ΣτΕ Β΄ Τμ. 682/2017
Ένδικη προστασία – Έκταση δικαστικού ελέγχου – Φορολογικές διαφορές – Αυτεπάγγελτος έλεγχος νομικών πλημμελειών – Άρθρο 79 παρ. 5 περιπτ. α΄ ΚΔΔ – Δεν υπάρχει έμμεση κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης για το τιθέμενο από τον αναιρεσείοντα ζήτημα αντίθεσης διάταξης νόμου προς το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ – Αρχή της διαδικαστικής επικουρικότητας (άρ. 35 παρ. 1 ΕΣΔΑ)
To δικάσαν Διοικ. Εφετείο δεν είχε την υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το τιθέμενο με λόγο αναίρεσης ζήτημα της αντίθεσης του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 3888/2010 προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, ενόψει της προστεθείσας με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010 διάταξης του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως (εκτός από την παράβαση δεδικασμένου) και την τυχόν αντισυνταγματικότητα των νομοθετικών διατάξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη φορολογικής αρχής, όχι όμως και ζητήματα παραβίασης της ΕΣΔΑ – Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι το τιθέμενο με το λόγο αναίρεσης νομικό ζήτημα κρίθηκε (εμμέσως ή σιωπηρώς) με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989
ΣτΕ Β΄ Τμ. 675/2017 επταμ. (παραπομπή στην Ολομέλεια)
Φορολογία εισοδήματος – Νομοθετικές διατάξεις περί παράτασης του χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου (άρθρα 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010) – Κρίση περί αντίθεσης στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν διατάξεις του άρθρου 78 (παρ.1 και 2) Σ. – Παραπομπή στην Ολομέλεια
ΣτΕ Β΄ Τμ. 680/2017 επταμ.
Αρχές επιβολής κυρώσεων – Ne bis in idem – Σχέση μεταξύ ποινικής και διοικητικής δίκης για λαθρεμπορία – Αίτηση επανάληψης διαδικασίας, κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ
Αποδοχή της αίτησης του Χρ. Σισμανίδη για επανάληψης της διαδικασίας, κατόπιν της από 9.6.2016 απόφασης του ΕΔΔΑ, με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση των δικαιωμάτων του από το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ne bis in idem), σε υπόθεση επιβολής πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας – Περαιτέρω, εξαφανίζεται η απόφαση ΣτΕ 1734/2009, εκδικάζεται και γίνεται δεκτή η αίτηση αναίρεσης του Σισμανίδη και, τέλος, εκδικάζεται και απορρίπτεται η σχετική έφεση του Δημοσίου
Σε σχέση με την απόφαση ΣτΕ Β΄ Τμ. 1992/2016 επταμ., εντοπίζονται τα ακόλουθα δύο πρόσθετα στοιχεία – Πρώτον, διατυπώνονται κάποιες νέες σκέψεις στη μείζονα για τη σχέση μεταξύ ποινικής και διοικητικής δίκης, ενόψει διατάξεων του Συντάγματος – Δεύτερον, κρίνεται ότι η από 15.11.2016 απόφαση της ευρείας σύνθεσης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Α και Β κατά Νορβηγίας δεν συνιστά οψιγενές νομολογιακό δεδομένο ικανό να κλονίσει το σκεπτικό της απόφασης του ΕΔΔΑ επί της προσφυγής του Σισμανίδη – Ειδικότερα, κρίθηκαν τα ακόλουθα στη μείζονα (σκέψη 12):
Η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοίκησης, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ.) – Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης, παραβάσεις φοροδιαφυγής (πρβλ. Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.2016, 2016-545 QPC, σκέψη 21), που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους – Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβήτησης των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής πρέπει να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος), κατόπιν της τελεσίδικης κρίσης της ουσίας της υπόθεσης από τον διοικητικό δικαστή (πρβλ. άρθρα 55Α και 68 του Ν. 4174/2013), δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει, για λόγους αναγόμενους στην ουσία, ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοίκησης (πρβλ. Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.2016, 2016-545 QPC, σκέψη 13) – Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις ναι μεν έχουν την παραπάνω έννοια καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας, αλλά, πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν εμποδίζουν τη θέσπιση και την εφαρμογή κανόνων από τους οποίους να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ.) – Ειδικότερα, το άρθρο 94 (παρ. 1) του Συντάγματος έχει την έννοια ότι ουδόλως αποκλείει την εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, διότι ο κανόνας αυτός, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, δεν θίγει την κατανομή της δικαιοδοσίας μεταξύ των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων, αλλά έχει διαφορετικό αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής, συγκεκριμένα, κατοχυρώνει θεμελιώδη εγγύηση υπέρ του διωκόμενου από τις δημόσιες αρχές, η οποία, σε περίπτωση δίωξής του για ποινικό αδίκημα λαθρεμπορίας και αμετάκλητης περάτωσης της οικείας ποινικής διαδικασίας, δύναται, μεταξύ άλλων, να έχει επιρροή στη νομιμότητα της διοικητικής πράξης περί επιβολής σε βάρος του πολλαπλού τέλους και, συνακόλουθα, να έχει συνέπειες ως προς το βάσιμο της κατ’ αυτής ασκούμενης ένδικης προσφυγής ή των περαιτέρω ασκούμενων ένδικων μέσων – Τούτων έπεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ στην υπό κρίση υπόθεση δεν προσκρούει στο άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε, άλλωστε, ανακύπτει ζήτημα αντίθεσής της προς κάποια άλλη συνταγματική διάταξη (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ)
ΣτΕ Α΄ Τμ. 233/2017
Έκταση δικαιοδοσίας ΣτΕ – Προδικαστικό ερώτημα – Παραδεκτό – Νομικό ζήτημα που δεν προκύπτει ότι είναι γενικότερου ενδιαφέροντος
Ενόψει του πραγματικού της υπό κρίση υποθέσεως, όπως παρατίθεται στην παραπεμπτική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, το μοναδικό κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυση της ένδικης διαφοράς, νομικό ζήτημα, αφορά στην εφαρμογή, επί των εκκρεμών ενώπιον των οργάνων του ΟΓΑ υποθέσεων, της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 41 παρ. 4 του ν. 4075/2012, με την οποία καταργήθηκε η, βάσει των εξαιρετικών διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 8 του ν. 3518/2006, δυνατότητα να λάβουν βασική σύνταξη γήρατος από τον ΟΓΑ, όσοι δεν είχαν μεν ασφαλιστεί στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης ούτε είχαν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές, αποδείκνυαν, όμως, ότι κατά την 1.1.1998, όταν άρχισε να λειτουργεί ο Κλάδος Κύριας Ασφάλισης, είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον 25 έτη απασχόλησης, μετά το 21ο έτος της ηλικίας τους, σε αγροτικές εργασίες που καλύπτονται από την ασφάλιση του ΟΓΑ, ανεξαρτήτως εάν συμπλήρωναν το 65ο έτος της ηλικίας τους μετά την 31.12.2002 – Κατά την κρίση του παραπέμποντος Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η εφαρμογή της ως άνω διάταξης θέτει ζητήματα συνταγματικότητας και συμφωνίας με την ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου πρόκειται για ζήτημα μεγάλης νομικής σημασίας – Εντούτοις, από το παραπέμπον διοικητικό δικαστήριο δεν διατυπώνεται κρίση για το εύρος και την εμβέλεια της συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του κρίσιμου νομικού ζητήματος ως «γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων» – Ειδικότερα, στην παραπεμπτική απόφαση δεν τεκμηριώνεται ούτε και παρίσταται πρόδηλο ότι το εν προκειμένω κρίσιμο ζήτημα αφορά σε ικανό αριθμό αγροτών, οι οποίοι συμπλήρωσαν το 65ο έτος της ηλικίας τους μετά την 31.12.2002 και, ενώ υπέβαλαν αίτηση χορήγησης βασικής σύνταξης από τον ΟΓΑ υπό την ισχύ του άρ. 53 παρ. 8 του ν. 3518/2006, που τους αναγνώριζε σχετικό δικαίωμα χωρίς την προϋπόθεση της εγγραφής στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης του ΟΓΑ και της καταβολής εισφορών, χάνουν, από την έναρξη ισχύος του ν. 4075/2012, το εν λόγω δικαίωμα, ως προς τους οποίους μόνο θα δικαιολογείτο, λόγω του πραγματικού της υποθέσεως και της διαφοράς στην προκειμένη περίπτωση, η προσφυγή στη διαδικασία της «δίκης πιλότου» – Ούτε, άλλωστε, γίνεται στην παραπεμπτική απόφαση αναφορά στην τυχόν συσσώρευση αντίστοιχων υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια, γεγονός το οποίο θα ενείχε τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων από διαφορετικούς σχηματισμούς και θα δικαιολογούσε την επίλυση του ζητήματος απευθείας από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας κατά τη διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, με σκοπό τη διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας και της ασφάλειας δικαίου – Με τα παραπάνω δεδομένα, το προδικαστικό ερώτημα δεν έχει υποβληθεί παραδεκτώς
ΣτΕ Δ΄ Τμ. 2677/2016 επταμ.
Οικονομική ελευθερία – Αρχή της ισότητας – Διάταξη νόμου που προβλέπει τον καθορισμό με ΥΑ των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων για τη θεραπεία των σοβαρών ασθενειών, τα οποία διατίθενται αποκλειστικώς από τα φαρμακεία των νοσοκομείων και του ΕΟΠΥΥ – Περιορισμός της ελευθερίας οικονομικής δράσης που αποβλέπει στον έλεγχο της διαθέσεως φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων υψηλού κόστους σε ασθενείς που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες για λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενους αφενός μεν στην προστασία της δημόσιας υγείας, αφετέρου δε στην περιστολή των δαπανών που καλούνται να καταβάλουν το Δημόσιο και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι συμμετέχουν στην καταβολή των ποσών αγοράς των ανωτέρω φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων από τους ασφαλισμένους τους – Η διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ., στην αρχή της ισότητας ή στο άρθρο 37 ΣΛΕΕ