ΣτΕ 517/2018
12. Επειδή, η κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, αλλά είναι δυνατή η θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής (βλ. ΣτΕ 1616/2012, 7μ.). Για τον σκοπό, άλλωστε, αυτόν, όπως έχει κριθεί (Ολ ΣτΕ 2280, 2282/2001, βλ. επίσης ΣτΕ 2255/2005), προκειμένου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ασυνδέτως δηλαδή προς συγκεκριμένο πρόσωπο, να συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997, που, μεταξύ άλλων, ορίζει ότι τα δεδομένα πρέπει να συλλέγονται και να υφίστανται επεξεργασία κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο, για σαφείς και νόμιμους σκοπούς. Συνεπώς, όταν εκτελείται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει αυτή να προβλέπεται ειδικώς από διάταξη νόμου, σύμφωνη με το Σύνταγμα, άλλως η επεξεργασία είναι μη νόμιμη και επιβάλλεται η διακοπή της, ανεξάρτητα από τυχόν παρέμβαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Εφόσον δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 2472/1997 (νόμιμη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων για σαφείς και νόμιμους σκοπούς), εξετάζεται περαιτέρω αν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/2997, κατά την οποία η επεξεργασία των δεδομένων επιτρέπεται κατ’ αρχήν μόνον εάν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή, κατ’ εξαίρεση δε και χωρίς τη συναίνεση αυτού, όταν η επεξεργασία είτε είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του εκάστοτε υπευθύνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από τον νόμο, είτε είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημοσίου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα.
13. Επειδή, ο Α.Μ.Κ.Α., υπό την προπεριγραφείσα μορφή του, συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2472/1997, καθ’ όσον από την επεξεργασία του μπορεί να προσδιορισθεί η ταυτότητα του υποκειμένου του. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η αναγραφή του Α.Μ.Κ.Α. των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών συνιστά επεξεργασία δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα δε, από το πρώτο τμήμα του ενδεκαψήφιου αριθμού που τον συνθέτει, το οποίο, όπως προελέχθη, συγκροτείται από τα έξι ψηφία της ημεροχρονολογίας γεννήσεως του κατόχου του, δύναται να προσδιορισθεί η ηλικία των ιατρών, η οποία επίσης συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα. Η κατά τον ανωτέρω τρόπο επεξεργασία του Α.Μ.Κ.Α, ως δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, παρίσταται νόμιμη και θεμιτή, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997. Τούτο διότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 6 του ν. 3846/2010 και 1 παρ. 2 της ΚΥΑΦ.42000/οικ.787476/2929/17.12.2009, με τις οποίες προβλέπεται η υποχρεωτική αναγραφή του Α.Μ.Κ.Α. των συνταγογραφούντων ιατρών επί των συνταγολογίων, αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σαφών και θεμιτών συνταγματικώς σκοπών δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι κατατείνουν στην εκπλήρωση της ευθέως προβλεπόμενης από το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3) υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών υγείας. Οι σκοποί δε αυτοί, όπως συνάγεται και από τον τίτλο του άρθρου 32 του ν. 3846/2010 («θέματα ελέγχου ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης»), συνίστανται, προδήλως, στην αποφυγή της υπερσυνταγογράφησης, στην ευχερή παρακολούθηση των φαρμακευτικών δαπανών καθώς και στην αποτελεσματική λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων των ασφαλιστικών οργανισμών σχετικά με τη διαχείριση των συνταγών. Περαιτέρω, η εν λόγω επεξεργασία παρίσταται νόμιμη, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του ιατρού, ως υποκειμένου του εν λόγω δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, εφ’ όσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως, η οποία θεμιτώς, κατά τα αμέσως ανωτέρω, προβλέπεται και επιβάλλεται από τον νόμο. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η κατά νόμον υποχρεωτική αναγραφή του Α.Μ.Κ.Α. των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών συνιστά επεξεργασία δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα που στοιχεί προς τους ανωτέρω σαφείς και νόμιμους σκοπούς και, συνεπώς, είναι σύμφωνη με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του ν. 2479/1997, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Κατόπιν τούτου, είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως. Ενόψει δε των ανωτέρω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ειδικότερος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, καθ’ όσον επικαλείται (στη σκέψη 16) τους ως άνω μνημονευόμενους σκοπούς, οι οποίοι, όμως, δεν αναφέρονται ούτε στον ν. 3846/2010 ούτε στην ΚΥΑ Φ.42000/οικ.787476/2929/17.12.2009 ούτε σε κανένα άλλο συναφές νομοθέτημα περί Α.Μ.Κ.Α, αλλά, κατά παράβαση της αρχής του εκ των προτέρων καθορισμού του σκοπού του νόμου, τέθηκαν το πρώτον με την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο δε προκύπτει από το γεγονός ότι οι ανωτέρω σκοποί μνημονεύονται στα υπ’ αριθμ. 3598/17.3.2010 και 3812/22.3.2010 έγγραφα του ΙΚΑ προς την Αρχή (σχετικά με την υλοποίηση του έργου «παροχή υπηρεσιών σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα για τον σχεδιασμό και την οργάνωση συστήματος αυτοματοποιημένης διαχείρισης συνταγών ΙΚΑ – ΕΤΑΜ»), τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη. Είναι δε απορριπτέος ο λόγος αυτός διότι, εφ’ όσον, όπως προεκτέθηκε, οι σκοποί αυτοί δημοσίου συμφέροντος συνάγονται ευχερώς από τη σαφή διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3846/2010 –και δη από τον τίτλο του άρθρου 32 αυτού– και της ΚΥΑ Φ.42000/οικ.787476/2929/17.12.2009, σε συνδυασμό με τις λοιπές προπαρατεθείσες διατάξεις της νομοθεσίας περί Α.Μ.Κ.Α., δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ούτε στον νόμο αυτόn (ούτε στην εισηγητική του έκθεση), ούτε σε άλλο συναφές νομοθέτημα αναφέρονται ρητώς οι εν λόγω σκοποί (πρβλ. ΟλΣτΕ 2224/2010, σκ. 11). Εξ άλλου, δεν καθίσταται πλημμελής η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τους ανωτέρω σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, στους οποίους, κατά τα προεκτεθέντα, προδήλως αποβλέπει η υποχρεωτική αναγραφή του Α.Μ.Κ.Α. των ιατρών στα συνταγολόγια, εκ του ότι στην απόφαση αυτή, πέραν της μνείας των εν λόγω σκοπών, διαλαμβάνεται, επιπροσθέτως, ότι η άμεση εφαρμογή του Α.Μ.Κ.Α. δικαιολογείται από τις εξαιρετικά δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες στη χώρα. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται πλημμελώς ως προς τους σκοπούς της υποχρεωτικής αναγραφής του Α.Μ.Κ.Α. των ιατρών στα συνταγολόγια, υπό την έννοια ότι η επιδίωξη αποφυγής ζημίας δεν συνιστά άνευ άλλου νόμιμο σκοπό επεξεργασίας δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου δεν συνιστά από μόνο του υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς. Εξ άλλου, ο λόγος ακυρώσεως ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (σκέψη 12) ότι ο Α.Μ.Κ.Α. δεν αποκαλύπτει ευαίσθητο αλλά απλό δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, ήτοι την ηλικία του υποκειμένου, είναι πλημμελής, διότι με τον ν. 2472/1997 «προστατεύονται όλα αδιακρίτως τα δικαιώματα προσωπικού χαρακτήρα», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο διότι εκκινεί από την εσφαλμένη αντίληψη ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, εφ’ όσον ο Α.Μ.Κ.Α. και η μέσω αυτού αποκαλυπτόμενη ηλικία των ιατρών συνιστούν απλά και όχι ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία τους δεν υπόκειται στις προϋποθέσεις του ν. 2472/1997, ενώ, αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση εξετάσθηκε αν η επεξεργασία του Α.Μ.Κ.Α. είναι νόμιμη κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997, κρίθηκε δε ότι στοιχεί προς τις διατάξεις αυτές. Τέλος, ενόψει του ότι αντικείμενο της ένδικης υπόθεσης είναι η υποχρέωση των συνταγογραφούντων ιατρών να αναγράφουν τον Α.Μ.Κ.Α. τους στα συνταγολόγια, δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 2472/1997, με την οποία επιβάλλεται στον υπεύθυνο επεξεργασίας το απόρρητο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ορίζεται ότι η επεξεργασία διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολήν του. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του κατά το ανωτέρω άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2472/1997 απορρήτου της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.
14. Επειδή, ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, η υποχρεωτική αναγραφή του Α.Μ.Κ.Α. των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την εξυπηρέτηση των προαναφερθέντων, θεμιτών κατά το Σύνταγμα και τον ν. 2472/1997, σκοπών δημοσίου συμφέροντος, στους οποίους αυτή αποβλέπει, η δια της αναγραφής αυτής αποκάλυψη του προσωπικού δεδομένου της ηλικίας των ιατρών, η οποία οφείλεται στον τρόπο σύνθεσης του Α.Μ.Κ.Α. κατά το επίμαχο πρώτο εξαψήφιο τμήμα του (που συγκροτείται από την ημεροχρονολογία γεννήσεως του κατόχου του), δεν παραβιάζει, και δη κατά τρόπο υπέρμετρο, την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε θίγει την αξιοπρέπεια των ιατρών. Τούτο δε λαμβανομένου υπόψη και του ότι, εν πάση περιπτώσει, η αποκάλυψη της ηλικίας του ιατρού, και μάλιστα σε περιορισμένο αριθμό τρίτων προσώπων (ασθενείς – φαρμακοποιοί), γίνεται κατά το στάδιο της συνταγογράφησης, δια της αναγραφής του Α.Μ.Κ.Α. του επί της συνταγής και, συνεπώς, δεν επηρεάζεται η επιλογή του θεράποντος ιατρού από τον ασθενή, ο οποίος, πάντως, ευλόγως δικαιούται να γνωρίζει την ηλικία του θεράποντος ιατρού του. Συνεπώς, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (σκέψη 17) ότι δεν θίγεται υπέρμετρα η προσωπικότητα των ιατρών με την υποχρεωτική αναγραφή του Α.Μ.Κ.Α. τους στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών, καθώς και ότι η εν λόγω αναγραφή δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, παρίσταται νόμιμη και επαρκής, οι δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι περί παραβάσεως των αρχών της αναλογικότητας και της αξιοπρέπειας του ατόμου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.