ΣτΕ 332/2025 [Δημόσιες συμβάσεις. Αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Διοικητικές προσφυγές κατά αποφάσεων των Ο.Τ.Α. Όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος – και όχι ενδιαφερόμενος να αναλάβει την εκτέλεση του έργου – και προσβάλλει πράξη του προσυμβατικού σταδίου του διαγωνισμού, η διαφορά που γεννάται ανήκει πάντοτε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει μεταφερθεί στα Διοικητικά Εφετεία. Μειοψηφία κατά την οποία η αρμοδιότητα ανήκει στο Ε΄ Τμήμα του Δικαστηρίου. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 152 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων η τριακονθήμερη αποκλειστική προθεσμία απόφανσης της Επιτροπής επί της ασκηθείσης ενώπιόν της προσφυγής κατά της απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αρχίζει από την περιέλευση στην Επιτροπή της προσβαλλόμενης πράξης και των στοιχείων που προβλέπονται από τον νόμο για την έκδοσή της και είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης. Το ίδιο ισχύει και για την προβλεπόμενη στο άρθρο 227 παρ. 5 του ν. 3852/2010 δίμηνη αποκλειστική προθεσμία απόφανσης του Συντονιστή επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως δημοτικού οργάνου, η οποία, ως εκ τούτου, αρχίζει από την περιέλευση ενώπιόν του της προσβαλλόμενης πράξης και των στοιχείων βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε. Δεκτή η αίτηση ακυρώσεως.].

Αριθμός 332/2025

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2024, με την εξής σύνθεση: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Όλγα Ζύγουρα, Βασιλική Κίντζιου, Όλγα Παπαδοπούλου, Ουρανία Νικολαράκου, Σύμβουλοι, Κωνσταντίνα Σκούρα, Αικατερίνη Κοντοπόδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ιωάννα Παπαχαραλάμπους, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 13 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση:

του Δήμου Ανατολικής Μάνης, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. ….) που νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

κατά του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με τη Γεωργία Κοττά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της παρεμβαίνουσας …., κατοίκου …., η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Μαριλένα Αλεξοπούλου (Α.Μ. ….), που τη διόρισε με την 130/2020 πράξη της η Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, λόγω ευεργετήματος πενίας.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 5/4β/19.12.2019 απόφαση της Β΄ Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κωνσταντίνας Σκούρα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Δήμου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια της παρεμβαίνουσας και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 5/4β/ 19.12.2019 απόφασης της Β´ Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 (Α´ 114) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία κατ’ αποδοχήν διοικητικής προσφυγής της …. ακυρώθηκαν α) οι 180/2019 και 209/2019 αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου σχετικά με την ανακήρυξη προσωρινού αναδόχου και την κατακύρωση της σύμβασης αντιστοίχως για την εκτέλεση του έργου «Δημιουργία δημοτικών οδών στο Ακούμαρο Γυθείου», προϋπολογισμού 12.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), και β) η 174450/24.9.2019 πράξη του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία διαπιστώθηκε η τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη της από 26.6.2019 διοικητικής προσφυγής της ιδίας …. κατά της ως άνω 180/2019 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος.

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος κατόπιν της υπ’ αριθ. 1987/2023 αποφάσεως της πενταμελούς συνθέσεώς του λόγω της σπουδαιότητας ανακύψαντος ζητήματος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8).

4. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, οι διαφορές που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των αποσπαστών μονομερών (εκτελεστών) διοικητικών πράξεων που εντάσσονται στην προηγούμενη της καταρτίσεως διοικητικής συμβάσεως διαδικασία δημοσίου διαγωνισμού που αποσκοπεί στην σύναψη της συμβάσεως είναι ακυρωτικές και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2695/1980 Ολ., 3707/1987 Ολ., 4741/1988, 1677/1999 Ολ., 3796/1999 Ολ., 1662/2001, 1908/2001 Ολ., 1923/2002, 3955/2007). Με το ν. 3886/2010 (Α΄ 173) σχετικά με τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων, ο οποίος καταλάμβανε τις διαφορές που αναφύονταν κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, εφόσον η σύμβαση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ ή στις διατάξεις, με τις οποίες οι εν λόγω Οδηγίες μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη (άρθρο 1 παρ. 1), ορίσθηκε ότι αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση όλων των διαφορών του νόμου αυτού είναι το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής (άρθρο 3 παρ. 1). Κατ’ εξαίρεση αυτής της βασικής ρύθμισης όριζε ο ν.3886/2010 ότι διαφορές που αφορούν συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, εκδικάζονται από το Συµβούλιο της Επικρατείας (άρθρο 3 παρ. 3). Παράλληλα, με το άρθρο 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), για το ζήτημα της δικαστικής προστασίας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3886/2010 εισήχθη η ακόλουθη ρύθμιση: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3886/2010 (ΦΕΚ 173 Α΄), οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών εφετείων που αποφαίνονται ανεκκλήτως. …». Εν συνεχεία, το ζήτημα της δικαστικής προστασίας κατά τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων ρυθμίστηκε από τις διατάξεις των άρθρων 345 επ. του ν.4412/2016 (Α´ 147), με τον οποίο, εκτός των άλλων, καταργήθηκε ο ν.3886/2010 και μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες μετά την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο ν.4412/2016 ορίζει στο μεν άρθρο 345 παρ. 1 ότι «Οι διατάξεις του παρόντος Βιβλίου (άρθρα 345 έως 374) εφαρμόζονται στις διαφορές που προκύπτουν κατά τη διαδικασία ανάθεσης και τροποποίησης συμβάσεων του παρόντος νόμου, με εκτιμώμενη αξία ανώτερη των ορίων των άρθρων 118 και 328 περί απευθείας ανάθεσης, και των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ για τις συμβάσεις ενεργειών τεχνικής βοήθειας των άρθρων 119 και 329» [όπως η ρύθμιση αντικαταστάθηκε από το άρθρο 134 του ν.4782/2021 (Α´ 36), με έναρξη ισχύος από την 1η.3.2022 σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 1 περ. ε του νόμου αυτού και το άρθρο 57 του ν. 4825/2021 (Α´ 157)], στο δε άρθρο 372 παρ. 3, ότι «Αρμόδιο για την εκδίκαση των υποθέσεων του παρόντος είναι το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής. Κατ’ εξαίρεση, διαφορές οι οποίες προκύπτουν κατά την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών και δημόσιων συμβάσεων, οι οποίες υλοποιούνται ως Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) σύμφωνα με τον ν. 3389/2005 (Α´ 232), εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ομοίως, διαφορές οι οποίες προκύπτουν από την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, με εκτιμώμενη αξία μεγαλύτερη των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ, εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας» [όπως η ρύθμιση ισχύει κατόπιν της τροποποίησής της από το άρθρο 138 του ν.4782/2021, με έναρξη ισχύος από την 1η.9.2021 σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 1 περ. β του νόμου αυτού].

5. Επειδή, από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων των νόμων 3886/2010 και 3900/2010 προκύπτει ο κανόνας ότι οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, οι οποίες ασκούνται από ενδιαφερομένους να τους ανατεθεί η σύμβαση, υπάγονται από 1.1.2011 (βλ. άρθρο 70 του ν. 3900/2010) στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, εκτός εάν πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων ευρώ, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, οι οποίες εξακολουθούν να ανήκουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 5/2013 επτ.). Ο κανόνας αυτός επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν με τις διατάξεις του άρθρου 372 παρ. 3 του
ν. 4412/2016, το οποίο μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 138 του ν. 4782/2021, ρυθμίζει εκ νέου την εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών και δημόσιων συμβάσεων, οι οποίες υλοποιούνται ως Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) σύμφωνα με τον
ν. 3389/2005, καθώς και σε διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, με εκτιμώμενη αξία μεγαλύτερη των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ (πρβ. ΣτΕ 2074/2022). Όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία ανάθεσης διοικητικών συμβάσεων, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν.4412/2016 περί έννομης προστασίας ενόψει των ρυθμίσεων του προαναφερθέντος άρθρου 345 παρ. 1 σχετικά με την εκτιμώμενη αξία αυτών, όπως το εν λόγω άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 134 του ν.4782/2021, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 47 παρ. 4 του
ν. 3900/2010, βάσει του οποίου οι διαφορές αυτές υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, το οποίο αποφαίνεται ανεκκλήτως.

6. Επειδή, με τον ως άνω ν. 3900/2010 και τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν.4412/2016 διατηρήθηκε η κατά κανόνα δικονομική ρύθμιση περί μεταφοράς στα Διοικητικά Εφετεία των υποθέσεων που ανακύπτουν κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων και γεννούν ζητήματα εφαρμογής της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Αντιθέτως, όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς προς την νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση λ.χ. της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με την νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για την μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία. Η αντίθετη άποψη οδηγεί σε μη ηθελημένο από το νομοθέτη αποτέλεσμα, δηλαδή την αποξένωση του Συμβουλίου της Επικρατείας από υποθέσεις μη σχετιζόμενες αμέσως με το δίκαιο που διέπει τους διαγωνισμούς δημοσίων έργων. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και η επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 47 παρ. 4 εδ. πρώτο του ν. 3900/2010 υπέρ του ν. 3886/2010 [και ήδη του ν. 4412/ 2016, ο οποίος εφαρμόζεται στις διαφορές μεταξύ της Αναθέτουσας Αρχής και των ενδιαφερομένων να τους ανατεθεί η συγκεκριμένη σύμβαση], με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι ο ν. 3900/2010 συμπληρώνει πλέον τον ισχύοντα ν. 4412/2016 και εξακολουθεί να αφορά τις διαφορές μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και διαγωνιζομένων και μόνον. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, τρίτοι, δηλαδή μη μετασχόντες στην διαγωνιστική διαδικασία αναθέσεως δημοσίου έργου, έχουν μεν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξη ενταγμένη στη διαδικασία αυτή, εφόσον προβάλλουν ότι το έργο είναι παράνομο και ότι από τη λειτουργία του θίγονται έννομα συμφέροντά τους (λ.χ. λόγω παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας), δεν μπορούν όμως να προβάλλουν τυχόν πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας (βλ. Σ.τ.Ε. 665/2009, 1085/ 2008, 1190/2000, 857/1997, 2589/1991). Υπό τα δεδομένα αυτά, όταν ο αιτών είναι τρίτος – και όχι ενδιαφερόμενος να αναλάβει την εκτέλεση του έργου – και προσβάλλει πράξη του προσυμβατικού σταδίου του διαγωνισμού, η διαφορά που γεννάται ανήκει πάντοτε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει μεταφερθεί στα Διοικητικά Εφετεία (ΣτΕ 5/2013 επτ.).

7. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από την κατά τόπον αρμόδια Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του ν.3463/2006 στο πλαίσιο άσκησης εποπτείας πράξεων οργάνου του αιτούντος Δήμου σχετικά με την ανάθεση σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου, η οποία ενόψει της εκτιμώμενης αξίας της (12.000 ευρώ) δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν.4412/2016 περί παροχής έννομης προστασίας. Συγκεκριμένα, ο πιο πάνω έλεγχος νομιμότητας ασκήθηκε από την προαναφερθείσα Ειδική Επιτροπή κατόπιν άσκησης της από 25.10.2019 διοικητικής προσφυγής της …., δηλαδή τρίτου προσώπου (κατοίκου της περιοχής, μη μετασχόντος στην διαγωνιστική διαδικασία), η οποία προσέβαλε τη σιωπηρή απόρριψη της ασκηθείσας ενώπιον του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου από 26.6.2019 προσφυγής της κατά της 180/2019 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου, με την οποία ανακηρύχθηκε προσωρινός ανάδοχος για το έργο «Δημιουργία δημοτικών οδών στο Ακούμαρο Γυθείου» ο …. . Με τις δύο διοικητικές προσφυγές της [αρχικώς ενώπιον του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου και, εν συνεχεία, ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006] η ….. προέβαλε ότι για την εκτέλεση του ένδικου έργου δεν έχει προηγηθεί η απαιτούμενη περιβαλλοντική μελέτη και τεχνική μελέτη διάνοιξης οδού, ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση για την εκτέλεση του ένδικου έργου ευρίσκεται εκτός του Γ.Π.Σ. της πόλης του Γυθείου και ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις επιχειρείται κατ’ ουσίαν νέος πολεοδομικός σχεδιασμός χωρίς τήρηση των νομίμων διαδικασιών και χωρίς ο Δήμος να έχει σχετική αρμοδιότητα κατά παράβαση της αρχής ότι ο σχεδιασμός του οδικού δικτύου απαιτεί συνολική διαχείριση. Με την ήδη προσβαλλομένη απόφασή της η Επιτροπή του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 δέχθηκε ότι η προσφυγή ασκήθηκε μετ’ εννόμου συμφέροντος και εμπροθέσμως από την …., θεώρησε δε ως συμπροσβαλλόμενη πράξη την 209/2019 απόφαση του αιτούντος Δήμου περί κατακύρωσης του ένδικου έργου. Περαιτέρω, ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου, καθώς και την σιωπηρή απόρριψη της από 26.6.2019 προσφυγής της …. από τον οικείο Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την αιτιολογία ότι η απόφαση 17369/301/29.1.2016, με την οποία χορηγείται έγκριση επέμβασης σε χορτολιβαδική έκταση για την εκτέλεση του επίμαχου έργου, εκδόθηκε αναρμοδίως από την Αντιπεριφερειάρχη Λακωνίας και ότι ο Δήμος αναρμοδίως ενέκρινε την εκτέλεση του ένδικου έργου σε περιοχή εκτός του Γ.Π.Σ. της πόλης του Γυθείου, διότι η αρμοδιότητα διάνοιξης νέων οδών ανήκει σε κρατικό όργανο αρμόδιο για τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό. Με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η υπόθεση ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Ό. Ζύγουρα, η υπό κρίση ακυρωτική διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ε´ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

8. Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης παρεμβαίνει με προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς η …..

