ΣτΕ 3412/2017, κατόπιν της 1901/2017 προδικαστικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης

Α. Ο Κανονισμός 2913/92 δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, διότι το επίδικο τέλος ταξινόμησης (α) επιβλήθηκε συνεπεία της εισαγωγής μεταχειρισμένου αυτοκινήτου στην Ελλάδα (όχι από τρίτη χώρα αλλά) από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία), και (β) δεν συνιστά δασμό ή φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό ούτε φόρο προβλεπόμενο από το ενωσιακό δίκαιο (με συνέπεια να μην έλκονται προς εφαρμογή οι γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ), αλλά αποτελεί εθνικό φόρο, καταλογισθέντα με βάση τις ανωτέρω διατάξεις (των άρθρων 121 επ.) του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα.

 

Β. Η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 2960/2001, έχει την ίδια έννοια με εκείνη της προγενέστερης ρύθμισης του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 1165/1918, δηλαδή ότι, σε υπόθεση όπως η παρούσα (στην οποία δεν εφαρμόζεται ο Κοινοτικός Τελωνειακός Κώδικας και δεν αποδίδεται στον εισαγωγέα η τέλεση τελωνειακής παράβασης λαθρεμπορίας), χωρεί μεν συμπληρωματική βεβαίωση φόρων και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου από την τελωνειακή αρχή, που οδήγησε σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση του εμπορεύματος, καθώς και για εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων του εμπορεύματος, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι τα κρίσιμα στοιχεία για τον ορθό προσδιορισμό του ύψους της τελωνειακής οφειλής προκύπτουν από τα σχετικά έγγραφα που υπήρχαν στο φάκελο της συγκεκριμένης υπόθεσης και είχαν κατατεθεί κατά τον τελωνισμό του εμπορεύματος, όχι, δε, από έγγραφα που συντάσσονται (συμπεριλαμβανομένων πράξεων της Διοίκησης που εκδίδονται) μετά το πέρας της διαδικασίας του τελωνισμού.

Επομένως, σε υπόθεση όπως η παρούσα, δεν χωρεί συμπληρωματική επιβολή τέλους ταξινόμησης με βάση διοικητική πράξη, εκδοθείσα μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του τελωνισμού, περί ανάκλησης/τροποποίησης της προσκομισθείσας κατά τον τελωνισμό βεβαίωσης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, με την οποία διαπιστώθηκε/πιστοποιήθηκε ότι το εισαγόμενο όχημα πληροί τις προδιαγραφές αντιρρυπαντικής τεχνολογίας ορισμένης κοινοτικής Οδηγίας και στην οποία στηρίχθηκε το εκδοθέν από την τελωνειακή αρχή πιστοποιητικό ταξινόμησης/τελωνισμού του οχήματος και ο εκ μέρους της προσδιορισμός του οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης (πρβλ. ΣτΕ 1344/2000, 31/1997).

Η ανωτέρω ερμηνεία συνάδει προς το Σύνταγμα και, ειδικότερα, προς τις αρχές της νομιμότητας και της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται παράλληλα με την επίσης συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων (συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν διαμορφωθεί κατά τον τελωνισμό εισαγόμενων εμπορευμάτων), η οποία έχει μεγάλη σημασία στο πεδίο του φορολογικού δικαίου, ως συνδεόμενη με τη δημοσιονομική τάξη και την εν γένει οικονομική ζωή της χώρας, και, σταθμιζόμενη με τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, παρίσταται ικανή να δικαιολογήσει, ενόψει και του ευρέος περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει συναφώς ο εθνικός νομοθέτης, τον ως άνω περιορισμό της δυνατότητας εκ των υστέρων (μετά το πέρας της διαδικασίας τελωνισμού) επιβολής συμπληρωματικού τέλους ταξινόμησης στις περιπτώσεις στις οποίες τα κρίσιμα στοιχεία για τον ορθό υπολογισμό της αντίστοιχης τελωνειακής οφειλής προκύπτουν από τα έγγραφα του φακέλου του τελωνισμού του εμπορεύματος, οπότε δεν γεννάται εύλογη εμπιστοσύνη του μέσου επιμελούς φορολογούμενου στη διατήρηση και μη ανατροπή της έννομης κατάστασής του, που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του τελωνισμού αυτού.

 

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *