Σύμφωνα με τις κρίσεις της αποφάσεως, η παραγραφή χρηματικής αξιώσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου είναι πενταετής και αρχίζει από τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως, ενώ διακόπτεται με την άσκηση ενδίκου μέσου κατ’ αυτής.
Το δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι η αρχή της παραγραφής εν επιδικία δεν εφαρμόζεται στη διοικητική δικονομία, λόγω του αυτεπάγγελτου συστήματος οργάνωσης της διοικητικής δίκης, όπου ο διάδικος δεν έχει τη δυνατότητα να διενεργήσει διαδικαστικές πράξεις, που θα είχαν ως έννομη συνέπεια της διακοπή της παραγραφής εν επιδικία. Τούτο, εξάλλου, ειδικώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 22 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), ενώ και η διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του
ν. 2717/1999 (Α΄ 97), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αποκλείει, ομοίως, τη δυνατότητα παραγραφής εν επιδικία (ΣτΕ 2655/2013). Συνεπώς, η παραγραφή χρηματικής απαιτήσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου βεβαιωθείσης με τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η οποία διακόπηκε με την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής, δεν αρχίζει εκ νέου ούτε συμπληρώνεται καθ’ ον χρόνο εκκρεμεί η εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως.
Τέλος, κρίθηκε ότι, ακόμη κι αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, είτε με πράξη του Προέδρου του οικείου σχηματισμού είτε με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, η παραγραφή της εν λόγω αξιώσεως ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τις προπαρατεθείσες, ειδικές διατάξεις του Δημοσίου Λογιστικού, με συνέπεια η ρύθμιση της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2298/1995, κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως θεωρείται στην περίπτωση αυτή ως μηδέποτε ασκηθείσα, να μην ασκεί από την άποψη αυτή επιρροή. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η θεσπισθείσα με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2298/1995 διαδικασία δεν κινείται με πρωτοβουλία του διαδίκου καθ’ ου τρέχει η παραγραφή, πρέπει, για την ταυτότητα του λόγου, να εφαρμοσθεί και στην περίπτωση αυτή η απαγόρευση της παραγραφής εν επιδικία (πρβλ. ΣτΕ 1214/2002).