4. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά την έννοια των προαναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων, η προσωπική ελευθερία αποτελεί μεν θεμελιώδη συνταγματική αρχή, επιτρέπεται, όμως, η θέσπιση, με τυπικό νόμο ή με κανονιστική πράξη εκδιδόμενη κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμών σε αυτήν. Ειδικώς δε, όσον αφορά τους περιορισμούς στην ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στην Χώρα, καθώς και στην ελεύθερη έξοδο και είσοδο σε αυτήν οποιουδήποτε Έλληνα, απαγορεύεται στο νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να θεσπίζει τους περιορισμούς αυτούς με τη μορφή των «ατομικών διοικητικών μέτρων». Με τη φράση «ατομικά διοικητικά μέτρα» ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει την ανάθεση σε όργανα της εκτελεστικής εξουσίας οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας για την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων περιοριστικών της εν λόγω ελευθερίας. Δεν μπορεί δηλαδή ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, χρησιμοποιώντας αόριστες έννοιες και γενικές ρήτρες, οι οποίες χρήζουν προσδιορισμού με συμπλήρωση, να αφήνουν σε διοικητικά όργανα περιθώρια ουσιαστικής εκτίμησης ή αξιολόγησης της συμπεριφοράς ατόμων, ή της εκτίμησης ή αξιολόγησης άλλων πραγματικών δεδομένων, προκειμένου να εκδώσουν ατομική διοικητική πράξη περιοριστική της εν λόγω ελευθερίας. Συνεπώς, νόμος που θεσπίζει περιορισμούς στην ελεύθερη έξοδο και είσοδο οποιουδήποτε Έλληνα, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, όταν αναθέτει στα διοικητικά όργανα τη διαπίστωση απλώς και μόνο της συνδρομής των τασσόμενων από το ίδιο το νομοθετικό κείμενο, κατά τρόπο γενικό, αλλά συγκεκριμένο και σαφή, αντικειμενικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων επιτρέπεται η έκδοση ατομικής διοικητικής πράξης περιοριστικής της εν λόγω ελευθερίας (βλ. ΣτΕ 2313/1976 Ολομ., 2858/1985, 4674/1998 Ολομ., 378/2012, 1799/2016).
7. Επειδή, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 παρ. 3 περίπτωση α του π.δ. 25/2004, σύμφωνα με τις οποίες «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χορήγηση διαβατηρίου σε πολίτη που εμπίπτει σε απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου» σε περίπτωση που με «δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη, αίρεται προσωρινά η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα», ως εκ της αδιάστικτης διατύπωσής τους, αναφέρονται και στην περίπτωση β της προηγουμένης παραγράφου 2, δηλαδή στην περίπτωση προσώπου κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για αδίκημα που μνημονεύεται στην περίπτωση α της παραγράφου 2. Επομένως, εφόσον με πράξη αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας αρθεί η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα προσώπου, εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για κάποιο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περίπτωση α του π.δ. 25/2004 πλημμελήματα, η αστυνομική αρχή υποχρεούται να χορηγήσει το διαβατήριο. Υπό το περιεχόμενο αυτό, οι ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 25/2004 τελούν σε αρμονία με τις στενά ερμηνευτέες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 και της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 5 του Συντάγματος, με τις οποίες, όπως ήδη μνημονεύθηκε στη σκέψη 4, ρυθμίζεται ειδικά το ζήτημα της εισόδου και εξόδου από την Χώρα των Ελλήνων πολιτών και από τις οποίες συνάγεται ότι σε περίπτωση που η αρμόδια δικαστική αρχή, η οποία, κατά την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητάς της, συνεκτιμά την ατομική συμπεριφορά του θιγομένου, αποφαίνεται υπέρ της άρσεως της απαγόρευσης εξόδου που έχει επιβληθεί με πράξη διοικητικής αρχής, είναι υποχρεωτική για τη διοικητική αρχή η χορήγηση διαβατηρίου (πρβλ. νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εισέρχονται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος καταγωγής τους, όσο και το δικαίωμα να εξέρχονται των συνόρων του κράτους αυτού, ενώ εθνική ρύθμιση που περιορίζει το δικαίωμα αυτό δεν αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο, εφόσον έχει ως αιτιολογία ποινική καταδίκη υπό την προϋπόθεση, πρώτον, ότι η ατομική συμπεριφορά αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, δεύτερον, ότι το περιοριστικό μέτρο είναι ικανό να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου με το μέτρο αυτό σκοπού και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι απαραίτητο για την επίτευξή του και, τρίτον, ότι το μέτρο αυτό μπορεί να υποβληθεί σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο για την εξακρίβωση της νομιμότητάς του τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, με γνώμονα τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, ΔΕΕ απόφαση της 17.11.2011, C-430/10, Gaydarov, σκέψεις 25 και 42, κ.ά.). Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου, προς την οποία συνετάχθησαν και οι δύο Πάρεδροι, από τις αναφερθείσες στη σκέψη 5 διατάξεις του π.δ. 25/2004, οι οποίες διέπουν ειδικώς την χορήγηση διαβατηρίων, και ιδίως εκείνες του άρθρου 1 παρ. 2, προκύπτει ότι το διαβατήριο δεν χορηγείται εάν διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, ότι: α) έχει ασκηθεί σε βάρος του κατόχου του ποινική δίωξη για κακούργημα ή για πλημμέλημα προβλεπόμενο από τη διάταξη της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθου 1 του ανωτέρω π.δ/τος και για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία και β) εκκρεμεί σε βάρος του μέτρο απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα. Συνεπώς, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 25/2004, τόσο η άσκηση ποινικής δίωξης για τα προαναφερόμενα ποινικά αδικήματα, όσο και η ύπαρξη του μέτρου της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα αποτελούν αυτοτελείς περιπτώσεις που συνεπάγονται τη μη χορήγηση ή την αφαίρεση του διαβατηρίου. Εν όψει δε του ότι, κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα, ως περιοριστικός όρος, μπορεί να επιβληθεί, εκτός από τα κακουργήματα, και για όλα τα πλημμελήματα, τα οποία τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ κατά τα άρθρα 1 παρ. 2 περ. α΄ και β΄ και 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004 η άσκηση ποινικής δίωξης συνιστά λόγο μη χορήγησης ή αφαίρεσης του διαβατηρίου για οποιοδήποτε μεν κακούργημα, αλλά μόνο για τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος πλημμελήματα, το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα στο οποίο αναφέρονται οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ΄ και 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004, ως λόγο μη χορήγησης ή αφαίρεσης του διαβατηρίου αντιστοίχως, αφορά την απαγόρευση εξόδου από την Χώρα που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα, ή με δικαστική απόφαση σε πρόσωπα κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πλημμελήματα εκτός των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ του π.δ. 25/2004. Ως εκ τούτου, εφ’ όσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για κάποιο από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2004 πλημμελήματα, η Διοίκηση ενεργώντας κατά δεσμία αρμοδιότητα, σύμφωνα με τις ειδικές για την χορήγηση των διαβατηρίων διατάξεις του π.δ. 25/2004, δεν χορηγεί διαβατήριο ή προβαίνει στην αφαίρεση ήδη χορηγηθέντος διαβατηρίου, χωρίς να συναρτάται η κατά το άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ και 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004, χορήγηση ή αφαίρεση του διαβατηρίου αντιστοίχως, από την επιβολή ή όχι με διάταξη του ανακριτή ή του εισαγγελέα, ή με δικαστική απόφαση της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα ως περιοριστικού όρου, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΣτΕ 1477/2017). Η αντίθετη άποψη, θα είχε ως συνέπεια να καθίστανται ανενεργές οι μεταγενέστερες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ειδικές, σε σχέση με το άρθρο 282 του εν λόγω Κώδικα, διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 περ. β και 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004, για την χορήγηση ή την αφαίρεση του διαβατηρίου, αντιστοίχως, καθόσον η χορήγηση του διαβατηρίου σε πρόσωπο κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2004 πλημμελήματα ή η αφαίρεση του διαβατηρίου από το ίδιο πρόσωπο θα εξηρτώντο αποκλειστικώς από την επιβολή ή όχι με ανακριτική ή εισαγγελική διάταξη του μέτρου της απαγόρευσης εξόδου από την Χώρα σε βάρος του εν λόγω προσώπου. Τούτο όμως θα οδηγούσε σε αναίρεση των λόγων δημοσίου συμφέροντος για τους οποίους υπαγορεύθηκε η θέσπιση των διατάξεων των άρθρων 1 πα479/2018ρ. 2 περ. α΄, β΄ και 5 παρ. 2 του π.δ. 25/2004, οι οποίοι συνίστανται στην ανάγκη αποτροπής του κινδύνου διαφυγής σε τρίτες χώρες, μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των προσώπων σε βάρος των οποίων υφίστανται σοβαρές ενδείξεις κατά την κρίση των αρμοδίων δικαστικών οργάνων, τέλεσης ιδιαιτέρως σοβαρής, ποινικώς κολάσιμης πράξης, προκειμένου να διασφαλισθεί τόσον η αυτοπρόσωπη παρουσία τους στην ποινική δίκη, που αποτελεί προϋπόθεση της απρόσκοπτης διεξαγωγής της, όσο και η εκτέλεση της τυχόν επιβληθείσης ποινής. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η διάταξη του άρθρου 3 περ. α΄ του π.δ. 25/2004, με την οποία προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση χορήγηση διαβατηρίου σε περίπτωση που με δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη αίρεται προσωρινώς η απαγόρευση εξόδου από την Χώρα, ερμηνευόμενη συστηματικώς με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α΄, β΄ του ίδιου π.δ/τος, έχει την έννοια ότι το διαβατήριο χορηγείται εφόσον με εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή δικαστική απόφαση αίρεται προσωρινώς η απαγόρευση εξόδου από την Χώρα η οποία, όμως, είχε επιβληθεί σε πρόσωπο κατά του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλημμέλημα άλλο από τα αναφερόμενα στη διάταξη της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2004.