Κοινό στοιχείο των δύο αυτών αποφάσεων είναι η θεμελιώδης αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία, όμως, δεν οδηγεί σε παρόμοια κατεύθυνση τις λύσεις που δόθηκαν από το Δικαστήριο. Η μείζονα της ΣτΕ Ολομ. 691/2019 στηρίζεται εν πολλοίς στην ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 (περί της παραγραφής σε υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος), η οποία, με τη σειρά της, στηρίζει τη μείζονά της για την αρχή της ασφάλειας δικαίου, σε σχέση με την παραγραφή, στην απόφαση ΣτΕ Β΄ Τμ. 1976/2015. Η τελευταία αυτή απόφαση, που αφορά στην παραγραφή στο πεδίο των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, ουσιαστικά τίθεται εκποδών με την ΣτΕ Β΄ Τμ. 582/2019 επταμ., η οποία δέχεται ότι η εξουσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού για διαπίστωση τέτοιων παραβάσεων και επιβολή σχετικών χρηματικών κυρώσεων (που, μάλιστα, είναι “ποινικές” κατά την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο) πρέπει απλώς να ασκείται εντός ευλόγου χρόνου, η διάρκεια του οποίου κρίνεται ενόψει των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης, χωρίς να απαιτείται (από την αρχή της ασφάλειας δικαίου) η πρόβλεψη από το νόμο και η εφαρμογή ορισμένης προθεσμίας παραγραφής για την έκδοση τέτοιων καταλογιστικών πράξεων. Υπενθυμίζεται ότι η ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 δέχθηκε τα ακόλουθα (τα οποία έχουν βέβαια επαναληφθεί στη νομολογία του Β΄ Τμήματος): “H αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος […] επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 7μ., 144, 1976/2015) και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσεως κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων (πρβλ. ΣτΕ 144, 1976/2015, 1623/2016, επίσης ΔΕΕ, 2.6.2016, C-81/15, Καπνοβιομηχανία Καρέλια Α.Ε. κατά Υπουργού Οικονομικών, σκέψη 45, 3.9.2015, C-384/14, Établissement national des produits de l’ agriculture et de la mer (FranceAgriMer) κατά Sodiaal International SA, σκέψη 30). Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή, η οποία εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, επιτάσσει η κατάσταση του διοικουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της σχετικής με τις ανωτέρω επιβαρύνσεις νομοθεσίας, να μη μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Συνακόλουθα, για την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και σχετικών κυρώσεων, απαιτείται να προβλέπεται προθεσμία παραγραφής, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και η διάρκειά της να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον διοικούμενο, μετά δε την λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή εις βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής επιβαρύνσεως (φόρου, τέλους, εισφοράς) ούτε οποιασδήποτε σχετικής κυρώσεως.” Οι παραδοχές της ΣτΕ 582/2019 φαίνονται δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να συμβιβαστούν με τις παραπάνω κρίσεις της Ολομέλειας, οι οποίες αντανακλούν, με τις αναγκαίες προσαρμογές, αντίστοιχη σκέψη της ΣτΕ 1976/2015 (η οποία επαναλαμβάνεται κατ’ ουσίαν στη μειοψηφία της ΣτΕ 582/2019). Πάντως, η ΣτΕ 582/2019 αναφέρει ως ημερομηνία διάσκεψης χρονολογία (του Δεκεμβρίου 2016) αρκετά προγενέστερη της ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 (καθώς και της παραπεμπτικής σε αυτήν ΣτΕ Β΄ Τμ. 675/2017), στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει την προαναφερόμενη ασυμβότητα μεταξύ του σκεπτικού των δύο αυτών αποφάσεων. Δεδομένου ότι η υπόθεση που κρίθηκε από την ΣτΕ 582/2019 είχε σύνδεσμο με το ενωσιακό δίκαιο, ίσως ένα προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για την έννοια της ενωσιακής αρχής της ασφάλειας δικαίου και τις απαιτήσεις της αναφορικά με την παραγραφή να ήταν καλύτερη (αν όχι η προσήκουσα) λύση.