ΣτΕ Πρακτικό συνεδριάσεως και γνωμοδότηση 26/2018 (σχέδιο π.δ.για άδειας ίδρυσης φαρμακείου)

……Με το υπό επεξεργασία σχέδιο προεδρικού διατάγματος ορίζεται ότι ο ιδιώτης – μη φαρμακοποιός που αποκτά άδεια ίδρυσης φαρμακείου, υποχρεούται να το λειτουργήσει υπό τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ), συσταθείσας πριν από τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης φαρμακείου, στην οποία (ΕΠΕ) κατέχει εταιρική μερίδα σε ποσοστό 20% κατ’ ελάχιστον ο φαρμακοποιός που δηλώνεται υποχρεωτικώς, κατά την υποβολή της αίτησης για χορήγηση της άδειας, ως υπεύθυνος για τη λειτουργία ενός -κατ’ ανώτατο όριο- φαρμακείου. Η επιλογή, από την κανονιστική Διοίκηση, της ΕΠΕ ως υποχρεωτικής εταιρικής μορφής λειτουργίας φαρμακείου αποτελεί αναγκαία συνέπεια της νέας θεσμοθετούμενης δυνατότητας χορήγησης άδειας ίδρυσης φαρμακείου σε ιδιώτη – μη φαρμακοποιό, καθώς καθιστά δυνατή την, κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως, δημιουργία μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων φαρμακείου βάσει της πραγματοποίησης επενδύσεων και του σχηματισμού εταιρικού κεφαλαίου από εισφορές μικρότερες σε σχέση με τις απαιτούμενες για την ανώνυμη εταιρεία (ΑΕ), ενώ συγχρόνως απαλλάσσει τις εν λόγω επιχειρήσεις από την κρατική εποπτεία, τους ελεγκτές και τις εν γένει ανελαστικές ρυθμίσεις που βαρύνουν την ΑΕ, όσον αφορά τις εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις των εταίρων. Συγχρόνως δε οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης διατηρούν το προσωπικό στοιχείο της συμμετοχής των εταίρων στη λήψη αποφάσεων και τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων των εταίρων φαρμακείου (άρθρο 1 του ν. 3190/1955), το οποίο κατοχυρώνει τη θέση του φαρμακοποιού που υποχρεωτικά συμμετέχει στην ΕΠΕ ως επιστημονικώς υπεύθυνος καταστήματος φαρμακείου. Εξάλλου, η έλλειψη νομικής ισότητας μεταξύ των εταίρων (μη φαρμακοποιού και φαρμακοποιού) και η αδυναμία ανάληψης προσωπικής ευθύνης για τις υποχρεώσεις της εταιρείας εκ μέρους του μη φαρμακοποιού αδειούχου, που δεν διαθέτει τα απαιτούμενα επιστημονικά εχέγγυα για τη άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος, αποκλείει την οργάνωση του νέου τύπου φαρμακείου, ιδρυόμενου από αδειούχο – μη φαρμακοποιό, υπό τη μορφή της προσωπικής εταιρείας, η οποία, όμως, διατηρείται ως μόνη επιτρεπτή εταιρική μορφή οργάνωσης στη διαφορετική περίπτωση της άσκησης επιχείρησης φαρμακείου από αδειούχο φαρμακοποιό (βλ. ΣτΕ 3905/1988 Δ΄ επταμ.). Υπό την προεκτεθείσα έννοια, οι εισαγόμενοι περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών και την επιχειρηματική ελευθερία των ιδιωτών – μη φαρμακοποιών, όσον αφορά την υποχρεωτική επιλογή εταιρικής μορφής και τη συμμετοχή στη σύνθεση του εταιρικού κεφαλαίου των φαρμακευτικών ΕΠΕ, με κριτήριο την επαγγελματική ιδιότητα των συμμετεχόντων, είναι σύμφωνοι με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

Όσον αφορά την ειδικότερη πρόβλεψη του υπό επεξεργασία σχεδίου περί της υποχρεωτικής συμμετοχής σε ΕΠΕ ιδιοκτησίας αδειούχου- μη φαρμακοποιού, επιστήμονα φαρμακοποιού με ποσοστό εταιρικής μερίδας 20%, η ως άνω ρύθμιση ευρίσκεται καταρχήν εντός της προαναφερόμενης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του ν. 4509/2017 και δεν εγείρει καταρχήν ζητήματα συνταγματικότητας, καθώς εμπίπτει στο ευρύ περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει κάθε κράτος, ιδίως δε κάθε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ρυθμίσει το καθεστώς ίδρυσης και λειτουργίας των φαρμακείων κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε προτεραιότητες της χώρας στους τομείς της υγείας και της οικονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η νέα ρύθμιση περί διαχωρισμού του ιδιοκτησιακού