ΣτΕ 1282/2016 (επτ). Η προσωρινή διαταγή δεν κωλύει την ταμειακή βεβαίωση, αλλά μόνο τη λήψη λοιπών μέτρων εκτέλεσης.

Με την απόφαση αυτή της επταμελούς σύνθεσης του Στ Τμήματος παγιώνεται η νομολογία της ΣτΕ 1538/2015 (επτ.) ότι η προσωρινή διαταγή που χορηγείται βάσει των άρθρων 200-205 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν αποκλείει την ταμειακή βεβαίωση του ποσού αλλά μόνο τη λήψη λοιπών μέτρων εκτέλεσης του Κ.Ε.Δ.Ε..

ΣτΕ 1282/2016

5. Επειδή, στο άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 2238/1994 «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος» (151 Α΄), όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 2648/1998 (238 Α΄) και το τελευταίο εδάφιό της προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ. 9 του Ν. 3220/2004 (15 Α`), που κατά το άρθρο 56 εδ. δ` του ίδιου νόμου ισχύει από 28.1.2004, ορίζεται ότι: «Αν δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιουμένων με αυτόν φόρων και τελών. Το ποσό αυτό βεβαιώνεται μετά την πάροδο της προθεσμίας για διοικητική επίλυση της διαφοράς και πριν από τη διαβίβαση της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο και καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. Η αναστολή που χορηγείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α), δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του παραπάνω ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, του πρόσθετου φόρου και των λοιπών συμβεβαιουμένων φόρων και τελών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 2523/1997 (179 Α`), οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 6 του Ν. 2238/1994 εφαρμόζονται αναλόγως και για τη βεβαίωση και καταβολή των προστίμων του Κ.Β.Σ. 

……

7. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα (βλ. ΣτΕ 1538/2015 7μ.), από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, οι οποίες συνιστούν κύρωση λόγω μη εμπρόθεσμης εξοφλήσεως βεβαιωμένου χρέους προς το Δημόσιο, είναι να έχει καταστεί το χρέος ληξιπρόθεσμο κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., δηλαδή όχι μόνο να είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αλλά να έχει περιέλθει στο αρμόδιο δημόσιο ταμείο, να έχει βεβαιωθεί σ’ αυτό ταμειακώς και να έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 5 προθεσμία, μετά τη συμπλήρωση της οποίας η απαίτηση αυτή μπορεί να εισπραχθεί με διοικητική εκτέλεση (Σ.Ε. 706/2000, 3530/2009). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, στις δικαστικές αποφάσεις που δημιουργούν υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως, κατά τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του Ν. 3068/2002, περιλαμβάνονται και εκείνες που εκδίδονται κατά την διαδικασία παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (Σ.Ε. 2599/1998, 2040/2007 Ολομ. καθώς και 60/2006 και 77/20009 αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου του Σ.Ε. του άρθρου 2 του Ν. 3068/2002), όπως επίσης και οι προσωρινές διαταγές που κατά τα λεχθέντα ανωτέρω χορηγούνται επί αιτήσεων παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. 60/2006, 15/2007, 7, 75, 106/20009 αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου του Σ.Ε. του άρθρου 2 του Ν. 3068/2002). 

8. Επειδή, ως εκ του σκοπού τον οποίο επιτελεί ο θεσμός της προσωρινής δικαστικής προστασίας των άρθρων 200 – 205 του ΚΔΔ και των προϋποθέσεων που έχει θέσει ο νόμος (άρθρο 202 ΚΔΔ), επιχειρείται μία εξισορρόπηση των συμφερόντων αφ’ ενός του Δημοσίου και αφ’ ετέρου του διαδίκου. Αναστολή (του υπό ευρεία έννοια νομίμου τίτλου) μπορεί να χορηγηθεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με τον ιδιώτη διάδικο να φέρει το κύριο βάρος αποδείξεως. Και ναι μεν η ταμειακή βεβαίωση αποτελεί κατά νόμο, την πρώτη πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του ιδιώτη για χρέη προς το Δημόσιο, δεν συνεπάγεται όμως για τον ιδιώτη διάδικο, αυτή και μόνη, ζημία δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως του σχετικού ενδίκου βοηθήματος. Η ταμειακή βεβαίωση του χρέους έχει, κατά βάση, ως έννομη συνέπεια ότι το οικείο χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο και αρχίζει η επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής. Με δεδομένο δε ότι ο υπό ευρεία έννοια νόμιμος τίτλος έχει ανασταλεί, δεν είναι επιτρεπτή η λήψη αναγκαστικών μέτρων (αναγκαστικής εκτελέσεως) εις βάρος του ιδιώτη εκ μέρους του Δημοσίου για την είσπραξη του χρέους αυτού. Ο ιδιώτης δεν οφείλει μέχρι του πέρατος της πρωτοβάθμιας φορολογικής δίκης κανένα ποσό. Σε περίπτωση δε που ο οφειλέτης δικαιωθεί επί της ουσίας στη δίκη επί της προσφυγής, δεν θα κληθεί να καταβάλει ούτε τις προσαυξήσεις, οι οποίες θα συνακυρωθούν μαζί με τον υπό ευρεία έννοια νόμιμο τίτλο. Αντιθέτως, εάν ο οφειλέτης ηττηθεί, το Δημόσιο δεν θα ζημιωθεί κατά το ποσόν των προσαυξήσεων, τις οποίες θα είχε αποφύγει ο οφειλέτης εάν δεν είχε προηγηθεί η ταμειακή βεβαίωση του χρέους. Συνεπώς, με την εν λόγω διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεν παραβιάζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και η υποχρέωση της Διοικήσεως σε συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. ad hoc ΣτΕ 1538/2015 7μ., πρβλ. ΣτΕ 3438/1998 Ολ. 980/2006, 2040/2007 Ολ. 3435/2010, 2164/2012). Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Β. Αραβαντινού και Α. Χλαμπέα δεν νοείται η ταμειακή βεβαίωση χρέους βάσει νομίμου τίτλου του οποίου η ισχύς έχει ανασταλεί από τα δικαστήρια, αφού αυτή αποτελεί την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως του Δημοσίου εις βάρος του οφειλέτου (πρβλ. Σ.Ε. 2982/2007 7μ., 1489, 1760, 3059/2008, 574, 922, 2253, 3084, 3688, 3999/2009, Ε.Σ. 1986/2006, 3009/2009). Κατά τη γνώμη αυτή, ο πλέον σημαντικός, ενδεχομένως, λόγος αντιθέσεως της επίμαχης διατάξεως προς το Σύνταγμα, είναι θεσμικός. Διότι σε μία υπόθεση που έχει αχθεί ενώπιον δικαστηρίου και το οποίο έχει ήδη λάβει το πρώτο μέτρο (προσωρινής) δικαστικής προστασίας με βάση εξουσία που του παρέχει ο νόμος και για λόγους που αυτό γνωρίζει, επιτρέπεται στη Διοίκηση να επανέλθει (εις βάρος του διοικουμένου) με μία (υποθετική) ταμειακή βεβαίωση -αφού είναι άγνωστο το αποτέλεσμα της δίκης-, και να επιληφθεί εκ νέου της υποθέσεως προκειμένου να διαφυλαχθούν στενά ταμειακά συμφέροντα του Δημοσίου, τα οποία, ενόψει του εξαιρετικού του μέτρου της αναστολής είναι -ή οπωσδήποτε θα πρέπει να είναι- μικρής εκτάσεως. Το θεσμικό πρόβλημα της επίδικης διατάξεως δεν είναι ενδεχομένως η παράβαση των άρθρων 20 παρ.1 και 95 παρ.5 του Συντάγματος, αλλά κυρίως η ανατροπή γενικής αρχής που απορρέει από τη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Σ.), ότι μία δικαστική απόφαση ακυρώνεται, ανακαλείται, τροποποιείται ή «αχρηστεύεται» μόνον με απόφαση ενός άλλου νομίμου δικαστηρίου.

 

9. Επειδή, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 και 204 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, είναι σε ισχύ προσωρινή διαταγή Προέδρου Διοικητικού Πρωτοδικείου ή απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι του νομίμου τίτλου υπό ευρεία έννοια για τη βεβαίωση και είσπραξη απαιτήσεων του Δημοσίου, νομίμως εκδίδεται ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής, η οποία, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί το νόμιμο τίτλο υπό στενή έννοια για την είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων καθώς και για την τυχόν επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, αλλά αναστέλλεται η λήψη λοιπών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Συνεπώς, η προμνημονευθείσα διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 74 του Ν. 2238/1994, που προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ. 9 του Ν. 3220/2004, με την οποία προβλέπεται ότι η χορηγούμενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του Κ.Δ.Δ. αναστολή εκτέλεσης της πράξης επιβολής φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών επιβαρύνσεων κατά το ποσοστό που, κατά τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου του άρθρου 74 του Ν. 2238/1994, βεβαιώνεται αμέσως μετά την άσκηση εμπρόθεσμης προσφυγής, σε περίπτωση μη επίτευξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ταμειακής βεβαίωσης του ως άνω ποσοστού, δεν παραβιάζει το Σύνταγμα (βλ. ad hoc ΣτΕ 1538/2015 7μ.).

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *