ΣτΕ Γ΄ 7μ 1866/2020
Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Β. Γκέρτσος, Πάρεδρος ΣτΕ
Αίτηση ακυρώσεως εκπαιδευτικών κατά της προκήρυξης του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης βάσει του ν. 4589/2019.
1. Με την απόφαση 1866/2020 του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (7μελούς συνθέσεως), απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως υποψηφίων για την πλήρωση κενών θέσεων εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης κατά της 2ΓΕ/2019 προκήρυξης του Α.Σ.Ε.Π., που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου Ε΄ του ν. 4589/2019. Με τον νόμο αυτό θεσπίσθηκε νέο σύστημα διορισμού και προσλήψεων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με επιλογή βάσει σειράς προτεραιότητας που καθορίζεται από τη βαθμολόγηση των υποψηφίων σε ορισμένα κριτήρια (ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία, κοινωνικά κριτήρια).
2. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας του συστήματος αυτού, λόγω του ότι ο νομοθέτης δεν θέσπισε ως τρόπο επιλογής των υποψηφίων τον γραπτό διαγωνισμό, καθώς κρίθηκε ότι το Σύνταγμα στο άρθρο 103 παρ. 7 προβλέπει, εναλλακτικά, τον διαγωνισμό ή την επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ως ισοδύναμους τρόπους στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, αφήνοντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προκρίνει τον πλέον κατάλληλο για την πρόσληψη του προσωπικού του εκάστοτε φορέα. Κρίθηκε, εξ άλλου, ότι ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται από προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις (όπως τα άρθρα 6 του ν. 2525/1997 και 1 του ν. 3848/2010), με τις οποίες είχε προβλεφθεί ο γραπτός διαγωνισμός ως πάγιος τρόπος διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διότι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για τη μεταβολή του.
3. Ακολούθως, με την αίτηση αυτή προβλήθηκε ότι η προβλεπόμενη στον νόμο 4589/2019 (αρ. 57 περ. β΄) προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας με 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (1 μονάδα για κάθε μήνα πραγματικής προϋπηρεσίας) παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας (άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) καθώς και το άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, διότι έχει ως αποτέλεσμα να ανάγεται η προϋπηρεσία αυτή σε κυρίαρχο κριτήριο διορισμού και να ευνοούνται ιδιαιτέρως οι υποψήφιοι που έχουν προσληφθεί, κατά τα τελευταία έτη, ως προσωρινοί αναπληρωτές στην δημόσια, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, εκπαίδευση έναντι των υποψηφίων, οι οποίοι, όπως οι αιτουντες, δεν κατείχαν καμία προϋπηρεσία. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε, κατά πλειοψηφία, από το Δικαστήριο, με το σκεπτικό ότι η εκπαιδευτική προϋπηρεσία αποτελεί γενικό και αντικειμενικό κριτήριο επιλογής, καθώς συνάπτεται άμεσα με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν με επιτυχία τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα, και συνάδει με τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Κρίθηκε δε ότι την προϋπηρεσία αυτή διαθέτουν, κατά μείζονα λόγο, οι εκπαιδευτικοί που έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στη δημόσια εκπαίδευση και έχουν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες σ’ αυτήν ιδίως κατά την περίοδο 2011-2018, κατά την οποία, λόγω των επιβληθέντων δημοσιονομικών περιορισμών, ήταν εξαιρετικά δυσχερής έως αδύνατη η εφαρμογή του πάγιου συστήματος διορισμών που προέβλεπε ο ν. 3848/2010. Η ως άνω κτηθείσα εκπαιδευτική προϋπηρεσία των αναπληρωτών ή ωρομισθίων εκπαιδευτικών, ναι μεν δεν είχε υπαχθεί πριν από την ισχύ του άρθρου τρίτου του ν. 4395/2016 σε έλεγχο νομιμότητας από το Α.Σ.Ε.Π., τούτο όμως δεν συνιστά λόγο μη προσμέτρησής της ως πραγματικής προϋπηρεσίας, εφόσον έχει όντως παρασχεθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι στις αρμοδιότητες του Α.Σ.Ε.Π. περιλαμβάνεται και ο έλεγχος, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν υποβολής ενστάσεως, των δικαιολογητικών των υποψηφίων, συνεπώς και η ύπαρξη ή μη της επικαλούμενης από αυτούς προϋπηρεσίας. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προηγούμενη αυτή προϋπηρεσία των αναπληρωτών και ωρομισθίων εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση δικαιολογεί κατ’ αρχήν τη διαφορετική βαθμολογική μεταχείριση που εισάγει η παραπάνω διάταξη του άρθρου 57 του ν. 4589/2019, των υποψηφίων που την κατέχουν έναντι των υποψηφίων που δεν την κατέχουν και που είναι πιθανόν να έχουν αποκοπεί από τον χώρο της εκπαίδευσης. Από καμία, εξάλλου, συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν συνάγεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να επιφυλάσσει υπέρ των υποψηφίων με μικρή ή μηδαμινή προϋπηρεσία ποσοστό από τις προκηρυσσόμενες θέσεις στη δημόσια διοίκηση. Άλλωστε, με το σύστημα μοριοδότησης που καθιερώνει ο ν. 4589/2019 παρέχεται στους παραπάνω υποψηφίους η δυνατότητα αντιστάθμισης της ελλείπουσας ή μικρής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας μέσω άλλων κριτηρίων επιλογής και ιδίως με την προσμέτρηση των ακαδημαϊκών τους προσόντων, για τα οποία καθορίζεται ανώτατο όριο στο ίδιο ύψος (120 μόρια) με αυτό της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση, οι υποψήφιοι που, βάσει της συνολικής βαθμολογίας τους, δεν θα καταταγούν σε θέσεις που θα τους επέτρεπαν, εντός του χρόνου διάρκειας των αξιολογικών πινάκων προτεραιότητας, να διορισθούν σε θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών, διατηρούν, πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4589/2019, δυνατότητα πρόσληψής τους ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι, και, ως εκ τούτου, δύνανται να αποκτήσουν και να χρησιμοποιήσουν σε μελλοντικές προκηρύξεις πλήρωσης θέσεων μονίμων εκπαιδευτικών την προϋπηρεσία αυτή, η οποία ιδίως σε δυσπρόσιτες σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και σε σχολικές μονάδες που λειτουργούν σε καταστήματα κράτησης, υπολογίζεται σε δύο μονάδες, αντί μιας, ανά μήνα πραγματικής προϋπηρεσίας έως κατ’ ανώτατο όριο 60 μήνες. Τέλος, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι ο καθορισμός των 120 μονάδων που αντιστοιχούν σε 120 μήνες πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας ως απώτατου ορίου μοριοδότησης του κριτηρίου αυτού δεν υπερβαίνει, και δη προδήλως, ένα εύλογο όριο, πέραν του οποίου θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει της συνολικής βαθμολογίας που δύνανται να λάβουν οι υποψήφιοι από την προσμέτρηση και των λοιπών κριτηρίων (ακαδημαϊκών προσόντων και κοινωνικών κριτηρίων) κατά τη διαδικασία κατάταξης, αλλά και του οριακού ελέγχου που ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής ως προς την πρόσδοση από τον νομοθέτη μείζονος βαρύτητας σε ορισμένο κριτήριο επιλογής, όπως αυτό της μακράς εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας, η αναγκαιότητα και προσφορότητα του οποίου για την επιλογή των αξιότερων εκ των υποψηφίων είναι δεδομένη.
Αναφορικά με την προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας κατά την μειοψηφούσα γνώμη, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως προβάλλεται βασίμως, διότι η πρόβλεψη του ν. 4589/2019, περί δυνατότητας προσμέτρησης 120 μονάδων στους κατέχοντες εκπαιδευτική προϋπηρεσία 120 μηνών, ευνοεί αδικαιολόγητα και άνευ αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος ιδιαίτερα τους υποψηφίους που υπηρέτησαν, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί σε διάφορους ετερόκλητους φορείς του ευρύτερου χώρου της δημόσιας εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, δύνανται να λάβουν το σύνολο των 120 μονάδων στο κριτήριο αυτό. Με τον τρόπο όμως, αυτό παρέχεται, κατά την γνώμη αυτή, στην ανωτέρω κατηγορία υποψηφίων αθέμιτο πλεονέκτημα και εξαρχής προβάδισμα στη σειρά κατάταξης έναντι των λοιπών υποψηφίων, με μικρή ή καθόλου προϋπηρεσία, η δε προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας έως ένα τόσο υψηλό σημείο υπερακοντίζει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίσθηκε και οδηγεί στην υποχώρηση των ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία ωστόσο, πρέπει, επίσης, να κατέχει σε υψηλό επίπεδο το εκπαιδευτικό προσωπικό που θα επιλεγεί. Η αντίθεση με την αρχή της αξιοκρατίας, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, προκύπτει και εκ του ότι, όπως έχει ήδη κριθεί με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η απόκτηση της προϋπηρεσίας αυτής προ της ισχύος του άρθρου τρίτου του ν. 4395/2016, με το οποίο αυτή υπήχθη, το πρώτον, σε έλεγχο νομιμότητας από το Α.Σ.Ε.Π., ανάγεται σε προσλήψεις αναπληρωτών ή ωρομισθίων, οι οποίες δεν είχαν υπαχθεί στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής και, ενόψει των σχετικών διάσπαρτων στη νομοθεσία διατάξεων, δεν προκύπτει ότι έχουν γίνει με αξιοκρατικές εγγυήσεις.
4. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, επίσης, ότι δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5, 25 και 103 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η μη πρόβλεψη στον ν. 4589/2019 ρύθμισης, πάγιας ή μεταβατικής, περί μοριοδότησης όσων έλαβαν την βαθμολογική βάση σε προηγούμενο διενεργηθέντα γραπτό διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π.
5. Τέλος, σε δικονομικό επίπεδο, κρίθηκε ότι, σε δίκες, όπως η προκείμενη, με αντικείμενο τη συνταγματικότητα και εν γένει το κύρος των διατάξεων βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη του Α.Σ.Ε.Π., πρέπει, κατ’ ανάλογη εν μέρει εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου της περ. β´ της παρ. 2 του αρ. 21 του π.δ. 18/1989, να κοινοποιείται η αίτηση ακυρώσεως και στον Υπουργό, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία εισαγωγής των διατάξεων αυτών και η εφαρμογή της νομοθεσίας στην οποία, ως εκ του περιεχόμενού τους, ανήκουν, προκειμένου, ενόψει του ευλόγου ενδιαφέροντός του για τη διατήρηση της ισχύος των διατάξεων αυτών, να ασκήσει παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης του Α.Σ.Ε.Π..