Αριθμός 191/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Χρήστος Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ελένη Παπαδημητρίου, Δημήτριος Βασιλειάδης, Σύμβουλοι, Θεώνη Κανελλοπούλου, Νικόλαος Βαγιωνάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Κανάκη.
Για να δικάσει την από 18 Ιουνίου 2020 έφεση:
του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τον Γεώργιο Καφίρη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του …….. του ……, κατοίκου ……, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. …..), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά της υπ’ αριθμ. 1753/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Νικολάου Βαγιωνάκη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 1753/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 6.4.2010 αίτηση ακυρώσεως του δικαιοπαρόχου του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η 244/25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση, συνολικού εμβαδού 4.917,252 στρ., που εμπίπτει εντός των διοικητικών ορίων της περιφέρειας των Δήμων Μαραθώνα, Αγίου Στεφάνου, Σταμάτας, Ροδόπολης, Δροσιάς και άλλων περιοχών του Ν. Αττικής, η οποία κάηκε κατά την πυρκαϊά της 21ης-24ης.8.2009, κατά το μέρος που αφορούσε σε ιδιοκτησία επί της οποίας προέβαλε δικαίωμα κυριότητας ο δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου.
3. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) δεύτερο εδάφιο, το οποίο, εν συνεχεία, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) ως εξής: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, Α.Π., Ελ Σ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. (βλ. Σ.τ.Ε. 2399/2021, 2594/2019, 1462/2018 κ.ά.).
4. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Στην 244/25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως πράξη) ορίζεται ότι από τη συνολικά καείσα έκταση που εμπίπτει στα όρια ευθύνης του Δασαρχείου Πεντέλης, όπως αυτή απεικονίζεται με μπλε οριογραμμή στα επισυναπτόμενα αποσπάσματα χαρτών Γ.Υ.Σ. (6436/3, 4, 5, 6, 7, 8, 6437/3, 5, 7, 6446/2, 4, 5, 6, 7, 8, και 6447/1, 3, 5, 7), κηρύσσονται αναδασωτέες, μεταξύ άλλων, εκτάσεις συνολικού εμβαδού 439,823 στρ. που απεικονίζονται στα συνοδεύοντα την απόφαση αυτή διαγράμματα των χαρτών με χρώμα κόκκινο, κόκκινο με μαύρη διαγράμμιση, και καφέ με μαύρη διαγράμμιση, οι οποίες δεν έφεραν μεν δασική βλάστηση κατά την ημέρα της πυρκαϊάς, αλλά άλλαξαν παράνομα χρήση (εκχερσώθηκαν), εξαιρούμενης και μη προσμετρούμενης της έκτασης που σκιαγραφείται με κόκκινο χρώμα και διαγράμμιση συνεχούς και στικτής μαύρης γραμμής εναλλάξ, εμβαδού 29,502 στρ., που απεικονίζεται στο συμπληρωματικό απόσπασμα Γ.Υ.Σ 6436/8 (παράγραφος Β). Η ως άνω 244/25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής εκδόθηκε κατόπιν της 8370/16.11.2009 πρότασης του Δασάρχη Πεντέλης, ο οποίος πρότεινε την κήρυξη ως αναδασωτέων λόγω εκχέρσωσης των εκτάσεων που εμφανίζονται στον επισυναπτόμενο χάρτη με χρώματα κόκκινο, κόκκινο με μαύρη διαγράμμιση και καφέ με μαύρη διαγράμμιση, συνολικού εμβαδού 469,325 στρ. Η πρόταση αυτή του Δασάρχη στηρίχθηκε στην από 16.11.2009 εισηγητική έκθεση δασολόγων, στην οποία, όσον αφορά τις εκτάσεις με κόκκινο χρώμα επιφάνειας 463,398 στρ. εντός των οποίων φέρεται να εμπίπτει και η επίδικη (βλ. και την 5734/94607/29.11.2016 έκθεση απόψεων του Δασαρχείου Πεντέλης προς το δικάσαν διοικητικό εφετείο), αναγράφεται ότι αυτές ήσαν παλιές δασικές εκτάσεις (δάσος αειφύλλων πλατυφύλλων κατά τα έτη 1937 – 1938, βλ. σχετικές Α/Φ), που την ημέρα της πυρκαϊάς ήταν εκχερσωμένες και προτείνεται η αναδάσωσή τους λόγω εκχέρσωσης. Επίσης, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι με κόκκινη γραμμή εμφανίζονται τα όρια οικισμών προϋφισταμένων του 1923 στις περιοχές Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης, όπως έχουν καθορισθεί με σχετικές νομαρχιακές αποφάσεις και προτείνεται η εξαίρεσή τους από την αναδάσωση. Εξ άλλου, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου περιλαμβάνεται και ο προσωρινός κτηματολογικός πίνακας και ο προσωρινός κτηματολογικός χάρτης της περιοχής της Κοινότητας Σταμάτας, σύμφωνα με τους οποίους η επίμαχη έκταση εμπίπτει εντός ευρύτερης εκτάσεως με κωδικό 115945 – 9064 (με κόκκινο χρωματισμό), η οποία αναφέρεται ως δασική κατά το έτος 1927 σύμφωνα με τη σχετική αποτύπωση της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας (Τ.Υ.Υ.Γ.). Επίσης, στον ορθοφωτοχάρτη 488-4218/2008 του έτους 2008 εμφανίζεται, πριν από την πυρκαϊά, εντός της εν λόγω έκτασης κτίσμα, ενώ από τη φωτοερμηνεία ζευγών αεροφωτογραφιών (29586-87/1967 και 104217-18/1978) των ετών 1967 και 1978 αντίστοιχα προκύπτει η ύπαρξη κτισμάτων εντός της έκτασης αυτής, τα οποία, όμως, δεν ταυτίζονται με αυτά που φαίνονται στον ως άνω ορθοφωτοχάρτη. Ο εφεσίβλητος προέβαλε με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως ότι η επίδικη έκταση βρίσκεται εντός του προϋφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού «Σταμάτα – Σπάτα» και, ειδικότερα, στη θέση «Στρώμα», και ότι, ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται, εν προκειμένω, η δασική νομοθεσία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 6 περ. ε΄ του ν. 998/1979 (Α΄ 289). Προς απόδειξη τούτου προσκόμισε τα ακόλουθα στοιχεία: α) το 7756/96/11.2.1970 έγγραφο του Γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών, στο οποίο αναφέρεται ότι στους προ του 1883 Δήμους, Κωμοπόλεις και Χωρία «εις την περιοχήν της αρμοδιότητος του Γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών» περιλαμβανόταν η περιοχή «Σταμάτα–Σπάτα», β) την 16545/24.11.1997 πράξη του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής (Δ΄ 1109/22.12.1997), με την οποία χαρακτηρίσθηκε ο οικισμός «Σταμάτα – Σπάτα» ως προϋφιστάμενος του έτους 1923 και ορίσθηκε ότι θα επακολουθήσει ο καθορισμός των ορίων κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο 2 του π.δ/τος της 2/13.3.1981 (Δ΄ 138) διαδικασία, γ) την 259/12.12.2012 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Διονύσου με θέμα «Οριοθέτηση οικισμού Σταμάτας – Παλαιάς Σταμάτας και Σπάτα της Περιφέρειας Δ.Κ. Σταμάτας», δ) το 40403/ 22.12.2014 έγγραφο του Δημάρχου Διονύσου που απευθύνεται, μεταξύ άλλων, στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και στο Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με το οποίο ζητείται η έγκριση των προταθέντων ορίων του πιο πάνω οικισμού και στο προοίμιο του οποίου μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, το 34721/ 15.10.2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του ίδιου δήμου, με το οποίο υποβάλλεται τελικός χάρτης ορίων του οικισμού μετά τη θεώρησή του από την Υπηρεσία Δόμησης Ανατολικής Αττικής, ε) την από Ιουλίου 2007 έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης και φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών του δασολόγου Η.Κ., στην οποία αναφέρεται ότι η περιοχή «Σπάτα – Σταμάτα», εμβαδού τριακοσίων δεκαοκτώ (318) στρ., τα όρια της οποίας έχουν προταθεί ως όρια οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923, όπως προκύπτει από το 2305/2006 έγγραφο του Οργανισμού Αθήνας με το οποίο προτείνεται η οριοθέτηση αυτού εκτός ΓΠΣ, έχει οικοπεδοποιηθεί και έχει οικοδομηθεί σε σημαντικό τμήμα και στ) την 1495/17.1.2017 βεβαίωση του Δημάρχου Διονύσου, σύμφωνα με την οποία η αποστολή στην ΕΚΧΑ Α.Ε. για ανάρτηση των περιγραμμάτων των οικιστικών περιοχών, με πορτοκαλί χρώμα, του εν λόγω δήμου έγινε στις 22.12.2016. Εν όψει του ως άνω ισχυρισμού, το δικάσαν εφετείο, με την 3315/2017 προδικαστική απόφαση, έκρινε αναγκαίο να αναβάλει την οριστική κρίση του αναφορικά με το ζήτημα τούτο και να ζητήσει από τη Διοίκηση (Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Δασαρχείο Πεντέλης) να διευκρινίσει τα ακόλουθα ζητήματα: Να προσδιορισθεί η θέση του οικισμού «Σταμάτα – Σπάτα» που χαρακτηρίσθηκε οικισμός προϋφιστάμενος του έτους 1923 με την 16545/24.11.1997 πράξη του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, να διευκρινισθεί αν η θέση «Στρώμα» όπου, κατά τον εφεσίβλητο, βρίσκεται η επίμαχη έκταση, περιλαμβάνεται στον εν λόγω οικισμό, να καθορισθούν τα όρια αυτού, σε περίπτωση που αυτό δεν έχει γίνει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο π.δ/μα της 2/13.3.1981, καθώς και η σχέση του οικισμού αυτού προς την έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος αυτής που αφορά, ειδικότερα, στα διοικητικά όρια της περιφέρειας του Δήμου Σταμάτας και να καθορισθεί, επίσης, η ακριβής θέση της επίδικης έκτασης, να διευκρινισθεί, δηλαδή, αν ευρίσκεται εντός του προαναφερθέντος οικισμού και εντός της έκτασης που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα ή όχι. Σε εκτέλεση της πιο πάνω απόφασης προσκομίσθηκαν στο δικάσαν εφετείο τα ακόλουθα έγγραφα: α) Το 16742/13.9.2018 έγγραφο της Υπηρεσίας Δόμησης (Υ.ΔΟΜ.) του Δήμου Διονύσου, το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση του 1041/21833/23.4.2018 εγγράφου του Δασαρχείου Πεντέλης, με το οποίο ζητείτο να εξεταστεί αν η επίδικη ιδιοκτησία ευρίσκεται εντός ή εκτός των ορίων του οικισμού Σταμάτας. Σύμφωνα με το ανωτέρω έγγραφο της Υ.ΔΟΜ. «…το φερόμενο ως ιδιοκτησίας …. ακίνητο, όπως σημειώνεται στο απόσπασμα πινακίδας Γ.Υ.Σ. που προσαρτάται στο… 5734/94607/ 29.11.2016 έγγραφό σας… ευρίσκεται εντός του περιγράμματος του στερούμενου νόμιμης οριοθέτησης προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού «Σταμάτα – Σπάτα», όπως το περίγραμμα αυτό έχει διαβιβασθεί στην Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε. κατ’ εφαρμογή του νυν ισχύοντος άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 3889/2010». β) Το 3943/80290/18.9.2018 έγγραφο του Δασαρχείου Πεντέλης, στο οποίο γίνεται επίκληση του προεκτεθέντος εγγράφου της Υ.ΔΟΜ. του Δήμου Διονύσου και αναφέρεται ότι «…το φερόμενο ως ιδιοκτησία ….. ακίνητο ευρίσκεται εντός του περιγράμματος του στερούμενου νόμιμης οριοθέτησης προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού «Σταμάτα – Σπάτα». Ως εκ τούτου, ορθώς η Υπηρεσία μας κήρυξε την έκταση ως αναδασωτέα και επομένως προτείνουμε την απόρριψη της προσφυγής».
5. Επειδή, επί τη βάσει των ανωτέρω στοιχείων με την εκκαλούμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «Κατά την έννοια… [του άρθρου 3 παρ. 6 περ. ε΄ του ν. 998/1979, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο] δεν έχουν, καταρχήν, τον χαρακτήρα δάσους και δασικής έκτασης, μεταξύ άλλων, εκτάσεις συμπεριλαμβανόμενες εντός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923. Ως οικισμοί δε προϋφιστάμενοι του έτους 1923 νοούνται όχι μόνον εκείνοι που έχουν νομίμως οριοθετηθεί, αλλά και εκείνοι, για τους οποίους προκύπτει ότι πράγματι προϋπήρχαν του έτους 1923, έστω και αν δεν έχουν νομίμως οριοθετηθεί. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση, η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, σε συνεργασία, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με την πολεοδομική αρχή, οφείλει να εκφέρει δική της αιτιολογημένη κρίση, αφενός μεν ως προς το ζήτημα αν υφίσταται πράγματι στην περιοχή οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και αφετέρου αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού (πρβλ. ΣτΕ 4457/2005, 4454/2005, 282/2005, 1578/2003). Περαιτέρω, δεν αποκλείεται μεν να περιλαμβάνονται εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα στα όρια οικισμού προϋφισταμένου του 1923, η κρίση όμως των δασικών οργάνων ότι η έκταση, για την οποία πρόκειται, αν και εμπίπτει στα όρια οικισμού, έστω και μη νομίμως οριοθετηθέντος, έχει, παρά ταύτα, χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης, και, κατά συνέπεια, σε περίπτωση καταστροφής της δασικής βλάστησης είναι αναδασωτέα, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (πρβλ. ΣτΕ 3351/2014, 4989/2013, 4254/2009, 4457/2005)… Εξ άλλου, με την… [διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 3889/2010, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 153 περ. ΙΑ του ν. 4389/2016, Α΄ 16] ορίζεται στην περ. β αυτής ότι, μεταξύ άλλων, αποτυπώνονται με κίτρινο χρώμα τα περιγράμματα οικισμών νομίμως προϋφισταμένων του έτους 1923 για τους οποίους δεν έχει καθορισθεί όριο καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αλλά είναι νομίμως συγκροτημένοι και ότι τα ως άνω περιγράμματα θεωρημένα από την υπηρεσία δόμησης διαβιβάζονται στην Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε η οποία τα αποστέλλει, περαιτέρω, στην αρμόδια Διεύθυνση Δασών για την εφαρμογή του άρθρου 24 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 153 περ. ΙΒ του ως άνω ν. 4389/2016, με το οποίο προβλέπεται δυνατότητα αμφισβήτησης από τη δασική υπηρεσία με την επισήμανση δασικών εκτάσεων εντός των περιγραμμάτων αυτών και, ακολούθως, δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων από τους ενδιαφερομένους». Κατόπιν αυτών, κρίθηκαν τα εξής: «…δεδομένου ότι η επίδικη έκταση βρίσκεται εντός του περιγράμματος του πράγματι προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού «Σταμάτα – Σπάτα» έστω και μη νομίμως… οριοθετηθέντος, ο οποίος δεν αμφισβητείται από τη δασική υπηρεσία ότι εμπίπτει εντός της κηρυχθείσας [ως αναδασωτέας] με την προσβαλλόμενη απόφαση έκτασης…, αφού, άλλωστε, η Υ.ΔΟΜ του Δήμου Διονύσου στο ως άνω έγγραφό της επισημαίνει ότι έλαβε υπόψη τη θέση του επίμαχου ακινήτου, όπως αυτή αποτυπώθηκε από το δασαρχείο Πεντέλης στο απόσπασμα του χάρτη της Γ.Υ.Σ. που συνοδεύει τη με αρ. πρωτ. 5734/94607/29.11.2016 προαναφερθείσα έκθεση απόψεων της ως άνω υπηρεσίας, μη νομίμως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 6 του ν.998/1979 και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά [ανωτέρω], κρίθηκε ότι η εν λόγω έκταση πρέπει να κηρυχθεί αναδασωτέα. Εξ άλλου, μετά την έκδοση του ως άνω εγγράφου της Υ.ΔΟΜ. του Δήμου Διονύσου, το δασαρχείο Πεντέλης δεν εκφέρει ειδική αιτιολογημένη κρίση σχετικώς με το δασικό χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, όπως απαιτείται [σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω], και συγκεκριμένα δεν επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η εν λόγω έκταση, αν και εμπίπτει στο περίγραμμα του ως άνω οικισμού, παρά ταύτα, έχει δασική μορφή και λόγω καταστροφής της, συντρέχει κατά το νόμο λόγος για την κήρυξη αυτής ως αναδασωτέας. Τέλος, δεν προβάλλεται καν ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι, έστω, έχει κινηθεί από την αρμόδια Διεύθυνση Δασών η εφαρμογή της διαγραφόμενης στο πιο πάνω άρθρο 24 του ν. 3889/2010 διοικητικής διαδικασίας».
6. Επειδή, με τον μοναδικό λόγο έφεσης, το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι ο εφεσίβλητος στερούνταν εννόμου συμφέροντος να προβάλει λόγο ακυρώσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς τον δασικό χαρακτήρα της έκτασης, ισχυριζόμενος ότι αυτή εμπίπτει εντός οικισμού προϋφισταμένου του έτους 1923. Και τούτο, διότι ο εφεσίβλητος φέρει το βάρος να αποδείξει προαποδεικτικά τους ισχυρισμούς του κι αν δεν το πράξει, τότε ο σχετικός λόγος πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Το δε Διοικητικό Εφετείο, εν προκειμένω, δεν έπρεπε να τάξει με την προδικαστική του απόφαση θέμα απόδειξης, όσον αφορά το ζήτημα της θέσης της επίδικης έκτασης εντός του οικισμού. Σε σχέση με την συνδρομή των όρων του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (άρθρο 12 παρ. 2 ν. 3900/2010, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 παρ. 3 ν. 4446/2016), το Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το προβαλλόμενο με την έφεση νομικό ζήτημα ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών προβάλλει, όπως εν προκειμένω, με την αίτηση ακυρώσεως ως λόγο κατά της προσβαλλόμενης πράξης αναδάσωσης την ύπαρξη νομικής πλημμέλειας αυτής, λόγω μη ειδικής αιτιολογίας του δασικού χαρακτήρα της έκτασης, καθόσον αυτή εμπίπτει εντός οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923, αυτός φέρει το βάρος της απόδειξης προαποδεικτικά, κατ’ άρθρο 47 του π.δ. 18/1989 των ως άνω ισχυρισμών του και, ως εκ τούτου, στην περίπτωση, κατά την οποία αυτός δεν θα ανταποκριθεί στο σχετικό βάρος απόδειξης, ο λόγος ακυρώσεως καθίσταται απορριπτέος ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος προβολής αυτού.
7. Επειδή, ο ως άνω λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν πλήττει κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία σε καμία σκέψη της δεν συνδέει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την ακύρωση πράξης αναδάσωσης με το ζήτημα της απόδειξης των ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923. Αν, εξάλλου, θεωρηθεί ότι με την έφεση πλήττεται η εμμέσως συναγόμενη κρίση της εκκαλουμένης ότι, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 6 περ. ε΄ του ν. 998/1979, εφόσον προβληθεί ότι η κηρυχθείσα ως αναδασωτέα έκταση βρίσκεται εντός των ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923, ο ακυρωτικός δικαστής δύναται να εκδώσει προδικαστική απόφαση με την οποία να υποχρεώνεται η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, να αποδείξει, αφενός αν υφίσταται πράγματι στην περιοχή που κηρύσσεται αναδασωτέα οικισμός προϋφιστάμενος του 1923, και αφετέρου, αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού, ο ισχυρισμός του Δημοσίου περί μη ύπαρξης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ανωτέρω νομικό ζήτημα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, δε, διότι επανειλημμένως το Δικαστήριο έχει εκδώσει προδικαστικές αποφάσεις επιβάλλοντας την υποχρέωση στη Διοίκηση να διευκρινίσει τα ως άνω ζητήματα (βλ. Σ.τ.Ε. 3203/2012, 4016/2008, 3352/2007). Άλλωστε, κατά τα παγίως κριθέντα, η συμπλήρωση των αποδείξεων εναπόκειται στην ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δύναται να εκδώσει προς τούτο προδικαστική απόφαση (βλ. Σ.τ.Ε. 1021/2020, 2483/2019, 1678/2015, 104/2000 κ.α., βλ. και Σ.τ.Ε. 1513/2018, 1170/2018). Περαιτέρω, όπως κρίθηκε με την 2513/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα αν υφίσταται πράγματι στην περιοχή που κηρύσσεται αναδασωτέα οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και αν το επίμαχο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού, αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναδάσωσης, κατά τα άρθρα 117 παρ. 3 του Συντάγματος, 38 και 41 του ν. 998/1979, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 6 περ. ε΄ του νόμου αυτού, και αποτελεί, κατά τον νόμο, κρίσιμο στοιχείο βάσει του οποίου κρίνεται η νομιμότητα της πράξης αναδάσωσης (βλ. Σ.τ.Ε. 3351/2014, 2264/2014, 3181/2012, πρβλ. 4524/2009, 4457/2005, 282/2005, 1578/2003). Όπως, μάλιστα, έγινε δεκτό με την ανωτέρω 2513/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η απόδειξη των ζητημάτων αυτών, τα οποία απαιτούν εξιδιασμένη νομική και πραγματική έρευνα, κατόπιν, μάλιστα, της συνεργασίας πολλών συναρμοδίων υπηρεσιών, δεν είναι επιτρεπτό, ενόψει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, να βαρύνει τους θιγόμενους, και μάλιστα προαποδεικτικώς, οι οποίοι, άλλωστε, ούτε διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις ούτε έχουν την υποχρέωση να τηρούν αρχεία με τα απαραίτητα για τη διευκρίνιση των ως άνω ζητημάτων στοιχεία, αρκεί δε αυτοί να προσδιορίζουν επαρκώς τη θέση του επίμαχου ακινήτου στους σχετικούς χάρτες, συνδράμοντας κατά τούτο τη Διοίκηση, προκειμένου να τη διευκολύνουν στον εντοπισμό του. Με τα δεδομένα αυτά, η ως άνω εμμέσως συναγόμενη κρίση του Διοικητικού Εφετείου σχετικά με την έννοια του άρθρου 3 παρ. 6 περ. ε΄ του ν. 998/1979 σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί διαδικασίας αναδάσωσης είναι σύμφωνη με την υφισταμένη επί του θέματος πάγια νομολογία, αβασίμως δε προβάλλεται το αντίθετο.
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2024
Ο Προεδρεύων ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας
Χρήστος ΝτουχάνηςΕιρήνη Κανάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 2024.
Ο Προεδρεύων ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας
Χρήστος ΝτουχάνηςΓεωργία Σιμάτη
Η απόφαση εστάλη από τη ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΠ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ – Ν.-Κ. ΧΛΕΠΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