ΣτΕ 29/2017 (Α’ 7/μ)
….
7. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου, όταν δευτεροβάθμιο όργανο κρίνει επί ενδικοφανούς προσφυγής του διοικουμένου, δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του, εκτός εάν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση (ΣτΕ 4202/1986, 2340/1987, 3424/2006). Συνεπώς, όταν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. κατά γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (προσφυγή) – σύμφωνα με τα εκθέντα στην προηγούμενη σκέψη – οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή (πρβ. ΣτΕ 2182/2015 7μ.), δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση στη νομοθεσία του ως άνω Ιδρύματος, ούτε προκύπτει άλλωστε από τη νομοθεσία αυτή η δυνατότητα της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου, ενόψει άλλωστε και του ότι, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, προβλέπεται πάντως η δυνατότητα του ασφαλιστικού αυτού οργανισμού (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) να ασκήσει προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου (ΣτΕ 4202/1986). Επομένως, σε περίπτωση που η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, επιλαμβανόμενη προσφυγής μόνο του ασφαλισμένου, κρίνει ότι η ιατρική του αναπηρία πρέπει να προσδιορισθεί σε ποσοστό υψηλότερο εκείνου που προσδιόρισε η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή, θα δεχθεί την προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της τελευταίας ως άνω επιτροπής και θα καθορίσει το κατά την κρίση της προσήκον ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. Άλλως, αν δηλαδή κρίνει ότι η εν λόγω αναπηρία θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο αυτό ή και σε χαμηλότερο ποσοστό, θα απορρίψει την προσφυγή, με συνέπεια να οριστικοποιηθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, που προσδιορίστηκε από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Ταξιαρχίας Κόμβου, στην οποία προσχώρησε η Πάρεδρος Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, από τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. (ιδίως άρθρα 28 παρ. 8, 29, 35, 36 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α.) συνάγεται ότι η άσκηση προσφυγής κατά γνωματεύσεως πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής (Α.Υ.Ε.) συνεπάγεται τη συνολική επανεξέταση και την εκ νέου αξιολόγηση της καταστάσεως της υγείας του ασφαλισμένου εκ μέρους της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής (Β.Υ.Ε.), η οποία δεν περιορίζεται στην κρίση της από τις αιτιάσεις και το αίτημα της προσφυγής. Και ναι μεν η προσφυγή αυτή οργανώνεται από διαδικαστική άποψη κατά το πρότυπο της ενδικοφανούς προσφυγής (πρβ. ΣτΕ 2182/2015 7μ.), ωστόσο δεν εξομοιώνεται με ενδικοφανή προσφυγή, αφού η άσκησή της είναι προαιρετική (πρβ. ΣτΕ 1378/1998). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι αν η Β.Υ.Ε., κατά τον επανέλεγχο του ιατρικού φακέλου και την αξιολόγηση της κλινικής εικόνας του ασφαλισμένου, καθώς και την εξέταση των τυχόν προσκομισθέντων ενώπιόν της από τον ασφαλισμένο ή/και των τυχόν νέων, αιτηθέντων από τη Β.Υ.Ε., ιατρικών στοιχείων, καταλήξει σε διαφορετική σε σχέση με την Α.Υ.Ε. ιατρική κρίση ως προς τα ιατρικής φύσεως θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των υγειονομικών επιτροπών του Ι.Κ.Α. (ήδη Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), υποχρεούται να αποφανθεί με δική της γνωμάτευση, τροποποιητική εκείνης της Α.Υ.Ε., ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται τη χειροτέρευση της θέσεως του προσφεύγοντος (είτε του ασφαλισμένου είτε του εν λόγω ασφαλιστικού οργανισμού), μη δυναμένη να περιορισθεί σε απόρριψη της προσφυγής.
….