ΣτΕ 470/2018 (Γ΄ τμήμα) Εκπαιδευτικές δομές προσφύγων και έννομο συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως

Με αίτηση ακυρώσεως επιδιώχθηκε η ακύρωση, μεταξύ άλλων, αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων σχετικά με τον καθορισμό σχολικών μονάδων των Περιφερειακών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας, Αττικής και Στερεάς Ελλάδας για το σχολικό έτος 2016-2017, εντός των οποίων θα λειτουργούν οι Δομές Υποδοχής για την Εκπαίδευση των Προσφύγων (Δ.Υ.Ε.Π.).

Το δικαστήριο έκρινε ότι, ως εκ του περιεχομένου της, η σχετική ΚΥΑ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 εδ. α΄ του ν. 4415/2016, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, διότι θέτει, για την ικανοποίηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, γενικούς και αφηρημένους κανόνες που διέπουν την οργάνωση και παροχή πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε ανήλικους πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στα κέντρα φιλοξενίας που λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια (πρβλ. ΣτΕ 533/2017), και αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση στο Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατειας, εφόσον αφορά σε θέμα αναγόμενο στην οργάνωση δημόσιας υπηρεσίας (πρβλ. ΣτΕ 1215/2016 7μ., 2157/2014 7μ.).

Καταρχήν, το, δικαστήριο απέρριψε ελλείψει εννόμου συμφέροντος την αίτηση ακυρώσεως από φερόμενους γονείς  των σχολείων στα οποία πρόκειται να οργανωθούν οι ανωτέρω δομές, οι οποίοι δεν απέδειξαν τη φοίτηση των παιδιών τους στα ανωτέρω σχολεία, εφόσον δεν προσκόμισαν σχετικές βεβαιώσεις φοίτησης ή κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. έκθεση ελέγχου προόδου).

Το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι σύμφωνα με το άρθρο 47 του π.δ/ος 18/1989, για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως τόσο κατά ατομικής όσο και κατά κανονιστικής πράξης απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και την σύννομη άσκηση της διοικητικής εξουσίας ούτε συμφέρον μελλοντικό ή απλώς ενδεχόμενο (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 4391/2011 7μ.). Μάλιστα, τόνισε ότι ειδικά επί προσβολής κανονιστικής πράξεως, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον γεννάται, καταρχήν, από την έναρξη της ισχύος της, από την οποία επέρχεται μεταβολή στην έννομη τάξη (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 1253/2006 7μ.). Εξάλλου, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 880/2016 7μ., 1844/2013 7μ. κ.ά.), το έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως πρέπει να υφίσταται σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία, δηλαδή κατά το χρόνο α) της έκδοσης ή δημοσίευσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, β) της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος και γ) της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Πάντως, όταν η πράξη δεν αφορά άμεσα τον αιτούντα, και τούτο συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων, το  έννομο συμφέρον θεμελιώνεται από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 3317/2014 κ.ά).

Το δικαστήριο έκρινε ότι οι αιτούντες που επικαλούνται μόνον την ιδιότητά τους ως κατοίκων της περιφέρειας των σχολείων, στερούνται του κατ’ άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, εφόσον από την εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων, οι οποίες αφορούν στην εκπαίδευση των ανηλίκων πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν στα κέντρα φιλοξενίας, δεν υφίστανται οι ίδιοι ευθέως κάποια βλάβη, δηλαδή δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των προσβαλλομένων πράξεων ιδιαίτερος δεσμός λόγω ιδιαίτερης ιδιότητας ή κατάστασης (ΣτΕ 1437/2013 7μ.).

Κατόπιν, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις απόψεις της Διοίκησης, σύμφωνα με τις οποίες: «το Ελληνικό Δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη την από Ιουνίου 2016 έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής για την υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής Στήριξης των Παιδιών των Προσφύγων, θεώρησε ως βέλτιστη, στην παρούσα φάση, λύση για την εκπαίδευση των τέκνων πολιτών τρίτων χωρών την ίδρυση Δ.Υ.Ε.Π., αποσκοπώντας στην ομαλή ενσωμάτωση των παιδιών των προσφύγων στο ελληνικό σχολείο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Διοίκηση, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι υφιστάμενες δομές ΖΕΠ ούτε αποφασίσθηκε η απευθείας ένταξη των παιδιών αυτών στο «κανονικό» σχολείο, όπως προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, γιατί η συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή τους, ύστερα από την πολύμηνη ταλαιπωρία τους και την εμπειρία του πολέμου, που βίωσαν, δημιούργησε δυσκολίες ως προς την προσαρμογή τους σε ένα νέο “ξένο” κοινωνικό περιβάλλον. Για τους λόγους αυτούς, το καθού Ελληνικό Δημόσιο δια του Υπουργείου Παιδείας, ‘Ερευνας και Θρησκευμάτων δημιούργησε δομές εκπαίδευσης που λειτουργούν κατά τις απογευματινές ώρες σε υφιστάμενα σχολεία, δηλαδή σε ώρες κατά τις οποίες δεν  λειτουργούν τα σχολεία αυτά στα οποία φοιτούν και τα παιδιά των αιτούντων, προκειμένου τα παιδιά πολιτών τρίτων χωρών να αποκτήσουν όσο το δυνατόν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, σε περιβάλλον σχολικό και τάξεις που αποπνέουν την παιδικότητα και αναδίδουν το συναίσθημα της ζωής, με απώτερο σκοπό την όσο το δυνατόν ομαλή επανένταξη των παιδιών των προσφύγων στο σχολικό κοινωνικό περιβάλλον, η οποία επιτυγχάνεται καλύτερα σε δομές εκπαίδευσης που λειτουργούν τις απογευματινές ώρες (βλ. σχετικά και το 688/11.10.2016 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι στην επιλογή των σχολικών μονάδων που θα φιλοξενήσουν τις τάξεις υποδοχής έχει ληφθεί υπόψη τόσο ο αριθμός των παιδιών, όσο και η διαθεσιμότητα αιθουσών, πρωτίστως, όμως, έχει ληφθεί υπόψη ως απαραίτητη προϋπόθεση, να ακολουθείται η πρόοδος του προγράμματος της εμβολιαστικής κάλυψης των παιδιών αυτών). Περαιτέρω, η Διοίκηση με το ανωτέρω έγγραφο των απόψεών της βεβαιώνει, ότι το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων βρίσκεται σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και τους αρμόδιους φορείς (ΚΕΕΛΠΝΟ, υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας), καθώς και το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής (το οποίο συνεστήθη ως αυτοτελές υπουργείο με το άρθρο 3 του π.δ. 123/2016, Α΄ 208/4.11.2016), η δε έναρξη λειτουργίας των Δ.Υ.Ε.Π. πραγματοποιείται μόνο μετά από έγκριση που λαμβάνει το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων από την αρμόδια ομάδα εργασίας του Υπουργείου Υγείας. Ειδικότερα, το Υπουργείο Υγείας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, εκπονεί και συντονίζει εμβολιαστικό πρόγραμμα σε παιδιά που διαμένουν σε κέντρα φιλοξενίας προσφύγων – μεταναστών και άλλους χώρους φιλοξενίας, ο δε εμβολιασμός των παιδιών αυτών, όπως βεβαιώνει η Διοίκηση στο έγγραφο με τις απόψεις της, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη των κέντρων φιλοξενίας στο πρόγραμμα εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας που εφαρμόζεται στα σχολεία της Χώρας (βλ. σχετικά το 688/11.10.2016 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του ΥΠ.Π.Ε.Θ., το από 11.10.2016 δελτίο τύπου του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Υγείας, το οποίο προσκομίζεται και από τους αιτούντες και την από Φεβρουαρίου 2017 έκθεση της ομάδας εργασίας για τον συντονισμό της εμβολιαστικής κάλυψης των προσφύγων). Άλλωστε, οι ίδιοι οι αιτούντες επικαλούνται στην κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως το 130/9-1-2017 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με το οποίο όλα τα παιδιά πολιτών τρίτων χωρών πληρούν τις προϋποθέσεις που έθεσε η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού και ότι στις 9.1.2017 όλα τα παιδιά αυτά είχαν ήδη εμβολιασθεί, δεν αμφισβητούν δε ότι ο εμβολιασμός αυτός είχε ήδη ολοκληρωθεί κατά τον χρόνο άσκησης της κρινομένης αίτησης (8.3.2017). Πέραν δε τούτου, τα προσκομιζόμενα από αυτούς στοιχεία (έγγραφα του Υπουργείου Υγείας σχετικά με τη λήψη μέτρων προστασίας σε χώρους διαμονής προσφύγων – μεταναστών, δημοσιεύματα κ.λπ.), αναφέρονται αφενός σε χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη λειτουργίας των ενδίκων Δ.Υ.Ε.Π., αφετέρου δε στα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων – μεταναστών γενικώς και όχι στις Δ.Υ.Ε.Π., για την έναρξη λειτουργίας των οποίων, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, απαιτούνταν προηγούμενη έγκριση από τους αρμοδίους φορείς του Υπουργείου Υγείας. Επίσης, τα συγκεκριμένα σχολικά κτίρια, στα οποία στεγάζονται οι σχολικές μονάδες που ορίσθηκαν ως δομές υποδοχής για την εκπαίδευση των προσφύγων, είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά, τα οποία χρησιμοποιούν και τα παιδιά των αιτούντων με τις αυτές υποδομές από πλευράς υγιεινής και εγκαταστάσεων, ανεξάρτητα από το ότι η υγειονομική νομοθεσία εντός των σχολικών χώρων δεν αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης εκ μέρους των προσβαλλομένων πράξεων. Εξάλλου, με την 1400/ΓΔ4/3.1.2017 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (α΄ προσβαλλόμενη) απλώς ορίζονται οι σχολικές μονάδες εντός των οποίων ιδρύονται δομές υποδοχής για την εκπαίδευση των προσφύγων, χωρίς ο νόμος να θέτει άλλες προϋποθέσεις.

Με τα δεδομένα αυτά, το δικαστήριο έκρινε ότι τόσο οι αιτούντες σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων όσο και οι λοιποί αιτούντες, φυσικά πρόσωπα, που επικαλούνται και αποδεικνύουν την ιδιότητά τους ως γονέων και κηδεμόνων των μαθητών που φοιτούν κατά το σχολικό έτος 2016-2017, δηλαδή κατά τον χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, στις σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που είχαν ορισθεί ως δομές υποδοχής για την εκπαίδευση των προσφύγων με την ανωτέρω απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (α΄ προσβαλλόμενη) στερούνται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης. Τούτο δε, διότι ελλείπει ο απαραίτητος σύνδεσμος μεταξύ της ιδιότητάς τους και του αντικειμένου ρύθμισης των προσβαλλομένων πράξεων, με τις οποίες ουδόλως θίγεται το καθεστώς των μαθητών και τέκνων των αιτούντων που φοιτούν ήδη κατά τις πρωϊνές ώρες στις σχολικές μονάδες που ορίσθηκαν ως δομές υποδοχής για την εκπαίδευση των προσφύγων τόσο σε νομικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Πράγματι, η ρύθμιση από το νομοθέτη ζητημάτων οργάνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, τότε μόνο δύναται να αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα, όταν επηρεάζεται η προσωπική τους κατάσταση, στην προκειμένη περίπτωση, η μαθητική τους ζωή, με την έκδοση και εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών πράξεων, αυτό όμως, εν προκειμένω δεν συμβαίνει, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αφορούν άμεσα και προσωπικά τους αιτούντες και τα τέκνα τους. Από τις πράξεις δε αυτές που εκδόθηκαν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου και υπό το φως των διεθνών ρυθμίσεων για την ομαλή ένταξη των ανηλίκων προσφύγων στις χώρες υποδοχής, που κατ’ εξοχήν επιτυγχάνεται μέσω της εκπαίδευσης, ούτε επηρεάζονται ούτε πολύ περισσότερο θίγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των αιτούντων και των τέκνων τους, αλλά διατυπώνονται από αυτούς προσωπικές απόψεις και αντιλήψεις, οι οποίες δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *