6. Επειδή, ως έχει κριθεί (ΣτΕ 1147/2014, 4387/2014, 2267/2017, 1081/2018, 1992/2018), η διετής παραγραφή των αξιώσεων των παρανόμως αποστρατευθέντων άρχεται από της επομένης της εκδόσεως του ευνοϊκού δι’ αυτούς αποκαταστατικού προεδρικού διατάγματος. Επί πλειόνων δε αποκαταστατικών διαταγμάτων, εκδοθέντων διαδοχικώς κατά χρόνον, η σχετική διετής παραγραφή άρχεται από της εκδόσεως ενός εκάστου. Επομένως, έσφαλε το δικάσαν Εφετείο, θεωρήσαν ότι οι επίδικες αξιώσεως είχαν καταστεί επιδιώξιμες από της επομένης της δημοσιεύσεως του τελευταίου αποκαταστατικού διατάγματος, δημοσιευθέντος την 13.04.2006 και, ως εκ τούτου, δεν είχαν παραγραφεί κατά τον χρόνον ασκήσεως της αγωγής την 18.09.2008. Εξ άλλου, οι ισχυρισμοί του αναιρεσιβλήτου, προβαλλόμενοι δια του εμπροθέσμως κατατεθέντος την 07.01.2019 υπομνήματός του, κατά τους οποίους, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής του (18.09.2008) υπήρχε παγία νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνη με αυτήν της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, κατά συνέπειαν, η μεταστροφή της νομολογίας δεν μπορεί να του αντιταχθεί, είναι απορριπτέοι, διότι, ως έχει κριθεί (ΣτΕ 2437/2012), δεν μπορεί να αντιτάσσεται στον διάδικο μεταβολή της νομολογίας επί ζητημάτων παραδεκτού και να θεωρείται απαράδεκτο ένα ένδικο βοήθημα, το οποίον εθεωρείτο, βάσει της έως τότε ισχυούσης νομολογίας, παραδεκτό. Αντιθέτως, πάσα νομολογιακή στροφή επί ουσιαστικών ζητημάτων δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής.