Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, καταρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, ακόμη και όταν αυτές είναι παράνομες (βλ. ΣτΕ 1748/2016 Ολομ., 1669/2016, 2176, 2177/2004 Ολομ.). Περαιτέρω, και σύμφωνα πάντα με τις σχετικές με την ανάκληση των διοικητικών πράξεων γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, πράξη, δια της οποίας εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παρά μόνον εάν εκδοθεί μετά νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση νέων στοιχείων (βλ. ΣτΕ 1748/2016 Ολομ., 1669/2016, 2666/2013 κ.ά.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως παρατίθεται κατωτέρω, με την οποία εκδηλώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει άδειες λειτουργίας κτηνοτροφικών επιχειρήσεων, εκδόθηκε μετά από νέα ουσιαστική έρευνα και, συνεπώς, παραδεκτώς προσβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως.
Επειδή, η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη Διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξης, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτεί τη διατήρηση της ισχύος των ευμενών για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεων. Σύνθεση των αρχών αυτών συνιστούν οι γενικές αρχές ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, εάν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους (ΣτΕ 1931/2015, 4225/2013, 3269/2010 κ.ά.) υπό τον όρο της αιτιολόγησης της ενέργειας αυτής με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά ή στοιχεία, η ύπαρξη ή η έλλειψη των οποίων στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε συνάρτηση με το ισχύον κατά την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης νομικό καθεστώς, θεμελιώνει την διαπιστούμενη παρανομία και, κατ’ ακολουθίαν, τη συνδρομή νόμιμου λόγου ανάκλησης. Τέτοια, εξάλλου, νομική πλημμέλεια που επιτρέπει την ανάκληση συνιστά και η πλάνη περί τα πράγματα, εφόσον η διαπίστωση ορισμένης κατάστασης ή η συνδρομή ή η έλλειψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών αποτελούσε κατά νόμο προϋπόθεση έκδοσης της ανακαλούμενης πράξης ή νόμιμο στοιχείο κρίσης για την διαμόρφωση του περιεχομένου της. Αντίθετα, μόνη η διαφορετική εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών, τα οποία το οικείο διοικητικό όργανο έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της πράξης, δεν συνιστά κατ’ αρχήν νόμιμο λόγο ανάκλησης. Περαιτέρω, η νόμιμη διοικητική πράξη μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι γενικότερου δημόσιου συμφέροντος μπορεί να ανακληθεί για το λόγο ότι εκτιμώνται ήδη με διαφορετικό τρόπο τα αυτά πραγματικά περιστατικά, έστω και αν από αυτήν δημιουργήθηκαν δικαιώματα ή πραγματική κατάσταση ευνοϊκή για τον διοικούμενο. Στην περίπτωση, όμως, αυτή, η ανάκληση πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με αναφορά των λόγων γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, που την δικαιολογούν (βλ. ΣτΕ 4225/2013, 1624/2012, 2414/2011 κ.ά.).
Επειδή, με την ανωτέρω αίτηση ανακλήσεως αδειών λειτουργίας κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων η αιτούσα εταιρεία δεν προέβαλε ζητήματα νομιμότητας των ανακλητέων, κατ’ αυτήν, αδειών αναγόμενα στις πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις του χρόνου έκδοσης των, αλλά ζήτησε την ανάκλησή τους προβάλλοντας ισχυρισμούς, οι οποίοι ανάγονται σε επιγενόμενα ζητήματα της περιβαλλοντικής, υγειονομικής και πολεοδομικής νομοθεσίας που επηρεάζουν τη νομιμότητα της λειτουργίας των κτηνοτροφικών μονάδων. Περαιτέρω, κατά τον χρόνο υποβολής της εν λόγω αιτήσεως ανακλήσεως και κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης είχε παρέλθει χρονικό διάστημα (19 ετών) που υπερβαίνει τον εύλογο, κατά τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη, χρόνο ανακλήσεως των ανωτέρω αδειών, οι οποίες, μάλιστα, ως νόμιμες και ισχυρές αντιμετωπίστηκαν και από το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω 3467/2008, 2317/2014, 4553/2014, 4555/2014 αποφάσεις του. Υπό τα δεδομένα αυτά, η Διοίκηση, απορρίπτοντας την αίτηση ανακλήσεως, δεν υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και δεν παρεβίασε τις σχετικές με την ανάκληση των διοικητικών πράξεων γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, δεδομένου, άλλωστε, ότι και ως προς το ζήτημα της νόμιμης λειτουργίας των επίδικων κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων (στην οποία αναφέρεται με την αίτηση ανακλήσεως η αιτούσα εταιρεία), οι εγκαταστάσεις του παρεμβαίνοντος και της […] λειτουργούσαν ήδη επί αρκετά έτη, αλλά και κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως ανακλήσεως (31.3.2015), βάσει ισχυρών αποφάσεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Αλλά, ακόμη και αν, παρά τα ανωτέρω, η αίτηση ανακλήσεως ερμηνευθεί ως αίτηση, με την οποία ζητήθηκε από τη Διοίκηση η επιβολή της διοικητικής κύρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 του ν. 4056/2012 (ανάκληση της αδείας εγκατάστασης και διακοπή της λειτουργίας της κτηνοτροφικής εγκατάστασης όταν διαπιστώνονται παραβάσεις για τις οποίες υπάρχει αντικειμενική αδυναμία άρσης τους), οι υπό στοιχεία 1 και 2 αιτιάσεις της αιτήσεως ανακλήσεως, με τις οποίες τίθεται το ζήτημα της έλλειψης ισχυρών αποφάσεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων των επίδικων κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων κατά το έτος 2002 και των ελάχιστων νομίμων αποστάσεων, είναι αβάσιμες. Τούτο δε διότι κρίσιμος χρόνος από την άποψη αυτή, κατά τα οριζόμενα στη πάγια διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 εδάφιο β΄ του ν. 4056/2012, όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω, δεν είναι αυτός του έτους 2002, αλλά εκείνος της έναρξης ισχύος του ν. 4056/2012 (12.3.2012) και εκείνος της υποβολής της αιτήσεως ανακλήσεως (31.3.2015), κατά τα χρονικά δε αυτά σημεία οι επίδικες μονάδες του παρεμβαίνοντος και της [….] διέθεταν ισχυρές αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Οι λοιπές δε αιτιάσεις (υπεκμισθώσεις, υπέρβαση δυναμικότητας, αυθαίρετες κατασκευές, διαχείριση αποβλήτων) δεν μπορούν να θεωρηθούν ως “μη άρσιμες”, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 10 του ν. 4056/2012. Τέλος, δεν τίθεται ζήτημα μη συμμόρφωσης της Διοικήσεως προς τα κριθέντα με τις 2317/2014, 4553/2014, 4555/2014 αποφάσεις του Δικαστηρίου και παραβίασης του δεδικασμένου που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, εφόσον κατά την υποβολή της αιτήσεως ανακλήσεως, είχε ήδη εκδοθεί ο ν. 4056/2012 που καταλαμβάνει και τη συγκεκριμένη περίπτωση και ο οποίος με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 αυτού ρυθμίζει κατά τρόπο απρόσωπο και γενικό το επίμαχο ζήτημα των λειτουργίας κτηνοτροφικών επιχειρήσεων όταν στην ίδια περιοχή εγκαθίστανται μεταγενεστέρως άλλες δραστηριότητες