και επιχειρησιακού τομέα των φαρμακείων από τον τομέα της παροχής αμιγώς φαρμακευτικών υπηρεσιών θεσπίζεται νομίμως, από το ελληνικό Κράτος, κατ’ εκτίμηση των σύγχρονων διεθνών αντιλήψεων περί ανοίγματος των ελεύθερων επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη και των δεσμεύσεων της χώρας για την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων με μείωση των περιορισμών, μεταξύ άλλων, στα φαρμακεία (βλ. Κεφάλαιο ΙΙΙ, γ, στοιχείο 22 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτήθηκε ως Παράρτημα ΙΙΙ στο ν. 3845/2010, Α΄ 65), καθώς και των υποχρεώσεων που έχει επίσης αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, όσον αφορά την εφαρμογή της «εργαλειοθήκης Ι» του ΟΟΣΑ για τον ανταγωνισμό (βλ. άρ. 3 του ν. 4336/2015 που κυρώνει τη Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων, στην παράγραφο Γ στοιχείο 4.2). Η νέα ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία για την αντιμετώπιση των φαινομένων της υπερκατανάλωσης φαρμάκων, της τεχνητής ζήτησης φαρμάκων και της προώθησης των μη γενοσήμων φαρμάκων, που προκαλούν αύξηση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης και υπέρμετρη επιβάρυνση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία εκτιμάται από τα ως άνω κείμενα ότι δύνανται να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, και στο μονοπώλιο του εμπορίου φαρμάκων εκ μέρους του κλειστού επαγγελματικού κύκλου των φαρμακοποιών. Η άρση του εν λόγω μονοπωλίου θεωρείται ότι θα συμβάλει στη διαμόρφωση από την ίδια την αγορά τόσο της προσφοράς και της ζήτησης των φαρμάκων, όσο και της ποιότητας των παρεχόμενων φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ, παράλληλα, η διατήρηση σε ισχύ της, επίσης εμπίπτουσας στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών, γεωγραφικής κατανομής των φαρμακείων με βάση πληθυσμιακά κριτήρια θεωρείται ότι θα συνεχίσει να διασφαλίζει σε ικανοποιητικά επίπεδα τη βιωσιμότητα των ήδη λειτουργούντων φαρμακείων (βλ. και ΣτΕ Ολομ.228-9, 420-4/2014) Περαιτέρω, η υποχρεωτική συμμετοχή επιστήμονα φαρμακοποιού σε εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία, όπως είναι η ΕΠΕ, με ορισμένο ποσοστό εταιρικής μερίδας, είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της αυτοπρόσωπης παροχής φαρμακευτικών υπηρεσιών και τη συνακόλουθη ανάληψη προσωπικής ευθύνης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες βάσει των νομοθετικών κανόνων που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, και δεν συνιστά, ως εκ τούτο, υπέρμετρο περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας. Οι παραπάνω παραδοχές δεν τελούν σε αντίθεση αλλά εναρμονίζονται με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία τα φαρμακεία είναι ιδιότυπα καταστήματα όπου συνδυάζεται η εμπορική εκμετάλλευση με την υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η επαγγελματική δραστηριότητα των φαρμακοποιών επιφυλάσσεται μόνο σε άτομα που έχουν τις κατάλληλες εγγυήσεις και τα προσόντα για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ Ολομ. 1804/2017, σκ. 13). Εξάλλου, η υποχρεωτική συμμετοχή του φαρμακοποιού σε φαρμακευτική ΕΠΕ με ποσοστό εταιρικής μερίδας μικρότερο του 50% δεν αντίκειται στη συνταγματικά προστατευόμενη επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), καθώς δεν δύναται να θεωρηθεί ότι το Κράτος έχει την υποχρέωση να επιβάλλει ένα συγκεκριμένο, ευνοϊκό για το φαρμακευτικό επάγγελμα, τρόπο λειτουργίας των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, όπως την παραφύλαξη της ιδιοκτησίας των λειτουργούντων φαρμακείων στους επιστήμονες φαρμακοποιούς. Ούτε η παροχή της δυνατότητας, σε πρόσωπα που δεν έχουν τα ίδια επαγγελματικά προσόντα με αυτά των φαρμακοποιών, να συμμετέχουν σε επιχείρηση εκμετάλλευσης φαρμακείων δύναται να θεωρηθεί ότι περιορίζει ουσιωδώς την επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών, καθώς οι φαρμακοποιοί, που δεν καθίστανται απλοί υπάλληλοι αλλά εταίροι στην οικεία επιχείρηση, παραμένουν κύριοι της πλέον σημαντικής συνισταμένης της εκμετάλλευσης φαρμακείου, ήτοι της παροχής του κατάλληλου φαρμάκου στον ασθενή, υπό την ιδιότητά τους ως επιστημονικώς υπευθύνων (εκάστου εξ αυτών) ενός καταστήματος φαρμακείου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ3665/2005). Στο πλαίσιο άσκησης της εν λόγω δραστηριότητας, οι νομοθετικοί όροι πρόσβασης στο επάγγελμα του φαρμακοποιού και το υψηλό επίπεδο δεοντολογίας που απαιτείται από τους επιστήμονες φαρμακοποιούς, αποτελούν επαρκή εγγύηση για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών τους είτε ως ελεύθερων επαγγελματιών είτε ως εταίρων ΕΠΕ εκμεταλλευόμενης φαρμακείο, με απώτερο σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Λαμβανομένων, όμως, ιδιαιτέρως υπόψη των γενομένων παγίως δεκτών από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περί της ανάγκης διασφαλίσεως της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των υπεύθυνων φαρμακοποιών από τους ιδιοκτήτες φαρμακείου – μη φαρμακοποιούς, οι οποίοι και μόνο δύνανται να εγγυώνται για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών τους, προβαίνοντας σε επιλογές, οι οποίες εξ ορισμού δεν είναι αμιγώς εμπορικές, το Τμήμα επισημαίνει ότι η συμμετοχή των φαρμακοποιών στις φαρμακευτικές ΕΠΕ σε ποσοστό 1/3 (33%) του εταιρικού κεφαλαίου θα διασφάλιζε για τους φαρμακοποιούς έναν πιο αποφασιστικό ρόλο στην, κατά τους κανόνες της οικείας επιστήμης και προς μείζονα διασφάλιση της δημόσιας υγείας, λειτουργία φαρμακευτικής επιχείρησης ευρισκόμενης υπό τον έλεγχο αδειούχου – μη φαρμακοποιού, χωρίς να αναιρεί το βασικό επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της μερικής απελευθέρωσης κλειστού επαγγέλματος. (Πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 19.5.2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-171/07, C-172/07 Apothekerkammer des Saarlandes, ECLI:EU:C:2009:316, ECLI:EU:C:2007:311 και στην υπόθεση C-531/06, Επιτροπή/Ιταλία, ECLI:EU:C:2009:315, επίσης ΣτΕ Ολομ. 3313-14/2014, Ολομ. 228-229, 420-424/2014, Ολομ. 2204-24/2010, Ολομ. 475/1989 και ΣτΕ 3133/2013, 1973-77/2013). Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων ….., το προβλεπόμενο στο σχέδιο ποσοστό 20% της υποχρεωτικής συμμετοχής φαρμακοποιού σε φαρμακευτική ΕΠΕ, ιδρυθείσα από μη φαρμακοποιό, είναι νόμιμο και επαρκές για τη διασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των φαρμακοποιών.

Οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 του υπό επεξεργασία σχεδίου, με τις οποίες τίθενται περιορισμοί στην επιχειρηματική ελευθερία των αιτούντων την άδεια φαρμακείου, συναρτώμενοι με την τήρηση ορισμένων διαδικασιών και όρων αδειοδότησης φαρμακείου (θέσπιση κωλυμάτων απόκτησης της ιδιότητας εταίρου σε φαρμακείο, υποχρεωτικών προσόντων για την απόκτηση άδειας φαρμακείου, ανώτατου αριθμού αδειών φαρμακείου ανά φαρμακοποιό και ανά εταίρο), δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, στο μέτρο που οι τιθέμενοι περιορισμοί είναι πρόσφοροι, αναγκαίοι και κατάλληλοι για την προστασία της δημόσιας υγείας από τη δραστηριότητα προσώπων που, χωρίς να διαθέτουν τα επαγγελματικά εχέγγυα του φαρμακοποιού, θα ηδύναντο να προτάξουν τα συγκεκριμένα, απαριθμούμενα στη διάταξη, επιχειρηματικά τους συμφέροντα έναντι των συμφερόντων των ασθενών (βλ. την αιτιολογική έκθεση στην τροπολογία του Υπουργείου Υγείας επί του σχεδίου νόμου 4509/2017 [άρθρο 64], καθώς και το αιτιολογικό υπόμνημα που συνοδεύει το παρόν σχέδιο διατάγματος).

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *