Ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που έκρινε επί του ίδιου ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, ανεξαρτήτως αν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση ή για το οποίο νομικό ζήτημα δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1307, 1649/2014, 1060/2015, 3026/2017, 457/2018 κ.ά.). Εξάλλου, όταν με το λόγο αναίρεσης πλήσσεται η ερμηνεία που δόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας σε αόριστη νομική έννοια, η οποία αποτελεί στοιχείο του εφαρμοστέου από το δικαστήριο αυτό κανόνα δικαίου, εφόσον η αόριστη νομική έννοια προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υπόθεσης, ως απόφαση που επιλύει το αυτό νομικό ζήτημα νοείται μόνο η απόφαση που έχει κρίνει επί υπόθεσης με όμοια ή παρεμφερή νομικά και πραγματικά περιστατικά (ΣτΕ 1415/2017, 2391/2018).