“[…] Προς απαλλοτρίωση εξομοιούται, κατά το αυτό σύστημα, και η μερική ή ολική ρυμοτόμηση ακινήτου, δηλαδή ο χαρακτηρισμός του, με την έγκριση ή την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, ως οδού ή πλατείας ή ως κοινοχρήστου χώρου πρασίνου. Όταν, εξάλλου, το ακίνητο δεν απαλλοτριώνεται, αλλά δεσμεύεται για λόγους πολεοδομικούς, δηλαδή για την δημιουργία χώρων κοινωφελών εγκαταστάσεων, τότε η ιδιοκτησία υφίσταται ένα πολεοδομικό βάρος, του οποίου η διατήρηση, προκειμένου να μην αντιβαίνει προς τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, μπορεί να διατηρείται μόνον επί εύλογο χρόνο. Την κρίση περί του κατά πόσον ο χρόνος διατήρησης του πολεοδομικού βάρους υπερβαίνει τον εύλογο, εκφέρουν, καταρχήν, τα αρμόδια, κατά το νόμο, δικαστήρια, ήδη δε τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (άρθρο 11 ΚΑΑΑ), προς τα οποία ο ιδιοκτήτης έχει τη δυνατότητα να προσφύγει, ισχυριζόμενος ότι ο χρόνος δέσμευσης του ακινήτου του έχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπερβεί τον εύλογο και ζητώντας την αποδέσμευση της ιδιοκτησίας του. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η Διοίκηση οφείλει, κατ’ αρχήν, να προβεί στην άρση της απαλλοτρίωσης, που δεν έχει συντελεσθεί με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης, ή του ρυμοτομικού βάρους, οπότε ο ιδιοκτήτης ανακτά όλο το εύρος των δικαιωμάτων του επί του ακινήτου, χωρίς, βεβαίως, να αποκλείεται η επαναδέσμευση του ακινήτου, στην οποία η Διοίκηση δικαιούται να προβεί υπό προϋποθέσεις. Εξάλλου, στην ίδια αυτή περίπτωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης ή του πολεοδομικού βάρους πέραν του ευλόγου αυτού χρόνου χωρίς να έχει καταβληθεί αποζημίωση, με συνέπεια τον περιορισμό της χρήσης του ακινήτου κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ο ιδιοκτήτης, πέραν της εξυπακουόμενης δυνατότητάς του να ζητήσει την άρση της δέσμευσης του ακινήτου του, έχει τη δυνατότητα να ζητεί, κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα ή εφάπαξ, ανάλογη αποζημίωση για την εν λόγω δέσμευση (πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Δ. Καραγιάννης κ.λπ. κατά Ελλάδος, 51354/99, της 16.1.2003 σκ. 41- 43 και της 15.7.2004 σκ.13, βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ Barcza και λοιποί κατά Ουγγαρίας, 50811/10, σκ. 47 και 50-54). Η επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης για τη στέρηση της χρήσεως προϋποθέτει παρεμπίπτουσα κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η δέσμευση, υπερβαίνει το εύλογο, την κρίση δε αυτή εκφέρει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τη διάγνωση της υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου στην προαναφερόμενη περίπτωση που ζητείται η άρση της δέσμευσης. Περαιτέρω, αν, παρά τη δικαστική διάγνωση της υπέρβασης του ευλόγου χρόνου, η Διοίκηση καθυστερήσει την αποδέσμευση ή την επαναδέσμευση, με άμεση, στην τελευταία αυτή περίπτωση, καταβολή της αποζημιώσεως, τότε ο ιδιοκτήτης δικαιούται την προεκτεθείσα ανάλογη αποζημίωση, διατηρώντας και όλα τα λοιπά δικαιώματά του. Αν, όμως, η Διοίκηση είτε καταβάλει εμπροθέσμως την καθορισθείσα δικαστικώς αποζημίωση είτε απελευθερώσει οριστικά το ακίνητο, χωρίς ο ιδιοκτήτης να έχει, εν τω μεταξύ, ζητήσει την καταβολή της ανάλογης “ενδιάμεσης” αποζημιώσεως, αρκούμενος, προφανώς, είτε στην επίτευξη του σκοπού της εισπράξεως της πλήρους αποζημιώσεως είτε στην οριστική αποδέσμευση του ακινήτου του, τότε ο ίδιος δεν δικαιούται, εκ των υστέρων, να επιδιώξει την αναδρομική αποζημίωσή του για την στέρηση της χρήσεως του ακινήτου, την οποία θα εδικαιούτο, ενδεχομένως, να επιτύχει στον τότε προσήκοντα χρόνο. Τούτο, πλήν άλλων, και για τον λόγο ότι, στην περίπτωση αυτή, θα ανατρεπόταν αναδρομικώς η επιτευχθείσα οικονομική ισορροπία με την επιλογή καταβολής της πλήρους αποζημιώσεως, την οποία η Διοίκηση ενδεχομένως δεν θα επιχειρούσε, προτιμώντας την οριστική αποδέσμευση του ακινήτου, αν εγνώριζε ότι μπορεί, και μετά την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης, να υποχρεωθεί σε καταβολή πρόσθετης, που δεν είχε ζητηθεί επικαίρως. Αυτό ισχύει πολλώ μάλλον όταν ο ιδιοκτήτης είτε εξεδήλωσε ρητώς την πρόθεσή του να διατηρηθεί η απαλλοτρίωση, παρά την μη τήρηση των κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προθεσμιών για την καταβολή της αποζημιώσεως, αποβλέποντας, και αρκούμενος, στην είσπραξή της, είτε εισέπραξε, χωρίς αντίρρηση ή υποβολή αξιώσεως, την δικαστικώς καθορισθείσα αποζημίωση. Δεν μπορεί δε, πάντως, ο ιδιοκτήτης, αν είχε θεωρήσει ικανοποιητική την προσωρινώς καθοριζόμενη αποζημίωση αλλά θεωρεί ήδη μη ικανοποιητική γι’ αυτόν την οριστικώς καθοριζόμενη από το δικαστήριο αποζημίωση, να ζητήσει, στο στάδιο αυτό, όπου η απαλλοτρίωση έχει ήδη προ πολλού συντελεσθεί και η κυριότητα του ακινήτου έχει μεταστεί στο Δημόσιο με την καταβολή της προσωρινής αποζημιώσεως, την αναδρομική αναγνώριση πρόσθετης εκ των υστέρων αποζημιώσεως για τον προηγούμενο περιορισμό χρήσεων του ακινήτου του, όσο αυτό ήταν ακόμη στην ιδιοκτησία του. Το σύστημα αυτό, που λαμβάνει υπ’ όψιν όλες τις δίκαιες αξιώσεις του ιδιοκτήτη, όταν αυτές προβάλλονται στον προσήκοντα, κατά τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες, χρόνο, καθώς και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου για λογαριασμό της Διοικήσεως, όταν αυτή έχει ήδη εκπληρώσει τις κατά το Σύνταγμα και τον νόμο υποχρεώσεις της είτε με την καταβολή της πλήρους αποζημιώσεως είτε με την οριστική αποδέσμευση του ακινήτου, πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σεβασμού του δικαιώματος στην περιουσία και της ικανοποίησης του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο, στην περίπτωση αυτή, συνίσταται αφενός μεν στην προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος, αφετέρου δε στην ανάγκη έγκαιρης και ενιαίας εκκαθάρισης των απορρεουσών από τη δέσμευση της ιδιοκτησίας αξιώσεων του ιδιοκτήτη, χωρίς να ανατρέπεται η οικονομική ισορροπία με την εκ των υστέρων προβολή αξιώσεων που θα μπορούσαν, και θα έπρεπε, να έχουν προβληθεί εγκαίρως, σε προγενέστερο στάδιο. Δεν συνιστά, επομένως, κατά συνεκδοχή, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας παραδεκτώς προσβλητή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η τυχόν προσβαλλόμενη “παράλειψη” της Διοικήσεως για καταβολή στον ιδιοκτήτη “αποζημίωσης στέρησης χρήσης” για μακροχρόνιο περιορισμό της χρήσης ακινήτου, όταν το αίτημα αυτό υποβάλλεται μετά τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, με την καταβολή της καθορισθείσας προσωρινής ή οριστικής αποζημιώσεως και την είσπραξή της. Δεν ασκεί δε οποιαδήποτε επιρροή το γεγονός, εγγενές, άλλωστε, σε οποιαδήποτε μη τελειωτική δικαστική κρίση, ότι το τελικώς αποφασίζον για το ύψος της αποζημιώσεως δικαστήριο την προσδιόρισε σε ποσό κατώτερο από τον πρωτοβάθμιο καθορισμό, με συνέπεια ο εισπράξας ιδιοκτήτης να υπέχει αυτονοήτως την υποχρέωση να επιστρέψει το υπερβάλλον, οπότε η εκ των υστέρων επιχειρούμενη απόπειρα συμψηφισμού του προς επιστροφή ποσού με επί πλέον αποζημίωση δεν θάλπεται από τον νομοθέτη”.