Με τις 2012/2019 και 2013/2019 αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως; του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας, το ζήτημα εάν είναι εντός εξουσιοδότησης διάταξη του π.δ/τος 25/2004, «Προϋποθέσεις χορήγησης διαβατηρίων, χρονική ισχύς, αντικατάσταση, απώλεια και ακύρωση αυτών» (Α´17), όπως ισχύει, κατά την οποία είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση η μη χορήγηση ή η μη απόδοση ή η αφαίρεση διαβατηρίου, εκ μόνης της άσκησης ποινικής δίωξης κατά ορισμένου προσώπου για κακούργημα ή για κάποιο από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο ως άνω π.δ. πλημμελήματα. Προβαίνοντας σε ερμηνεία των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων και δη του άρθρου 5 του Συντάγματος, της τεθείσας υπό το άρθρο αυτό ερμηνευτικής δήλωσης, του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3103/2003 «Έκδοση διαβατηρίων από την Ελληνική Αστυνομία και άλλες διατάξεις» (Α´23), του άρθρου 1 (παρ. 2 και 3) και 5 (παρ. 2.) του π.δ/τος 25/2004, των άρθρων 282, 286 και 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ- π.δ. 258/1986, Α´121) και του άρθρου 2 περ. β´ του ν. 2475/1920 (Α´214), όπως ισχύει, το Τμήμα έκρινε, κατά πλειοψηφία, τα εξής: Στο πλαίσιο και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του Συντάγματος, όπως αυτό έχει πάγια ερμηνευθεί από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες διαδικασίες για τον περιορισμό του δικαιώματος εξόδου από τη χώρα, οι οποίες εντάσσονται σε διαφορετικά νομοθετήματα και εξυπηρετούν διαφορετικές εν μέρει πτυχές του δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, η πρώτη διαδικασία προβλέπεται στο άρθρο 282 ΚΠΔ και εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών όρων που δύνανται να διατάσσονται κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας με σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 296 ΚΠΔ, τη διασφάλιση της ομαλής προόδου και ολοκλήρωσης αυτής, καθώς και την αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης δύνανται, μεταξύ άλλων, και κατά την κρίση τους, να επιβάλουν ή να άρουν τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης μετάβασης στο εξωτερικό σε οποιονδήποτε κατηγορούμενο για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Αντιθέτως, η δεύτερη διαδικασία αφορά αποκλειστικώς σε έλληνες πολίτες, στους οποίους η μη χορήγηση ή η αφαίρεση διαβατηρίου αποκλείει τη μετάβαση σε τρίτες χώρες, ήτοι χώρες του εξωτερικού πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντελείται δε με την έκδοση ειδικής διοικητικής πράξης κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 3103/2003 και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέν π.δ. 25/2004. Πιο συγκεκριμένα, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ανωτέρω π.δ/τος, όπως ήδη ισχύει, θεσπίζονται πέντε προϋποθέσεις, με τη διαπίστωση της συνδρομής εκάστης εξ αυτών το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται, κατά δεσμία αρμοδιότητα, να μην χορηγήσει ή να αφαιρέσει ήδη χορηγηθέν διαβατήριο. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, από αυτές δε η περ. α´ (τελεσίδικη καταδίκη για συγκεκριμένα αδικήματα- κακουργήματα ή πλημμελήματα-, η οποία συνεπάγεται την απαγόρευση εξόδου μετά την έκτιση της ποινής για 5 ή 10 έτη αναλόγως εάν πρόκειται για πλημμέλημα ή κακούργημα) και η περ. β´ (άσκηση ποινικής δίωξης για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης α΄ και για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία), πέραν του αντικειμενικού τους χαρακτήρα, έχουν ρυθμιστικό πεδίο το μεν στενότερο το δε ευρύτερο του ΚΠΔ. Στενότερο διότι, για όσο χρόνο διαρκεί η ποινική εκκρεμοδικία, αφορούν, πέραν των κακουργημάτων, σε πολύ περιορισμένο και ειδικό κύκλο πλημμελημάτων, ιδιαιτέρως σοβαρών και επικίνδυνων, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, για τη δημόσια ασφάλεια, ενώ, αντίθετα, το άρθρο 282 ΚΠΔ καταλαμβάνει τους κατηγορούμενους για κακούργημα και όλα ανεξαιρέτως τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Ευρύτερο διότι, προκειμένου περί των αδικημάτων της περ. α΄, ο επίμαχος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας δεν αφορά μόνον την περίοδο της ποινικής προδικασίας αλλά και χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας του επίμαχου διοικητικού μέτρου στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ανωτέρω π.δ/τος έγκειται στο γεγονός ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων, επί τη βάσει των οποίων επιβάλλεται, δεν αποτελεί προϊόν κρίσεως του αρμοδίου για τη μη χορήγηση ή την αφαίρεση διαβατηρίου διοικητικού οργάνου, αλλά των δικαστικών λειτουργών της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι, περιβαλλόμενοι με τις οικείες συνταγματικές εγγυήσεις, έχουν αποφανθεί είτε περί της ποινικής καταδίκης είτε περί της ασκήσεως ποινικής διώξεως των προσώπων, εις βάρος των οποίων λαμβάνεται το μέτρο αυτό. Συνεπώς, κατά την έννοια της περ. β´ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ/τος 25/2004, σε πρόσωπα εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη είτε για κακούργημα είτε για πλημμέλημα της περ. α΄ της ίδιας παραγράφου, δεν χορηγείται διαβατήριο, ακόμα κι αν αρθεί ο τυχόν επιβληθείς εις βάρος τους, κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ, περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το ρυθμιστικό πεδίο των δύο νομοθετημάτων (ΚΠΔ και π.δ/τος 25/2004) δεν συμπίπτει απολύτως. Αντίθετη ερμηνεία θα έθετε πράγματι εκποδών τις αυτοτελείς σε σχέση με την ποινική προδικασία ρυθμίσεις της ανωτέρω διατάξεως (άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄) και εντεύθεν θα ματαίωνε τον ειδικό δημόσιο σκοπό, στον οποίον αυτές αποβλέπουν. Κατά την άποψη της μειοψηφίας, η περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ/τος 24/2005 κείται εκτός εξουσιοδοτήσεως, διότι αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 4 και της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 5 του Συντάγματος, με τις οποίες επιφυλάσσεται στη δικαστική αρχή η αρμοδιότητα να αποφαίνεται, μόνη αυτή, περί της λήψεως ή μη μέτρων περιοριστικών της ελεύθερης εξόδου από τη Χώρα σε περίπτωση ποινικής εκκρεμοδικίας.