ΣτΕ 18/2019 (Δ΄τμήμα-επταμελής) Συνταγματικότητα λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές, κατ᾽ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 4177/2013

2. Επειδή, ζητείται ν᾽ ακυρωθεί η υπ᾽ αριθμ. 75812 – 06/07/2017 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομίας & Ανάπτυξης (ΦΕΚ 2332 Β΄ της 7.7.2017), τιτλοφορουμένη “Ορισμός περιοχών στις οποίες επιτρέπεται η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές, κατ᾽ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 4177/2013” [εννοείται η εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 1Α του αυτού άρθρου και νόμου].

11. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΟλΣτΕ 100/2017), από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, εν συνδυασμώ ερμηνευόμενες, προκύπτουν τ᾽ ακόλουθα: Το Σύνταγμα αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως υπέρτατη αξία, χάριν της οποίας υφίσταται και οργανώνεται η έννομη τάξη, θεσπίζει δε τα επί μέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα για την διασφάλιση της επί ίσοις όροις ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας εκάστου και την απόλαυση των εννόμων αγαθών που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών (ΣτΕ 867/1988 Ολομέλεια). Στο πλαίσιο του χαρακτήρα αυτού του Συντάγματος κατοχυρώνεται για τους πάσης φύσεως εργαζομένους και απασχολουμένους (εξηρτημένα ή ανεξάρτητα εργαζόμενους, ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ.) το δικαίωμα του ελευθέρου χρόνου και της απολαύσεώς του, ατομικά και από κοινού με την οικογένειά τους, ως τακτικό διάλειμμα της εβδομαδιαίας εργασίας. Το δικαίωμα αυτό υπηρετεί την υγεία και την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας, με την φυσική και ψυχική ανανέωση που προσφέρει η τακτική αργία στον εργαζόμενο άνθρωπο εντός της κάθε εβδομάδας εργασίας (άρθρα 5 παράγραφος 1, 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος). Συναφώς δε, προσφέρει και την δυνατότητα οργανώσεως της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής του, θέματα για τα οποία επίσης μεριμνά το Σύνταγμα (άρθρο 21 παράγραφος 3). Περαιτέρω, το αναφερθέν δικαίωμα προσλαμβάνει πρακτική αξία για τους εργαζομένους, όταν αυτοί δύνανται, μόνοι ή από κοινού με την οικογένειά τους, να μετέχουν στην συλλογική ανάπαυλα μιας κοινής αργίας ανά εβδομάδα, ως τέτοια δε ημέρα έχει επιλεγεί -κατά μακρά διαμορφωμένη παράδοση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα λοιπά κράτη της Ευρώπης- η Κυριακή, σχετιζόμενη με την χριστιανική θρησκεία (βλ. τη βασική απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας BverfG – BvR2857 και 2858/07- της 1.12.2009, κυρίως κεφ. Β, ΙΙ. Bλ. επίσης και την απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου BverwG – 1C 25.84- της 15.3.1988). Ειδικότερα, με τον νόμο ΓΥΝΕ΄ (3455/1909, Α΄ 286/7.12.1909) καθιερώθηκε το πρώτον η Κυριακή ως γενική αργία, από τον κανόνα δε αυτόν προβλέφθηκαν, τόσο από τον νόμο αυτόν όσο και από επομένους, εξαιρέσεις