Αριθμός 689/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
[…]
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την 14/2020 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, όπως ισχύει, έγινε δεκτή η από 4.9.2020 αίτηση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου και διατάχθηκε η εισαγωγή της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η αίτηση αυτή είχε ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως δικαστηρίου αρμοδίου για την εκδίκασή της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 57 του ν. 4689/2020 (ΦΕΚ Α´ 103). Με την ως άνω πράξη της Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ και ΕΣΤΙΑ στις 16.9.2020 και 17.9.2020 αντιστοίχως, έγινε δεκτό ότι με την κρινόμενη αίτηση τίθεται το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 105 του ν. 4636/2019, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 27 του ν. 4686/2020, σχετικά με την απαγόρευση της διοικητικής αναπομπής των υποθέσεων παροχής διεθνούς προστασίας από την Επιτροπή Προσφυγών στον πρώτο βαθμό για οποιονδήποτε λόγο, ακόμη και, όπως ρητά ορίζεται στην διάταξη αυτή, για την διενέργεια κύριας ή συμπληρωματικής συνέντευξης των αιτούντων διεθνή προστασία.
5. Επειδή, κατόπιν της ανωτέρω 14/2020 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου Δ´ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την από 30.9.2020 πράξη της Προέδρου του ως άνω σχηματισμού, περί ορισμού δικασίμου και εισηγητού.
6. Επειδή, εξάλλου, με την διάταξη του άρθρου 108 παρ. 2 του ν. 4636/2019, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 4689/2020, παρέχεται στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη (και ήδη τον Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, άρθρο 1 π.δ/τος 4/2020, ΦΕΚ Α´ 4) το δικαίωμα να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, όπως το ένδικο αυτό βοήθημα κατοχυρώνεται και προβλέπεται από το άρθρο 95 του Συντάγματος και τα άρθρα 45 επ. του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) κατά των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών, οι οποίες αποφαίνονται επί των (ενδικοφανών) προσφυγών που ασκούν οι αιτούντες διεθνή προστασία κατά των βλαπτικών αποφάσεων των Υπηρεσιών Ασύλου επί των αιτημάτων τους να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες ή ως δικαιούχοι επικουρικής προστασίας. Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου δύναται να προβάλει λόγους ακυρώσεως αναγόμενους στην εξωτερική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής Προσφυγών, καθώς και λόγους ακυρώσεως με τους οποίους πλήσσεται αφενός μεν η ορθότητα της ερμηνείας του νόμου και των αορίστων νομικών εννοιών στην οποία προέβη η εν λόγω διοικητική αρχή, αφετέρου δε η νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1694/2018, σκέψη 17). Συνεπώς, ασκείται παραδεκτώς η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η εν μέρει ακύρωση της απόφασης 4707/20/16.6.2020 της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών και προβάλλεται ειδικότερα ότι, κατά παράβαση του νόμου, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, μετά την ακύρωση της πράξης διακοπής της εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του ανωτέρω αλλοδαπού, δεν διενήργησε η ίδια την προσωπική συνέντευξή του αλλά ανέπεμψε την υπόθεση στον πρώτο βαθμό.
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών και την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως με την κατάθεση στις 6.7.2020 του δικογράφου στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, έλαβε χώρα στις 9.7.2020 προσωπική συνέντευξη του προμνησθέντος αλλοδαπού… από υπάλληλο (χειριστή) του Αυτοτελούς Κλιμακίου Ασύλου Εξέτασης Αιτήσεων Διεθνούς Προστασίας Ποινικών Κρατουμένων και εκδόθηκε η απόφαση… της ιδίας Αρχής, με την οποία απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη η αίτηση διεθνούς προστασίας που αυτός είχε υποβάλει. Κατά της εν λόγω απόφασης, η οποία επιδόθηκε στον ενδιαφερόμενο στις 2.9.2020 (1414/7.9.2020 αποδεικτικό επίδοσης) δεν προκύπτει ότι ασκήθηκε προσφυγή, όπως βεβαιώνεται σχετικά στο υπ’ αριθμ. πρωτ. … έγγραφο της Αρχής Προσφυγών προς το Δικαστήριο. Η ως άνω διοικητική εξέλιξη της υπόθεσης, με την επί της ουσίας απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου από το αποφαινόμενο σε πρώτο βαθμό όργανο μετά την διενέργεια προσωπικής συνέντευξης, δεν ασκεί, όμως, επιρροή στο αντικείμενο της δίκης ούτε καθιστά αλυσιτελή την κρινόμενη αίτηση, με την οποία ο Υπουργός προβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, ότι, κατά παράβαση του νόμου, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, μετά την ακύρωση της πράξης διακοπής της εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του ανωτέρω αλλοδαπού, δεν διενήργησε η ίδια την προσωπική συνέντευξή του αλλά ανέπεμψε την υπόθεση στον πρώτο βαθμό. Και τούτο διότι τα επιληφθέντα στην συνέχεια της προσβαλλομένης διοικητικά όργανα ενήργησαν σε συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την – ήδη – ένδικη απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών, η οποία είναι δεσμευτική (ΣτΕ Ολομ. 2347/2017, σκέψη 20), σε περίπτωση δε αποδοχής της κρινομένης αιτήσεως και ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αίτηση διεθνούς προστασίας του αλλοδαπού…θα καταστεί εκ νέου εκκρεμής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, ανακαλουμένης της αναφερθείσης πράξεως… του Αυτοτελούς Κλιμακίου Ασύλου κατά τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989.
8. Επειδή, με την οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 180, στο εξής και οδηγία περί διαδικασιών), σκοπείται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 αυτής, η θέσπιση κοινών διαδικασιών για την χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 (σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, ΕΕ L 337). Έχουν δε οι αιτιολογικές σκέψεις 16, 17, 18, 22, 29, 32, 34 και 50 της οδηγίας περί διαδικασιών ως ακολούθως: «(16) Είναι βασικό να λαμβάνονται οι αποφάσεις για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με βάση τα γεγονότα και [σε πρώτο βαθμό] από αρχές το προσωπικό των οποίων έχει την απαραίτητη γνώση ή κατάρτιση στον τομέα της διεθνούς προστασίας. (17) Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι αιτήσεις για διεθνή προστασία εξετάζονται και οι αποφάσεις επ’ αυτών λαμβάνονται αντικειμενικά και αμερόληπτα, είναι αναγκαίο οι επαγγελματίες που ενεργούν στο πλαίσιο των διαδικασιών της παρούσας οδηγίας να εκτελούν τις δραστηριότητές τους τηρώντας απαρέγκλιτα τις ισχύουσες δεοντολογικές αρχές. (18) Είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων διεθνή προστασία να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης. (22) Επίσης, είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων να διασφαλίζεται η ορθή αναγνώριση των αναγκών διεθνούς προστασίας ήδη στον πρώτο βαθμό … (29) Ορισμένοι αιτούντες ενδέχεται να χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, ψυχικών διαταραχών ή ως συνέπεια βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθούν να εντοπίζουν ποιοι αιτούντες χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων πριν από τη λήψη απόφασης σε πρώτο βαθμό … (32) Με σκοπό τη διασφάλιση ουσιαστικής ισοτιμίας μεταξύ γυναικών και ανδρών αιτούντων, οι διαδικασίες εξέτασης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες εκάστου φύλου. Ειδικότερα, οι προσωπικές συνεντεύξεις θα πρέπει να οργανώνονται έτσι, ώστε τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες αιτούντες να μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες που έχουν βιώσει σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο … (34) Οι διαδικασίες εξέτασης των αναγκών διεθνούς προστασίας θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εξετάζουν ενδελεχώς τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας. (50) Σύμφωνα με βασική αρχή της ενωσιακής νομοθεσίας, οι αποφάσεις επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας [και] οι αποφάσεις που αφορούν την άρνηση εκ νέου της εξέτασης μιας αίτησης μετά την παύση της … πρέπει να επιδέχονται αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου».
9. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 2 της οδηγίας περί διαδικασιών 2013/32/ΕΕ ορίζει και τα εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως: α) … β) “αίτηση διεθνούς προστασίας” ή “αίτηση”: η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας … γ) … στ) “αποφαινόμενη αρχή”: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις·». Το δε άρθρο 4, με τίτλο «Υπεύθυνες αρχές», προβλέπει και τα ακόλουθα: «1. Για όλες τις διαδικασίες, τα κράτη μέλη ορίζουν αποφαινόμενη αρχή υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται στην εν λόγω αρχή τα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς και ικανού προσωπικού, για την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. 2 … 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να είναι καλά καταρτισμένο. Προς τούτο, τα κράτη μέλη παρέχουν σχετική κατάρτιση η οποία θα περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 493/2010. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης υπόψη τη σχετική κατάρτιση που αποφασίζεται και αναπτύσσεται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ). Τα πρόσωπα τα οποία διενεργούν τη συνέντευξη του αιτούντος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διαθέτουν επίσης γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν. 4 … 5 …». Περαιτέρω, το Κεφάλαιο II της οδηγίας περί διαδικασιών, το οποίο επιγράφεται «Βασικές αρχές και εγγυήσεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 30. Το άρθρο 12, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις για τους αιτούντες», ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις: α) … β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα … γ) … στ) … 2 …». Το άρθρο 14 της οδηγίας («Προσωπική συνέντευξη») διαλαμβάνει και τα ακόλουθα: «1. Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας του με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για την διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων. Οι προσωπικές συνεντεύξεις επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας διεξάγονται από το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής … Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την αποφαινόμενη αρχή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το προσωπικό διαφορετικής αρχής μπορεί προσωρινά να συμμετάσχει στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το προσωπικό της εν λόγω διαφορετικής αρχής λαμβάνει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση … 2 … 5 …». Το άρθρο 15 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Προϋποθέσεις της προσωπικής συνέντευξης», ορίζει τα εξής: «1. Η προσωπική συνέντευξη κατά κανόνα γίνεται χωρίς την παρουσία μελών της οικογένειας, εκτός εάν η αποφαινόμενη αρχή κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη προκειμένου να διενεργηθεί η δέουσα εξέταση. 2. Η προσωπική συνέντευξη πρέπει να διεξάγεται υπό συνθήκες που να εξασφαλίζουν τη δέουσα εμπιστευτικότητα. 3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στους αιτούντες να εκθέσουν διεξοδικά τους λόγους των αιτήσεών τους. Για αυτό το σκοπό, τα κράτη μέλη: α) μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτούντος· β) οσάκις είναι εφικτό, προβλέπουν ότι η συνέντευξη με τον αιτούντα διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός εάν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ευλόγως ότι η εν λόγω αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό· γ) επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτών, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια. Οσάκις είναι εφικτό, τα κράτη μέλη παρέχουν διερμηνέα του ιδίου φύλου εφόσον το ζητήσει ο αιτών εκτός εάν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ευλόγως ότι η εν λόγω αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό· δ) μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας να μη φοράει στρατιωτική στολή ή στολή των δυνάμεων επιβολής του νόμου· ε) μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά. 4.Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν κανόνες όσον αφορά την παρουσία τρίτων στην προσωπική συνέντευξη». Το άρθρο 28 της οδηγίας ρυθμίζει την «διαδικασία σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης ή υπαναχώρησης από αυτήν» και ορίζει ειδικότερα τα ακόλουθα: «1. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποφαινόμενη αρχή να αποφασίσει είτε να σταματήσει την εξέταση είτε, σε περίπτωση που η αποφαινόμενη αρχή θεωρήσει την αίτηση ως αβάσιμη αφού την εξετάσει επαρκώς επί της ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, να απορρίψει την αίτηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν ότι ο αιτών έχει ανακαλέσει σιωπηρά την αίτησή του για διεθνή προστασία ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι: α) δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ή δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη όπως προβλέπεται στα άρθρα 14 έως 17 της παρούσας οδηγίας, εκτός εάν ο αιτών αποδείξει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ότι αυτό οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του· β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή ευρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την αρμόδια αρχή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, εκτός εάν αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Για τον σκοπό της εφαρμογής των προκειμένων διατάξεων, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να ορίσουν χρονικά όρια ή κατευθυντήριες γραμμές. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών που αναφέρεται και πάλι στην αρμόδια αρχή μετά τη λήψη απόφασης να σταματήσει η εξέταση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του ή να υποβάλλει νέα αίτηση η οποία δεν υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 40 και 41. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα χρονικό όριο τουλάχιστον εννέα μηνών μετά το οποίο η υπόθεση του αιτούντος δεν θα μπορεί να επανεξετασθεί ή η νέα αίτηση θα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μεταγενέστερη αίτηση και να υπόκειται στη διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 40 και 41. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η υπόθεση του αιτούντος μπορεί να επανεξετασθεί μόνο μία φορά. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το πρόσωπο αυτό να μην απομακρυνθεί κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στην αποφαινόμενη αρχή να συνεχίσει την εξέταση από το στάδιο στο οποίο είχε σταματήσει. 3 …». Το κεφάλαιο III της οδηγίας περί διαδικασιών, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασίες σε πρώτο βαθμό», περιλαμβάνει τα άρθρα 31 έως 43. Το άρθρο 33 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», ορίζει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν …». Το άρθρο 34 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ειδικοί κανόνες σχετικά με τη συνέντευξη για το παραδεκτό της αίτησης», προβλέπει τα εξής: «1. Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή για το παραδεκτό αίτησης διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με την εφαρμογή των λόγων που προβλέπει το άρθρο 33 στην περίπτωσή τους. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη προβαίνουν σε προσωπική συνέντευξη σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης. Τα κράτη μέλη δύνανται κατ’ εξαίρεση να μην εφαρμόσουν την παρούσα διάταξη μόνο σύμφωνα με το άρθρο 42 σε περιπτώσεις μεταγενέστερων αιτήσεων. […] 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η προσωπική συνέντευξη για το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας διενεργείται από το προσωπικό αρχών διαφορετικών της αποφαινόμενης αρχής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό αυτό να έχει λάβει εκ των προτέρων την απαραίτητη βασική κατάρτιση, ιδίως όσον αφορά το διεθνές δίκαιο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κεκτημένο της Ένωσης για το άσυλο και τις τεχνικές της συνέντευξης». Το κεφάλαιο V της οδηγίας περί διαδικασιών, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου», περιέχει ως μόνη διάταξη το άρθρο 46 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής» και ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων: α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων: i) με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, ii) με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη … iii) … · β) άρνηση να αρχίσει εκ νέου η εξέταση της αίτησης η οποία σταμάτησε σύμφωνα με [το άρθρο] 28· 2 … 3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων …».
10. Επειδή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε κατ’ αρχάς (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, C-348/16, Moussa Sacko, σκέψη 48) ότι «μολονότι το άρθρο 46 της οδηγίας [2013/32/ΕΕ] δεν επιβάλλει στο δικαστήριο το οποίο εκδικάζει προσφυγή κατ’ αποφάσεως που απορρίπτει μια αίτηση διεθνούς προστασίας την υποχρέωση να ακούσει τον αιτούντα σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπει πάντως στον εθνικό νομοθέτη να εμποδίσει το ως άνω δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή ακροάσεως σε περίπτωση που αυτό, έχοντας κρίνει ως ανεπαρκείς τις πληροφορίες οι οποίες συγκεντρώθηκαν κατά την προσωπική συνέντευξη που διεξήχθη κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, κρίνει αναγκαία μια τέτοια ακρόαση για τους σκοπούς της κατά το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας πλήρους και ex nunc εξετάσεως τόσο των πραγματικών όσο και νομικών ζητημάτων». Εν συνεχεία, το ΔΕΕ, κληθέν να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος αν το προπαρατεθέν άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, όταν το δικαστήριο που κρίνει σε πρώτο βαθμό προσφυγή κατά απόφασης που εκδίδεται επί αίτησης διεθνούς προστασίας ακυρώνει την απόφαση αυτή, υποχρεούται να κρίνει το ίδιο την αίτηση διεθνούς προστασίας, και να την δεχθεί ή να την απορρίψει, με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018 (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, C-585/16, Serin Alheto) έκρινε ως εξής: «145. Επισημαίνεται επ’ αυτού, ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 αφορά μόνο την “εξέταση” της προσφυγής, συνεπώς δεν αφορά το ζήτημα της συνέχειας που δίνεται σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής αυτής. 146. Εκδίδοντας την οδηγία 2013/32 ο νομοθέτης της Ένωσης δεν σκόπευε, συνεπώς, να θεσπίσει κοινό κανόνα βάσει του οποίου το οιονεί δικαστικό ή διοικητικό όργανο του άρθρου 2, στοιχείο στ´, της οδηγίας, μετά την ακύρωση της αρχικής του απόφασης επί αίτησης διεθνούς προστασίας αυτής, παύει να είναι αρμόδιο. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν η απόφαση ακυρώνεται, ο φάκελος της υπόθεσης αναπέμπεται στο εν λόγω όργανο, προκειμένου να ληφθεί από αυτό νέα απόφαση». Τέλος, με την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, (C-517/17, Milkiyas Addis) έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «64. … το δικαίωμα που παρέχουν στον αιτούντα τα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών να μπορεί να εκθέσει κατά τη διάρκεια προσωπικής συνέντευξης την άποψή του σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής ενός … λόγου απαραδέκτου στην ειδική περίπτωσή του συνοδεύεται από συγκεκριμένες εγγυήσεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού. 65. Ειδικότερα, από το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας περί διαδικασιών προκύπτει ότι η προσωπική συνέντευξη πρέπει να πραγματοποιείται υπό συνθήκες που να εγγυώνται δεόντως την εμπιστευτικότητα και να παρέχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του. Όσον αφορά ιδίως το τελευταίο αυτό σημείο, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτούντος. Εξάλλου, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν, στο μέτρο του δυνατού, ώστε η συνέντευξη με τον αιτούντα να διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός εάν η αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό. Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη, προκειμένου ο αιτών να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, να του παρασχεθούν υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσει τα επιχειρήματά του. Το δε άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά. 66. … το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν περιορίστηκε στο να προβλέψει, στα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών, την υποχρέωση παροχής στον αιτούντα της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης, αλλά επέλεξε να επιβάλει επιπλέον στα κράτη μέλη ειδικούς και λεπτομερείς κανόνες ως προς τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να διεξάγεται η συνέντευξη αυτή αποδεικνύει τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει όχι μόνο στην ίδια τη συνέντευξη, αλλά και στις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή διεξάγεται και των οποίων η τήρηση αποτελεί προαπαιτούμενο για το κύρος της απόφασης που διαπιστώνει το απαράδεκτο αίτησης ασύλου. 67. Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 32 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός των συνθηκών αυτών είναι ιδίως να διασφαλίζεται ότι κάθε αιτών απολαύει επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων, αναλόγως του φύλου και της ειδικής κατάστασής του. Επομένως, οι συνθήκες που εφαρμόζονται στην περίπτωσή του πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του αιτούντος και κατά περίπτωση. 68. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν μη συμβατό προς την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας περί διαδικασιών, και ιδίως των άρθρων της 14, 15 και 34, το να μπορεί το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής να επικυρώσει απόφαση η οποία ελήφθη από την αποφαινόμενη αρχή κατά παράβαση της υποχρέωσής της να παράσχει στον αιτούντα τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης επί της αίτησής του διεθνούς προστασίας, χωρίς να προβεί το ίδιο στην ακρόαση του αιτούντος, τηρώντας τις προϋποθέσεις και τις θεμελιώδεις εγγυήσεις που έχουν εφαρμογή στην συγκεκριμένη περίπτωση».
11. Επειδή, οργανωτικά και διαδικαστικά ζητήματα σχετικά με την υποβολή και την εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας ρύθμισε ο ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α΄ 51), με το τρίτο μέρος του οποίου (άρθρα 33 έως 67) μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο η ανωτέρω οδηγία 2013/32/ΕΕ. Με τον νόμο αυτόν ορίσθηκε ειδικότερα (άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. β´) ότι αρμόδια για την παραλαβή και εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας και την απόφανση επ’ αυτών είναι η Υπηρεσία Ασύλου, η οποία συγκροτείται από την Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου και τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Ασύλου (Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου). Προκειμένου δε να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο από το άρθρο 46 της οδηγίας «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου», ήτοι δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδρύθηκαν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών, οι οποίες συγκροτούνται από δύο μέλη δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και από ένα τρίτο μέλος υποδεικνυόμενο από την Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες· ενώπιον των ως άνω Επιτροπών Προσφυγών ασκείται η προβλεπομένη ενδικοφανής προσφυγή κατά των πράξεων των πρωτοβαθμίων οργάνων (άρθρα 4, 5 και 61 επομ. ν. 4375/2016, βλ. και ΣτΕ Ολομ. 2347/2017, σκέψη 20). Ο ίδιος νόμος προέβλεψε, περαιτέρω, ότι α) διακόπτεται η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησής της (άρθρο 47 παρ. 2), β) θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή ανάκληση της αίτησης διεθνούς προστασίας όταν ο αιτών δεν συμμορφώθηκε με την κατά τον νόμο υποχρέωσή του να εμφανισθεί ενώπιον των αρμόδιων Αρχών (άρθρο 47 παρ. 3 στοιχ. ε´), γ) ο αιτών έχει δικαίωμα με αίτησή του, εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης διακοπής, να ζητήσει από την Αρχή που έλαβε την σχετική απόφαση, την συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του, εφόσον θεμελιώνει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι η πράξη διακοπής εκδόθηκε υπό συνθήκες ανεξάρτητες από την θέλησή του (άρθρο 47 παρ. 4), δ) κατά της απόφασης, με την οποία απορρίπτεται αίτηση συνέχισης εξέτασης της υπόθεσης, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον της αρμόδιας Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (άρθρο 61 παρ. 1 στοιχ. γ΄), ε) η διαδικασία στην Επιτροπή Προσφυγών είναι, κατά κανόνα έγγραφη, προβλέπονται, όμως, και περιπτώσεις, στις οποίες καθίσταται υποχρεωτική η κλήση του ενδιαφερομένου σε προφορική ακρόαση (άρθρο 62 παρ. 1), και στ) στην περίπτωση και μόνον που γίνει δεκτή προσφυγή κατά πράξης περί απορρίψεως αίτησης συνέχισης επιτρέπεται η αναπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό (άρθρο 62 παρ. 9).
12. Επειδή, ακολούθως, με το τρίτο μέρος του ν. 4636/2019 (ΦΕΚ Α΄ 169/1.11.2019, άρθρα 62 ώς 82, με έναρξη ισχύος την 1.1.2020) επιχειρήθηκε η εκ νέου προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2013/32/ΕΕ. Ο νόμος αυτός, με το άρθρο 119 του οποίου καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 33 έως 66 του ν. 4375/2016, δεν προέβλεψε την έκδοση πράξης διακοπής της διαδικασίας εξέτασης αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησής της· όρισε συναφώς στο άρθρο 81 ότι «όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι Αρχές Απόφανσης απορρίπτουν την αίτηση ως αβάσιμη επί της ουσίας κατόπιν επαρκούς εξέτασης …» (παρ. 1) και ότι «κατά των απορριπτικών αποφάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος» (παρ. 3). Στις σχετικές δε με την άσκηση, την συζήτηση και την απόφαση επί της προσφυγής διατάξεις του νόμου ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «Αναπομπή της υπόθεσης [από την Ανεξάρτητη Επιτροπή] σε πρώτο βαθμό δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση» (άρθρο 105).
13. Επειδή, τροποποιήσεις στον ανωτέρω ν. 4636/2019 επέφερε ο νεώτερος ν. 4686/2020 (ΦΕΚ Α΄ 96/12.5.2020), με τον οποίο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού σχεδίου νόμου, «επιδιώκεται η βελτίωση των διαδικασιών για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής διεθνούς προστασίας». Με το άρθρο 13 του νόμου αυτού, και «προς τον σκοπό της ορθότερης ενσωμάτωσης του άρθρου 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ», τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του προμνησθέντος άρθρου 81 του ν. 4636/2019 έτσι ώστε να προβλέπεται πλέον αφενός η δυνατότητα διακοπής εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, όταν δεν καθίσταται δυνατή η επαρκής εξέτασή της επί της ουσίας, και αφετέρου ότι, στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής εξέτασης αίτησης, ο αιτών δικαιούται μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την Αρχή που έλαβε την απόφαση, την συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να υποβάλει νέα αίτηση. Ορίζει δε ήδη το άρθρο 81, όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 13 του ν. 4686/2020, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι Αρχές Απόφασης εξετάζουν την αίτηση επαρκώς επί της ουσίας … με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και, εφόσον θεωρήσουν ότι είναι αβάσιμη, την απορρίπτουν. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, οι Αρχές Απόφασης σταματούν την εξέταση της αίτησης και εκδίδουν απόφαση διακοπής … 3. Κατά των απορριπτικών αποφάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος. 4. Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, ο αιτών έχει δικαίωμα μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να [υποβάλει] νέα αίτηση …». Με το δε άρθρο 27 του ν. 4686/2020 τροποποιήθηκε και το αναφερθέν στην προηγούμενη σκέψη άρθρο 105 του ν. 4636/2019, προκειμένου να εξειδικευθεί η ρύθμιση «περί μη αναπομπής υπόθεσης στον πρώτο βαθμό για τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης του αιτούντος». Ορίζει πλέον το ανωτέρω άρθρο 105, όπως ισχύει, τα ακόλουθα: «Αναπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση, ούτε για τη διενέργεια συνέντευξης ή συμπληρωματικής συνέντευξης. Στην περίπτωση που η Επιτροπή Προσφυγών θεωρήσει ως αναγκαία τη διενέργεια συνέντευξης, αυτή πραγματοποιείται από την ίδια την Επιτροπή, τηρουμένων των οριζόμενων στο άρθρο 77. Η σχετική απόφαση αναγράφεται σε πρακτικό, με το οποίο αναβάλλεται η συζήτηση της υπόθεσης και ορίζεται η διενέργεια της συνέντευξης σε κάποια από τις επόμενες συνεδριάσεις, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν του ενός (1) μηνός». Εξάλλου, με το άρθρο 29 του ως άνω ν. 4686/2020 προστέθηκε στο άρθρο 117 («Μεταβατικές Διατάξεις») του ν. 4636/2019 παράγραφος 6, κατά την οποία «Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του: α) όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας, β) όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά …».
14. Επειδή, στο άρθρο 77 («Προσωπική συνέντευξη») του ν. 4636/2019, στο οποίο παραπέμπει, κατά τα προεκτεθέντα, το άρθρο 105 του ιδίου νόμου, όπως τροποποιήθηκε σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη, και με το οποίο μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη τα άρθρα 14 έως 17 και 34 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπονται τα εξής: «1. Πριν τη λήψη απόφασης, η Αποφαινόμενη Αρχή διενεργεί προσωπική συνέντευξη του αιτούντος, ο οποίος καλείται σε αυτήν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 82 του παρόντος. Με την επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του άρθρου 88 του παρόντος, σε περίπτωση που από τον διοικητικό φάκελο της αίτησης διεθνούς προστασίας προκύπτουν ενδείξεις ότι η αίτηση εμπίπτει στις περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων του άρθρου 84 του παρόντος, η συνέντευξη μπορεί να περιοριστεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης αυτής και να δοθεί η ευκαιρία στον αιτούντα να εκφραστεί σχετικά. Κατ` εξαίρεση, δεν απαιτείται συνέντευξη επί του παραδεκτού σε περιπτώσεις μεταγενέστερων αιτήσεων κατά το άρθρο 89 παράγραφος 2 του παρόντος. Σε περίπτωση που, μετά την πραγματοποίηση της συνέντευξης, η Αποφαινόμενη Αρχή κρίνει απαραίτητη τη διερεύνηση της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας, πραγματοποιείται σχετική συμπληρωματική συνέντευξη. Η προσωπική συνέντευξη για το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας μπορεί να διενεργείται από προσωπικό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο ή σε ιδιαίτερα έκτακτες περιστάσεις από προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας ή προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, εφόσον το προσωπικό αυτό έχει λάβει εκ των προτέρων την απαραίτητη βασική κατάρτιση, ιδίως όσον αφορά το διεθνές δίκαιο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κεκτημένο της Ένωσης για το άσυλο και τις τεχνικές της συνέντευξης. 2. Η συνέντευξη διενεργείται από αρμόδιο υπάλληλο της Αρχής Παραλαβής (χειριστή), ο οποίος διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και ο οποίος λαμβάνει και εκδίδει την απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Ο εσωτερικός κανονισμός της Υπηρεσίας Ασύλου ορίζει τη διαδικασία ορισμού του αρμόδιου υπαλλήλου (χειριστή) από τον Προϊστάμενο του κάθε Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου και Αυτοτελούς Κλιμακίου Ασύλου. Κατ` εξαίρεση όταν εξαιτίας μαζικών αφίξεων υποβάλλονται ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, η προσωπική συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης, δύναται να διενεργείται προσωρινά από προσωπικό της Ευρωπαϊκής Υποστήριξης για το Άσυλο ή άλλων αρχών. Το προσωπικό αυτό πρέπει να έχει λάβει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 6 παράγραφο 4 στοιχεία (α) έως (ε) του Κανονισμού (ΕΕ) αρίθμ. 439/2010 και να διαθέτει επίσης γενική γνώση των προβλημάτων, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν. 3. Η συνέντευξη διενεργείται με τη συνδρομή διερμηνέα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 69 του παρόντος, ικανού να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να μπορέσει να εκθέσει με πληρότητα τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ή προηγούμενης συνήθους διαμονής του, όταν πρόκειται για ανιθαγενή, ζητώντας προστασία, καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και προκειμένου να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά, το προσωπικό του ιστορικό, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ηλικία του, την ιθαγένεια, τη χώρα και τον τόπο προηγούμενης διαμονής του, τυχόν προηγούμενες αιτήσεις διεθνούς προστασίας, τα δρομολόγια που ακολούθησε για να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα. 4. Κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης η Αποφαινόμενη Αρχή παραχωρεί στον αιτούντα κατάλληλη ευκαιρία για να παρουσιάσει τα στοιχεία που απαιτούνται για την κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Στον αιτούντα δίνεται η ευκαιρία να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τα στοιχεία που ενδεχομένως λείπουν και/ή σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στο πλαίσιο των δηλώσεών του. Πριν από την πρώτη συνέντευξη, εφόσον αυτή έχει ορισθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης, χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων, σύμφωνα με το άρθρο 58 του παρόντος, εύλογος χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί νομικό ή άλλο σύμβουλο για να τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την αρμόδια Αρχή Παραλαβής και δεν δύναται να υπερβεί τις τρείς (3) ημέρες. Εφόσον η συνέντευξη έχει προσδιοριστεί σε χρόνο απώτερο των δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, δεν χορηγείται εύλογος χρόνος προετοιμασίας. Σε περίπτωση αναβολής της συνέντευξης δεν χορηγείται εκ νέου χρόνος προετοιμασίας. 5. Όταν η συνέντευξη αφορά γυναίκα, λαμβάνεται ειδική μέριμνα, ώστε να διεξάγεται από γυναίκα χειρίστρια, παρουσία γυναίκας διερμηνέα, εφόσον αυτό ζητηθεί. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ο αιτών έχει εκφράσει προτίμηση σχετικά με το φύλο του χειριστή ή του διερμηνέα σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, λαμβάνεται ειδική προς τούτο μέριμνα. Σε περίπτωση που αυτό δεν καθίσταται δυνατό, γίνεται μνεία των σχετικών λόγων στην έκθεση ή πρακτικό της συνέντευξης. 6. Για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας διεξάγεται ξεχωριστή προσωπική συνέντευξη. Για τους ανήλικους, διεξάγεται προσωπική συνέντευξη λαμβανομένης υπόψη της ωριμότητάς τους και των ψυχολογικών συνεπειών των τραυματικών βιωμάτων τους. 7. Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλειφθεί όταν η Αποφαινόμενη Αρχή κρίνει ότι, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, δύναται να αναγνωρίσει τον αιτούντα ως πρόσφυγα ή όταν δεν είναι αντικειμενικά δυνατή, ιδίως όταν ο αιτών δεν είναι σε θέση λόγω της μικρής του ηλικίας ή για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του, να συμμετάσχει στη συνέντευξη. Η αδυναμία στην τελευταία περίπτωση πιστοποιείται με σχετική βεβαίωση ιατρού ανάλογης ειδικότητας. Αν κατά τη διενέργεια της προσωπικής συνέντευξης ο αιτών αδυνατεί να συνεχίσει για λόγους που τον αφορούν, η συνέντευξη περατώνεται. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται η δυνατότητα στον αιτούντα να εκθέσει εγγράφως τις απόψεις του και να υποβάλει, εφόσον επιθυμεί, συμπληρωματικά στοιχεία, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών. 8. Η προσωπική συνέντευξη αναβάλλεται μόνο εφόσον απουσιάζει ο διερμηνέας και δεν καθίσταται δυνατή η επικοινωνία με τον αιτούντα. Στην περίπτωση αυτή η συνέντευξη επαναπροσδιορίζεται κατ` απόλυτη προτεραιότητα. 9. Η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης κατά τις προηγούμενες παραγράφους δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτε εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αίτησης. Σε περίπτωση παράλειψης της συνέντευξης, στην απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας περιλαμβάνεται αιτιολογία αυτής της παράλειψης. 10. Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται χωρίς την παρουσία των μελών της οικογένειας του αιτούντος, εκτός εάν ο χειριστής κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη. 11. Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν την απαιτούμενη εμπιστευτικότητα. 12. Κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή της σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτούντα να παρουσιάσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για τον σκοπό αυτόν: α. O κάθε χειριστής διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που αφορούν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των πολιτισμικών καταβολών του αιτούντος. Ειδικότερα, οι χειριστές επιμορφώνονται, ιδίως για τις ειδικές ανάγκες των γυναικών, των παιδιών και των θυμάτων βίας και βασανιστηρίων, β. ο διερμηνέας που επιλέγεται είναι ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που κατανοεί ή που ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί ο αιτών, γ. το πρόσωπο που διενεργεί την συνέντευξη να μην φορά στρατιωτική στολή ή στολή επιβολής του νόμου. 13. Η συνέντευξη ηχογραφείται, ενώ για κάθε συνέντευξη συντάσσεται έκθεση στην οποία περιλαμβάνονται οι βασικοί ισχυρισμοί του αιτούντος διεθνή προστασία και όλα τα ουσιώδη στοιχεία της. Εάν δεν είναι δυνατή η απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης, τηρείται πλήρες πρακτικό. Ο αιτών καλείται στο τέλος της συνέντευξης να επιβεβαιώσει ότι δεν επιθυμεί να προσθέσει οτιδήποτε άλλο, ενώ δεν υπογράφει την έκθεση ή το πρακτικό. Η ηχητική καταγραφή συνοδεύει την έκθεση ή το πρακτικό και αποθηκεύεται με μέριμνα της Αποφαινόμενης Αρχής. Συνεντεύξεις που πραγματοποιούνται με τηλεδιάσκεψη καταγράφονται ηχητικά υποχρεωτικά. 14. Εφόσον δεν είναι δυνατή η ηχητική καταγραφή, τηρείται πλήρες πρακτικό της συνέντευξης. Ο αιτών καλείται να βεβαιώσει την ακρίβεια του περιεχομένου του πρακτικού, υπογράφοντας με τη συνδρομή διερμηνέα, εφόσον παρίσταται, που επίσης υπογράφει. Σε περίπτωση που ο αιτών αρνείται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού, οι λόγοι άρνησης καταχωρίζονται σε αυτό. Η άρνηση του αιτούντος να βεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησής του. 15. Ο αιτών δικαιούται να λαμβάνει οποτεδήποτε αντίγραφο του πρακτικού ή της έκθεσης και της ηχητικής καταγραφής. 16. Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις τηρούνται και κατά τη διαδικασία συζήτησης των προσφυγών ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, καθώς και σε κάθε συμπληρωματική συνέντευξη ή ακρόαση. 17. Ο εσωτερικός κανονισμός της Υπηρεσίας Ασύλου δύναται να ορίζει λεπτομερέστερα τις τεχνικές διαδικασίες της διεξαγωγής και της ηχητικής καταγραφής της συνέντευξης και τηλεδιάσκεψης». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4375/2016, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του ιδίως με το άρθρο 116 παρ. 2 του ν. 4636/2019, αφενός «Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών συγκροτούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης και Οικονομικών και αποτελούνται από τρεις (3) Δικαστικούς Λειτουργούς των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων που υποδεικνύονται, κατόπιν σχετικής αίτησής τους, από τον Γενικό Επίτροπο της Επικράτειας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Για τον ορισμό των Δικαστικών Λειτουργών λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται, ιδίως, η γνώση και η εμπειρία στο προσφυγικό δίκαιο και το δίκαιο των αλλοδαπών, στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή στο διεθνές δίκαιο, καθώς και η καλή γνώση ξένων γλωσσών, ιδίως της αγγλικής …» (παρ. 2) και αφετέρου «Η οργάνωση της παροχής εκπαίδευσης και συνεχούς επιμόρφωσης στα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών ανατίθεται: α) στην Υπηρεσία Ασύλου και την Αρχή Προσφυγών, β) στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, γ) στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO). Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού οι ως άνω αρχές λειτουργούν αυτοτελώς ή και σε συνεργασία μεταξύ τους, δύνανται δε, να συνεργάζονται και με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες, καθώς και με άλλους διεθνείς, ευρωπαϊκούς και εθνικούς φορείς» (παρ. 9).
15. Επειδή, το άρθρο 105 του ν. 4636/2019, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 του ν. 4686/2020 (ανωτέρω σκέψη 13), ρητώς ορίζει ότι, μετά την ακύρωση βλαπτικής απόφασης της Αποφαινόμενης Αρχής από την Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, δεν επιτρέπεται η αναπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, «σε καμία περίπτωση, ούτε για τη διενέργεια συνέντευξης ή συμπληρωματικής συνέντευξης», προβλέπει δε ότι η διενέργεια συνέντευξης, στην περίπτωση που θεωρηθεί αναγκαία από το δευτεροβάθμιο όργανο, πραγματοποιείται από την ίδια την Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, τηρουμένων των οριζομένων στο άρθρο 77 του ν. 4636/2019. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 105 του νόμου καταλαμβάνει, ενόψει της ρητής και αδιάστικτης διατύπωσής της σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού σχεδίου νόμου, όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ακυρώνεται από την Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών βλαπτική πράξη της Αποφαινόμενης Αρχής, εκδοθείσα χωρίς προηγούμενη συνέντευξη του αιτούντος διεθνή προστασία, μη εξαιρουμένων, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, των αποφάσεων της Επιτροπής επί προσφυγών κατά των πράξεων της Αποφαινόμενης Αρχής, με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση να συνεχισθεί η εξέταση της υπόθεσης μετά από πράξη διακοπής λόγω σιωπηρής ανάκλησης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας (άρθρα 47 παρ. 4, 61 παρ. 1 στοιχ. γ´ ν. 4375/2016, 81, 117 παρ. 6 ν. 4636/2019 και 29 ν. 4686/2020). Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 105 του ν. 4636/2019 δεν έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 2013/32/ΕΕ (βλ. ανωτέρω σκέψεις 8 έως 10). Και τούτο διότι το ελληνικό δίκαιο, μέσω της παραπομπής του άρθρου 105 στο άρθρο 77 του ν. 4636/2019, καταρχήν εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις και κατοχυρώνει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις που προβλέπονται από την οδηγία αυτή ως προς την διενέργεια προσωπικής συνέντευξης του αιτούντος διεθνή προστασία (για τις εν λόγω προϋποθέσεις και εγγυήσεις βλ. την σκέψη 65 της απόφασης του ΔΕΕ Milkiyas Addis στην σκέψη 10 της παρούσης). Ειδικότερα, προβλέπεται από το άρθρο 77 του νόμου, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, η πραγματοποίηση της προσωπικής συνέντευξης υπό συνθήκες που εγγυώνται την εμπιστευτικότητα και παρέχουν στον αιτούντα την δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του, λαμβάνεται πρόνοια για την επιλογή κατάλληλου διερμηνέα και την, υπό προϋποθέσεις, διενέργεια της συνέντευξης από πρόσωπο του ίδιου φύλου με τον αιτούντα κ.λπ. ενώ ο νόμος (άρθρο 5 ν. 4375/2016) προνοεί και για την εκπαίδευση και την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών, μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, ώστε να αποκτήσουν την απαιτούμενη κατάρτιση για την αξιολόγηση των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας.
16. Επειδή, μετά την επίλυση του ανωτέρω γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματος το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την αίτηση ακυρώσεως του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου.
[…]
18. Επειδή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην σκέψη 15 της παρούσης αποφάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 105 του ν. 4636/2019, όπως τροποποιηθέν ισχύει, μετά την ακύρωση της πράξης διακοπής της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας, για το οποίο δεν έχει διενεργηθεί προσωπική συνέντευξη από τα πρωτοβάθμια όργανα της Υπηρεσίας Ασύλου, η, επιληφθείσα της σχετικής προσφυγής του ενδιαφερομένου, Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών οφείλει να κρατήσει την υπόθεση και να προβεί στην εξέταση του αιτήματος διενεργώντας και την τυχόν απαιτούμενη συνέντευξη. Επομένως, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν, μετά την ακύρωση της πράξης διακοπής της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας, που είχε υποβάλει ο …, δεν κρατήθηκε η υπόθεση από την Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών αλλά διατάχθηκε η συνέχιση της διακοπείσης διαδικασίας εξέτασης από το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Θεσσαλονίκης, δεν είναι νόμιμη και, για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να ακυρωθεί, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στην Αρχή Προσφυγών προκειμένου να επιληφθεί και να προβεί στις κατά νόμον ενέργειές της, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αρμόδια Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών.
[…]