[…] 1.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της …απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της … απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, εργαζόμενου στην Δ.Ε.Η. και ασφαλισμένου στον οικείο φορέα, ακυρώθηκε η … απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.) και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να κριθεί εκ νέου το αίτημα του ανωτέρω να του χορηγηθεί κύρια σύνταξη, επικουρικό μέρισμα και εφ’ άπαξ βοήθημα. Με την ως άνω απόφαση του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. απορρίφθηκε ένσταση του αναιρεσιβλήτου κατά της … απόφασης του Διευθυντή Ασφάλισης, Συντάξεων και Πρόνοιας του Οργανισμού αυτού, με την οποία είχε απορριφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966 η αίτησή του να του χορηγηθούν οι ως άνω παροχές λόγω καταδίκης του για υπεξαίρεση σε βάρος της Δ.Ε.Η.
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση κύριας σύνταξης, επικουρικού μερίσματος καθώς και εφ’ άπαξ βοηθήματος. Κατά τις διατάξεις του ν. 3655/2008 (Α΄ 58, άρθρ. 3 παρ. 1,2 και 6, 70 παρ.1-3 περ. Α και 83 παρ. 1-2) ο κλάδος κύριας σύνταξης του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. (Οργανισμού, ο οποίος είχε καταστεί εκ του νόμου οιονεί καθολικός διάδοχος της Δ.Ε.Η. σε όλα τα θέματα κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού και των συνταξιούχων της, σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 13 ν. 2773/1999, Α΄ 286, και 3, 4, 7 και 11 του π.δ. 51/2001, Α΄ 41) εντάχθηκε στον κλάδο κύριας σύνταξης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ενώ οι κλάδοι επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος του ως άνω Οργανισμού εντάχθηκαν στους οικείους κλάδους του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., οι ασφαλιστικοί δε αυτοί φορείς (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) κατέστησαν, αντιστοίχως, από 1.10.2008 οιονεί καθολικοί διάδοχοι των οικείων κλάδων (βλ. Σ.τ.Ε. 315/2019, 3485/2011 κ.ά.). Με τα δεδομένα αυτά, νομίμως μεν ασκήθηκε στις 14.5.2009 η υπό κρίση αίτηση από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., κατά το μέρος που αφορά τη χορήγηση κύριας σύνταξης γήρατος στον αναιρεσίβλητο, απαραδέκτως, όμως, ασκήθηκε η αίτηση αναιρέσεως από το ως άνω Ίδρυμα, κατά το μέρος που αφορά τη χορήγηση επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος στον ανωτέρω. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί κατά το οικείο μέρος λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Εξάλλου, νομίμως παρίσταται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ως αναιρεσείων διάδικος ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), καθολικός διάδοχος από 1.1.2017 του αναιρεσείοντος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρα 51, 53 και 70 παρ. 9 του ν. 4387/2016, Α΄ 85).
3. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι “Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας”, στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου”, στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους… Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …” (παρ. 1). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 5 κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η έναντι καταβολής εισφοράς προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Αν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές, οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο για την καταβολή των ασφαλιστικών παροχών και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως εκδηλώνεται -όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας- η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (Σ.τ.Ε. 2287-90/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν πρέπει όμως ο υπολογισμός της παροχής να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατώτατου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας (Σ.τ.Ε. 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-90/2015 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, ο συντακτικός νομοθέτης ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της παρεχόμενης ασφαλιστικής προστασίας με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ο κοινός νομοθέτης δε κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για την ρύθμιση των σχετικών θεμάτων. Η εξουσία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (Σ.τ.Ε. 1880,1882/2019 Ολομ., 2197-2200/2010 Ολομ. κ.ά.). Σε κάθε δε περίπτωση ο νομοθέτης δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, τη χορήγηση, δηλαδή, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στον ασφαλισμένο παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες από αυτόν εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφαλισής του και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνον της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου, οι παροχές δε αυτές τελούν πάντοτε υπό την εγγύηση του Κράτους (Σ.τ.Ε. 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-/2015 Ολομ., 668/2012 Ολομ. κ.ά.).
4. Επειδή, στο ν. 4491/1966 «Περί Ασφαλίσεως του Προσωπικού της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού» (Α΄ 1) ορίζονται τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 ότι «1. Η Δημόσια Επιχείρησις Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.) αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνικήν ασφάλισιν του προσωπικού της, διεπομένην υπό των διατάξεων του παρόντος. 2…» και στο άρθρο 3 με τίτλο του άρθρου «Περιεχόμενον ασφαλίσεως» ότι «Η δια του παρόντος θεσπιζομένη ασφάλισης περιλαμβάνει τους ακολούθους Κλάδους: α) Τον Κλάδον Συντάξεως β) Τον Κλάδον Υγείας γ) Τον Κλάδον Πρόνοιας- Αντιλήψεως». Στο άρθρο 8 του Κεφαλαίου Β΄ («Κλάδος Συντάξεως») του νόμου, με τίτλο του άρθρου «Σύνταξις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου», ορίζεται ότι «1. Ο ησφαλισμένος παρά τη ΔΕΗ δικαιούται εξ αυτής συντάξεως: α) Μετά 25 ετών ασφάλισιν εφ’ όσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του. β) Μετά 20 ετών ασφάλισιν εφόσον έχει συμπληρώσει το 60ον έτος της ηλικίας του. γ) …». Στην παρ. 4 του άρθρου 13 με τίτλο του άρθρου «Απώλεια δικαιώματος εις σύνταξιν» ορίζεται ότι «Το δικαίωμα εις σύνταξιν απόλλυται εάν ο δικαιούχος καταδικασθή εις εγκληματικήν ποινήν επί κλοπή, υπεξαιρέσει, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, εφ’ όσον τα αδικήματα ταύτα στρέφονται κατά της ΔΕΗ ή του Ελληνικού Δημοσίου. Παρεχομένης χάριτος μετ’ άρσεως συνεπειών ή επερχομένης αποκαταστάσεως το δικαίωμα εις σύνταξιν ανακτάται από της πρώτης του επομένου μηνός εκείνου καθ’ όν ήρθησαν αι συνέπειαι ή εγένετο η αποκατάστασις. Εφ’ όσον υπάρχουν πρόσωπα, άτινα εν περιπτώσει θανάτου του δικαιούχου θα ελάμβανον σύνταξιν, ταύτα δικαιούνται κατά το χρονικόν διάστημα, καθ’ ο δεν δύναται να ασκηθή υπ’ αυτού το εις σύνταξιν δικαίωμα, να τύχουν συντάξεως, ως εάν ο καταδικασθείς είχεν αποβιώσει». Στο άρθρο 14 του Κεφαλαίου Γ΄ («Κλάδος Υγείας») του ίδιου νόμου, με τίτλο του άρθρου «Δικαιούχοι Υγειονομικής Περιθάλψεως», ορίζεται ότι «1. Υγειονομική Περίθαλψις παρέχεται εις τον ησφαλισμένον και τον συνταξιούχον… 2. Η υγειονομική περίθαλψις παρέχεται εφ’ όσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν του εξαμήνου, αφ’ ης ο ασθενής απώλεσε την ιδιότητα του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου…». Περαιτέρω, στο Κεφάλαιο Δ΄ («Κλάδος Πρόνοιας-Αντιλήψεως») και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 25 του ανωτέρω νόμου με τίτλο του άρθρου «Εφ’ άπαξ βοήθημα», όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 263/1990 (Α΄ 1), ορίζεται ότι «1. Στους ασφαλισμένους οι οποίοι εξέρχονται από την υπηρεσία της ΔΕΗ, τους δικαιουμένους σύνταξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 4491/1966, … ως και τους μη δικαιουμένους σύνταξης, εφόσον οι τελευταίοι συμπλήρωσαν 15ετή τουλάχιστον ασφάλιση, από την οποία τουλάχιστον 10ετή πραγματική υπηρεσία στη ΔΕΗ, καταβάλλεται εφάπαξ βοήθημα … ». Εξάλλου, στο άρθρο 56 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165, το οποίο κατά το άρθρο 58 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σε οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης), ορίζεται ότι «1. Στον ασφαλισμένο σε κάθε φορέα ασφάλισης πρόνοιας απονέμεται εφάπαξ βοήθημα, εφόσον έτυχε κύριας σύνταξης λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας από οποιονδήποτε φορέα και πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις του οικείου ταμείου…2. Στους μη δικαιούμενους εφάπαξ βοηθήματος επιστρέφονται οι εισφορές… ». Τέλος, στο άρθρο 4 του π.δ. 245/1975 (Α΄ 69) «Περί συγκροτήσεως και λειτουργίας της Επικουρικής Ασφαλίσεως του Προσωπικού της ΔΕΗ», με τίτλο του άρθρου «Επικουρικόν μέρισμα», ορίζεται ότι «1. Οι παρά της ΔΕΗ επικουρικώς ησφαλισμένοι δικαιούνται τακτικού μηνιαίου μερίσματος, εφ’ όσον τύχουν οριστικής συνταξιοδοτήσεως εξ αυτής… Αι διατάξεις των άρθρων 13 και 29 του Νόμου 4491/1966, καθ’ ο μέρος αφορούν αύται εις την σύνταξιν, εφαρμόζονται και επί του επικουρικού μερίσματος». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, σε περίπτωση ποινικής καταδίκης εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. «εις εγκληματικήν ποινήν» (δηλ. σε ποινή κάθειρξης, κατά την ορολογία του εφαρμοστέου εν προκειμένω Ποινικού Κώδικα, π.δ. 283/1985, άρθρ. 52, Α΄ 106, ήτοι ποινή στερητική της ελευθερίας από 5 ετών και άνω, πρβ. Σ.τ.Ε. 1047/1974) για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται ως συνέπεια, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, η πλήρης και οριστική απώλεια του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ως επακόλουθο δε αυτής η πλήρης και οριστική απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, η στέρηση του δικαιώματος σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφ’ άπαξ βοήθημα (με επιστροφή στην τελευταία αυτή περίπτωση των καταβληθεισών εισφορών). Σκοπός της εν λόγω διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 είναι η αποτροπή των εργαζομένων στην δημόσια αυτή επιχείρηση από την διάπραξη των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, όταν στρέφονται είτε σε βάρος της -εν όψει, κυρίως, της κοινωφελούς αποστολής της καθώς και της λειτουργίας της κατά το χρόνο θέσπισης της ρύθμισης ως ασφαλιστικού φορέα- είτε σε βάρος του Δημοσίου. Τούτο δε, διότι οι συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας, στρεφόμενες κατά της Δ.Ε.Η. ή του Δημοσίου θέτουν σε κίνδυνο την περιουσία και την εν γένει εύρυθμη λειτουργία αυτών.
5. Επειδή, από τις συνταγματικές διατάξεις που παρατίθενται στη σκέψη 3 συνάγεται ότι, με σκοπό την κατά τα ανωτέρω αποτροπή τέλεσης από εργαζομένους σε δημόσια επιχείρηση σε βάρος αυτής ή του Δημοσίου σοβαρού ποινικού αδικήματος, δεν αποκλείεται η επέμβαση του νομοθέτη και η ρύθμιση της ασφαλιστικής σχέσης με δυσμενέστερους κανόνες εν σχέσει προς τα ισχύοντα γενικώς για τους λοιπούς ασφαλισμένους, επί τη βάσει τιθέμενων στο νόμο συγκεκριμένων κριτηρίων στοιχούντων, ιδίως, προς τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης (πρβ. και Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 14.6.2016 Φιλίππου κατά Κύπρου, σκ. 68, 70 και 71, απόφαση της 18.10.2005 Banfield κατά Ηνωμένου Βασιλείου, βλ. Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. σκ. 6). Στις περιπτώσεις, πάντως, αυτές η δυνατότητα του νομοθέτη να επεμβαίνει στην ασφαλιστική σχέση οριοθετείται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 14.6.2016 Φιλίππου κατά Κύπρου, σκ. 66 και 68, βλ. και Ελ. Συν. 1200/2018, Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. κ.ά., πρβ. Σ.τ.Ε. 1889/2019 Ολομ., 2034/2015 επταμ., 1621/2012 Ολομ.). Εν όψει των προεκτεθέντων, η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, με την οποία, σε περίπτωση τέλεσης των ως άνω αξιόποινων πράξεων από τον ασφαλισμένο σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Δημοσίου, επέρχεται πλήρης και οριστική απώλεια του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, με εντεύθεν συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος σε επικουρικό μέρισμα, εφ’ άπαξ παροχή και παροχές υγείας, αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Τούτο δε, διότι λόγω της έκτασης και της διάρκειας των συνεπειών της υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο εν όψει του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, καταλήγει δε να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση και να θέτει σε διακινδύνευση κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου το δικαίωμα του ασφαλισμένου να διαβιώνει με αξιοπρέπεια (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 14.6.2016 Φιλίππου κατά Κύπρου σκ. 68 και 72, απόφαση της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδας σκ. 41 και 42, απόφαση της 18.10.2005 Banfield κατά Ηνωμένου Βασιλείου και απόφαση της 20.6.2002 Αζίνας κατά Κύπρου, βλ. Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. κ.ά.). Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Κ. Κονιδιτσιώτου, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, νομοθετική ρύθμιση, η οποία, για λόγους που συνάπτονται με την αποτροπή διάπραξης από εργαζόμενο σε δημόσια επιχείρηση ποινικώς κολάσιμης πράξης σε βάρος αυτής ή του Δημοσίου, θέτει δυσμενέστερους όρους για τη χορήγηση σ’ αυτόν ασφαλιστικών παροχών εν σχέσει προς τα ισχύοντα για τους λοιπούς ασφαλισμένους, δεν συνιστά, κατ’ αρχήν, νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, αλλά θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος αυτού. Τούτο δε, διότι ο ως άνω δικαιολογητικός λόγος θέσπισής της δεν συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος ειδικώς για τη στέρηση ή τη μείωση κοινωνικοασφαλιστικών παροχών. Εξάλλου, ρύθμιση της μορφής αυτής δεν τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της ίδιας της ασφαλιστικής σχέσης, που έχει ως αποστολή την προστασία από τους ασφαλιστικούς κινδύνους με την χορήγηση παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης, συνιστά δε για τον θιγόμενο ασφαλισμένο μη δικαιολογημένη δυσμενή διάκριση, με αποτέλεσμα να είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπλέον, σχετική νομοθετική πρόβλεψη, κατά την ίδια γνώμη, δεν παρίσταται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, για την πραγμάτωση του οποίου κατάλληλα και επαρκή μέτρα προβλέπονται ήδη στη νομοθεσία (πέραν των κανόνων του ποινικού δικαίου, ιδίως, στο πειθαρχικό δίκαιο, αλλά και το δίκαιο της αποζημίωσης), με αποτέλεσμα να υπερακοντίζει προδήλως τον σκοπό αυτό. Συνεπώς, αντίκειται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (πρβ. Ελ. Συν. 1200/2018, 1556/2017, βλ. και Ελ. Συν. 6456/2015 Ολομ.).
6. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς λαμβάνονται υπ’ όψιν κατ’ αναίρεση, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε στη Δ.Ε.Η. και ασφαλίστηκε στον οικείο φορέα με συνολικό χρόνο ασφάλισης 21 έτη, 10 μήνες και 19 ημέρες. Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω απασχολήθηκε στη ως άνω δημόσια επιχείρηση από… , οπότε του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης λόγω υπεξαίρεσης που διέπραξε σε βάρος της Δ.Ε.Η., για το αδίκημα δε αυτό καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με την … απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Εξάλλου, ο αναιρεσίβλητος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. 665 ημέρες εργασίας από το έτος … έως το έτος …, 143 ημέρες εργασίας κατά το έτος … και 1678 ημέρες εργασίας από το έτος … έως το έτος…. Η Σ… αίτησή του προς το Τοπικό Υποκατάστημα Αγρινίου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., με την οποία ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω γήρατος, απορρίφθηκε με την … απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Συντάξεων, με την αιτιολογία ότι ο ασφαλισμένος δεν είχε συμπληρώσει το απαιτούμενο από τις διατάξεις όριο ηλικίας (65° έτος), διαβιβάσθηκε δε ο φάκελος του αναιρεσιβλήτου σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης στον Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. ως προηγούμενο ασφαλιστικό φορέα, προκειμένου να κριθεί το ως άνω αίτημα. Ακολούθως, ο αναιρεσίβλητος υπέβαλε στον Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. την … αίτηση για χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος, επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την … απόφαση του Διευθυντή Ασφαλίσεως-Συντάξεων και Πρόνοιας του Οργανισμού, με την αιτιολογία ότι ο ασφαλισμένος, αν και συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του νόμου για τη χορήγηση σύνταξης, απώλεσε το δικαίωμά του αυτό σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 λόγω της ποινικής καταδίκης του για υπεξαίρεση σε βάρος της Δ.Ε.Η. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε την … ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την … απόφαση του Δ.Σ. του Οργανισμού με την ίδια αιτιολογία. Κατά της τελευταίας απόφασης ο ασφαλισμένος άσκησε προσφυγή, ισχυριζόμενος ότι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 είναι αντίθετη με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθώς η στέρηση των επίμαχων συνταξιοδοτικών παροχών συνιστά δυσανάλογα επαχθές μέτρο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από το νόμο σκοπό, περιάγει δε τον ίδιο σε κατάσταση ένδειας, θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του και τον οδηγεί σε κοινωνική περιθωριοποίηση, αφού δεν διαθέτει άλλους οικονομικούς πόρους. Προέβαλε, συναφώς, ότι η επίμαχη ρύθμιση πάσχει και για τον επιπλέον λόγο ότι δεν συναρτάται με την ασφαλιστική σχέση, αλλά συνδέεται με ποινικώς κολάσιμες πράξεις. Υποστήριξε, επίσης, ότι η διάταξη αυτή προσκρούει και στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., προέβαλε δε με το υπόμνημά του ότι με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρίσιμη διάταξη παραβιάζει τον πυρήνα του δικαιώματός του για κοινωνική ασφάλιση. Ο αναιρεσίβλητος Οργανισμός ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο υπηρετεί η επίμαχη διάταξη, με την οποία λαμβάνονται μέτρα «τόσο κατασταλτικά όσο και προληπτικά», αφορά την προστασία της Δ.Ε.Η. ως εργοδότη και ως ασφαλιστικού φορέα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη είναι αντίθετη στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, έκανε δεκτή την προσφυγή, ακύρωσε την … απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. και ανέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να κρίνει εκ νέου το αίτημα του αναιρεσιβλήτου για τη χορήγηση κύριας σύνταξης γήρατος, επικουρικού μερίσματος καθώς και εφ’ άπαξ βοηθήματος. Με την έφεσή του το αναιρεσείον Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας ότι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον της παροχής από τα κρατικά όργανα υπηρεσιών προς τους πολίτες, δικαιολογείται από την ειδική κυριαρχική σχέση του υπαλλήλου δημόσιας επιχείρησης κοινής ωφέλειας, είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, στοχεύει στο να αποθαρρύνονται οι υπάλληλοι του Δημοσίου από τη διάπραξη συναφών εγκλημάτων, παράλληλα δε συνάπτεται με το συνταξιοδοτικό καθεστώς του υπαλλήλου, υπό την έννοια ότι, όπως προέβαλε το Ίδρυμα, αν δεν εφαρμοζόταν το μέτρο αυτό, θα ματαιωνόταν η πειθαρχική ποινή της απόλυσης και ο υπάλληλος θα λάμβανε σύνταξη, αντί του μισθού του. Προέβαλε, επίσης, ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν εμποδίζει την εργασία του ασφαλισμένου σε επιχείρηση εκτός του δημοσίου τομέα και ότι, εν όψει των συνθηκών της κρινόμενης υπόθεσης (ηλικία, κατάστασή της υγείας του, ημέρες ασφάλισής του στο Ι.Κ.Α.) -που του επιτρέπουν να εργαστεί μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του και να λάβει τότε σύνταξη από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με προσμέτρηση του χρόνου ασφάλισής του στη Δ.Ε.Η. σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης-, δεν τίθεται σε κίνδυνο η διαβίωσή του, ενώ τα αποτελέσματα της δεν είναι δυσανάλογα με το ύψος του ποσού που υπεξαίρεσε (9.603.437 δρχ). Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση του Ιδρύματος κατά της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, με την οποία εισάγεται εξαίρεση από τον γενικό συνταξιοδοτικό κανόνα ότι όλοι οι υπάλληλοι δικαιούνται σύνταξη, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, αφενός διότι η εξαίρεση αυτή βασίζεται σε κριτήριο που δεν έχει άμεση σχέση με το αντικείμενο της ρύθμισης, την απονομή, δηλαδή, των συνταξιοδοτικών παροχών, που χορηγούνται μετά τη λήξη της υπαλληλικής σχέσης και εξαρτώνται από τη συμπλήρωση ορισμένων αντικειμενικών προϋποθέσεων, όπως είναι ο συντάξιμος χρόνος και η συμπλήρωση ορίου ηλικίας, διότι, όπως κρίθηκε, η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, ώστε να αποτελεί το κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά τελεί σε άμεση σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση του εν ενεργεία υπαλλήλου και μπορεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις να οδηγήσει σε απόλυσή του. Πέραν τούτου, η ίδια η κύρωση ως δυσμενές μέτρο εμφανίζει τέτοια ένταση και διάρκεια, δεδομένου ότι ακολουθεί τον απολυθέντα υπάλληλο μέχρι το πέρας του βίου του, που θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωσή του με στέρηση των στοιχειωδών μέσων για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών και μάλιστα σε μία ηλικία, που η δυνατότητα αναπλήρωσης της ως άνω παροχής καθίσταται, αν όχι αδύνατη, εξόχως δυσχερής με άμεσο αποτέλεσμα την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τα ανωτέρω μειονεκτήματα που συνεπάγεται το προαναφερόμενο μέτρο, κατά τα κριθέντα από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι δυσανάλογα εν σχέσει προς το δημόσιο σκοπό που επιδιώκεται, δηλαδή, την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, εν όψει του ότι ο σκοπός αυτός υπερακοντίζεται καταδήλως, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό, αλλά λιγότερο επαχθές. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν εφετείο κατέληξε στη κρίση ότι η επίμαχη διάταξη έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και είναι ανίσχυρη, παραθέτοντας ως σχετική νομολογία, στην οποία στήριξε την κρίση του, την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 6.5.2002 Αζίνας κατά Κύπρου. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμά του σε κύρια σύνταξη γήρατος, επικουρικό μέρισμα καθώς και εφ’ άπαξ βοήθημα λόγω της ποινικής του καταδίκης και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος.
7. Επειδή, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος εφετείου, κατά την οποία αντίκειται στο Σύνταγμα η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, είναι νόμιμη, ανεξάρτητα από τις επιμέρους αιτιολογίες της, θα έπρεπε δε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Ως αβάσιμος, επίσης, θα έπρεπε να απορριφθεί και ο συναφής ισχυρισμός, που ερείδεται επί ερμηνευτικής εκδοχής διαφόρου εκείνης, που υιοθέτησε το Τμήμα, και, συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός ότι η ανωτέρω ρύθμιση είναι, κατ’ αρχήν, σύμφωνη με το Σύνταγμα, οφείλουν, όμως, τα δικαστήρια της ουσίας να προβαίνουν σε εκτίμηση των δεδομένων κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, για να διαπιστώνουν αν τίθεται σε διακινδύνευση το δικαίωμα του ασφαλισμένου να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, όπως, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, συμβαίνει στην επίδικη περίπτωση, κατά την οποία ο ανωτέρω δύναται να εργαστεί σε άλλο εργοδότη, στο μέλλον δε να συνταξιοδοτηθεί κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης.
8. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, το Τμήμα άγεται ομοφώνως στην κρίση ότι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, και, επομένως, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό της. Δεδομένου, όμως, ότι η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δεν έχει αποφανθεί σχετικά, πρέπει το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων αυτών και η υπόθεση, κατά το μέρος που αφορά τη χορήγηση κύριας σύνταξης γήρατος στον αναιρεσίβλητο, να παραπεμφθούν σ’ αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, που προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, να ορισθεί δε ως εισηγήτρια ενώπιον της Ολομέλειας η Σύμβουλος Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση κατά το μέρος της που αφορά τη χορήγηση επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος στον αναιρεσίβλητο.
Παραπέμπει προς επίλυση στην Ολομέλεια το εκτιθέμενο στο σκεπτικό ζήτημα και την υπόθεση, κατά το μέρος που αφορά τη χορήγηση κύριας σύνταξης στον αναιρεσίβλητο.
Ορίζει ως εισηγητή ενώπιον της Ολομέλειας τη Σύμβουλο Κωνσταντίνα Κoνιδιτσιώτου.
[…]
ΠΗΓΗ https://www.adjustice.gr/osddyddweb/