Επειδή, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ερμηνευόμενες σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη σκέψη 3, το θεσπιζόμενο με αυτές, μεταξύ άλλων, τεκμήριο φορολογητέου εισοδήματος λόγω δαπάνης για την αγορά ακινήτου (άρθρα 15, 17 περ. γ, 19) εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις προσώπων που, κατ’ άρθρο 2, αποτελούν υποκείμενα του φόρου λόγω της συνδρομής των σχετικών προϋποθέσεων (πηγή εισοδήματος ή κατοικία στην Ελλάδα). Το γεγονός ακριβώς αυτό, σε συνδυασμό με το συγκεκριμένο εισόδημα που έχει δηλωθεί από το φορολογούμενο ή προσδιορισθεί από τη φορολογική αρχή για το συγκεκριμένο έτος, καθώς και με την προκύπτουσα κατά το ίδιο έτος δαπάνη, συνιστά τη λογική βάση του τεκμηρίου, σύμφωνα με το οποίο αν η δαπάνη υπερβαίνει το εισόδημα, τότε συνάγεται, κατ’ αρχήν, ότι η διαφορά προέρχεται από φορολογητέο στην Ελλάδα εισόδημα που δεν δηλώθηκε εκτός και αν ο φορολογούμενος αποδείξει, κατά τ’ ανωτέρω, άλλο τρόπο καλύψεως της διαφοράς. Αντιθέτως, στην περίπτωση προσώπου για το οποίο δεν έχει συντρέξει καμία από τις προϋποθέσεις που θα το καθιστούσε υποκείμενο φόρου εισοδήματος, μόνο το γεγονός ότι έχει προβεί σε δαπάνη για την αγορά ακινήτου στην Ελλάδα δεν αρκεί για να εφαρμοσθεί επ’ αυτού το τεκμήριο, εφ’ όσον αυτό θα ήταν αντίθετο τόσο προς το γράμμα των πιο πάνω διατάξεων, όσο και προς τη λογική κατάστρωση του συγκεκριμένου τεκμηρίου. Γιατί, με δεδομένη την έλλειψη γενεσιουργού αιτίας παραγωγής εισοδήματος φορολογητέου στην Ελλάδα (κατοικία ή πηγή εισοδήματος στη χώρα), μόνη η πιο πάνω δαπάνη δεν θα μπορούσε κατά κοινή πείρα να θεμελιώσει συμπέρασμα για την ύπαρξη τέτοιου εισοδήματος. Εξ άλλου, διάφορο είναι το ζήτημα της κατά την διάταξη του άρθρου 61 του Κώδικα υποχρέωσης υποβολής δηλώσεως, μεταξύ άλλων, για όσους αγοράζουν ακίνητα. Η διάταξη αυτή, όπως συνάγεται και από τη συστηματική της θέση στο κεφάλαιο για τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου, υποχρεώνει μεν τους διοικουμένους σε παροχή πληροφοριών που θα μπορούσαν να έχουν φορολογικό ενδιαφέρον για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ουδόλως όμως μεταβάλλει τις ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου για τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία της φορολογικής ενοχής, μη διευρύνοντας, ειδικότερα, το πεδίο των κατά το άρθρο 2 υποκειμένων του φόρου (ΣτΕ 1841/2015 7μ., 1973/2015).