[…]4. Επειδή, στην παράγραφο 10 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004 «Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις» (Α’ 253/14-12-2004) ορίζονται τα εξής: «H προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων του οικονομικού έτους 1999 (χρήση 1998), καθώς και των υποθέσεων προηγούμενων ετών για τις οποίες έχει παραταθεί ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 3091/2002 και του άρθρου 22 του Ν. 3212/2003, η οποία λήγει στις 31.12.2004, ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρου, τελών και εισφορών, παρατείνεται για ένα (1) έτος από τη λήξη της. […]». Σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά με την 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 3296/2004 αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, για τον ίδιο λόγο για τον οποίο κρίθηκαν από την Ολομέλεια αντισυνταγματικές οι διατάξεις των άρθρων 11 του ν. 3513/2006, 29 του ν. 3697/2008, 10 του ν. 3790/2009 και 82 του ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, δηλαδή διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσίευσης του σχετικού νόμου ετών. Εξάλλου, δεδομένου ότι πρόκειται για το ίδιο κατ’ ουσίαν νομικό ζήτημα, το οποίο επιλύθηκε με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας, δεν συντρέχει περίπτωση υποχρεωτικής παραπομπής σε αυτήν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, του ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004 (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 112/2016, 2934/2017, 172/2018, ΣτΕ 2210/2019).
5. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 28-12-2005 έκθεση ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, προέκυψαν τα εξής: Σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος άσκησε κατά την ένδικη χρήση (14-1 έως 31-12-1998) ατομική επιχείρηση εμπορίας παλαιών μετάλλων, σιδήρου, χάρτου, μηχανημάτων και ανταλλακτικών, […] τήρησε δε βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., εκδόθηκε από τη Δ.Ο.Υ. […] η ένδικη […] πράξη προσδιορισμού φ.π.α.. Με την πράξη αυτή, ύστερα από έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του αναιρεσιβλήτου, υπολογίσθηκε, για τους λόγους που εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο οφειλόμενος από αυτόν φ.π.α. στο ποσό των 60.613.820 δρχ.. Λόγος της προσφυγής ότι η επίδοση της ένδικης πράξης στον αναιρεσίβλητο στις 28-12-2005 έλαβε χώρα μετά την εκπνοή της κατά το άρθρο 57 του ν. 2859/2000 πενταετούς σχετικής προθεσμίας, η οποία άρχισε στις 31-12-1999 (αφού, σύμφωνα με μη πληττόμενη κατ’ αναίρεση σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης, εντός του έτους 1999 έληξε η προθεσμία για υποβολή της σχετικής εκκαθαριστικής δήλωσης, η οποία και πράγματι υπεβλήθη στις 10-3-1999) και έληξε στις 31-12-2004, κρίθηκε από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ως νόμω, ερειδόμενος στην παρ. 1 του άρθρου 57 του ν. 2859/2000, αλλά και ουσία βάσιμος. Συγκεκριμένα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι το Δημόσιο, η έκθεση απόψεων (άρθρου 129 Κ.Δ.Δ.) του οποίου δεν περιείχε απάντηση στην προταθείσα από τον αναιρεσίβλητο ένσταση παραγραφής, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος της προβολής των στοιχείων των πραγματικών βάσεων των αντενστάσεων που μπορούσε να προβάλει στην ως άνω ένσταση, ήτοι των προϋποθέσεων που τάσσονται από τα άρθρα 19 παρ. 18 του ν. 3091/2002 και 22 παρ. 3 του ν. 3212/2003 για τη διετή παράταση των προθεσμιών παραγραφής. Έτσι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε η ένδικη πράξη.
6. Επειδή, με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 του ν. 2859/2000, 19 παρ. 19 του ν. 3091/2002 και 5 παρ. 10 του ν. 3296/2004 προκύπτει ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει φ.π.α. για τη χρήση 1998, το οποίο θα υπέκυπτε σε παραγραφή στις 31-12-2004, παρατάθηκε χωρίς καμία νομική ή ουσιαστική προϋπόθεση για ένα έτος, δηλαδή μέχρι 31-12-2005, το δε δικάσαν δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις περί της διάρκειας της προθεσμίας παραγραφής ανεξάρτητα από τις εκατέρωθεν προβληθείσες ενστάσεις και αντενστάσεις. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου ενόψει της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι αναφορικά με το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο λόγος, στρεφόμενος κατά της (εμμέσως συναγόμενης) κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί μη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 3296/2004 (στην οποία εφαρμογή συντείνει η επίκληση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 19 του ν. 3091/2002, που ορίζει ότι «Οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων … οι οποίες λήγουν την 31η Δεκεμβρίου των ετών 2002, 2004 και 2005, λήγουν, αντί των ημερομηνιών αυτών, την 31η Δεκεμβρίου 2003. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για δηλώσεις που αφορούν εισοδήματα που αποκτήθηκαν ή πράξεις οικονομικής δραστηριότητας που πραγματοποιήθηκαν από 1.1.1998 και μετά, …») προβάλλεται παραδεκτώς. Είναι, όμως, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 4, οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004, με τις οποίες παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσίευσης του εν λόγω νόμου ημερολογιακού έτους, όπως είναι η ένδικη χρήση 1998, αντίκεινται προς τις διατάξεις των άρθρων 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος. Επομένως, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της, ορθώς, πάντως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εφήρμοσε τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004, διότι αυτές δεν μπορούσαν να στηρίξουν νομίμως την έκδοση της ένδικης πράξης.
[…]