ΣτΕ 1942/2017, 1943/2017 7μ (Αναδημοσίευση από http://www.humanrightscaselaw.gr)

ΣτΕ Ε Τμ. 1942/2017 (παραπεμπτική στην Ολομέλεια)
Φυσικό περιβάλλον – Προστασία δασικών εκτάσεων (άρ. 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 Σ.) – Κατάρτιση δασολογίου και δασικών χαρτών – Εξαίρεση από την ανάρτηση δασικών χαρτών των περιοχών όπου έχουν αναπτυχθεί «οικιστικές πυκνώσεις»
(Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 Σ. συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, ως φυσικά αγαθά, και ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας ή της θέσης τους, υπάγονται σε ιδιαίτερο και αυστηρό προστατευτικό καθεστώς, με σκοπό τη διατήρηση της κατά προορισμό χρήσης τους, ανατίθεται δε στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση των επιβαλλομένων προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων για την επίτευξη του σκοπού αυτού – Η  συνταγματική υποχρέωση διαφυλάξεως του εν γένει δασικού πλούτου της χώρας καθιστά κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπτή τη μεταβολή της μορφής των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, τούτο δε εφόσον προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, επιβαλλόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος – Στην περίπτωση αυτή, ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται να εξυπηρετηθεί με την απώλεια δασικού πλούτου οφείλει να σταθμίζεται προς τη διατήρηση άθικτου του τελευταίου, η οποία αποτελεί εξ ορισμού σκοπό δημοσίου συμφέροντος, συνταγματικής, μάλιστα, εμβελείας (ΣτΕ 2153/2015 Ολομ.) – Περαιτέρω, η στάθμιση αυτή πρέπει να διενεργείται από τα αρμόδια δημόσια όργανα, νομοθετικά και διοικητικά, δεν είναι δε ανεκτή η καταστροφή της δασικής βλάστησης ορισμένης δασικού χαρακτήρα εκτάσεως από οποιονδήποτε τρίτο – Η καταστροφή αυτή, εφόσον, παρά ταύτα, λάβει χώρα, καθιστά υποχρεωτικώς ληπτέο το συνταγματικό μέτρο της αναδάσωσης και, περαιτέρω, την υπαγωγή της δασικής έκτασης που καταστράφηκε σε προστατευτικό καθεστώς ακόμη αυστηρότερο από το προβλεπόμενο για τις εκτάσεις που διατηρούν τη δασική τους μορφή
(Β) Ο συνταγματικός νομοθέτης, γνωρίζοντας ότι η προστατευτική του δασικού πλούτου νομοθεσία, οσοδήποτε ολοκληρωμένη και αυστηρή, δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την αποτελεσματική προστασία του χωρίς τον έγκυρο εντοπισμό και την μετά ταύτα καταγραφή των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, ανήγαγε σε συνταγματική υποχρέωση την κατάρτιση Δασολογίου, προαπαιτούμενο της οποίας είναι η κατάρτιση δασικών χαρτών (άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 55 του ν. 4030/2011 και το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 4164/2013 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. Η του ν. 4389/2016) – Τούτο δε, προκειμένου, τα δασικά όργανα να προβαίνουν έγκαιρα στις αναγκαίες ενέργειες σε περίπτωση αθέμιτων παρεμβάσεων σε δάσος ή δασική έκταση και να διευκολύνεται η άμεση αποκατάσταση του δασικού χαρακτήρα σε περιπτώσεις αλλοίωσης ή μεταβολής του από ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα αίτια
(Γ) Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010 προβλέπει, κατά το ρητό της γράμμα, την αποτύπωση με ιώδες χρώμα και την εξαίρεση από την ανάρτηση δασικών χαρτών, των περιοχών όπου έχουν αναπτυχθεί «οικιστικές πυκνώσεις», των οποίων δεν περιέχει ορισμό – Οι εν λόγω συγκεντρώσεις κτιρίων, πάντως, δεν εμπίπτουν, κατά την έννοια του νόμου, ούτε σε περιοχές εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων ή νομίμως υφισταμένων οικισμών, οι οποίες, κατά το σύστημα του νόμου, αποτυπώνονται στο υπόβαθρο του δασικού χάρτη με πορτοκαλί χρώμα, ούτε σε περιοχές οικισμών που στερούνται νόμιμης έγκρισης ή, έστω, υπό έγκριση σχεδίων ή υπό οριοθέτηση οικισμών, οι οποίες αποτυπώνονται με κίτρινο χρώμα – Περαιτέρω, κατά τη γνώμη δύο Συμβούλων και ενός Παρέδρου οι «οικιστικές πυκνώσεις» αποτελούν συγκεντρώσεις κτιρίων, κατά τεκμήριο αυθαιρέτων, η δε εξαίρεσή τους από τον αναρτώμενο δασικό χάρτη και τη διαδικασία αντιρρήσεων κατ’ αυτού νοείται από το νομοθέτη ως οριστική, τούτο δε συνάγεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αφενός δεν προβλέπει άλλη διαδικασία, η οποία, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, θα διασφάλιζε ότι οι εντός των «πυκνώσεων» δασικές εκτάσεις θα συμπεριληφθούν στους οριστικούς δασικούς χάρτες και, εν τέλει, στο Δασολόγιο (πρβλ. σχετικώς, άρθρο 24 για τις περιοχές μη εγκύρως οριοθετημένων οικισμών κ.λπ.), αφετέρου δε από τον ρητώς διατυπούμενο σκοπό της, που είναι η «περιβαλλοντική και πολεοδομική διαχείριση» των «οικιστικών πυκνώσεων», τμήματα των οποίων έχουν, εν τούτοις, εγνωσμένο δασικό χαρακτήρα (βλ. προπαρακευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4389/2016) – Η εξαίρεση, εξάλλου, αυτών των περιοχών από τους δασικούς χάρτες και, κατ’ επέκταση, από το Δασολόγιο δεν υπαγορεύεται από κανένα σκοπό δημοσίου συμφέροντος, είναι δε, ιδίως, απρόσφορη για την επιτάχυνση της κύρωσης των δασικών χαρτών, διότι, για μεν τα τμήματα των δασικών χαρτών ως προς τα οποία δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις, η κύρωση των δασικών χαρτών προβλέπεται ως άμεση και χωρεί ανεξαρτήτως της εκβάσεως των αντιρρήσεων (άρθρο 17 του ν. 3889/2010), που, άλλωστε, δεν αφορούν τα τμήματα αυτά, για δε τα υπόλοιπα τμήματα, ως προς τα οποία υποβλήθηκαν αντιρρήσεις, μετατίθεται μεν για το μετά την εξέταση των αντιρρήσεων χρόνο, γεγονός που επιφέρει μοιραίως τις αναγκαίες καθυστερήσεις, πρόσφορος, όμως, τρόπος αντιμετώπισής τους δεν είναι προδήλως η εκ προοιμίου έκταξή τους από τους δασικούς χάρτες, η οποία αφενός μεν στερεί χωρίς αποχρώντα λόγο τα τμήματα αυτά και από την προσωρινή, αλλά άμεση, ισχύ της καταγραφής τους ως δασικών στον καταρτισθέντα χάρτη (άρθρο 17 παρ. 7), και, αφετέρου, όχι απλώς δεν επιταχύνει, αλλά ματαιώνει, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, την συμπερίληψή τους στο Δασολόγιο – Είναι, βεβαίως, άλλο το ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος της αυθαίρετης δόμησης εντός δασικών εκτάσεων, η οποία δεν μπορεί (άρθρο 4 και 25 Συντ.) να συνιστά επιβράβευση της αυθαίρετης δόμησης εντός δασών και μεταχείριση όσων την επιχειρούν ευνοϊκότερη ακόμη και έναντι εκείνων που δόμησαν σε εκτάσεις κίτρινου περιγράμματος, δηλαδή εντός οικισμών, έστω και μη νομίμως οριοθετημένων (άρθρο 24), αφού, πάντως, η όποια λύση του προβλήματος όχι μόνο δεν αποκλείει, αλλά, αντιθέτως, προϋποθέτει την έγκυρη καταγραφή των εκτάσεων ως δασικών στον αναρτώμενο δασικό χάρτη – Περαιτέρω, η εξαίρεση των περιοχών αυτών από τους δασικούς χάρτες, περιστέλλουσα την πληρότητα του υπό κατάρτιση Δασολογίου, δεν είναι πρόσφορο μέσο ούτε