για εργασίες και δραστηριότητες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, οι οποίες επιτρέπεται να ασκούνται και κατά τις Κυριακές και λοιπές αργίες. Κατά την θεσμοθέτηση των εξαιρέσεων, όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν είναι ελεύθερος στις επιλογές του, αλλά οφείλει να λαμβάνει υπ᾽ όψιν συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις, ούτως ώστε αφ᾽ ενός να μην ανατρέπεται ο κανόνας και αφ᾽ ετέρου οι εξαιρέσεις να επιβάλλονται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο συνίσταται όχι στην απλή επαύξηση του κέρδους ορισμένων επιχειρήσεων ή δραστηριοτήτων ούτε στην εξυπηρέτηση αναγκών που είναι δυνατόν να ικανοποιούνται ομαλά κατά τις εργάσιμες ημέρες, αλλά στην εξυπηρέτηση βασικών αναγκών των πολιτών, των οποίων η ικανοποίηση δεν δύναται ν᾽ ανασταλεί κατά τις Κυριακές και τις αργίες. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται α) ιδιωτικές εργασίες, οι οποίες υπηρετούν την απόλαυση ορισμένων βασικών αναγκών αναψυχής των πολιτών κατά τις αργίες (εστιατόρια και λοιπά καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, λειτουργίες πολιτισμού) και β) η ανάγκη ορισμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων (π.χ. εργοστασίων) να λειτουργούν συνεχώς, για λόγους τεχνικούς, εν συνδυασμώ και με λόγους αφορώντες την οικονομική τους επιβίωση. Το ίδιο ισχύει για λειτουργίες, ασκούμενες από το Δημόσιο ή από τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες υπηρετούν ευθέως το δημόσιο συμφέρον, όπως την ασφάλεια των πολιτών, την υγεία (νοσοκομεία), την συγκοινωνία και επικοινωνία, την ύδρευση. Στο προαναφερθέν πλαίσιο πρέπει να ενταχθούν και λελογισμένες εξαιρέσεις, επιβαλλόμενες για ορισμένους τόπους και ορισμένες περιόδους του έτους ως προς τον οικονομικό κλάδο του τουρισμού, και δη υπό την προϋπόθεση ότι οι εξαιρέσεις αυτές υπηρετούν τον βιώσιμο τουρισμό και δεν υπερβαίνουν τα όρια της αρχής της αναλογικότητος (άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Ειδικώτερα, καθ᾽ όσον αφορά τον τουρισμό, η απομάκρυνση από τον κανόνα της αργίας κατά τις Κυριακές επιχειρείται υπό την προϋπόθεση ότι α) η εξαίρεση αφορά σαφώς προσδιοριζόμενες περιοχές, στις οποίες η οικονομικοκοινωνική ζωή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον κλάδο του τουρισμού, β) οι εξαιρέσεις προσδιορίζονται με ακρίβεια κατά χρόνο και κατά το δυνατόν σε διάσπαρτες ημέρες ανά έτος, αναλόγως του χαρακτήρα της κάθε περιοχής και της τουριστικής περιόδου (θερινός, χειμερινός τουρισμός), ώστε να μην αναιρείται ο πυρήνας του προαναφερθέντος συνταγματικού δικαιώματος και γ) η κατ᾽ εξαίρεσιν επιτρεπομένη εργασία είναι πράγματι πρόσφορη για την εξυπηρέτηση του σκοπού της βιώσιμης τουριστικής αναπτύξεως. Οίκοθεν νοείται, ότι η συνδρομή των εκτεθεισών προϋποθέσεων πρέπει να τυγχάνει πλήρους τεκμηριώσεως κατά την νομοθέτηση των εξαιρέσεων, ώστε, πλην των άλλων, να καθίσταται εφικτός και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητάς τους.

12. Επειδή, μειοψήφησε ο Πρόεδρος του Τμήματος, ο οποίος διατύπωσε την εξής γνώμη: Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, θεσπίζει μια θεμελιώδη συνταγματική αξία, συστατική της φυσιογνωμίας της συνταγματικής τάξεως, την οποία το κράτος οφείλει να σέβεται και να προστατεύει και απαγορεύει την χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου για την επίτευξη σκοπών, αλλά δεν έχει την έννοια ότι θεσπίζονται με αυτήν επιμέρους συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα, τα οποία δεν προκύπτουν από άλλα άρθρα του συνταγματικού χάρτη, είτε στο Μέρος Δεύτερο, είτε σε άλλο σημείο του συνταγματικού κειμένου. Εξ άλλου, ναι μεν αποτελεί στοιχείο της κατοχυρούμενου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας η ύπαρξη ελευθέρου χρόνου και η απόλαυση των αγαθών του, όμως ούτε από την συνταγματική αυτή διάταξη επιτάσσεται στον νομοθέτη η καθιέρωση ορισμένου χρονικού διαστήματος ή συγκεκριμένης ημέρας για την ανάπαυση των εργαζομένων, την αναψυχή τους ή την απόλαυση του οικογενειακού τους βίου. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει μακρά παράδοση της Κυριακής αργίας δεν συνεπάγεται και ότι η εν λόγω παράδοση έχει καταστεί συνταγματική επιταγή. Η ρύθμιση των θεμάτων της διάρκειας του χρόνου εργασίας και της διαθέσεως του ελευθέρου χρόνου των εργαζομένων ανήκει, κατ’ αρχήν, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη (άρθρ. 22 παρ. 2 Συντ). Κατά την ρύθμιση, περαιτέρω, των θεμάτων αυτών ο τελευταίος, γνωρίζοντας τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας, η προαγωγή της οποίας προδήλως συνιστά ένα εκ των πρωταρχικών θαλπομένων από το Σύνταγμα σκοπών γενικού συμφέροντος, όπως μάλιστα οι ανάγκες αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά την περίοδο της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, την οποία διέρχεται η χώρα επί σειρά ετών, έχει τη διακριτική ευχέρεια να ρυθμίζει το ωράριο λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, έτσι ώστε αφενός μεν να ενισχύεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός προς όφελος των καταναλωτών, αφετέρου δε να αυξάνεται η εμπορική κίνηση με σκοπό την τόνωση της ανάπτυξης και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Μέσα στα πλαίσια αυτά η καθιέρωση της δυνατότητας ανοίγματος των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές δεν απαγορεύεται από καμία συνταγματική διάταξη· και μάλιστα δεν απαγορεύεται για όλα ανεξαιρέτως τα εμπορικά καταστήματα και όχι μόνο για τις υπηρεσίες που κατοχυρώνουν την ασφάλεια των πολιτών, τις συγκοινωνίες, την υγεία, την επικοινωνία και την ύδρευση ή για τα τουριστικά καταστήματα, καταστήματα εστίασης και γενικότερα διασκέδασης, στα οποία επιτρέπεται κατά παράδοση από το νομοθέτη η λειτουργία κατά τις Κυριακές όπως έγινε δεκτό με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 100/2017 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει πράγματι κανείς σαφής και πειστικός λόγος που να δικαιολογεί την διαφοροποίηση των εργαζομένων στους τελευταίους αυτούς τομείς από τους λοιπούς εργαζομένους γενικότερα. Έχουν όλοι ανεξαιρέτως το αυτό ακριβώς δικαίωμα σε μια ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, ως στοιχείο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Εφόσον, επομένως, το άνοιγμα των καταστημάτων κατά τις Κυριακές δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα, ο νομοθέτης έχει μεν την ευχέρεια, αλλά όχι και την υποχρέωση να το απαγορεύσει. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται αυτονοήτως και υποχρέωση των επιχειρήσεων, οι οποίες δεν το επιθυμούν, να ανοίγουν τα καταστήματά τους κατά τις Κυριακές. Το ειδικότερο, εξ άλλου, συμφέρον ή και η αδυναμία ορισμένων επιμέρους κατηγοριών εμπορικών επιχειρήσεων (μικροτέρων ή μεγαλυτέρων αδιάφορο) να μην ανοίγουν τα καταστήματά τους τις Κυριακές δεν συνιστά λόγο γενικού συμφέροντος, που δικαιολογεί την επιβολή της απαγόρευσης από το νομοθέτη της λειτουργίας κατά τις Κυριακές και σε όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, που δεν έχουν την αδυναμία αυτή. Η μόνη υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται σε συνταγματικό επίπεδο (άρθρ. 5 παρ. 1 πρβλ και άρθρο 21 παρ. 3 Συντ.) στους ιδιοκτήτες των εμπορικών καταστημάτων είναι η παραχώρηση μιας ημέρας αργίας και αναπαύσεως για κάθε εβδομάδα στους εργαζομένους σε αυτά· ημέρα η οποία κατοχυρώνεται ούτως ή άλλως από την εργατική νομοθεσία. Η ημέρα δε αυτή δύναται να είναι η Κυριακή, αλλά δύναται επίσης, εφόσον το επιλέξει ο νομοθέτης θεσπίζοντας έτσι καθεστώς ελευθερίας σε ό,τι αφορά τα ωράρια λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, να είναι, κατά περίπτωση, μια άλλη ημέρα της εβδομάδας καθοριζόμενη ανάλογα με τις ανάγκες και ειδικότερες συνθήκες της κάθε επιχειρήσεως. Η συναγωγή, περαιτέρω, με βάση μια ερμηνεία του Συντάγματος, η οποία δεν προκύπτει από καμία συγκεκριμένη διάταξή του, ότι πρέπει οι κάτοικοι της χώρας μια συγκεκριμένη ημέρα της εβδομάδας να μην εργάζονται, διότι πρέπει κατά την ειδική αυτή ημέρα να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να απολαμβάνουν τα αγαθά του οικογενειακού βίου και να αναπαύονται, συνιστά ένα πατερναλισμό αντίθετο προς τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του Συντάγματος, σύμφωνα με τον οποίο οι επιλογές αυτές, στις οποίες πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η επιλογή κάποιου να προτιμά να εργάζεται την Κυριακή ή να συμμετέχει στην εμπορική κίνηση και όχι να αναπαύεται, ή να εκκλησιάζεται ή να ευρίσκεται με την οικογένειά του, ανάγονται αποκλειστικά στις ελεύθερες επιλογές των ενδιαφερομένων. Η Κυριακή αργία, τέλος, όπως και στην Ελλάδα δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς και σε καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός της Γερμανίας (άρθρο 140 του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε συνδυασμό με το διατηρούμενο σε ισχύ άρθρο 139 γερμανικού Συντάγματος του 1919, άλλως Συντάγματος της Βαϊμάρης). Δεν προσήκει, συνεπώς, η επίκληση νομολογιακού προηγουμένου του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την συναγωγή συμπερασμάτων για τα ισχύοντα στην Ελλάδα.

15. Επειδή, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως οι αιτούντες προβάλλουν παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 74 παρ. 5 εδ. β΄ του Συντάγματος, κατά την οποία, μεταξύ των άλλων, ορίζονται και τα εξής: «… Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση. Προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση. … Σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται η Βουλή. …». Και τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, οι ρυθμίσεις του (κρισίμου) άρθρου 49 είναι άσχετες προς τις λοιπές του νομοσχεδίου, το οποίο απετέλεσε στην συνέχεια τον  ν.  4472/2017, διότι οι τελευταίες αναφέρονται σε ζητήματα συντάξεων, κοινωνικών προγραμμάτων, φορολογίας, εργατικού δικαίου, προμηθειών κλπ. Ο λόγος αυτός παρίσταται απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι κατά τα παγίως γινόμενα δεκτά από τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 5 του Συντάγματος συνάγεται ότι το Σύνταγμα έχει αναθέσει στην Βουλή και όχι στην δικαστική εξουσία τον έλεγχο τηρήσεως της επιταγής που περιέχεται στα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου αυτής (βλ. ΣτΕ 665/1978, 1186/1983, 1721/1991 Ολομ., 444/1995 7μ., 1913/2003, 161/2010, 15/2015 Ολομ., 2151/2015 Ολομ., 655/2016 Ολομ.).

21. Επειδή, όπως συνάγεται από τελεολογική ερμηνεία της διατάξεως της παραγράφου 1Α του άρθρου 16 ν. 4177/2013, καθώς και από τις προεκτεθείσες περιστάσεις της θεσπίσεώς της, ως «εμπορική δραστηριότητα», αποτελούσα κριτήριο για την άσκηση της επίμαχης κανονιστικής αρμοδιότητας, πρέπει να εννοηθεί εκείνη που συνδέεται ή προορίζεται να συνδεθεί προς την τουριστική κίνηση και μάλιστα στις περιοχές, όπου η κίνηση αυτή είναι έντονη. Τέτοια δε σύνδεση με την τουριστική κίνηση έχουν όχι μόνο οι παραδοσιακές δραστηριότητες στέγασης και σίτισης των τουριστών αλλά και η ευρύτερη εμπορική κίνηση, που εξυπηρετεί τις ποικίλες ανάγκες τους.

22. Επειδή, υπ᾽ αυτά τα δεδομένα η ρύθμιση της παραγράφου 1Α του άρθρου 16 ν. 4177/2013, όπως προσετέθη από το άρ. 49 παρ. 1 ν. 4472/2017, δεν αντίκειται σε καμμία διάταξη του Συντάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται. Πράγματι, η ρύθμιση επιδιώκει θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην εξυπηρέτηση της ποσοτικώς αξιόλογης σε εθνικό επίπεδο, τουριστικής κινήσεως και εντεύθεν στην υποστήριξη κατά τρόπο άμεσο, του -νευραλγικού στην παρούσα συγκυρία, με βάση την πιο πάνω τεκμηρίωση και τα διδάγματα της κοινής πείρας- τομέα του Τουρισμού, η τόνωση και ενίσχυση του οποίου ως βασικού τομέα της εθνικής οικονομίας αποτελεί πρόδηλο σκοπό γενικού συμφέροντος. Θεμιτός, συντρέχων σκοπός παρίσταται και η ενίσχυση του ανταγωνισμού, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Η κατ᾽ αρχήν νομοθετική επιλογή των περιοχών, όπου εξαιρετικώς διασπάται ο κανόνας της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας αργίας για τα καταστήματα, θεμιτώς απέβλεψε στην τουριστική δυναμική των περιοχών αυτών, στηρίζεται σε πρόσφορες παραμέτρους κρίσεως (τοπική εγγύτητα σε πύλες εισόδου-κόμβους μεταφορών, τουριστικό ενδιαφέρον, αυξημένη λιανεμπορική δραστηριότητα εγγύς) και παρίσταται προσηκόντως τεκμηριωμένη με βάση όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, υπό την έννοιαν ότι πρόκειται πράγματι για σαφώς προσδιοριζόμενες περιοχές, στις οποίες η οικονομικοκοινωνική ζωή εξαρτάται κατ᾽ αρχήν σε μεγάλο βαθμό από τον αναπτυσσόμενο εκεί δυναμικά κλάδο του τουρισμού, όντος περαιτέρω ανελέγκτου από τον δικαστή του βαθμού αυτού. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις επ᾽ αυτού του τελευταίου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες (πρβλ. ΟλΣτΕ 3177/2014, 668/2012, σκ. 35 κ.ά). Προσηκόντως τεκμηριωμένη παρίσταται, επίσης, τόσον η επιλογή του χρονικού, εξαμήνου κατ᾽ έτος, διαστήματος, για το οποίο διασπάται ο κανόνας (Μάιος-Οκτώβριος) ως εκ του χαρακτήρος του τουρισμού στις περιοχές αυτές ως θερινού, όσο και η πρόβλεψη ότι καταλαμβάνονται όλες -πλην μιάς- οι Κυριακές του εν λόγω εξαμήνου. Περαιτέρω, η ρύθμιση αφορά μέρος της χώρας και συγκεκριμένη περίοδο του έτους, ώστε να μην τίθεται ζήτημα μετατροπής της εξαιρέσεως σε κανόνα. Δεν παραβιάζεται δε από την επίμαχη ρύθμιση ούτε η αρχή της αναλογικότητος, διότι η εξαίρεση, όπως προκύπτει, δεν εισήχθη αδιακρίτως, αλλά μόνο στο αναγκαίο και ικανό μέτρο, δηλαδή σε Περιφέρειες και περιοχές τους, στις οποίες διαπιστωμένα υφίσταται αξιόλογη -σε εθνική κλίμακα- τουριστική κίνηση και παρίσταται κατ᾽ αρχήν πρόσφορη για την υποστήριξή της. Δεδομένου δε, ότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητος περιορίζεται στην κρίση, αν η θεσπιζομένη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο για την πραγματοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού μέτρο και κατά συνεκδοχήν, αν η σχετική εκτίμηση του κοινού νομοθέτη ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα αυτής είναι καταδήλως εσφαλμένη (βλ. ΟλΣτΕ 3031/2008, 1210/2010, 668/2012, 3013/2014 κ.ά.), η επίμαχη ρύθμιση δεν καθίσταται μη αναγκαία, αντιθέτως απ᾽ ό,τι προβάλλουν οι αιτούντες, εκ του γεγονότος, ότι κατά τις έξι εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων ήταν ήδη από το 2005 απελευθερωμένο και ότι αυτά μπορούν να λειτουργούν από τις 5 π.μ. έως τις 9 μ.μ. (ώστε, όπως προβάλλεται, να επαρκεί η λειτουργία τους για να καλυφθούν ομαλά οι όποιες πραγματικές ανάγκες του καταναλωτικού κοινού). Το αυτό ισχύει και για τις ειδικώτερες αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλεται ότι η προαιρετική λειτουργία καταστημάτων τις Κυριακές αντικρύζει πραγματική ανάγκη/ζήτηση μόνον κατά τις εορταστικές περιόδους ή με τις οποίες αμφισβητείται η συμβολή του μέτρου στην δημιουργία θέσεων εργασίας. Κατόπιν αυτών παρίστανται απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται, ότι η εξουσιοδοτική ρύθμιση του άρ. 49 παρ. 1 ν. 4472/2017 παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας ή ότι δεν συμμορφώθηκε προς τα ειδικώτερον κριθέντα ως άνω με την 100/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά την ειδικότερη δε, συντρέχουσα γνώμη του Προέδρου του Τμήματος οι συναφείς λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι προεχόντως, διότι από το Σύνταγμα δεν προκύπτει απαγόρευση τα εμπορικά καταστήματα να ανοίγουν τις Κυριακές και δεν χρειάζονταν ειδικότερη τεκμηρίωση η επιλογή του νομοθέτη και της Διοίκησης να επιτρέψει το επιχειρούμενο με τις προσβαλλόμενες ρυθμίσεις άνοιγμα. Κατά τα λοιπά συντάσσεται με την παρούσα πλειοψηφούσα άποψη. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Η. Μάζου και Χ. Σιταρά, προς την γνώμη των οποίων συντάχθηκε ο Πάρεδρος Ι. Μιχαλακόπουλος, το δικαίωμα σε τακτική εβδομαδιαία ανάπαυση κατά τα κριθέντα από την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας κατοχυρώνεται από σειρά διατάξεων του Συντάγματος και υπό τους ειδικωτέρους όρους που διέλαβε η απόφαση, η δε μη επέμβαση σ’ αυτό αποτελεί τον κανόνα, ενώ η νομοθέτηση του επιτρεπτού της εργασίας κατά τις Κυριακές συνιστά εξαίρεση. Παρόμοια δέσμευση για τον νομοθέτη, καθ’ ό,τι αφορά ειδικώς τους παρέχοντες εξηρτημένη εργασία στα καταστήματα, απορρέει, άλλωστε, και από την υπ’ αριθμόν 106 Διεθνή Σύμβαση της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας “περί της εβδομαδιαίας αναπαύσεως εις το εμπόριον και τα γραφεία” (Γενεύη, 1957), η οποία κυρώθηκε με το άρ. πρώτο του ν. 1174/1981 (Α΄. 182), αλλά και από τον κυρωθέντα από το άρ. πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄ 5) Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, στο Μέρος ΙΙ, άρθρο 2 περίπτ. 5 του οποίου ορίζεται ότι: «Με σκοπό την αποτελεσματική διασφάλιση του δικαιώματος σε δίκαιες συνθήκες εργασίας τα Μέλη αναλαμβάνουν: 1. … 5 να διασφαλίζουν μια εβδομαδιαία περίοδο ανάπαυσης, η οποία, κατά το δυνατόν, θα συμπίπτει με την ημέρα που αναγνωρίζεται ως ημέρα ανάπαυσης σύμφωνα με τις παραδόσεις ή τα έθμια της οικείας χώρας ή περιοχής». Εν προκειμένω, η επιχειρηθείσα με το άρθρο 49 παρ. 1 ν. 4472/2017 εξαίρεση είχε -εκ παραλλήλου και εξ ίσου προς την ανάπτυξη του τουρισμού ή την ανταπόκριση στην σχετική ζήτηση- ως δικαιολογητικό λόγο την επαύξηση του κέρδους των επιχειρήσεων (των λιανεμπορικών και, αντανακλαστικώς, των τουριστικών) ή την προώθηση (όχι της ανταγωνιστικότητας της χώρας, αλλά) του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων στις υπ’ όψιν περιοχές, όπως σαφώς προκύπτει στην αιτιολογική έκθεση του νομοθετήματος, αλλά και από το ίδιο το γράμμα των εξουσιοδοτικών διατάξεων. Τούτα, όμως, δεν συνιστούν θεμιτούς σκοπούς μιας ρυθμίσεως που διασπά τον κανόνα της τακτικής, κοινής εβδομαδιαίας ανάπαυλας, διότι κατά τα ήδη κριθέντα το Σύνταγμα (αλλά και το διεθνές δίκαιο, από το οποίο παράγεται δέσμευση για τον κοινό νομοθέτη) απαιτεί λόγο δημοσίου συμφέροντος, επιτακτικό, ο οποίος να επιβάλλει και όχι να δικαιολογεί απλώς ως σκόπιμη την απομάκρυνση από τον κανόνα αυτόν. Κατά την ίδια, επίσης, γνώμη η ρύθμιση του άρθρου 49 παρ. 1 ν. 4472/2017, σε συνδυασμό με την ισχύουσα ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 16 ν. 4177/2013, καθιστά επί ετησίας βάσεως την εργασία στα καταστήματα τις Κυριακές στις περιοχές που καταλαμβάνει η προσβαλλομένη πράξη, κανόνα και όχι εξαίρεση, κατά παράβασιν του Συντάγματος και των λοιπών υπερκειμένων κανόνων δικαίου. Τούτο δε, διότι σ’ αυτές τις περιοχές για μεν το ήμισυ του έτους (Μάιος-Οκτώβριος), όλες τις Κυριακές -πλην μιας- τα καταστήματα δύνανται να παραμένουν ανοικτά δυνάμει της προσβαλλομένης, ενώ και κατά το υπόλοιπο ήμισυ (Νοέμβριος-Απρίλιος) δεν μένουν όλες τις Κυριακές κλειστά, αλλ’ επιτρέπεται ευθέως εκ του νόμου ν’ ανοίγουν οπωσδήποτε πέντε Κυριακές [μία κατά την ενδιάμεση εκπτωτική περίοδο του πρώτου δεκαπενθημέρου του Νοεμβρίου, δύο Κυριακές προ των Χριστουγέννων, μία κατά την έναρξη της τακτικής εκπτωτικής περιόδου Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, καθώς και την Κυριακή των Βαΐων], οι οποίες μπορούν να αυξηθούν σε έξι [αν μεσολαβήσει Κυριακή μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς]. Τέλος, με δεδομένο ότι κατά την 100/2017 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, προκειμένου ο ως άνω κανόνας να διασπασθεί, απαιτείται πλήρης τεκμηρίωση για την συνδρομή εξαιρετικών προϋποθέσεων, αυτονοήτως απαιτείται δέουσα τεκμηρίωση και ως προς την αναγκαιότητα της ρυθμίσεως. Απαιτείται, συνεπώς, η ρύθμιση να διέλθει επιτυχώς και τα τρία στάδια ελέγχου τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, περίπτωση η οποία εδώ δεν συντρέχει. Τούτο δε, διότι η ρύθμιση του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 4472/2017 καταλαμβάνει άνευ παρεμβολής διοικητικής πράξεως τον Δήμο Αθηναίων, στο σύνολο της εδαφικής του εκτάσεως και για όλες ανεξαιρέτως τις κατηγορίες καταστημάτων, χωρίς να προκύπτει η απαιτουμένη κατά τα προεκτεθέντα τεκμηρίωση μιας τέτοιας ευρείας, γενικής και άνευ εξαιρέσεων επεμβάσεως. Για δε τις λοιπές περιοχές δεν καταλείπεται στον Υπουργό παρά μόνον η εξουσία καθορισμού τοπικών ορίων, χωρίς να του παρέχεται την ευχέρεια κανονιστικού καθορισμού και κατηγοριών καταστημάτων, των οποίων η λειτουργία θα συνηρτάτο in concreto με την ζήτηση που προκαλεί η τουριστική κίνηση, ζήτηση μη ταυτιζομένη απολύτως με αυτήν του γενικού πληθυσμού κατά τα κοινώς γνωστά. Απ’ αυτής της απόψεως, περαιτέρω, δεν ασκεί επιρροή η ανειλημμένη με το «Συμπληρωματικό Μνημόνιο Κατανόησης» του έτους 2017 (Ενότητα 4.2) υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας να άρει κάθε περιορισμό αδιακρίτως ως προς το είδος και το μέγεθος των καταστημάτων που μπορούν να λειτουργούν κατά τις Κυριακές, διότι (πρβλ. ΟλΣτΕ 1804/2017, σκ. 13) η ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων από την χώρα δεν αναιρεί την υποχρέωση σεβασμού απαγορευτικών ορισμών του Συντάγματος. Συνεπώς, σύμφωνα με την μειοψηφούσα γνώμη τόσον το άρ. 49 παρ. 1 του ν. 4472/2017 όσο και η προσβαλλομένη απόφαση παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και η αίτηση ακυρώσεως θα έπρεπε να γίνει δεκτή για τον λόγο αυτόν.

23. Επειδή, στο πλαίσιο της παρούσης δίκης εξετάζεται μόνον η αντίθεση ή μη προς το Σύνταγμα της παραγράφου 1Α του άρ. 16 ν. 4177/2013, διότι μόνη αυτή αποτελεί το έρεισμα της προσβαλλομένης πράξεως. Είναι δε άλλο το ζήτημα, αν στις ίδιες ακριβώς περιοχές συμβεί να επιτρέψουν κανονιστικώς οι αρμόδιοι Αντιπεριφερειάρχες την προαιρετική λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές και για το εξάμηνο Νοεμβρίου-Απριλίου με βάση την άλλη εξουσιοδότηση, της παραγράφου 2 του άρθρου 16 ν. 4177/2013, πράγμα που ενδεχομένως θ᾽ αποτελούσε το αντικείμενο άλλης δίκης. Κατόπιν αυτών είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός, με τον οποίον προβάλλεται καθ᾽ ερμηνείαν του, ότι θα πρέπει να ληφθεί υπ᾽ όψιν για την προκειμένη κρίση περί αντισυνταγματικότητος και το ενδεχόμενο, σωρευτικό αποτέλεσμα από την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας των Αντιπεριφερειαρχών στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο ως άνω δικαίωμα, αφού κάτι τέτοιο θα καθιστούσε αφηρημένο τον έλεγχο συνταγματικότητας, με το να ελέγχεται δικαστικά το σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων, ασυνδέτως προς συγκεκριμένες έννομες καταστάσεις.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *