ΣΤΕ 334/2021_δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις του Συντάγματος η διάταξη του άρθρου 382 του ν. 4700/2020,

Λ.Κ.(m)

Αριθμός 334/2021

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Μ. Καραμανώφ, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Δ. Μακρής, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Α. Μίντζια, Χρ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ιφ. Αργυράκη, Ν. Σκαρβέλης, Φρ. Γιαννακού, Ε. Σκούρα, Κ. Λαζαράκη, Δ. Βασιλειάδης, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Σ. Κωνσταντίνου, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Π. Μπραΐμη και Α. Σδράκα, καθώς και η Πάρεδρος Ε. Τζιράκη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του 
ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 4 Οκτωβρίου 2020 αίτηση επανασυζήτησης (άρθρου 382 του ν. 4700/2020):

[…]
3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄ (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013, Α΄ 242), 20 και 21 του π.δ. 18/1989, με την από 12.10.2020 πράξη της Προέδρου του Δικαστηρίου.

4. Επειδή, από τις διατάξεις του Συντάγματος περί διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26), ισότητας (άρθρο 4) και δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87) προκύπτει ότι δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η θέσπιση διάταξης που να επιτρέπει την επάνοδο επί ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, τα οποία είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτα λόγω μη πλήρωσης δικονομικής προϋπόθεσης, εφόσον πάντως δεν μετεβλήθη το νομοθετικό καθεστώς, επί του οποίου είχε στηριχθεί η απόρριψη (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2000/19921657-1659/2008, ΣτΕ 7μ. 1940/19931486/19946467/1995, ΣτΕ 2756/19938215018/1996110719122239/199719211583875/19981040/20001996/20041927/2009 κ.ά.). 

[…]». Κατά τα παγίως δε κριθέντα, η κατά τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και της έφεσης στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές εν γένει διαφορές, συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ως εκ του ότι αυτός αποβλέπει στην αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης επί φορολογικών διαφορών, δεν θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, είναι πρόσφορος για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου σκοπού και δεν τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τον σκοπό αυτό, με αποτέλεσμα οι διατάξεις αυτές του άρθρου 277 του ΚΔΔ να μην αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 1619/2012 Ολομ., 761/2014 7μ., 3832/2014 7μ., 1517/2018 7μ., 2096/2018 7μ., πρβλ. ΣτΕ 752/2018 7μ., 1020/2019, 1106/2020, ΣτΕ 210/2015 σε συμβούλιο). 
[…]

8. Επειδή, δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις του Συντάγματος περί διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26), ισότητας (άρθρο 4) και δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87) η θέσπιση, με τη διάταξη του άρθρου 382 του ν. 4700/2020, ρύθμισης, με την οποία -μετά την πρόβλεψη του άρθρου 25 (παρ. 10) του ν. 4509/2017 για δυνατότητα εκ νέου άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, τα οποία είχαν απορριφθεί λόγω μη πλήρωσης της δικονομικής προϋπόθεσης της καταβολής του αναλογικού παραβόλου σε φορολογικές και τελωνειακές εν γένει υποθέσεις-, προβλέπεται εκ νέου δυνατότητα επανόδου επί τέτοιων υποθέσεων, εφ’ όσον, πάντως, με τον ν. 4700/2020 δεν μετεβλήθη το νομοθετικό καθεστώς επί του οποίου είχε στηριχθεί η απόρριψη. Ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 382 του ν. 4700/2020 είναι ανίσχυρη (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1657-1659/2008, ΣτΕ 2756/19931486/1994 7μ., 821/19961923875/19981927/2009 κ.ά.). Τούτο, δε, ανεξαρτήτως του ότι η εν λόγω διάταξη, η οποία, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα της όσο και από τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, αφορά μόνο σε φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, θα ήταν, ως εξαιρετική δικονομική και δη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη, στενώς ερμηνευτέα (ΣτΕ Ολομ. 383/1961181/19744466/19773441/1981, ΣτΕ 3523/19792041634/19904460/20053091/20081739/201610032800/2018212627142835/2019) και, ως εκ τούτου, ούτε θα καταλάμβανε ούτε θα ήταν δυνατόν να εφαρμοσθεί αναλογικώς επί των υπαγόμενων στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Επικρατείας ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, τα οποία διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989. Σύμφωνα με αυτές προβλέπεται υποχρέωση καταβολής (πάγιου) παραβόλου σε ύψος που δεν παρεμποδίζει από τη φύση του την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3087-3088/2011 κ.ά., πρβλ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 1583/2010601/2012, ΣτΕ 2924/2019 κ.ά.), ορίζεται δε ειδικώς ως έννομη συνέπεια της μη καταβολής του εντός της κατά τον νόμο προθεσμίας η απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ως απαραδέκτου προς αποτροπή άσκησης απερίσκεπτων ένδικων βοηθημάτων και μέσων χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, ενώ η μη καταβολή ή η καταβολή ελλιπούς παραβόλου δεν περιλαμβάνεται στις τυπικές παραλείψεις, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, οι οποίες προσετέθησαν με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112) (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 777/2013, ΣτΕ 29242930/20196308261952/2020 κ.ά.).

[…]
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 382 του ν. 4700/2020, κατ’ επίκληση της οποίας ασκείται η κρινόμενη αίτηση, δεν καθιστά δυνατή την επάνοδο επί της αίτησης με αριθμό κατάθεσης 2933/2017 περί ακυρώσεως της […] απόφασης της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων του ΟΓΑ, είναι δε απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Εξάλλου, ούτε η νομοθεσία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας προβλέπει ειδικό ένδικο βοήθημα (αίτηση) για την επανασυζήτηση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων που απορρίφθηκαν ελλείψει παραβόλου ύστερα από την εξαφάνιση των οικείων απορριπτικών αποφάσεων ούτε οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον αυτού (ΣτΕ 1450/20032139/2006209/2013359/20191952/2020 κ.ά.). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, στρεφόμενη κατ’ ουσίαν κατά (της απορριπτικής κρίσης) της απόφασης ΣτΕ 2665/2019, με σκοπό την εξαφάνισή της, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Τέλος, είναι ομοίως απορριπτέα ως απαράδεκτη, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι αποτελεί νέα, δεύτερη αίτηση ακυρώσεως κατά της αυτής ως άνω προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ Ολομ. 814/2019, ΣτΕ 1491/20177902156/20191363/2020 κ.ά.). 


Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *