ΣτΕ 3839/2012- αγωγή αποζημίωσης- ευθύνη Δήμου από ενέργειες άτυπου συνεργείου- απόφαση ποινικού δικαστηρίου-ευθύνη για θάνατο εθελοντή-ύψος αποζημίωσης ενόψει της οικονομικής κατάστασης του Δήμου

 

5. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ. – π.δ. 456/1984, Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» στο άρθρο 106 ορίζει ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγούμενου άρθρου «εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995). Κατά την έννοια επίσης των ίδιων διατάξεων, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Το Δημόσιο δε και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, ενώ τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (Σ.τ.Ε. 521, 2579/2006, 160/2009). Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης δεν συναρτάται, κατ’ αρχήν, προς τη συγκεκριμένη, κάθε φορά, περιουσιακή και δημοσιονομική κατάσταση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ούτε όμως το περιουσιακό και οικονομικό μέγεθος των ανωτέρω νομικών προσώπων επιδρά στον καθορισμό του ύψους αυτής. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία. Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (Σ.τ.Ε. 334/2008 7μ.).  

6. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (Α΄ 289), όπως ο νόμος αυτός ίσχυε πριν από το ν. 2612/1998 (Α΄ 112): «Η προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, ως και η λήψις των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων ειδικωτέρων μέτρων, ανήκει εις την αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας, ενεργούσης κατά τας οικείας περί τούτων διατάξεις ή τας ειδικάς διατάξεις του παρόντος νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ίδιου νόμου: «1. Αρμόδια όργανα δια την λήψιν των προσηκόντων μέτρων, την έκδοσιν των σχετικών διαταγών και την μέριμναν της ταχείας και ασφαλούς εκτελέσεώς των είναι: α) ο οικείος δασάρχης και τα υπ’ αυτόν όργανα της δασικής υπηρεσίας, β) αι κατά τόπους αρχαί της χωροφυλακής και αγροφυλακής, γ) αι δημοτικαί ή κοινοτικαί αρχαί της περιοχής εις ην εξερράγη πυρκαϊά, δ) οι σταθμοί ή υποσταθμοί της πυροσβεστικής υπηρεσίας, ε) αι ειδικαί μονάδες κατασβέσεως δασοπυρκαϊών από αέρος και στ) αι κατά τόπους στρατιωτικαί αρχαί. 2. Αι υπό στοιχεία α΄ έως και δ΄ αρχαί και τα όργανα αυτών, ευθύς ως αντιληφθούν την έναρξιν πυρκαϊάς ή ειδοποιηθούν περί τούτου, έχουν υποχρέωσιν αυτεπαγγέλτου και αμέσου κινητοποιήσεως και επεμβάσεως προς καταστολήν αυτής δια της ιδίας αυτών ενεργείας και δια των υπ’ αυτών διατιθεμένων μέσων. Επίσης έχουν υποχρέωσιν αμέσου ενημερώσεως αλλήλων και του νομάρχου. 3. Η συνδρομή και επέμβασις των υπό στοιχεία ε΄ και στ΄ υπηρεσιών δύναται να ζητηθή υπό του νομάρχου ή εις περίπτωσιν επείγοντος, υπό των εν παραγράφω 2 αρχών, υποχρεουμένων εις παροχήν πάσης χρησίμου πληροφορίας. 4. Την επέμβασιν των ανωτέρω αρχών και υπηρεσιών, τον βαθμόν κινητοποιήσεως, την δράσιν και την συνεργασίαν των προς κατάσβεσιν πυρκαϊάς κατευθύνει και συντονίζει, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωσις, ο νομάρχης. Μέχρι της ενημερώσεως του νομάρχου και της υπ’ αυτού αναλήψεως της διευθύνσεως και συντονισμού των ενεργειών δια την αντιμετώπισιν της πυρκαϊάς, την ευθύνην αμέσου ενεργείας και εποπτείας των προσπαθειών δια την κατάσβεσιν αυτής έχει ο οικείος δασάρχης». Κατά το άρθρο 29 του αυτού νόμου: «1. Ο αντιλαμβανόμενος πυρκαϊάν εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, ή πυρκαϊάν εκδηλουμένην πλησίον τούτων, αλλά δυναμένην να επεκταθή εντός αυτών, οφείλει να καταβάλη πάσαν δυνατήν προσπάθειαν προς κατάσβεσιν ταύτης, εφ’ όσον δε ευρίσκεται εις αδυναμίαν να αντιμετωπίση την πυρκαϊάν μόνος, υποχρεούται να ειδοποιήση αμέσως τα πλησιέστερα προς τον τόπον της πυρκαϊάς άτομα, προς δε και την δασικήν ή την αστυνομικήν αρχήν ή την πυροσβεστικήν υπηρεσίαν ή τον δήμαρχον ή τον πρόεδρον της κοινότητος ή την τυχόν παρακειμένην στρατιωτικήν υπηρεσίαν. Την τελευταίαν ταύτην υποχρέωσιν ειδοποιήσεως μιάς των ως άνω αρχών ή υπηρεσιών έχουν και τα κατά τα ανωτέρω το πρώτον ειδοποιούμενα άτομα. 2. Τα όργανα μιάς των ως άνω αρχών και υπηρεσιών, λαμβάνοντα γνώσιν εξ ιδίας αντιλήψεως ή εκ της κατά την προηγουμένην παράγραφον ειδοποιήσεως περί της ενάρξεως πυρκαϊάς, υποχρεούνται εις άμεσον ενημέρωσιν των αμέσων κατά τόπους προϊσταμένων των και ειδοποίησιν των λοιπών ως άνω αρχών και υπηρεσιών». Κατά το άρθρο 30 του νόμου: «1. Ο δασάρχης και τα υπ’ αυτόν όργανα της δασικής υπηρεσίας, ευθύς ως λάβουν γνώσιν εκραγείσης πυρκαϊάς, σπεύδουν εις τον τόπον ένθα εξεδηλώθη αύτη και επιλαμβάνονται της κατασβέσεως ταύτης δια των υπ’ αυτών διατιθεμένων μέσων. Την διεύθυνσιν των εργασιών δια τον εντοπισμόν και την κατάσβεσιν της πυρκαϊάς έχει ο δασάρχης ή ο αναπληρωτής τούτου υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας μέχρι της ειδοποιήσεως και αφίξεως του νομάρχου. Ούτος κατευθύνει και συντονίζει τας ενεργείας των παρεχόντων συνδρομήν ιδιωτών ή δημοσίων οργάνων, δίδων τας προς τούτο αναγκαίας οδηγίας. 2. Αι κατά τόπον μονάδες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και τα όργανα της Χωροφυλακής και Αγροφυλακής υποχρεούνται εις άμεσον κινητοποίησιν και επέμβασιν προς καταστολήν της πυρκαϊάς, αναλόγως προς την έκτασιν ταύτης και τον παρουσιαζόμενον κίνδυνον, τιθέμεναι εις την διάθεσιν του οικείου δασάρχου». Κατά το άρθρο 31, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 115 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101): «1. Οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι κάτοικοι των δήμων και κοινοτήτων, στην περιφέρεια των οποίων εξερράγη πυρκαγιά, υποχρεούνται, αμέσως με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαπίστωση ή αναγγελία εκδήλωσης πυρκαγιάς, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για την κατάσβεση αυτής σε συνεργασία με τις δασικές και λοιπές αρμόδιες για την κατάσβεση της πυρκαγιάς αρχές, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 28 του παρόντος. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οδηγοί – χειριστές των οχημάτων της επόμενης παραγράφου. Οι αρνούμενοι με πρόθεση τη συνδρομή τους τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Τα της οργανώσεως της προσφοράς των υπηρεσιών αυτών ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Γεωργίας και Εσωτερικών. 2. Οι κάτοχοι μηχανικών μέσων, που είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, όπως μέσων μεταφοράς, υδροφόρων, χωματουργικών μηχανημάτων και άλλων, υποχρεούνται να θέσουν αυτά μετά των χειριστών-οδηγών τους στη διάθεση των αρμοδίων αρχών, μόλις τους ζητηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Οι αρνούμενοι με πρόθεση τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 3. Πέραν των κατά τις προηγούμενες παραγράφους κυρώσεων, σε περίπτωση άρνησης παροχής προσωπικών υπηρεσιών ή διάθεσης μηχανικών μέσων, με απόφαση του νομάρχη ή του δασάρχη ή των εντεταλμένων από αυτούς οργάνων επιτάσσονται οι αναγκαίες προσωπικές υπηρεσίες και τα μηχανικά μέσα. 4. Οσοι κατά τα ανωτέρω προσφέρουν προσωπικές υπηρεσίες ή διαθέτουν μηχανικά μέσα αποζημιώνονται από τις δασικές υπηρεσίες μετά από αίτησή τους. Οι δαπάνες αυτές βαρύνουν τις πιστώσεις του Υπουργείου Γεωργίας, που προορίζονται για την προστασία των δασών. Με απόφαση του νομάρχη ρυθμίζεται το ύψος των οικονομικών αποζημιώσεων. Επίσης, με απόφαση του νομάρχη δύναται να απονέμεται η ηθική αμοιβή της έκφρασης ευαρέσκειας σ’ αυτούς που προσφέρουν εξαιρετικές υπηρεσίες στις προσπάθειες κατάσβεσης της πυρκαγιάς». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 32 του πιο πάνω νόμου (όπως η δεύτερη παράγραφος αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 παρ. 12 του ν. 1845/1989, Α΄ 102): «1. Εις τους εθελοντικώς ή κατόπιν επιτάξεως μετασχόντας κατασβέσεως δασοπυρκαϊάς και επιδείξαντας ιδιαίτερον θάρρος και ικανότητα εις το έργον των και ως εκ τούτου συμβαλόντας σημαντικώς εις την κατάσβεσιν αυτής απονέμεται τιμητικόν δίπλωμα ή χρηματικόν βραβείον ή και αμφότερα. Αι λεπτομέρειαι απονομής τούτων και το ύψος του χρηματικού βραβείου κατά κατηγορίας περιπτώσεων και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά καθορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας. 2. ………… Σε περίπτωση τραυματισμού ή θανάτου των μετεχόντων στη δασοπροστασία υπαλλήλων ή των εθελοντών πολιτών που μετέχουν στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, μπορεί να χορηγείται, είτε στους ίδιους είτε στα μέλη της οικογένειάς τους μέχρι δεύτερου βαθμού συγγένειας, ειδική αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται, κατά περίπτωση, με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, σε βάρος του Προϋπολογισμού του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 παρ. 1 περ. α στοιχ. i του έχοντος εν προκειμένω εφαρμογή π.δ. 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (Α΄ 231), αρμόδιος για τη συντήρηση των δημοτικών οδών είναι ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα, οι οποίοι οφείλουν να μεριμνούν αφενός για την από μέρους τους άσκηση της αρμοδιότητας αυτής και αφετέρου για τη μη άσκηση αυτής από τρίτους χωρίς την έγκρισή τους.  

7. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 307 του Ποινικού Κώδικα (π.δ. 283/1985, Α΄ 106): «Οποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους». Τέλος, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη». ….

9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί με αυτήν δεν δόθηκε απάντηση στους ισχυρισμούς του ότι δεν έφερε καμία ευθύνη και δεν υπήρξε ανάμειξη οργάνου του στην εκδήλωση της πυρκαγιάς, αφού ο μεν καταδικασθείς για εμπρησμό εξ αμελείας ………… ……. δεν υπήρξε ποτέ, αντίθετα προς ό,τι έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μέλος άτυπου συνεργείου του Δήμου, εκτελούντος στον επαρχιακό δρόμο τη συγκεκριμένη ημέρα εργασίες επικάλυψης κοιλωμάτων του οδοστρώματος με ασφαλτόμειγμα, τα δε φερόμενα ως υπαίτια της πυρκαγιάς μέλη του άτυπου αυτού συνεργείου δεν είχαν καμία σχέση με το Δήμο και δεν ήταν υπάλληλοί του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Δήμου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, γιατί στο αιτιολογικό της δεν αναφέρεται αν ο καταδικασθείς ήταν υπάλληλος ή εργάτης του Δήμου, αν, πότε, για ποια εργασία και με ποιους όρους είχε προσληφθεί, αν είχε λάβει εντολή να εκτελέσει τις αναφερόμενες στην απόφαση αυτή εργασίες ασφαλτόστρωσης και αν, για τις συγκεκριμένες εργασίες, είχε συσταθεί συνεργείο και υπό ποιους όρους αμοιβής και εργασίας. Σύμφωνα όμως με όσα, ανελέγκτως κατ’ αναίρεση, δέχτηκε το εφετείο, το δικαστήριο αυτό θεώρησε αποδεδειγμένο, κατά την επίσης ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων (Σ.τ.Ε. 2521/2008 κ.λπ.), ότι υπήρξε «άτυπο συνεργείο», το οποίο προέβαινε στην κάλυψη κοιλωμάτων σε δρόμους του Δήμου. Ενόψει αυτών, υφίστατο εν προκειμένω ευθύνη του Δήμου, συνισταμένη στην παράλειψή του να αποτρέψει τα άτομα που απάρτιζαν το συνεργείο αυτό από την πρόκληση ζημίας στα πλαίσια εκτέλεσης έργων που ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δήμου. Επομένως, οι προβληθέντες από το Δήμο ισχυρισμοί δεν ήταν ουσιώδεις και, κατά συνέπεια, η σιωπηρή απόρριψή τους από το εφετείο δεν παραβιάζει το νόμο (Σ.τ.Ε. 740/2001). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.  

10. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 και 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως δεσμευτική η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε ο ……. ………. για εμπρησμό εξ αμελείας, παρά το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν αποτελεί δεδικασμένο στην υπό κρίση διαφορά, γιατί δεν αφορά τους ίδιους διαδίκους. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει ότι το εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 312/1997 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου, γιατί δέχτηκε ότι η απόφαση αυτή είχε περιεχόμενο διαφορετικό από το πραγματικό, δεδομένου ότι επεξέτεινε την ενοχή του …… για εμπρησμό εξ αμελείας σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας, πράξη για την οποία αυτός είχε κηρυχθεί αμετάκλητα αθώος. Ενόψει αυτών, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε αφενός το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως», αφετέρου το τεκμήριο αθωότητας του ……….. . Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρθηκαν στην έβδομη σκέψη, νομίμως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως δεσμευτική για το διοικητικό δικαστήριο η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ενοχή του ………. για εμπρησμό εξ αμελείας, χωρίς, ωστόσο, να κριθεί, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων Δήμος, ότι η κρίση αυτή του ποινικού δικαστηρίου αποτελεί δεδικασμένο στην υπό κρίση διαφορά σε σχέση με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ. Κατά συνέπεια, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξ άλλου, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα Δήμο ισχυρισμοί περί παραμόρφωσης του περιεχομένου της 312/1997 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου είναι απορριπτέοι προεχόντως ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το εκτεθέν στην όγδοη σκέψη περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν έγινε δεκτή η ενοχή του ……………… . για εμπρησμό εξ αμελείας και όχι για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Δήμος. Σε κάθε δε περίπτωση, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί η παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου από το δικαστήριο της ουσίας δεν συνιστά κατά τη νομοθεσία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγο αναιρέσεως (Σ.τ.Ε. 2521/2008). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολό του.  

11. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 4, 30 παρ. 1 και 31 του ν. 998/1979, όπως ίσχυαν εν προκειμένω, κρίθηκε ότι ο αναιρεσείων Δήμος ήταν συναρμόδιος για το συντονισμό των ενεργειών ελέγχου και κατάσβεσης της πυρκαγιάς και διάσωσης των κινδυνευόντων ατόμων, δεδομένου ότι, κατά το Δήμο, η προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις υποχρέωση προσφοράς υπηρεσιών για την κατάσβεση της πυρκαγιάς δεν τον καθιστούσε συναρμόδιο και συνυπεύθυνο για τις όποιες παραλείψεις του δασάρχη και του νομάρχη. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν στις έκτη και όγδοη σκέψεις, το γεγονός ότι δεν έγινε καμία συντονισμένη ενέργεια, μεταξύ των άλλων, και από τα όργανα του συναρμόδιου Δήμου, αφενός για τον έγκαιρο έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και αφετέρου για τη σωτηρία των κινδυνευόντων ατόμων, ορθώς θεωρήθηκε ότι συνιστούσε παράνομη παράλειψη του Δήμου και ελήφθη υπόψη από το εφετείο για την αιτιολόγηση της κρίσης του. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.  

 

12. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του θανάτου του ………. και των πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Δήμου. Περαιτέρω, κατά τον αναιρεσείοντα Δήμο, δεν διευκρινίζεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αν η ευθύνη του απέρρεε από την πρόκληση της πυρκαγιάς από φερόμενο ως μέλος συνεργείου συσταθέντος από το Δήμο, από υποτιθέμενη πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων των οργάνων του κατά τη συμμετοχή τους στην προσπάθεια για τον έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ή, τέλος, από παράλειψη του Δήμου, ως νομικού προσώπου να ενεργήσει για τον έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και τη σωτηρία των ευρισκομένων σε κίνδυνο ζωής. Σύμφωνα όμως, με όσα εκτέθηκαν στις πέμπτη και όγδοη σκέψεις, το εφετείο αιτιολογημένα έκρινε ότι υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του θανάτου του γιου των αναιρεσιβλήτων και των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δήμου, συνισταμένη τόσο στην πρόκληση της πυρκαγιάς, όσο και στην από κοινού με τα άλλα αρμόδια όργανα μη λήψη μέτρων και εκτέλεση ενεργειών για την αντιμετώπισή της με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Η ύπαρξη δε αιτιώδους συνδέσμου δεν διεκόπη εκ του ότι ο αποθανών προσπάθησε να βοηθήσει συνανθρώπους του που κινδύνευαν τούτο, διότι μια τέτοια ενέργεια είναι αφενός επιδοκιμαστέα από την έννομη τάξη, αφετέρου αναμενόμενη, ενόψει και των οριζομένων στο άρθρο 307 του Ποινικού Κώδικα, ιδίως εφόσον ο διασώστης δεν έχει επαρκή πληροφόρηση για το βαθμό του κινδύνου στον οποίο εκτίθεται, όπως ανελέγκτως το εφετείο δέχτηκε ότι συνέβη εν προκειμένω (πρβλ. Α.Π. 23/1988, Ολομ.). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ως απαράδεκτος δε κατά το μέρος δε που με αυτόν αμφισβητείται ευθέως η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση κρίση περί του ότι στην ένδικη περίπτωση οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δήμου αποτέλεσαν την αιτία του επελθόντος αποτελέσματος.  

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *