως, ήτις εγένετο δεκτή διά των ακυρωτικών αποφάσεων. Δεν αποκλείεται όμως να υπήρξε τοιαύτη φωνή. Και δεν αποκλείεται η επικράτησις της ορθής απόψεως – αν και ουχί της ριζικωτέρας….- να προήλθεν εκ προσχωρήσεως τινος ή τινων εις την ορθήν άποψιν….».
Η εργασία διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, γίνεται μία κριτική ανάλυση του σκεπτικού της απορριπτικής ΟλΣτΕ 503/1969 ως προς το δικαίωμα ακρόασης, σε σχέση με τους σχετικούς ένδικους ισχυρισμούς του Αντωνίου Φλώρου και με εκτενή αναφορά στη θεωρία και τη νομολογία της εποχής. Στο δεύτερο μέρος, γίνεται κριτική ανάλυση των μειοψηφιών που εκφράζονται στη διάσκεψη και του σκεπτικού των μεταγενέστερων ακυρωτικών αποφάσεων σε σχέση με το δικαίωμα ακρόασης. Η εργασία κλείνει με την απάντηση του ερευνητικού ερωτήματος και τη διατύπωση κάποιων γενικότερων συμπερασματικών σκέψεων.
Α΄Μέρος:
Α.1. Το δικαίωμα ακρόασης στα δικόγραφα και την αγόρευση του αρεοπαγίτη Αντωνίου Φλώρου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο Αντώνιος Φλώρος, με την από 17 Ιουνίου 1968 αίτησή του, προσβάλλει το κύρος της Σ.Π. ΚΔ΄/1968 ως προς την αναστολή της ισοβιότητας και την απαγόρευση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ. Προκειμένου να στοιχειοθετήσει το ανίσχυρο της Σ.Π. ΚΔ΄/1968, ο αρεοπαγίτης διερευνά, καταρχάς, εάν η αυτοαποκαλούμενη «Εθνική Επαναστατική Κυβέρνησις» είναι «επικρατήσασα επανάστασις δημιουργούσαν δίκαιον», όπως έχει αρχίσει να δέχεται η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (ΟλΣτΕ 2468/1968 και Α.Π. 483/1968), και, κατά δεύτερον, εάν η κυβέρνηση νομιμοποιείται να εφαρμόζει το δικό της «επαναστατικό δίκαιο» κατά το δοκούν, χωρίς να υπόκειται σε κανένα δικαιοκρατικό περιορισμό. Ο αιτών καταλήγει ότι το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 είναι μία defactoκυβέρνηση. Στην καλύτερη περίπτωση, πρόκειται για μια «πολιτική επανάσταση» «αυτοπεριοριζόμενη» από τη δική της «ιδεολογία»[12] και το δικό της «επαναστατικό δίκαιο», δηλαδή την «καταστατική» Σ.Π. Α΄/1967[13] και το «Σύνταγμα» του 1968, που βασίζονται στις «αρχές του ανωτέρου δικαίου» της «υπερσυνταγματικής νομιμότητας». Στη χειρότερη περίπτωση, πρόκειται για μια πραξικοπηματική κυβέρνηση «σφετεριστών της εξουσίας», μια «επιδρομή συμμορίας,… καταπατώσης τα πάντα και ουδέν σεβομένης». Και στις δύο περιπτώσεις, η Σ.Π. ΚΔ΄ είναι ανίσχυρη. Ο Αντώνιος Φλώρος γράφει: «Η ιδέα των επαναστάσεων απέρρευσεν αρχικώς εκ του φυσικού δικαίου, όπερ αναγνωρίζει εις τον άνθρωπον ωρισμένα απαράγραπτα και απαραβίαστα δικαιώματα. Τούτο υπήρξεν και η αρχή του Χριστιανισμού. Το Κράτος, εν τη ασκήσει της κυριαρχικής αυτού εξουσίας, υπόκειται εις ωρισμένας ανωτάτης αξίας αρχάς…» και συνεχίζει: «Επανάστασις δεν σημαίνει αναρχίαν, ούτε κατάλυσιν των πάντων, σημαίνει απλώς κατά πρόγραμμα ανατροπήν ωρισμένης τάξεως πραγμάτων, το πρόγραμμα δε τούτο περιορίζει και τα όρια της δράσης αυτής…». Ο Φλώρος υποστηρίζει ότι η «επαναστατική κυβέρνηση», δεσμεύεται, επίσης, από την Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) και τις άλλες σχετικές διεθνείς Συμβάσεις, στις οποίες έχει προσχωρήσει η χώρα, εγγυώμενη το σεβασμό και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της.
Ο Φλώρος αποδίδει πειθαρχική χροιά στην απόλυσή του.[14] Μεταξύ των λόγων ακυρώσεως, ο αρεοπαγίτης προβάλλει και την παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως, το οποίο συνδέει με τη δικαστική ανεξαρτησία, την ισοβιότητα των δικαστών, την ειδική αιτιολόγηση των αποφάσεων των διοικητικών οργάνων και τη δημόσια συζήτηση που πρέπει να προηγείται της απολύσεως δικαστικών λειτουργών: «… Συνέπεται κατ’ ανάγκην το δικαίωμα της ακροάσεως του καθ’ ου πρόκειται να ληφθεί μέτρον τι και δη τοιούτον βαρύ, οίον η απόλυσις, τουθ’ όπερ απορρέει και εκ της αρχής του Κράτους Δικαίου. Συνίσταται δε το δικαίωμα της ακροάσεως εις την θέσιν υπ’ όψιν του ενδιαφερομένου πάντων των στοιχείων, εξ ων συνήχθη η περί αυτού κρίσις και παρέχειν την δυνατότητα απαντήσεως και ανασκευής….». Ο αρεοπαγίτης στηρίζει το ανίσχυρο της Σ.Π. Κ.Δ.΄ στην παραβίαση «αρχών του ανωτέρου δικαίου», οι οποίες κατοχυρώνονται από όλα τα Ελληνικά Συντάγματα, προστατεύονται από διεθνείς Συμβάσεις και αποτελούν ταυτοχρόνως τη βάση της «ιδεολογίας» της «Επαναστάσεως», όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην «καταστατική» Σ.Π. Α΄/1967 και το «Σύνταγμα» του 1968 και γράφει: «…Πάσαι αι αρχαί αύται είναι γενικώς παραδεδεγμέναι και καθιερωμέναι εν πάση ελευθέρα Πολιτεία, ως ασφαλίζουσι τα δικαιώματα του ανθρώπου τα πλέον ιερά. Ώστε παραβίασις αυτών ανατρέπει τας οργανωτικάς βάσεις του πολιτεύματος και αλλοιοί την υφήν αυτού ως φιλελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος. Και συνεπιφέρει αυτόχρημα κατάργησιν της εννοίας και της ιδέας της Δικαιοσύνης… η ΚΔ΄ Συντακτική Πράξις… είναι ανίσχυρος, καθ’ όσον παραβιάζει και το… «Καταστατικόν» της Κυβερνήσεως περί σεβασμού και προστασίας των θεμελιωδών αρχών του Πολιτεύματος και τας αρχάς ταύτας και τας αρχάς του ανωτέρου δικαίου, υπερεχούσας… και έναντι αντιθέτων έτι συνταγματικών διατάξεων και ανατρέπει άρδην αυτήν ταύτην την έννοιαν και την ουσίαν της Δικαιοσύνης. Διότι προβλέπει απόλυσιν δικαστικών λειτουργών ουχί μετά προηγούμενην δικαστικήν απόφασιν, ουχί καν μετ’ ακρόασιν, αλλά δι’ αποφάσεως της Διοικήσεως και άνευ ακροάσεως… ».[15]
Στο από 27.9.1968 Υπόμνημά του, ο Αντώνιος Φλώρος συνδέει, καταρχάς, το δικαίωμα ακρόασης με το απαράγραπτο δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας («…Αλλ’ ημείς, Έλληνες επίσης πολίται, έχοντες ως άνθρωποι, το δικαίωμα της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας, εστερήθημεν του δικαιώματος της απαντήσεως…»). Στη συνέχεια, ο αρεοπαγίτης επισημαίνει ότι «…το δικαίωμα της ακροάσεως του καθ’ ου πρόκειται να ληφθή μέτρον τι και δη τοσούτον βαρύ, οίον η απόλυσις, τουθ’ όπερ απορρέει και εκ της αρχής του Κράτους Δικαίου…» καθιερώνεται από την ίδια τη Σ.Π. ΚΔ΄, η οποία ορίζει ότι «η απόλυσις γίνεται μετ’ έρευναν των περί τούτων στοιχείων».[16] Τέλος, ο Αντώνιος Φλώρος κατά την αγόρευσή του στο ακροατήριο, αντικρούοντας την «κατάφορτο[ν] απαραδέκτων» έκθεση του Εισηγητή Ηλία Καμπίτση λέει: «… εκ του όρου της ερεύνης έπεται η υποχρέωσις αιτιολογήσεως και το δικαίωμα ακροάσεως. Αλλ’ όταν ο κ. Εισηγητής ερμηνεύει απαραδέκτως ευρέως το άρθρον 136 παρ.2 διά να στηρίξη το κύρος της ΚΔ΄ συντ. πράξεως, διά της οποίας καταλύεται η δικαστική ανεξαρτησία, δεν δύναται να κάμνη άλμα προς το αντίθετον άκρον και να ερμηνεύη υπεράγαν στενώς την συντακτικήν πράξιν διά να παραβιασθούν και αι άλλαι θεμελιώδεις αρχαί του δικαίου, ως η υποχρέωσις αιτιολογήσεως και το δικαίωμα ακροάσεως» και εξηγεί γιατί η ΣΠ ΚΔ΄ είναι ανίσχυρη: «… Διότι παραβιάζεται δι’ αυτής η δικαστική ισοβιότης, παραβιάζεται η αρχή του ελέγχου της νομιμότητος, παραβιάζεται το δικαίωμα της ακροάσεως, παραβιάζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν μένει τίποτε απαραβίαστον, εξ εκείνων, τα οποία, εις όλον τον ελεύθερον Κόσμον θεωρούνται ιερά και απαραβίαστα… αίρεται παν ίχνος εγγυήσεως της δικαστικής ανεξαρτησίας, καταργείται αυτή αύτη η έννοια της Δικαιοσύνης…». Τέλος, ο αρεοπαγίτης απευθύνει μια δραματική έκκληση στο Δικαστήριο να κρίνει «… αν η «Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών» τηρή τας αρχάς, τας οποίας εκήρυξε και εδίδαξεν ο Θεάνθρωπος…».[17]
Α.2. Το δικαίωμα ακρόασης στην απορριπτική απόφαση του αρεοπαγίτη Αντωνίου Φλώρου (ΟλΣτΕ 503/1969): μια προσπάθεια κριτικής ανάλυσης με αναφορά στη θεωρία και νομολογία της εποχής.
Στην ΟλΣτΕ 503/1969, το δικαστήριο εφαρμόζοντας πάγια νομολογία του («κατά τα ήδη νενομολογημένα»), κρίνει ότι το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως (άρθ. 1 παρ. 3 της ΣΠ ΚΔ΄) δεν καταργεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, αλλά περιορίζει τον έλεγχο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων μόνο σε σχέση με τους κανονιστικούς όρους που θέτει η επίδικη Συντακτική Πράξη.[18] Ο Αντώνιος Φλώρος παρατηρεί: «… η μεγαλορρήμων επίκλησις της τοιαύτης νομολογίας γίνεται ουχί δια να εφαρμοσθή αύτη αλλά διά να παραβιασθή και αυτή ακόμη…».[19] Η ύπαρξη πολλών μειοψηφιών στη διάσκεψη και η επιγενόμενη «στροφή» της νομολογίας θα μπορούσαν ευλόγως να στοιχειοθετήσουν τη βασιμότητα αυτής της κριτικής. Η παρούσα εργασία περιορίζεται, βεβαίως, στο λόγο της παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης.
Η απόφαση δέχεται καταρχάς ότι η προσβαλλόμενη Σ.Π. ΚΔ΄ τάσσει ως όρο της απόλυσης των δικαστικών λειτουργών την «έρευν[α] των περί τούτων στοιχείων». Στη συνέχεια, όμως, το δικαστήριο απορρίπτει ως αβάσιμο τον παραδεκτώς προβαλλόμενο λόγο περί μη τήρησης του όρου αυτού, κρίνοντας ότι δεν είναι απαραίτητη η ρητή μνεία της έρευνας στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης «δοθέντος δε ότι εν προκειμένω η μεν υπ’ αριθ. 94/1968 Πράξις του Υπουργικού Συμβουλίου βεβαιοί, ότι προ της λήψεως αποφάσεως εγένετο ενώπιον αυτού εισήγησις περί του αιτούντος, εν συνεχεία δε η αυτή πράξις περιέχει και σχετικήν αιτιολογίαν, ήτις και επαναλαμβάνεται εν τω προσβαλλομένω Διατάγματι, προκύπτει ότι τούτο εξεδόθη κατόπιν ερεύνης των περί του αιτούντος στοιχείων…». Επειδή όμως η Σ.Π. ΚΔ΄ και η Υπουργική Πράξη για την απόλυση εκδόθηκαν σχεδόν ταυτοχρόνως,[20] αποδεικνύεται φύσει αδύνατη η διεξαγωγή προηγούμενης έρευνας των στοιχείων, δεδομένης και της ανυπαρξίας οποιουδήποτε εγγράφου ή άλλου στοιχείου του φακέλου, από το οποίο να προκύπτει οποιαδήποτε σχετική έρευνα. Το δικαστήριο, για να στοιχειοθετήσει τη συνδρομή του όρου της προηγούμενης έρευνας, κρίνει ότι η συλλογή των στοιχείων δεν αποκλείεται να έγινε εκ των προτέρων («… μη αποκλειομένης άλλωστε και της εκ προτέρων προπαρασκευαστικής συλλογής του απαραιτήτου διά την έρευναν πραγματικού υλικού…»). Ωστόσο, η λογική κατασκευή, η οποία ταυτίζει την «προπαρασκευαστική εκ των προτέρων συλλογή» με την «έρευνα των στοιχείων» προσδίδει στη Σ.Π. ΚΔ΄ χαρακτήρα δυσμενούς ατομικής διοικητικής πράξης και ενισχύει την πειθαρχική χροιά της απόλυσης καθιστώντας επιβεβλημένο το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του θιγομένου. Η ΟλΣτΕ 503/1969 σιωπά επί των συγκεκριμένων αιτιάσεων, οι οποίες διατυπώνονται στα δικόγραφα και υποστηρίζονται στην αγόρευση του αρεοπαγίτη.
Το Δικαστήριο συνάγει μεν την τήρηση του όρου της έρευνας των στοιχείων, κρίνει δε ότι «μεταξύ των όρων των απαιτουμένων υπό των διατάξεων της ΚΔ΄Σ.Π., διά την έκδοσιν των εν αυτή πράξεων απολύσεως,…., δεν τάσσεται και η προηγούμενη κλήσις προς ακρόασιν…», διότι η απόλυση «δεν φέρει τον χαρακτήρα πειθαρχικής ποινής, αλλά δυσμενούς διοικητικού μέτρου». Η ΟλΣτΕ 503/1969 συνεχίζει, ως εξής, την κατασκευή της επιχειρηματολογίας, βάσει της οποίας απορρίπτει, τελικώς, ως απαράδεκτο, το λόγο ακυρώσεως περί παραβάσεως του όρου της κλήσεως σε ακρόαση: «…τοιούτος δε όρος ουδ’ ως εξυπακουόμενος υπό των διατάξεων της εν λόγω συντακτικής πράξεως δύναται να θεωρηθή, διότι η αυτόθι θεσπιζομένη τριήμερος μόνον διάρκεια της αναστολής της δικαστικής ισοβιότητος είναι περιωρισμένη χρονικώς επί τοσούτον, ώστε ν’ αποκλείεται η εντός της βραχυτάτης ταύτης προθεσμίας ακρόασις, ήτις είναι αναποσπάστως συνδεδεμένη προς ειδικήν διαδικασίαν, περιλαμβάνουσα κλήτευσιν επί αποδείξει, τάξιν ευλόγου χρόνου προς απάντησιν και δικαίωμα του ενδιαφερομένου, όπως λάβει γνώσιν των σχετικών στοιχείων».
Το σκεπτικό της απόφασης περιέχει, πράγματι, μία αντίφαση. Αφενός, το δικαστήριο κρίνει ότι η τριήμερη διάρκεια της αναστολής της ισοβιότητας -η οποία συνετμήθη σε μία ημέρα- είναι εξαιρετικώς περιορισμένη, ώστε να αποκλείεται το δικαίωμα ακροάσεως. Αφετέρου, το δικαστήριο θεωρεί ότι αυτή η ίδια η εξαιρετικώς βραχεία προθεσμία δεν κωλύει την προσήκουσα έρευνα των στοιχείων για τους περισσότερους από χίλιους δικαστικούς λειτουργούς της τακτικής δικαιοσύνης εκείνης της εποχής. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι για την προπαρασκευαστική συλλογή των στοιχείων η απόφαση δε θέτει κανένα χρονικό περιορισμό.[21] Ο Μαργέλλος ορθώς αποδίδει χαρακτήρα διοικητικής ανάκρισης ή προανάκρισης στην προπαρασκευαστική συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού για την εφαρμογή της Σ.Π. ΚΔ΄, για τη νομιμότητα της οποίας απαιτείται η τήρηση του ουσιώδους τύπου της κλήσης του ενδιαφερομένου σε ακρόαση.[22] Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί επίσης η θεωρία περί προπαρασκευαστικών πράξεων, δηλαδή η διενέργεια των διαδικαστικών ενεργειών, στις οποίες προβαίνει το διοικητικό όργανο πριν την έκδοση της πράξης, με ή χωρίς νόμιμη υποχρέωση. Ο Στασινόπουλος, αναφερόμενος στις προπαρασκευαστικές πράξεις, διδάσκει «…Όπου δ’ εν γένει κρίνονται δίκαια του διοικουμένου κατ’ ειδικήν διαδικασίαν και σιγώντος έτι του νόμου, είναι επιβεβλημένη η ειδοποίησις των ενδιαφερομένων, ίνα συμπράξωσι κατά την διαδικασίαν τούτων (ΣτΕ 803/1936)…». Επίσης, ο συγγραφέας υπογραμμίζει μία ακόμη κρίσιμη πτυχή, η οποία δε διερευνήθηκε στο πλαίσιο της δίκης. Πρόκειται για τον έλεγχο της άσκησης της ορθής αρμοδιότητας του οργάνου, το οποίο διατυπώνει (εγγράφως) τα πορίσματα των προπαρασκευαστικών ενεργειών, επί των οποίων, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να καλείται ο θιγόμενος για να τοποθετηθεί[23]. Ο Μαργέλλος ορθώς διαπιστώνει: «Δεν αναφέρονται… οι εκτελέσαντες το έργον εκείνο [εν. της προπαρασκευαστικής έρευνας], ως και η τηρηθείσα διαδικασία, εάν δε ενετάλησαν προς πραγμάτωσιν αυτού πρόσωπα μη φέροντα την υπουργικήν ιδιότητα, αι πράξεις των ήσαν ανίσχυροι και υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν απηγορεύετο πάσα εκ των προτέρων ενέργεια. Παρενεβλήθησαν πλέον και έσχον εκ του αφανούς αποφασιστικήν σημασίαν η ιδιότης, το ήθος, η ικανότης, αι προσωπικαί αντιλήψεις, η εντιμότης, αι συμπάθειαι ατόμων εντελώς αναρμοδίων…».[24]
Η ΟλΣτΕ 503/1969 στηρίζει την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του δικαιώματος ακροάσεως στο νομικό χαρακτηρισμό, τον οποίο αποδίδει στην απόλυση του αρεοπαγίτη. Όπως ορθώς επισημαίνει ο Στασινόπουλος, μπορούν να γίνουν τόσες ταξινομήσεις των διοικητικών πράξεων, όσες είναι και οι οπτικές γωνίες που θέλει να χρησιμοποιήσει όποιος επιχειρεί την ταξινόμηση. Ο συγγραφέας λαμβάνοντας «ως σκοπιά» το δικαίωμα της ακρόασης, διαιρεί τις διοικητικές πράξεις σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Σε εκείνες, για την έκδοση των οποίων ο νόμος απαιτεί ακρόαση και σε εκείνες, για την έκδοση των οποίων ο νόμος σιωπά. Η απόφαση, βασιζόμενη σε αυτή τη «λογική» ταξινόμησης, χαρακτηρίζει την απόλυση «δυσμενές διοικητικό μέτρο», για τη λήψη του οποίου δεν απαιτείται προηγούμενη ακρόαση και όχι «πειθαρχική ποινή», για την επιβολή της οποίας απαιτείται η τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης επί ποινή ακυρότητας.[25]
Η πειθαρχική ποινή επιβάλλεται πάντοτε μετά από διάγνωση της υπαίτιας συμπεριφοράς του υπαλλήλου, κατ’ απόλυτη εφαρμογή του αξιώματος nullapoenasinecrimine. Αντιθέτως, το «δυσμενές διοικητικό μέτρο» δε συνδέεται άμεσα και αναπόδραστα με υπαίτια συμπεριφορά του υπαλλήλου, αλλά προκύπτει από άλλες συνθήκες και σκέψεις, οι οποίες συναρτώνται με το «συμφέρον της υπηρεσίας». Ο Στασινόπουλος, βασιζόμενος στο τυπικό κριτήριο της νομοθετικής πρόβλεψης, χαρακτηρίζει «δυσμενές διοικητικό μέτρο» ένα μέτρο, το οποίο δεν αναφέρεται ρητώς στο νόμο ως πειθαρχική ποινή, εφόσον αυτό συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες για τον υπάλληλο. Οι συνέπειες αυτές μπορεί να είναι ακόμη και επαχθέστερες από αυτές της πειθαρχικής ποινής. Για το λόγο αυτό, ένας απλός άνθρωπος (μη νομικός) θα δυσκολευόταν να διαφωνήσει με τον Αντώνιο Φλώρο: «Εάν, δηλαδή, επρόκειτο να καταγνωσθή πειθαρχική τις ποινή ασήμαντος, θα ήτο δυνατόν να συναχθή όρος προηγουμένης κλήσεως προς ακρόασιν, προκειμένης όμως απολύσεως επί λόγοις, οίτινες προσβάλλουσι την τιμήν και την υπόληψιν του ανθρώπου δεν συνάγεται τοιούτος όρος;».[26] Ο Στασινόπουλος αναγνωρίζοντας την «αμηχανία» που δημιουργούν τέτοιου είδους εύλογα ερωτήματα, προσθέτει, εκτός του τυπικού κριτηρίου της νομοθετικής πρόβλεψης, και το ουσιαστικό κριτήριο της υπαιτιότητας του θιγομένου, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη νομολογία. Βεβαίως, στην υπόθεση Αντωνίου Φλώρου, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης αναφέρεται σε συμπεριφορά, η οποία ενέχει σαφή υπαιτιότητα του αρεοπαγίτη («… διότι η καθ’ όλον εν τη κοινωνία και τω Δικαστικώ Σώματι συμπεριφορά του δε συμβιβάζεται προς τα καθήκοντα και την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του…. εξετράπη και δια του τύπου, ανεπιτρέπτως διά δικαστικό λειτουργό, εις ανοικείους χαρακτηρισμούς και ύβρεις κατά του Δικαστικού Σώματος και της ηγεσίας αυτού ένεκεν της υπ’ αυτής εγειρομένης νομίμου αντιρρήσεως εις τον συνδικαλισμόν των δικαστών…»). Ωστόσο, η θεωρία σημειώνει ότι εν προκειμένω η «υπαιτιότητα» δεν εκτιμάται υπό το πρίσμα του πειθαρχικού αδικήματος, σύμφωνα με τις εγγυήσεις της ειδικής και αυστηρής πειθαρχικής διαδικασίας, γιατί το «δυσμενές διοικητικό μέτρο» απορρέει εμμέσως μόνο από την υπαιτιότητα του υπαλλήλου και αμέσως από τις συνθήκες που επιβάλλει το «συμφέρον της υπηρεσίας». Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητη η προηγούμενη ακρόαση.[27]
Β΄Μέρος:
Β.1. Το δικαίωμα ακρόασης στη διάσκεψη της υπόθεσης του αρεοπαγίτη Αντωνίου Φλώρου (ΟλΣτΕ 503/1969): μια προσπάθεια κριτικής ανάλυσης των κρίσιμων μειοψηφιών με αναφορά στη θεωρία και τη νομολογία της εποχής.
Οι Σύμβουλοι Γεώργιος Δ. Σπυρόπουλος και Όθων Κυριακός μειοψηφούν και κρίνουν ότι είναι πράγματι βάσιμος ο παραδεκτώς προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του όρου της έρευνας των στοιχείων πριν την απόλυση, ο οποίος τίθεται από τη Σ.Π. ΚΔ΄/1968. Οι Σύμβουλοι τεκμηριώνουν τη μειοψηφία τους στη διαπίστωση ότι δεν προκύπτει η διενέργεια τέτοιου είδους επιβαλλόμενης έρευνας, ούτε από την προσβαλλόμενη πράξη ούτε από το φάκελο της υπόθεσης.
Αποδεχόμενος την ως άνω μειοψηφική σκέψη ως βάση του συλλογισμού του, ο Σύμβουλος Γεώργιος Αγγελίδης εκφράζει την τρίτη, κατά σειρά, μειοψηφία του στη διάσκεψη. Η μειοψηφία αυτή αποτελεί το κύριο έρεισμα της νομολογιακής «στροφής» στις δίκες των είκοσι ενός απολυμένων δικαστικών λειτουργών. Ο Αγγελίδης κρίνει ότι από τη ρήτρα της έρευνας των στοιχείων προκύπτει σαφώς η υποχρέωση ακρόασης του ενδιαφερομένου ως «εξυπακουόμενος όρος» διότι, στα «περί τούτου στοιχεία» περιέχεται, κατά την αληθή έννοια της Σ.Π., και η έκθεση των απόψεων του θιγομένου επί των στοιχείων, τα οποία έχουν συλλεγεί από τη διοίκηση εις βάρος του.[28] Ο Αγγελίδης, αντιλαμβανόμενος τη λογική αντίφαση του δικανικού συλλογισμού της πλειοψηφίας, κρίνει ότι το βραχύ της προθεσμίας δεν κωλύει την εφαρμογή της υποχρέωσης της προηγούμενης ακρόασης, διότι και αυτό σταθμίστηκε από το συντακτικό νομοθέτη. Αναφορικά με την προθεσμία, ο Αγγελίδης φαίνεται να ακολουθεί την ως άνω διδασκαλία Στασινόπουλου για τη νόμιμη διαδικασία που θα έπρεπε να τηρήσει η διοίκηση σε σχέση με τις προπαρασκευαστικές πράξεις της απόλυσης. Η διαδικασία αυτή όφειλε να συμπεριλάβει και την προηγούμενη κλήση του αρεοπαγίτη προς ακρόαση, ώστε να τεθούν υπόψη του τα στοιχεία που συνέλεξε η διοίκηση εις βάρος του.
Αξίζει να αναφερθεί, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό, και η μειοψηφούσα άποψη του Συμβούλου Ηλ. Γλυκοφρύδη σε σχέση με το δικαίωμα ακροάσεως. Ο Γλυκοφρύδης, αφού κρίνει ότι δεν νοείται αυτοπεριορισμός στην εγκύρως ασκηθείσα συντακτική εξουσία της κυβέρνησης «η οποία προήλθε από την Επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967», προτείνει έναν ευρύτερο ακυρωτικό έλεγχο, μέσω του οποίου το δικαστήριο θα μπορεί να ελέγχει και την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη Σ.Π. και την ακρίβεια αυτών των περιστατικών.[29] Στο ευρύτερο αυτό ακυρωτικό πλαίσιο, ο Γλυκοφρύδης θεωρεί ότι το απαράδεκτο που προκύπτει από τις Σ.Π. παρέχει ικανοποιητική δικαστική προστασία στον πολίτη. Συνεπώς, λόγοι ακυρώσεως περί παραβιάσεως υπερτέρων αρχών του δικαίου του πολιτισμένου κόσμου ή σχετικών διεθνών συμβάσεων, όπως π.χ. εξαιτίας της ελλείψεως ακροάσεως, είναι απορριπτέοι ως ερειδόμενοι επί πεπλανημένης προυποθέσεως.
Στην προσπάθειά της να κρίνει τις απόψεις που εκφράζουν τα μέλη του ΣτΕ, η γράφουσα διαπιστώνει ότι, την εποχή εκείνη, η νομολογία του δικαστηρίου παρουσιάζει, πράγματι, διακυμάνσεις, αναφορικώς με «το δικαίωμα της υπερασπίσεως των πολιτών ενώπιον των διοικητικών αρχών», το οποίο εκδηλώνεται με το «δικαίωμα της ακροάσεως».[30] Μετά την καθιέρωση των εγγυήσεων του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 1811/1951), σχετικώς με την κλήση του πειθαρχικώς διωκομένου δημοσίου υπαλλήλου σε απολογία, αρκετές αποφάσεις του ΣτΕ αρέσκονται να υπογραμμίζουν ότι «το δικαίωμα της απολογίας επιβάλλεται εκ θεμελιώδους αρχής του δικαίου ήτις καθιερώθη και νομοθετικώς δια των άρθρων 160 και 161 του Υπαλληλικού Κώδικος».[31]
Σε σχέση με τα «δυσμενή διοικητικά μέτρα», η κρατούσα νομολογία του ΣτΕ αξιώνει την προηγούμενη κλήση σε ακρόαση του θιγομένου, μόνο εφόσον αυτή επιβάλλεται ρητώς από τη σχετική νομοθεσία. Αντιθέτως, σε περίπτωση σιωπής του νόμου, ένας σημαντικός αριθμός αποφάσεων του ΣτΕ δέχεται ότι δεν απαιτείται προηγούμενη κλήση σε ακρόαση, δεδομένου ότι το «δυσμενές διοικητικό μέτρο» λαμβάνεται προς το «συμφέρον της υπηρεσίας» και όχι με σκοπό την τιμωρία του θιγομένου.[32]
Ήδη από το 1954, ο τότε Σύμβουλος ΣτΕ Ν. Γρηγορίου, υποδεικνύει «ευσχήμως και μετά συστολής» μια άλλη «νομολογιακή λύση»[33], επισημαίνοντας την ανάγκη τήρησης του τύπου της προηγούμενης κλήσης σε απολογία, εφόσον «πρόκειται να ληφθή δυσμενές διοικητικόν μέτρον εις βάρος του διοικουμένου, όταν η ανάγκη της λήψεως αυτού αποδίδεται εις παραβάσεις αυτού ή εις ωρισμένην συμπεριφοράν του».[34] Και άλλα μέλη του ΣτΕ, όπως οι Σύμβουλοι Άθως Τσούτσος και Ηλίας Καμπίτσης, επισημαίνουν την ανάγκη νομολογιακής επέκτασης της δικονομικής αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και στο πεδίο της διοικητικής δράσης, όταν παρουσιάζονται ανάλογες συνθήκες και επιδιώκονται παρόμοιοι σκοποί.[35] Ο Καμπίτσης αναφέρεται στη γενικότερη χρησιμότητα της γνώσης του φακέλου της υπόθεσης εκ μέρους του διοικουμένου, πριν από την έκδοση της διοικητικής πράξης, έτσι ώστε ο διοικούμενος να ενημερώνεται εγκαίρως και προσηκόντως, πριν η Διοίκηση υποχρεωθεί να παρουσιάσει τα σχετικά στοιχεία στο Δικαστήριο.[36] Ο Τσούτσος υπογραμμίζει: «Η απόκρουσις όμως της διατυπώσεως της ακροάσεως του ενδιαφερομένου επί τω λόγω ότι δεν προβλέπεται αύτη υπό σχετικής διατάξεως δεν φαίνεται επαρκής, και αι νεώτεραι τάσεις της νομολογίας προσαρμοζομένης προς γενικώτερον διεθνές πνεύμα, το οποίον παρατηρείται συγκριτικώς εις το διοικητικόν δίκαιον, αναζητούν πολλάκις πέραν του γράμματος του νόμου την θεμελίωσιν της διατυπώσεως ταύτης επί γενικής αρχής, κρατούσης ανεξαρτήτως της υπάρξεως ρητής διατάξεως».[37]
Οι σχετικοί προβληματισμοί των μελών του ΣτΕ αντικατοπτρίζονται σε σειρά αποφάσεων του δικαστηρίου, οι οποίες απαιτούν την προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου σε ακρόαση πριν τη λήψη «δυσμενούς διοικητικού μέτρου» σε βάρος του.[38] Κατά τη γνώμη της γράφουσας, η σχετική νομολογία έτεινε προς παγίωση την εποχή της δίκης Αντωνίου Φλώρου. Αποφάσεις που ακυρώνουν «δυσμενή διοικητικά μέτρα» για έλλειψη του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης επικαλούνται σειρά νομολογιακών προηγουμένων. Αξίζει να αναφερθούν δύο αποφάσεις του ΣτΕ, οι οποίες κρίνουν ότι η κλήση σε ακρόαση αποτελεί, κατά γενική αρχή του δικαίου, ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, ο οποίος θα πρέπει να τηρείται πριν τη λήψη «δυσμενούς διοικητικού μέτρου» επί ποινή ακυρώσεως της σχετικής διοικητικής πράξης. Οι αποφάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν στέρεα νομολογιακά προηγούμενα για την ακύρωση της απόλυσης Αντωνίου Φλώρου, επειδή παρουσιάζουν μία σχετική ομοιότητα ως προς τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης του αρεοπαγίτη.
Η ΟλΣτΕ 2666/1967 (Εισηγητής Σύμβουλος Παπαλάμπρου), με αναφορά σε νομολογιακά προηγούμενα (ΣτΕ 2306/64, 419/1965, 1711/1965), ακύρωσε την από 19.8.1966 απόφαση του Προέδρου της Κυβέρνησης, με την οποία ο αιτών απολύθηκε από τη θέση του Επιτρόπου του Κράτους στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, πριν τη λήξη της τριετούς θητείας του, με την αιτιολογία ότι αυτός προέβη σε εκδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα κατά παράβαση καθήκοντος. Το δικαστήριο έκρινε ότι η μη προβλεπόμενη εκ του νόμου παύση είναι εν τούτοις δυνατή ως διοικητικό μέτρο, εφόσον συντρέχει εύλογη αιτία και ανάγεται σε υπαίτια συμπεριφορά του Επιτρόπου (παράβαση καθήκοντος, συμπεριφορά μη συμβιβαζόμενη προς το αξίωμα κ.ο.κ.). Ωστόσο, το δικαστήριο ακύρωσε την παύση λόγω ελλείψεως του ουσιώδους τύπου της κλήσης σε ακρόαση, γιατί ο ενδιαφερόμενος, κατά παράβαση γενικής αρχής του δικαίου, δεν κλήθηκε προς παροχή εξηγήσεων, ώστε να έχει την ευκαιρία να ακουστεί και να αποκρούσει την αποδιδόμενη μομφή.
Επίσης, με την ΣτΕ 1192/1968 (Γ΄ Τμήμα, Εισηγητής Σύμβουλος Κ. Δάρας), με αναφορά σε νομολογιακά προηγούμενα (ΣτΕ 2306/1964, 419/1965, 2976/66, 1745/1967, 2666/1967), το δικαστήριο ακύρωσε το διοικητικό μέτρο της διαγραφής του αιτούντος από την κατηγορία των Δοκίμων Εφέδρων Αξιωματικών και τη μεταφορά του στην τάξη του απλού στρατιώτη, με την αιτιολογία ότι ο υποβιβασθείς μετείχε σε οργάνωση και σε ενέργειες που στρέφονταν κατά της έννομης τάξης και του κοινωνικού καθεστώτος (Ν.Δ. 580/1948). Το δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το μέτρο έφερε το χαρακτήρα κυρώσεως για υπαίτια συμπεριφορά και συνεπάγονταν σοβαρότατες δυσμενείς συνέπειες για τον αιτούντα και το ακύρωσε για τον ίδιο λόγο και με την ίδια αιτιολογία, όπως και στην ως άνω αναφερόμενη προηγούμενη απόφασή του.
Καταγράφονται και άλλα νομολογιακά προηγούμενα ακύρωσης «δυσμενών διοικητικών μέτρων» για έλλειψη του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης του θιγομένου (π.χ. ΟλΣτΕ 2306/1964 για αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτου από ιδιοκτήτη φορτηγού αυτοκινήτου· ΟλΣτΕ 2976/1966 για αφαίρεση άδειας άσκησης επαγγέλματος λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς· ΟλΣτΕ 1745/1967 για μη συμμόρφωση με προθεσμία πραγματοποίησης αναγκαίων διαρρυθμίσεων σε αρτοποιείο· ΣτΕ 2081/1968 για αφαίρεση φίλαθλης ιδιότητας)[39]. Ο Μαργέλλος ευλόγως διερωτάται, με μία δόση δικαιολογημένης πικρίας: «Κατά την πρόσφατον νομολογίαν του ΣτΕ (Ολ 2069 και 2081 του 1968) διά την λήψιν εναντίον του διοικουμένου δυσμενούς μέτρου, επιβαλλομένου εξ υπαιτίου συμπεριφοράς, απαιτείται εκ γενικής του διοικητικού δικαίου αρχής, όπως κληθή προηγουμένως ο ενδιαφερόμενος ίνα ακουσθή. Ωσαύτως, προκειμένης αφαιρέσεως της φιλάθλου ιδιότητος, αι κείμεναι διατάξεις δεν προβλέπουν προηγούμενην ακρόασιν του ενδιαφερομένου, αλλ’ επιβάλλεται αύτη εκ λόγων αγαθής διοικήσεως. Μήπως εν Ελλάδι η καταδίκη ενός δικαστού εις ατιμωτικόν υπηρεσιακόν θάνατον είναι κάτι το μηδαμινόν και ασήμαντον εν συγκρίσει προς την αφαίρεσιν της φιλάθλου ιδιότητος;».[40] Την απάντηση τη δίνει, εμμέσως πλην σαφώς, ο Σύμβουλος Αγγελίδης: «Σ’ εκείνη την περίσταση [εν. υπόθεση Αντωνίου Φλώρου] το Συμβούλιο, για να στηρίξει τη γνώμη πως δε χρειαζούντανε διαδικασία και απολογία για την απόλυση των δικαστικών, χαρακτήρισε την απόλυση σα «διοικητικό μέτρο» κι’ όχι «πειθαρχική ποινή».[41]
Β.2. Οι ακυρωτικές αποφάσεις (ΟλΣτΕ 1811-1831/1969) και το δικαίωμα ακρόασης: η «στροφή» της νομολογίας.
Το ΣτΕ με τις ακυρωτικές αποφάσεις (ΟλΣτΕ 1811-1831/1969), εφαρμόζοντας την πάγια νομολογία του -όπως και στην υπόθεση Αντωνίου Φλώρου- κρίνει, καταρχάς, παραδεκτές τις αιτήσεις των είκοσι ενός απολυμένων δικαστικών λειτουργών, απορρίπτοντας, όμως, στη συνέχεια, όλους τους λόγους που στρέφονται κατά του κύρους της Σ.Π. ΚΔ’. Οι ακυρωτικές αποφάσεις εκκινούν από τη βασική σκέψη ότι το δικαίωμα ακρόασης αποτελεί γενικότερη και θεμελιώδη αρχή του δικαίου, η οποία διασφαλίζει το στοιχειώδες δικαίωμα της υπεράσπισης για κάθε πρόσωπο που κρίνεται, και είναι εφαρμοστέα κατ’ αρχήν σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία. Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη γενική εφαρμογή του κανόνα αυτού, κρίνει ότι δεν μπορεί να συναχθεί αποκλεισμός της εφαρμογής του από τη σιωπή της Σ.Π. ΚΔ΄ για το θέμα της ακρόασης. Αντιθέτως, το ΣτΕ, σταθμίζοντας τον άκρως επαχθή χαρακτήρα του μέτρου της απόλυσης ισοβίων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα για τους προβλεπόμενους σοβαρούς λόγους, καθώς και τη ρητή αξίωση της ίδιας της Σ.Π. ΚΔ΄ για τη διενέργεια έρευνας των στοιχείων που αναφέρονται στους κρινομένους πριν την απόλυσή τους, συνάγει, (μετά από εκτίμηση όσων αναπτύχθηκαν ήδη ενώπιον του),[42] ότι στη Σ.Π. ΚΔ’ ενυπάρχει επιταγή να παραμείνει σεβαστό και απαραβίαστο το δικαίωμα κάθε κρινομένου να τύχει έστω και απλής ακροάσεως πριν αποφασισθεί η απόλυσή του. Τούτο δε, ιδίως μετά το νεότερο Ν.Δ. 192/29.5.1969, που θεσπίστηκε εν όψει άλλων συνεπειών και εκδήλωσε νέα νομοθετική βούληση που αναγνωρίζει πειθαρχική χροιά στην απόλυση, για την οποία κατεξοχήν επιβάλλεται η ακρόαση.[43] Έτσι, η επιταγή της προηγούμενης ακρόασης ενυπάρχει σε αυτή την ίδια τη Σ.Π. ΚΔ’, ως δική της επιταγή, είτε αυτοτελώς είτε ως τμήμα της προβλεπόμενης έρευνας των υπαρχόντων στοιχείων σχετικώς με τους κρινομένους δικαστικούς λειτουργούς. Αυτή η επιταγή της Σ.Π. ΚΔ’ αντιστοιχεί προς γενικό κανόνα που είχε τεθεί λίγο πριν την έκδοσή της διά της Σ.Π. ΚΑ΄, η οποία παραχώρησε το δικαίωμα ακροάσεως σε όλους τους αναφερομένους σε αυτήν δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι απολύθηκαν δυνάμει Σ.Π. και στους οποίους παραχωρήθηκε το δικαίωμα αυτό με το ρητώς αναγραφόμενο σκοπό να τους δοθεί η ευχέρεια να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους (αρθρ. 1 παρ. 2 Σ.Π ΚΑ΄). Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν μπορεί να αποδοθεί στη Σ.Π. ΚΔ΄ βούληση καταργήσεως του θεμελιώδους δικαιώματος ακροάσεως ειδικώς σε βάρος των δικαστικών λειτουργών. Τέλος, η βραχεία προθεσμία αναστολής της δικαστικής ισοβιότητας δεν αποτελεί πρόσκομμα στη λύση αυτή, διότι και εντός αυτής της προθεσμίας, θα ήταν δυνατή η πραγματοποίηση μιας απλής έστω ακροάσεως, ιδίως, εάν αυτή περιορίζονταν σε εκείνα μόνο τα πρόσωπα, για τα οποία προέκυψαν κατ’ αρχήν επιβαρυντικά στοιχεία. Συνεπώς, η αξίωση προς ακρόαση υφίσταται ως όρος εγκείμενος σε αυτή την ίδια τη Σ.Π. ΚΔ’ και η παράβαση του όρου αυτού παραδεκτώς προτείνεται «κατά τα νενομολογημένα».
Από την ως άνω αιτιολογία προκύπτει ότι, η βάση του σκεπτικού των ακυρωτικών αποφάσεων θεμελιώνεται κυρίως στους ένδικους ισχυρισμούς του Αντωνίου Φλώρου, ο οποίος είχε τονίσει και τον άκρως επαχθή χαρακτήρα της απόλυσης ισοβίων δικαστικών λειτουργών. Ο αρεοπαγίτης είχε υποστηρίξει με ενάργεια ότι το δικαίωμα ακρόασης θεμελιώνεται διττώς, τόσο στην αρχή του Κράτους Δικαίου όσο και στον ρητώς επιβαλλόμενο από τη Σ.Π. ΚΔ΄ όρο της προηγούμενης έρευνας των στοιχείων. Η αναφορά στην επιγενόμενη ρύθμιση του Ν.Δ. 192/29.5.1969, αλλά και στην προϋπάρχουσα Σ.Π. ΚΑ’, την οποία αντιπαρέρχεται η ΟλΣτΕ 503/1969, απλώς ενισχύει την απόλυτη και κατηγορηματική διατύπωση του δικαστηρίου σχετικώς με το δικαίωμα ακρόασης. Το ΣτΕ διακηρύσσει ότι κάθε ευνομούμενη Πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει το σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης σε κάθε πολίτη, ο οποίος κρίνεται, είτε λόγω πειθαρχικής δίωξης είτε βάσει δυσμενούς διοικητικού μέτρου. Ο δικανικός συλλογισμός στις ακυρωτικές αποφάσεις δε βασίζεται πλέον στη διάκριση «πειθαρχική ποινή»-«δυσμενές διοικητικό μέτρο», εφόσον το δικαίωμα ακρόασης καθιερώνεται ως γενική και θεμελιώδης δικαιοκρατική εγγύηση για κάθε κρινόμενο πρόσωπο. Στο σημείο αυτό, εντοπίζεται η «στροφή» της νομολογίας, μέσα από τη σαφή αναγνώριση του «λάθους» στο δικανικό συλλογισμό της υπόθεσης Αντωνίου Φλώρου.
Το δικαστήριο δεν επαναλαμβάνει στις ακυρωτικές αποφάσεις όσα δέχθηκε στην απορριπτική περί προπαρασκευαστικής εκ των προτέρων συλλογής των στοιχείων, προφανώς, αντιλαμβανόμενο το έωλο του συγκεκριμένου συλλογισμού. Για να στοιχειοθετηθεί, ίσως, το εφικτό της τήρησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, εντός των ασφυκτικών χρονικών ορίων της «βραχείας προθεσμίας», οι ακυρωτικές αποφάσεις εισάγουν έναν καινοφανή όρο, τον οποίο η γράφουσα δεν μπόρεσε να εντοπίσει σε μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις- την «απλή ακρόαση». Αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτής της «απλής ακρόασης». Αναρωτιέται, επίσης, εάν αυτή η «απλή ακρόαση» θα μπορούσε να ικανοποιήσει, κατ’ ελάχιστον, το «στοιχειώδες δικαίωμα της υπεράσπισης», στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία η χούντα θα ενεργούσε με ψυχραιμία και θα εκτελούσε τις ακυρωτικές αποφάσεις απολύοντας τους δικαστικούς, σε μεταγενέστερο –συντομότατο, σε κάθε περίπτωση- χρόνο, αφού προηγουμένως τηρούσε τον επιβαλλόμενο από τις ακυρωτικές αποφάσεις ουσιώδη τύπο της «απλής ακροάσεως», τον οποίο παρέλειψε. Η ανοησία και το μένος των κρατούντων της εποχής δεν επέτρεψαν στις ακυρωτικές αποφάσεις να υποβληθούν στην «κάμινο της ζωής του δικαίου», προκειμένου η έρευνα να διαπιστώσει τις «αντοχές» τους.
Απάντηση του ερευνητικού ερωτήματος- Συμπερασματικές σκέψεις
Βασιζόμενη στην ανάλυση που προηγήθηκε, η γράφουσα απαντά στο ερευνητικό της ερώτημα αποφαινόμενη ότι η απορριπτική απόφαση Αντωνίου Φλώρου ήταν εσφαλμένη. Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος γράφει: «Η ποινή έχει μίαν ωρισμένην έννοιαν εις την συνείδησιν παντός ανθρώπου, αυτήν δεν την έννοιαν δεν δικαιούται να την κατασπαράσση ο νομικός, διά να καταλήξη εις το συμπέρασμα ότι δεν απαιτούνται αι στοιχειώδεις εγγυήσεις, αι οποίαι από καταβολής κόσμου παρεσχέθησαν εις πάντα τιμωρούμενον διά παράπτωμάν του. Ο νομικός πρέπει, εξ αποστολής, να βοηθή τον άνθρωπον. Όταν εφευρίσκει θεωρίας, διά να τον αφίνη ανυπεράσπιστον, δεν εκπληρώνει καλώς την αποστολήν του…» και συνεχίζει επικαλούμενος τα λόγια του Γάλλου νομικού Liet–Veaux: «το να λέγωμεν ότι μία σαφώς δυσμενής κύρωσις δεν αποτελεί ποινήν, διά να στερήσωμεν ούτω τον διωκόμενον από τας σχετικάς εγγυήσεις, αποτελεί νομικήν υποκρισίαν…».[44] Ο γλαφυρός λόγος του Στασινόπουλου εκφράζει απολύτως τη σκέψη της γράφουσας και καθιστά περιττό κάθε περαιτέρω σχολιασμό επί του προκειμένου.
Οι ακυρωτικές αποφάσεις, αντιθέτως, ήταν αποτέλεσμα προσεκτικά σταθμισμένης δικαστικής κρίσης, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της εποχής. Ωστόσο, το δικαστικό σφάλμα παραμένει. Όπως ορθώς επισημαίνει ο Ιταλός ιστορικός CarloGinszburg: «Υπάρχουν σφάλματα καταστροφικά, σφάλματα χωρίς συνέπειες, σφάλματα γόνιμα. Στο δικαστικό περιβάλλον, ωστόσο, δεν υφίσταται αυτή η τελευταία δυνατότητα. Το δικαστικό σφάλμα, ακόμη κι αν ανακληθεί, μεταφράζεται πάντοτε σε μια καθαρή απώλεια για τη δικαιοσύνη».[45]
Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος γράφει: «Ο δικαστής εξέδωσε την απόφασιν ως άνθρωπος και ως κοινωνικός λειτουργός. Ο θεωρητικός την παραλαμβάνει και προσπαθεί να ανακαλύψη την εν αυτή ενυπάρχουσαν νομικήν ή ηθικήν αρχήν, να την εντάξη εις εν σύστημα ανθρωπίνων γνώσεων και εννοιών, ήτοι εις εν επιστημονικόν πλαίσιον, και διά μέσου αυτής της κατεργασίας, να παραδώση το νόημα, την σημασίαν και το βαθύτερον πνεύμα της αποφάσεως εις το κοινόν».[46]
Ο Αντώνιος Φλώρος σημειώνει: «Πρέπει ν’ αρθή ο πέπλος του απορρήτου των διασκέψεων. Είναι ευτελές πρόσχημα διά να καλύπτονται αι ευθύναι και να αποσιωπώνται τα άξια επαίνου. Υπήρξαν, πράγματι, δικασταί και εις την Τακτικήν και την Διοικητικήν Δικαιοσύνην, κατά το διάστημα της επταετίας, οι οποίοι, αν και όχι πολλοί, εδόξασαν πράγματι την Ελληνικήν Δικαιοσύνην. Είναι ιστορική ανάγκη να μάθη ο Ελληνικός Λαός ποίοι είναι αυτοί, οι οποίοι θ’αποτελούν και διά τους μεταγενεστέρους φωτεινόν παράδειγμα. Αυτόν τον μεγάλον σκοπόν πραγματοποιεί η αληθινή ιστορία».[47]
Η γράφουσα, με την ανά χείρας εργασία, προσπάθησε να ακολουθήσει, στις θεωρητικές αναλύσεις και την έρευνά της, τις διαδρομές που της υπέδειξαν οι πιο πάνω σκέψεις των δύο μεγάλων δικαστών της εποχής εκείνης-του Μιχαήλ Στασινόπουλου και του Αντωνίου Φλώρου. Η προσπάθειά της θα δικαιωθεί, εάν καταφέρει να προκαλέσει τον προβληματισμό του αναγνώστη- ειδικού και λιγότερο ειδικού περί τα νομικά.
[1]Απολύονται: 1) από τον Άρειο Πάγο οι Στυλιανός Μαυρομιχάλης, πρόεδρος, Κων/νος Αναγνωστόπουλος, Χρήστος Αποστολόπουλος, Κων/νος Παπαϊωάννου, Αντώνιος Φλώρος, Δημήτριος Μαργέλλος, αρεοπαγίτες και Ανδρέας Τούσης, αντεισαγγελέας, 2) Από τον εφετειακό βαθμό οι Ιωάννης Ανδρουτσόπουλος, Κων/νος Χριστοδουλιάς, πρόεδροι Εφετών, Δημήτριος Θεοδοσόπουλος, Λεωνίδας Κατσιάρας, εφέτες, Αθανάσιος Γκαζέτας, εισαγγελέας Εφετών και Παύλος Δελαπόρτας, αντεισαγγελέας Εφετών, 3) Από τον πρώτο βαθμό οι Γεώργιος Κώνστας και Αντώνιος Πρόκος, πρόεδροι Πρωτοδικών, Δημήτριος Βουρνάς, Γεώργιος Ξενάκης, Δημήτριος Παπαντωνίου, Αθανάσιος Τρίπας, Αλέξανδρος Φλώρος και Μιχαήλ Συμπεθέρου, εισαγγελείς Πρωτοδικών, Αναστάσιος Ατματζίδης, Γεώργιος Βελής, Χρήστος Σαρτζετάκης, Ιωάννης Τσιρίκος, Νικόλαος Χατζάκης, Βασίλειος Κιλάκος, Βασίλειος Αποσκίτης και Σπυρίδων Λυμούρης, πρωτοδίκες και Ιωάννης Τούμπανος, αντεισαγγελέας Πρωτοδικών. Υπογραμμίζονται τα ονόματα όσων δικαστικών λειτουργών προσέφυγαν στο ΣτΕ με αιτήσεις ακυρώσεως κατά των διοικητικών πράξεων απολύσεων.
[2] Ο επίτιμος πρόεδρος ΣτΕ, Χρίστος Γεραρής, τότε βοηθός εισηγητή σε κάποιες από τις υποθέσεις των απολυμένων δικαστών, θυμάται ότι «…προηγήθηκε η συζήτηση της αίτησης, σε ιδιαίτερη δικάσιμο, του Αρεοπαγίτη Αντωνίου Φλώρου, ο οποίος ήταν και ο αρχαιότερος των αιτούντων. Τούτο έγινε κατόπιν επιμονής του αιτούντος. Η ενέργεια αυτή ήταν ατυχής…». Βλ. γραπτή παρέμβαση Χρ. Γεραρή στο πλαίσιο του μαθήματος «Ιστορικές Δίκες» στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, 11.5.2017. Βλ. και μαρτυρία Αντ. Φλώρου σε: Ελληνικό Μέλλον,20.12.1974, ο οποίος αναφέρει κωλυσιεργία στον προσδιορισμό της δικασίμου του.
[3] Η δίκη του εισαγγελέα Πρωτοδικών Δημητρίου Παπαντωνίου-γνωστού από τη γενναία στάση του στην υπόθεση Λαμπράκη- διακόπηκε βιαίως λόγω του επισυμβάντος θανάτου του αιτούντος.
[4] Το «Σύνταγμα» 1968 κατοχυρώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία συνεπάγεται τη δικαστική ανεξαρτησία μέσω της κατοχύρωσης της δικαστικής ισοβιότητας (άρθ. 97) και την αρχή του κράτους δικαίου, η οποία διασφαλίζεται με τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας (άρθ. 107). Σύμφωνα με το άρθ. 107 παρ. 4 του «Συντάγματος» της δικτατορίας, αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης η συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ.
[5] Αντώνιος Φλώρος, Δημοκρατία-Ελευθερία «Κυβέρνησις του Λαού, παρά του Λαού, διά τον Λαόν», Ιδίου, Αθήνα 1973, σ. 112.
[6] Δημήτριος Μαργέλλος, «Αι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αιτήσεων ακυρώσεως των δυνάμει της ΚΔ΄ Συντ. Πράξεως απολυθέντων δικαστικών», Νέον Δίκαιον 26 (1970), σ. 128.
[7] Γεώργιος Αγγελίδης, Η ιστορία ενός εγκλήματος. Προσωπικά θυμήματα, Ιδίου, Αθήνα 1978, σ. 47.
[8] Μιχαήλ Στασινόπουλος, Το δικαίωμα της υπερασπίσεως ενώπιον των διοικητικών αρχών, Ιδίου, Αθήνα 1974, σ. 14.
[9] Για το πλήρες κείμενο των μειοψηφιών σε απόδοση στη δημοτική γλώσσα, βλ. Θεοδώρα Ντάλλη, «Οι απολύσεις των δικαστικών λειτουργών από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και οι δίκες στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 1969: Οι δικαστικές αποφάσεις και οι μειοψηφίες» σε: δικτυακό τόπο Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ende.gr., 13 Νοεμβρίου 2017 (τελευταία πρόσβαση 11.01.2018). Υπό δημοσίευση στην ΕλλΔνη (2018).
[10] Σε όλες τις υποθέσεις προεδρεύει ο πρόεδρος Μιχαήλ Στασινόπουλος. Ο αντιπρόεδρος Ν. Γρηγορίου και ο Σύμβουλος Αντ. Ταβουλάρης μετέχουν μόνο στη σύνθεση της υπόθεσης Αντ. Φλώρου. Ο αντιπρόεδρος Διον. Καρβελλάς μετέχει μόνο στις δύο συνθέσεις που δικάζουν τις υποθέσεις των είκοσι ενός απολυμένων. Ο Σύμβουλος Δ. Καλοδούκας δικάζει την υπόθεση Αντ. Φλώρου και τις υποθέσεις ΟλΣτΕ 1812, 1816, 1817, 1820-1822, 1824-1831 και ο Σύμβουλος Γ. Κοντογιάννης δικάζει την υπόθεση Αντωνίου Φλώρου και τις υποθέσεις ΟλΣτΕ 1811, 1813-1815, 1818, 1819 και 1823. Οι υπόλοιποι Σύμβουλοι μετέχουν και στις τρεις συνθέσεις. Η σύνθεση της Μείζονος Ολομέλειας ΣτΕ που δικάζει την υπόθεση Αντ. Φλώρου αποτελείται από τον πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο και 21 Συμβούλους. Οι δύο συνθέσεις της Μείζονος Ολομέλειας που δικάζουν τις υποθέσεις των είκοσι ενός αποτελούνται από τον πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο και 19 Συμβούλους. Ο αντιπρόεδρος Ν. Γρηγορίου παραιτείται πριν την εκδίκαση των υποθέσεων των είκοσι ενός για προσωπικούς λόγους.
[11] Δημήτριος Μαργέλλος, «Αι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αιτήσεων ακυρώσεως των δυνάμει της ΚΔ΄ Συντακτικής Πράξεως απολυθέντων δικαστών», Νέον Δίκαιον 25 (1969), σ. 503.
[12] Η «ιδεολογία» του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 αντικατοπτρίζεται στις επανειλημμένες διακηρύξεις ηγετικών στελεχών της, σύμφωνα με τις οποίες, ο Στρατός ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, με σκοπό την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των βασικών θεσμών που είχαν διαβρωθεί από τη φαυλοκρατία και τη διείσδυση του Κομμουνισμού στην κρατική μηχανή, ώστε να αποκατασταθεί το Κράτος Δικαίου και να συνταχθεί νέο φιλελεύθερο, δημοκρατικό και κοινωνικό Σύνταγμα.
[13] Η Σ.Π. Α’/1967 (ΕτΚ 66) επαναλαμβάνει την «ιδεολογία» της «επαναστάσεως» στο προοίμιό της και στο άρθ. 2 παρ. 2 ορίζει ότι «βάσις του νέου Συντάγματος είναι το ισχύον Σύνταγμα, τροποποιούμενον κατά τας διατάξεις εκείνας, αίτινες δεν είναι θεμελιώδεις και δεν είναι συστατικαί της μορφής του πολιτεύματος».
[14] Μιχάλης Πικραμένος, Η δικαστική ανεξαρτησία στη δίνη των πολιτικών κρίσεων: από τον εθνικό διχασμό στη δικτατορία 21.4.1967, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2002, σ. 163.
[15] Βλ. την από 17.6.1968 Αίτηση του Αντωνίου Φλώρου ενώπιον του ΣτΕ σε: Γενικά Αρχεία του Κράτους (Αταξινόμητο υλικό ΣτΕ).
[17] Ανt. Φλώρος, 1973, ό.π., σ. 58, 68, 72. Βλ. και Μ. Στασινόπουλο, 1974, ό.π., σ. 79-82. Ο Στασινόπουλος, σε μεταγενέστερο χρόνο, εντοπίζει τη «συνταγματική πηγή» του δικαιώματος της ακροάσεως ενώπιον της Διοικήσεως στις ίδιες «αρχές» και «συνταγματικές εγγυήσεις» που επικαλείται και ο αρεοπαγίτης. Ο Στασινόπουλος γράφει: «Εις ωρισμένας περιπτώσεις η ενώπιον της Διοικήσεως ακρόασις αποτελεί αγαθόν τόσον ζωτικόν και θεμελιώδες, ώστε η επί την ακρόασιν ταύτην αξίωσις του διοικουμένου καθίσταται σιδηρά, η δε συνταγματική βάσις της διευρύνεται αυτομάτως και ανικήτως πέραν της αρχής της νομιμότητος, στηριζόμενη πλέον και εις την αρχήν της προστασίας της προσωπικότητος του ανθρώπου». Είναι αξιοπρόσεκτη εν προκειμένω η σκέψη του Στασινόπουλου σχετικώς με τη συνταγματική προστασία του δικαιώματος απολογίας στις πειθαρχικές ποινές των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, η οποία ενισχύεται, με την αναλογική εφαρμογή «και εκ της εν τω Συντάγματι προνοίας περί απονομής εις τα δικαστήρια της πειθαρχικής εξουσίας επί των δικαστών. Εάν ο νόμος ώριζεν ότι ο πειθαρχικώς διωκόμενος ενώπιον του οικείου δικαστηρίου δικαστής δεν δικαιούται ν’ απολογηθή, αναμφιβόλως θα ήτο αντισυνταγματικός…».
[18] Βλ. Υπουργείον Δικαιοσύνης. (1961). Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959). Πρόλογος Κων/νος Καλλίας. Εισαγωγή Μ. Δ. Στασινόπουλος. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, σ. 224. Γεώργιος Αγγελίδης, «Τινά περί των απαραδέκτων της αιτήσεως ακυρώσεως», Επιθεώρησις Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου 17 (1973), σ. 7.
[20] Στις δίκες των είκοσι ενός αποδείχθηκε περίτρανα ότι η με αριθμό 94 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου για τις απολύσεις ελήφθη στην πρωινή συνεδρίαση της 28ης Μαΐου 1968, ενώ η Σ.Π. ΚΔ’ δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 118 φύλλο της ΕτΚ, το οποίο θυροκολλήθηκε στο Εθνικό Τυπογραφείο την 9.45 νυκτερινή και κυκλοφόρησε την επομένη ημέρα. Ο λόγος που προβλήθηκε από πολλούς αιτούντες, ότι οι πράξεις απολύσεως είναι μη νόμιμες και άκυρες, γιατί εκδόθηκαν από αναρμόδιο όργανο, χωρίς έρεισμα σε διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος, απορρίφθηκε, με μειοψηφία του προέδρου και των Συμβούλων Γ. Δ. Σπυρόπουλου, Γ. Μαραγκόπουλου, Διον. Τσιμαράτου, Όθ. Κυριακού, Γ. Αγγελίδη, Άγ. Σταυρόπουλου και Δ. Τσιροπινά. Βλ. σχετ. Θεοδώρα Ντάλλη, 2017, ό.π. Παρεμπιπτόντως, η έρευνα της γράφουσας στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, αποδεικνύει ότι η Ολομέλεια της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής συνήλθε την 28η Μαΐου 1968, στις 8 π.μ., για να επεξεργασθεί, μεταξύ άλλων σχεδίων Σ.Π. και Α.Ν., και το σχέδιο της Σ.Π. ΚΔ΄.
[21] Στις εφημερίδες της 30ης Μαΐου 1968 διαβάζουμε την επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία: Η απόλυση των δικαστικών λειτουργών έγινε «κατόπιν μακράς και ενδελεχούς εξετάσεως εκάστου προσωπικής περιπτώσεως και ηδραιώθη εις αναμφισβητήτως επιβαρυντικά στοιχεία».
[22] Δ. Μαργέλλος, 1970, ό.π., σ. 137.
[23] Μιχαήλ Στασινόπουλος, Θεωρία της ατομικής διοικητικής πράξεως, Κλεισιούνης, Αθήνα 1937, σ. 145.
[24] Δημήτριος Μαργέλλος, 1970, ό.π., σ. 139. Βλ. επίσης Ανωνύμου, «Η επιδρομή κατά της τακτικής ελληνικής δικαιοσύνης», Πολιτικά Θέματα, 20.8.1974, Συμπλήρωμα-Αφιέρωμα.
[25] Ο Στασινόπουλος, 1974, ό. π., σ. 120, εκ των υστέρων, δε θεωρεί προτιμητέα αυτή τη διαίρεση «διότι η υπό του νόμου καθιέρωσις της ακροάσεως δεν αντιστοιχεί σταθερώς προς την φύσιν της υπό έκδοσιν διοικητικής πράξεως και του υπ’ αυτής ρυθμιζομένου θέματος…». Στην υπόθεση Αντωνίου Φλώρου, φαίνεται να αντιστρέφεται η λογική σειρά του δικανικού συλλογισμού: πρώτα αναζητείται η «νομική κατασκευή» για τη δικαιολόγηση της απόρριψης του λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του δικαιώματος ακροάσεως και μετά γίνεται η υπαγωγή των πραγματολογικού υλικού σε αυτή τη «βολική» για την περίσταση «νομική κατασκευή».
[26] Αντ. Φλώρος, 1973, ό.π., σ. 120. Για μία γλαφυρή και εξόχως εύστοχη ανάλυση σχετικώς με τη δυναμική των γενικών αρχών, το αίσθημα του δικαίου και το ρόλο του δικαστή βλ. Μ. Στασινόπουλο, 1974, ό.π., σ. 35-40.
[27] Μ. Στασινόπουλος, 1974, ό.π., σ. 132-135.
[28] Γ. Αγγελίδης, «Τινά περί των απαραδέκτων…», 1973, σ. 7 όπου παραπ. σε σχετ. ΣτΕ 285/1948.
[29] Τον ευρύτερο αυτό ακυρωτικό έλεγχο φαίνεται να υποστηρίζει και ο πρόεδρος ΣτΕ με τη σχετική μειοψηφία του. Για εκτενή σχολιασμό των μειοψηφιών του προέδρου και των άλλων Συμβούλων, βλ. μελέτη Θεοδώρας Ντάλλη (αδημ.).
[30] Μ. Στασινόπουλος, 1974, ό.π., σ. 33.
[31] Βλ. Πορίσματα, σ. 366, όπ. αναφ. σε Μιχαήλ Στασινόπουλο, ό.π., σ. 127. Ο Στασινόπουλος ερμηνεύει αυτή τη διατύπωση ως «οιονεί εκ του υποσυνειδήτου του δικαστού πηγάζουσα ένδειξις περί της εξ υπερτέρας αρχής δικαίου καταγωγής του δικαιώματος παντός διωκομένου όπως απολογηθή και υπερασπίση εαυτόν- αρχής ήτις απλώς επιβεβαιούται υπό του κοινού νομοθέτου». Βλ. και Γεώργιο Αγγελίδη, «Θέματα εκ της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας», Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου, 1974, σ. 9, όπου αναφέρεται νομολογία σχετικώς με το Ν.Δ. 1105/1942 της κατοχικής περιόδου, σύμφωνα με την οποία, η απολογία δεν είναι διαδικαστικός τύπος, αλλά στοιχειώδες δικαίωμα του διωκομένου να ακουσθεί και να εκθέσει τις εξηγήσεις του (ΣτΕ 54, 507/1944).
[32] Βλ. εκτενή σχετική νομολογία σε Νικόλαο Γρηγορίου, «Το Συμβούλιον της Επικρατείας και αι Γενικαί Αρχαί του Δικαίου». ΝοΒ 2 (1954), σ. 535-536. Στην κατηγορία των «δυσμενών διοικητικών μέτρων», η νομολογία εντάσσει ιδίως τη θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα για ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα (ΣτΕ 940/1937, 318, 449/1943, 1888/1951, 845/1957), την προσωρινή απομάκρυνση από την υπηρεσία (ΣτΕ 1160/1952), τη διαθεσιμότητα ή την απόλυση βάσει ειδικών νομοθετημάτων «συντακτικού χαρακτήρα» όπως οι ΣΠ 25, 26, 28/1945, 26/1945 και το Θ’/1946 Ψήφισμα, τη μετάθεση (ΣτΕ 876/1957), την απόλυση για ειδικούς λόγους (ΣτΕ 498/38, 277/50), την απόλυση δημοτικών αρχόντων από την εποπτεύουσα αρχή (ΣτΕ 2087/1958, 476/59), κ.α.
[33] Μ. Στασινόπουλος, 1974, ό.π., σ. 134, υποσημ. 5.
[34] Ν. Γρηγορίου, 1954, ό. π. 536.
[35] Άθως Τσούτσος, «Η ρύθμισις της Δικονομίας των διοικητικών δικαστηρίων και αι εφαρμοστέαι επ’ αυτών γενικαί δικονομικαί αρχαί», Εφημερίς Ελληνικής και Αλλοδαπής Νομολογίας (1957), σ. 258. Άθως Τσούτσος, Δικονομικόν Φορολογικόν Δίκαιον, Ιδίου, Αθήνα 1965, σ. 22 επ., 35. Ηλίας Καμπίτσης, Διοικητική Δικονομία, Αθήνα 1962.
[36] Ηλίας Καμπίτσης, «Η διαδικασία της εκδόσεως των διοικητικών πράξεων», Επιθεώρησις Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου (1957), σ.289.
[37] Άθως Τσούτσος, «Η ακρόασις του ενδιαφερομένου εν τη διοικητική διαδικασία», στο Τιμητικός Τόμος υπέρ Ηλία Γ. Κυριακοπούλου, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1966, σ. 370.
[38] Μ. Πικραμένος, ό.π., σ. 166-167.
[39] Στέργιος Κοφίνης, «Οι απολυθέντες από τη χούντα δικαστές ενώπιον του ΣτΕ. Το δικαίωμα ακρόασης ως θεμελιώδης δικαιοκρατική εγγύηση», Εισήγηση στην εκδήλωση «Οι απολύσεις των δικαστών από τη Δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και οι δίκες στο ΣτΕ» που συνδιοργάνωσαν στη Θεσ/νίκη η Νομική Σχολή Α.Π.Θ., η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες και ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσ/νίκης στις 10.11.2017.
[40] Δ. Μαργέλλος, 1970, ό.π., σ. 137-138.
[41] Γ. Αγγελίδης, 1978, ό.π., σ. 48. Αυτή η ιστορική καταγραφή του Συμβούλου Αγγελίδη φαίνεται να δικαιώνει την άποψη της γράφουσας περί ανορθολογικής αντιστροφής της σειράς του δικανικού συλλογισμού στην υπόθεση Αντ. Φλώρου. Βλ. ανωτ. υποσ. 25.
[42] Οι λέξεις εντός παρενθέσεως δεν υπάρχουν στις αποφάσεις ΣτΕ 1811 (Β. Αποσκίτης), 1813 (Ι. Τούμπανος), 1818 (Α. Γκαζέτας), προφανώς διότι οι συγκεκριμένοι αιτούντες δεν παραστάθηκαν στη συζήτηση. Ο Αγγελίδης, 1978, ό.π., σ. 47, γράφει ότι στη φράση «εκτιμήσαντος τα ήδη ενώπιον αυτού αναπτυχθέντα» εμπεριέχεται ένας από τους δύο βασικούς λόγους της νομολογιακής «στροφής», δηλαδή η εκτίμηση του «λάθους» στην υπόθεση Αντωνίου Φλώρου μέσα από τη νέα κρίση των υποθέσεων των απολύσεων των άλλων δικαστικών.
[43] Μετά την ακύρωση της άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να διορίσει δικηγόρο τον απολυμένο εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθ. Τρίπα (ΟλΣτΕ 1450/1969), η δικτατορία εκδίδει το Ν.Δ. 192/1969, το οποίο καθιερώνει νέο κώλυμα διορισμού, εκτός από το πειθαρχικό παράπτωμα και «επί πάσης περιπτώσεως επιβολής… οιουδήποτε διοικητικού μέτρου δι’ ελλείψεως νομιμοφροσύνης ή ηθικού κύρους, θεσπισθέντος δυνάμει οιασδήποτε ειδικής νομοθετικής πράξεως…». Αξίζει να υπογραμμισθεί η σκέψη της ομοφώνως ληφθείσας- σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της γράφουσας- ΟλΣτΕ 1450/1969: «… Άλλως τε, εις το υπό της ως άνω ΣΠ ΚΔ΄/1968 θεσπισθέν δυσμενές διοικητικόν μέτρον της απολύσεως δικαστικών λειτουργών, δεν δύναται να προστεθή, ερμηνευτικώς, και έτερον δυσμενές μέτρον, οίον είναι το κώλυμα διορισμού εις θέσιν δικηγόρου των ούτω απολυθέντων….».
[44] Μ. Στασινόπουλος, 1974, ό.π., σ. 83 και υποσημ. 21.
[45] CarloGinzburg, Ο δικαστής και ο ιστορικός. Σκέψεις στο περιθώριο της δίκης Σόφρι. Μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, Επιμ. Ιουλία Πεντάζου, Νεφέλη, Αθήνα 2003, σ. 126-127.
[46] Μ. Στασινόπουλος, 1974, ό.π., σ. 41.
[47] Αντώνιος Φλώρος, “Ο κ. Φλώρος για τη «Δίκη των δικαστών»”. Επίκαιρα (323), 10-16 Οκτωβρίου 1974.