για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της ενημέρωσης της Διοίκησης ως προς τα χαρακτηριστικά των «οικιστικών πυκνώσεων», αφού, αντιθέτως, το σκοπό αυτό θα εξυπηρετούσε η υπαγωγή και των εκτάσεων αυτών στη διαδικασία ανάρτησης των δασικών χαρτών και των κατ’ αυτών αντιρρήσεων, με τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι θα έθεταν οι ίδιοι υπόψη της Διοίκησης οποιοδήποτε στοιχείο θα συνηγορούσε υπέρ των απόψεών τους, στην περίπτωση δε αυτή θα εξηρούντο από το Δασολόγιο μόνον οι εκτάσεις για τις οποίες θα συνέτρεχε νόμιμος λόγος και όχι όλες συλλήβδην οι εκτάσεις που αποτελούν την «οικιστική πύκνωση», είτε δομημένες αυθαιρέτως είτε και αδόμητες – Τέλος, η πρόβλεψη στην επίμαχη διάταξη ότι σε όσες από τις ως άνω περιοχές έχουν δασικό χαρακτήρα εξακολουθεί να εφαρμόζεται η δασική νομοθεσία, δεν θεραπεύει την πλημμέλεια της διάταξης αυτής, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, η προστασία των δασών μέσω της δασικής νομοθεσίας ολοκληρώνεται, κατά το Σύνταγμα, με την προσήκουσα απογραφή τους με το Δασολόγιο, την οποία, όμως, παρακωλύει η εν λόγω διάταξη – Ενόψει τούτων, η επίμαχη διάταξη, η οποία εξαιρεί από τη διαδικασία των δασικών χαρτών τις οικιστικές πυκνώσεις, οι οποίες, μάλιστα, εντοπίζονται και υποδεικνύονται από τους οικείους Ο.Τ.Α., αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 1 Σ. [με μειοψηφία, κατά την οποία η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. 1Α του ν. 4389/2016, ορθώς ερμηνευόμενη, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, καθόσον περιορίζεται σε προσωρινή εξαίρεση από την ανάρτηση [και όχι από την κατάρτιση, κατά τη ρητή αντιδιαστολή του νόμου, ούτε από την τελική διαμόρφωση] των δασικών χαρτών των εκτάσεων εκείνων που θα περιληφθούν εντός του ιώδους περιγράμματος, ως αποτελούσες, κατά την ορολογία του νόμου, περιοχές “οικιστικών πυκνώσεων”, με σκοπό την επιτάχυνση της διαδικασίας κυρώσεως των δασικών χαρτών κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους, αφήνοντας προσωρινά εκτός της διαδικασίας μικρές, σχετικά, κατ’ έκταση περιοχές, όπου ο προβλεπόμενος μεγάλος αριθμός υποβαλλομένων αντιρρήσεων θα εμπόδιζε την ταχεία ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας] (Δ) H εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. 1Α του ν. 4389/2016,, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, περί των κριτηρίων προσδιορισμού των οικιστικών πυκνώσεων, περιέχει τον όρο της «οικιστικής πύκνωσης», ως περιοχής υπαγομένης σε ειδικό νομικό καθεστώς (εξαίρεση από τη διαδικασία των δασικών χαρτών [μόνιμη ή πρόσκαιρη], ειδική περιβαλλοντική και πολεοδομική διαχείριση κ.λπ.), χωρίς, όμως, να δίνει η ίδια τον ορισμό της ή να εκθέτει τα ληπτέα υπόψη στοιχεία για την υπαγωγή ορισμένης περιοχής στην έννοια της «οικιστικής πύκνωσης» ή να προβλέπει, έστω σε αδρές γραμμές, τα χαρακτηριστικά της, ούτε, τέλος, να προβλέπει τη διαδικασία για το χαρακτηρισμό της – Η ρύθμιση των θεμάτων αυτών ανατίθεται εξ ολοκλήρου στη Διοίκηση, ενόψει δε τούτου μόνο όργανο προς το οποίο θα μπορούσε να παρασχεθεί η σχετική εξουσιοδότηση είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 Σ., διότι εξουσιοδοτεί άλλο όργανο, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη ρύθμιση θέματος, το οποίο δεν είναι ειδικότερο
Παραπομπή των ζητημάτων στην Ολομέλεια

ΣτΕ Ε Τμ. 1943/2017 επταμ.
Περιβάλλον – Αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης – Περιβαλλοντική αδειοδότηση εγκαταστάσεων – Σταθμοί βάσεις κινητής τηλεφωνίας
Οι διατάξεις της ΚΥΑ 198015/ΕΥΠΕ-ΥΠΕΚΑ/4.5.2012, του άρθρου 8 του ν. 4014/2011 και του άρθρου 30 του ν. 4070/2012 καθορίζουν ιδιαίτερο και απλουστευμένο σύστημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης των σταθμών βάσης κινητής τηλεφωνίας που εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία του ν. 4014/2011 διότι δεν προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον – Από το σύστημα αυτό εξαιρούνται ειδικές περιπτώσεις σταθμών, οι οποίοι είτε έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (π.χ. κομβικοί σταθμοί, συστήματα μικροκυψελών) είτε χωροθετούνται σε περιοχές Natura 2000 ή περιλαμβάνουν έργα οδοποιίας – Βασικό χαρακτηριστικό του εν λόγω συστήματος αποτελεί ο καθορισμός των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων για την εγκατάσταση και τη λειτουργία των σταθμών σε κανονιστικό επίπεδο με λεπτομερείς κανόνες, ανάλογα με τη θέση του κάθε σταθμού, την απόστασή του από ευαίσθητες (σχολεία κ.λπ.) δραστηριότητες, συνιστούν δε οι δεσμεύσεις αυτές τους όρους για τη συμβατή με την προστασία του περιβάλλοντος λειτουργία των σταθμών – Οι όροι αυτοί είναι ενιαίοι για κάθε σταθμό που συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά και αδειοδοτείται βάσει αυτών, ρυθμίζουν δε, πλην της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, που αποτελεί σημαντική συνέπεια των σταθμών στο ανθρωπογενές περιβάλλον, και άλλες κρίσιμες για την προστασία του περιβάλλοντος παραμέτρους, όπως τα απόβλητα, ο θόρυβος και η αισθητική – Περαιτέρω, η θέσπιση των εν λόγω περιβαλλοντικών όρων σε κανονιστικό επίπεδο καθιστά, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, περιττή την παρεμβολή αυτοτελούς σταδίου περιβαλλοντικής αδειοδότησης κάθε σταθμού ξεχωριστά, αυτή δε υποκαθίσταται από την υποβολή εκ μέρους του ενδιαφερομένου δήλωσης υπαγωγής στις Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ), η οποία δεν συνοδεύεται από ειδική για κάθε σταθμό μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων – Εξάλλου, εφόσον, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ορισμένων σταθμών, θεωρείται από το νομοθέτη αναγκαίο να μελετηθεί περαιτέρω συγκεκριμένος περιβαλλοντικός όρος, θεσπίζεται υποχρέωση να καταρτίσει ο ενδιαφερόμενος, σε ατομικό, πλέον, επίπεδο τη σχετική μελέτη – Τέλος, οι ως άνω νέες διατάξεις μεταθέτουν την ευθύνη για την προστασία του περιβάλλοντος στο αρμόδιο για την έκδοση της άδειας κατασκευής όργανο, δηλαδή την Ε.Ε.Τ.Τ., το οποίο ελέγχει την πληρότητα και νομιμότητα όχι μόνο της δήλωσης υπαγωγής στις Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της άδειας λειτουργίας (άρθρο 3 παρ. 3 της ως άνω ΚΥΑ 198015/ΕΥΠΕ-ΥΠΕΚΑ/4.5.2012) και, επομένως, ελέγχεται πριν από την έκδοσή της, αλλά και των λοιπών δικαιολογητικών – Έχοντας την έννοια αυτή, και αναφερόμενες στους σταθμούς βάσης κεραιών τηλεφωνίας, όπως η επίμαχη, δηλαδή δραστηριότητες που έχουν καταταγεί από το νομοθέτη σε εκείνες που δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, οι εν λόγω διατάξεις δεν αντίκεινται στις αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 24 Σ. και 191 της ΣΛΕΕ, αφού οι ίδιες οι ΠΠΔ έχουν τεθεί και ο έλεγχος της νομιμότητας της υπαγωγής σε αυτές έχει ελεγχθεί προ πάσης λειτουργίας του σταθμού – Καθ’ όσον, εξάλλου, αφορά τις επιπτώσεις της εκπεμπόμενης από τους σταθμούς ακτινοβολίας, η οποία αποτελεί τη σοβαρότερη συνέπεια των σταθμών στο ανθρωπογενές περιβάλλον, δηλαδή τη δημόσια υγεία, ισχύουν εκ παραλλήλου και είναι οπωσδήποτε εφαρμοστέες και οι διατάξεις της ΚΥΑ 53571/3839/1.9.2000 και του άρθρου 30 του ισχύοντος κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ν. 4070/2012, με τις οποίες αποσκοπείται η πρόληψη και εξουδετέρωση ειδικώς των συνεπειών της ακτινοβολίας – Ενόψει τούτων, οι διατάξεις αυτές, αποσκοπούσες, κατά τα λοιπά, στην απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης, είναι έγκυρες και ισχυρές 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *