[…]
4. Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι: «Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται κατά αποφάσεων που εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, είτε τελεσιδίκως κατ’ έφεση, αναθεώρηση ή αναψηλάφιση. …». Κατά τη διάταξη αυτή, δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης διοικητικού πρωτοδικείου, η οποία υπόκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 92 του κυρωθέντος με το άρθρο 1 του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό» και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) και το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου με το άρθρο 25 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ορίζονται τα εξής: «Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Προκειμένου για απαιτήσεις αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένων κατά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, …το ανωτέρω όριο ορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελώς και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά». Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά, όπως καθορίζονται με την πρωτόδικη απόφαση και ανεξαρτήτως αν τα αυτοτελή αυτά ποσά καταλογίστηκαν με μία διοικητική πράξη (ΣτΕ 126/2014, 782/2013, 2202, 3965, 4170/2012, 1591, 4101, 4242/2011, 2171, 3293, 4020/2010, 2870, 3735/2008, 1756/2007 Ολομ, 3163, 3233/2007).
[…]
6. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις της περ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν. ν. 1846/1951, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, στους εργοδότες επιβάλλονται δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες υποχρεώσεις, η παράλειψη εκπλήρωσης των οποίων στοιχειοθετεί αντίστοιχες αυτοτελείς και διακεκριμένες παραβάσεις: α) η υποχρέωση τήρησης του Ειδικού Βιβλίου Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού, (ΕΒΝΠ), η οποία εκπληρώνεται με την προσήκουσα καταχώριση κάθε νεοπροσλαμβανόμενου μισθωτού στο ένα και ενιαίο ανά επιχείρηση Ειδικό Βιβλίο και β) η υποχρέωση επίδειξης του ΕΒΝΠ στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, υποχρέωση στην οποία εμπεριέχεται και η συναφής υποχρέωση της διαφύλαξης του Ειδικού Βιβλίου για 10 έτη. Στις ίδιες δε διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, καθώς και στις ανωτέρω αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν μνημονεύονται οι επιμέρους πλημμέλειες που εμπεριέχονται στην έννοια της αυτοτελούς παράβασης της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ, ως τέτοιες δε πλημμέλειες θεωρούνται οποιεσδήποτε παραλείψεις και οποιαδήποτε σφάλματα συνδέονται με την πληρότητα στην καταχώριση των μισθωτών, καθώς και με την ακρίβεια και την καθαρότητα της απεικόνισης των προσλήψεων στο ειδικό βιβλίο, όπως χρονικές ανακολουθίες, διαγραφές, παραλείψεις αναγραφής στοιχείων ή σφάλματα στην αναγραφή τους κ.ά. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997 προβλέπεται η επιβολή ενός μόνο ενιαίου προστίμου για την καθεμία από τις δύο πιο πάνω αυτοτελείς και διακεκριμένες παραβάσεις, παρέχεται δε νομοθετική εξουσιοδότηση προκειμένου να θεσπιστεί ο τρόπος επιμέτρησης του ύψους του προστίμου αυτού. Ειδικότερα, ορίζεται ότι με την κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα υπουργική απόφαση το ύψος του προστίμου τόσο για την αυτοτελή παράβαση της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ όσο και για την αυτοτελή παράβαση της μη επίδειξης του Ειδικού βιβλίου θα προσδιοριστεί «για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο». Με βάση την ανωτέρω νομοθετική εξουσιοδότηση εκδόθηκε η Φ21/500/26.3.1998 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με τις διατάξεις της παρ. 4 της κανονιστικής αυτής απόφασης θεσπίζεται αποκλειστικώς και μόνο ο τρόπος υπολογισμού του προστίμου για τις δύο πιο πάνω αυτοτελείς και διακεκριμένες παραβάσεις που περιγράφονται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 και στις παρ. 1 και 2 της απόφασης αυτής και δεν ιδρύονται νέες υποχρεώσεις ούτε να περιγράφονται νέες παραβάσεις πέραν των όσων περιγράφονται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997. Σύμφωνα με τις διατάξεις της πιο πάνω παρ. 4 της υπουργικής απόφασης Φ21/500/26.3.1998, όταν επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο λόγω μη προσήκουσας τήρησης του Ειδικού Βιβλίου, το πρόστιμο αυτό υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των μισθωτών που βρέθηκαν μη καταχωρισμένοι ή πλημμελώς καταχωρισμένοι, πολλαπλασιαζόμενο επί ενός σταθερού ποσού, χωρίς, δηλαδή, να λαμβάνονται υπόψη οι επιμέρους πλημμέλειες που στοιχειοθετούν την παράβαση της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ (χρονικές ανακολουθίες, διαγραφές, παραλείψεις αναγραφής στοιχείων ή σφάλματα στην αναγραφή τους κ.ά). Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κάθε επιμέρους πλημμέλεια (χρονικές ανακολουθίες, διαγραφές, παραλείψεις αναγραφής στοιχείων κλπ), δεν αναγορεύεται από τον νόμο (άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997) σε αυτοτελή και διακεκριμένη παράβαση αλλά συνδέεται αναπόσπαστα με την εσφαλμένη απεικόνιση των προσλήψεων εκ μέρους του εργοδότη στο ΕΒΝΠ και αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της αυτοτελούς και διακεκριμένης παράβασης της υποχρέωσης προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ, σε ορισμένες δε περιπτώσεις (χρονικές ανακολουθίες) εντοπίζεται μόνο κατόπιν συσχετισμού των καταχωρίσεων στο ενιαίο ειδικό βιβλίο, αφού, δηλαδή, ληφθούν υπόψη οι καταχωρίσεις που προηγούνται και οι καταχωρίσεις που έπονται. Εξάλλου, η ταυτότητα ή η ασφαλιστική κατάσταση κάθε μη καταχωρισμένου ή πλημμελώς καταχωρισμένου μισθωτού δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της παράβασης τη μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ ούτε καθοριστικό κριτήριο της επιμέτρησης του προστίμου, δεδομένου ότι κρίσιμο είναι μόνο το γεγονός ότι το συγκεκριμένο Ειδικό Βιβλίο τηρείται από τον εργοδότη πλημμελώς για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι μπορεί να συμπλέκονται και μεταξύ τους. Επομένως, η κάθε επιμέρους πλημμέλεια (χρονικές ανακολουθίες, διαγραφές, παραλείψεις αναγραφής στοιχείων κλπ) δεν συνιστά αυτοτελή και διακεκριμένη παράβαση που επισύρει ιδιαίτερο πρόστιμο, το δε πρόστιμο που επιβάλλεται για την αυτοτελή και διακεκριμένη παράβαση της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ είναι ένα μόνο (ενιαίο), ανεξαρτήτως του ότι υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των μισθωτών που διαπιστώθηκαν ως μη καταχωρισμένοι ή μη προσηκόντως καταχωρισμένοι. Συνακολούθως, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 92 παρ. 2 του ΚΔΔ, εφόσον για την αυτοτελή παράβαση της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ, με βάση τις διαπιστώσεις συγκεκριμένου ελέγχου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα επιβάλλεται ένα και ενιαίο πρόστιμο, το εκκλητό πρωτόδικης απόφασης που εκδίδεται επί προσφυγής κατά ΠΕΠΑΕ κρίνεται με βάση το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε για την ανωτέρω αυτοτελή παράβαση με την ΠΕΠΑΕ. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Επικρατείας […] ο οποίος υποστήριξε την εξής γνώμη: κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, κάθε διαπιστωθείσα πλημμέλεια κατά την καταχώριση μισθωτού στο ΕΒΝΠ (όπως π.χ. διαγραφές, χρονικές ανακολουθίες, παραλείψεις αναγραφής στοιχείων, μη καταχώριση) συνιστά αυτοτελή παράβαση, για κάθε δε αυτοτελή παράβαση επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του 92 ΚΔΔ, σε περίπτωση επιβολής σε βάρος εργοδότη περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων για περισσότερες αυτοτελείς παραβάσεις μη καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών στο ειδικό έντυπο (βιβλίο) ή μη καταχώρισής τους στο χρονικό σημείο που επιβάλλεται, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις το εκκλητό κρίνεται με βάση τα ποσά καθενός από τα αυτοτελή πρόστιμα και όχι από το συνολικό ποσό των προστίμων, ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό καταλογίζεται με μία διοικητική πράξη (πρβ. ΣτΕ 782/2013).
[…]
8. Επειδή, κατά τη γνώμη που επικράτησε, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαραδέκτως ασκηθείσα κατά της 702/2017 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καβάλας, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην 6η σκέψη για την αυτοτελή και διακεκριμένη παράβαση της μη προσήκουσας τήρησης του ΕΒΝΠ και το ενιαίο του προστίμου που επιβάλλεται για την παράβαση αυτή, η πρωτόδικη αυτή απόφαση υπόκειται σε έφεση, δεδομένου ότι για την ανωτέρω παράβαση με καθεμία από τις ένδικες ΠΕΠΑΕ […] επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 785.280,00, 351.694,79 και 69.162,49 ευρώ, αντιστοίχως, δηλαδή ποσό προστίμου που υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ για κάθε πράξη. Κατά τη μειοψηφήσασα, όμως, γνώμη, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να κριθεί ως παραδεκτώς ασκηθείσα κατά της πιο πάνω απόφασης, διότι η απόφαση αυτή, ως εκ του ύψους καθενός από τα αυτοτελή πρόστιμα που καταλογίστηκαν με την ένδικη ΠΕΠΑΕ, τα οποία ανέρχονται κατά περίπτωση σε 960 ευρώ ή 822 ευρώ για κάθε μισθωτό, είναι ανέκκλητη. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας του ζητήματος της έννοιας των διατάξεων της περ. στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του αν.ν. 1846/1951, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 και των προπαρατεθεισών υπουργικών αποφάσεων, ως προς το αυτοτελές ή μη των παραβάσεων που έχουν αναφερθεί στις προηγούμενες σκέψεις και το ενιαίο ή μη του προστίμου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 92 παρ. 2 του ΚΔΔ, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς σύνθεσής του, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989,