9. Επειδή, όπως κρίθηκε με την απόφαση 380/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την έννοια της μεταβατικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 238 του ν. 3852/2010, μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας Ο.Τ.Α. στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η κατ’ άρθρο 227 του ιδίου νόμου προσφυγή κατά των πράξεων των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των Δήμων ασκείται ενώπιον του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατά των αποφάσεων του οποίου εξακολουθεί, κατά το μεταβατικό αυτό διάστημα, να χωρεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 151 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ΚΔΚ) προσφυγή ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ιδίου Κώδικα. Με τις ανωτέρω διατάξεις προβλέπεται ειδική διοικητική διαδικασία για τον, εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα (ήδη Συντονιστή) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αρχικώς και της ως άνω Ειδικής Επιτροπής εν συνεχεία, έλεγχο των αποφάσεων των οργάνων των Δήμων από άποψη νομιμότητας και μόνον, κατόπιν άσκησης αντιστοίχων προσφυγών από τον διοικούμενο. Εξ άλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 152 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, όπως έχει παγίως ερμηνευθεί, η τριακονθήμερη αποκλειστική προθεσμία απόφανσης της Επιτροπής επί της ασκηθείσης ενώπιόν της προσφυγής κατά της απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αρχίζει από την περιέλευση στην Επιτροπή της προσβαλλόμενης πράξης και των στοιχείων που προβλέπονται από τον νόμο για την έκδοσή της και είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης (ΣτΕ 734/2011, 4153/2012, 2966/2016, 2946/2017, 242/2019, 2848/2019, 1220/2020 κ.ά.). Η αυτή δε ερμηνεία προσήκει, για τον ίδιο λόγο (διασφάλιση πραγματικής άσκησης της περιορισμένης κατά χρόνο αρμοδιότητας απόφανσης), και για την προβλεπόμενη στο άρθρο 227 παρ. 5 του ν. 3852/2010 δίμηνη αποκλειστική προθεσμία απόφανσης του Συντονιστή επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως δημοτικού οργάνου, η οποία, ως εκ τούτου, αρχίζει από την περιέλευση ενώπιόν του της προσβαλλόμενης πράξης και των στοιχείων βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε (βλ. ΣτΕ 2846/2019, πρβλ. ΣτΕ 2242/2008, 2115/2009 7μ.). Περαιτέρω, η εμπρόθεσμη άσκηση των εν λόγω προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν ενδικοφανή χαρακτήρα, διακόπτει, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του π.δ. 18/1989, την προθεσμία άσκησης αίτησης ακυρώσεως επί δύο μήνες, προκειμένου περί προσφυγής ενώπιον του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ή επί τριάντα ημέρες, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής και ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Όσον αφορά την έναρξη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η προσφυγή νομιμότητας διακόπτει, κατ’ άρθρο 46 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, κρίσιμο χρονικό σημείο είναι, κατά την έννοια των προεκτεθεισών διατάξεων, αυτό της υποβολής της προσφυγής και όχι της περιελεύσεως της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης και των στοιχείων έκδοσής της στο αρμόδιο όργανο. Συνεπώς, από την επομένη της παρελεύσεως διμήνου από την υποβολή προσφυγής στον Συντονιστή (χωρίς να έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο απορριπτική απόφαση επί της προσφυγής) επανεκκινεί η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως και, παραλλήλως, αρχίζει η προθεσμία άσκησης ενώπιον της Επιτροπής της δεύτερης προσφυγής νομιμότητας, η οποία, εφ’ όσον ασκηθεί εμπροθέσμως, διακόπτει εκ νέου την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως για τριάντα ημέρες από την υποβολή της. Το χρονικό σημείο της περιέλευσης της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης και των στοιχείων έκδοσής της στα όργανα απόφανσης επί της προσφυγής, το οποίο άλλωστε ο προσφεύγων δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, δεν επηρεάζει τον υπολογισμό των ανωτέρω προθεσμιών, αλλά αποτελεί κρίσιμο στοιχείο μόνο για τη διαπίστωση του εάν η τυχόν μεταγενεστέρως εκδοθησόμενη απόφαση επί της προσφυγής έχει εκδοθεί αρμοδίως κατά χρόνο, οπότε θεωρείται συμπροσβαλλόμενη. Τυχόν κοινοποίηση ή γνώση της απόφασης σε μεταγενέστερο χρόνο δεν επανεκκινεί τις προθεσμίες για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας (380/2024) διευκρινίστηκε ότι με την απόφαση αυτή δεν μεταβάλλεται η έως τότε κρατούσα νομολογία αναφορικά με τη διακοπή της προθεσμίας λόγω ασκήσεως της εν λόγω κατά το άρθρο 227 του ν. 3852/2010 προσφυγής.

10. Επειδή, εν προκειμένω η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του οικείου Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης στις 26.6.2019 την προβλεπόμενη από το άρθρο 227 του ν. 3852/2010, όπως τροποποιηθέν ισχύει, προσφυγή, η οποία τεκμαίρεται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς στις 26.8.2019 μετά την πάροδο δύο μηνών. Συνεπώς, η προσφυγή που άσκησε ακολούθως η παρεμβαίνουσα στις 25.10.2019 κατά της πιο πάνω σιωπηρής απόρριψης ενώπιον της κατά τόπον αρμόδιας Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 151 του ν. 3463/2006 μηνιαίας προθεσμίας και έπρεπε να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Κατόπιν τούτων, με την προσβαλλομένη απόφαση 5/4β/19.12.2019 η Β´ Ειδική Επιτροπή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου μη νομίμως θεώρησε ότι η προσφυγή ενώπιόν της ασκήθηκε εμπροθέσμως, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως. Συνεπώς, για τον λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να απορριφθεί η παρέμβαση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την 5/4β/19.12.2019 απόφαση της Β΄ Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου.

Απορρίπτει την παρέμβαση.

Επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο και στην παρεμβαίνουσα τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2024

Η Πρόεδρος του Δ´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Δ´ Τμήματος

Σπυριδούλα ΧρυσικοπούλουΙωάννα Παπαχαραλάμπους

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 2025.

Η Πρόεδρος του Δ´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας

Σπυριδούλα ΧρυσικοπούλουΕυδοξία Καπίρη

Η απόφαση εστάλη από τη δικηγορική εταιρεία ΑΠ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ – Ν.-Κ. ΧΛΕΠΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *