ΣτΕ 941/2018 (Στ΄τμήμα) προυποθέσεις παραδεκτού του άρθρου 12 του ν.3900/2010 και δικονομική παρέκκλισή του

Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 48/2016 επτ., 3828/2015, 1613/2014, 3008/2013, 4987/2012, 916, 196/2012 επτ. κ.ά.), κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3900/2010 – οι οποίες εφαρμόζονται στις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του (1.1.2011), ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως -, στις υποθέσεις, των οποίων το χρηματικό αντικείμενο υπερβαίνει, προκειμένου περί διαφορών από διοικητικές συμβάσεις, το ποσό των 200.000 ευρώ ή οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμένο χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, με τη δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία ερμηνεία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, επί του οποίου ζητήματος είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία – επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων – του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

 

Επειδή, περαιτέρω, κατά την αληθή έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και κατά παρέκκλιση από την εκτιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη πάγια σχετική νομολογία, είναι παραδεκτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως η οποία έχει εκδοθεί επί παρεμπίπτουσας αγωγής (κατ’ άρθρο 77 του Κ.Δ.Δ.), στην περίπτωση που εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και άλλη αίτηση αναιρέσεως του ίδιου αναιρεσείοντος, στρεφόμενη κατά της αποφάσεως που αφορά την κύρια αγωγή, υπό την προϋπόθεση ότι η προγενέστερη αυτή αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτώς. Τούτο αποτελεί έμμεση συνέπεια του παρεπόμενου χαρακτήρα της αξίωσης που εγείρεται με την παρεμπίπτουσα αγωγή και, κατ’ επέκταση, του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αγωγής αυτής (πρβλ. ΣτΕ 2254/1999), η βασιμότητα της οποίας εξαρτάται εν πολλοίς από την αποδοχή της κύριας υποθέσεως. Επομένως, σε τέτοια περίπτωση, κάμπτεται ο απόλυτος χαρακτήρας των δικονομικών κανόνων περί παραδεκτής ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως και, συνεπώς, η τυχόν παράλειψη επικλήσεως ισχυρισμών για την άρση του κατά το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 απαραδέκτου αναπληρώνεται από την κρίση του αναιρετικού Δικαστηρίου περί του παραδεκτού της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορά την κύρια αγωγή. Αντίθετη παραδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα αντιφατικές κρίσεις που θα διαμορφώνονταν στο πλαίσιο της έννομης τάξης σε περίπτωση τυχόν αποδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορά την κύρια αγωγή και απορρίψεως ως απαράδεκτης της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως επί της παρεμπίπτουσας αγωγής. Η ανωτέρω, κατά παρέκκλιση, άρση του απαραδέκτου του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 ισχύει, κατά μείζονα λόγο, σε περιπτώσεις που μεταξύ της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορά την κύρια αγωγή και της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή μεσολαβεί νομοθετική μεταβολή, η οποία καθιστά ακόμη αυστηρότερες τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως.

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *