Πηή: adjustice.gr
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, το οποίο έχει συσταθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και έχει ως μέλη τους πτυχιούχους των ανωτάτων οικονομικών σχολών οι οποίοι χρησιμοποιούν το πτυχίο τους για επαγγελματικούς λόγους στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα (άρθρα 1 και 3 παρ. 1 του ν. 1100/1980, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 2515/1997), ζητεί την ακύρωση (α) της 61502/3399/30.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017» (Β΄ 4330/30.12.2016), (β) της Φ.80000/οικ.60298/1472/23.12.2016 αποφάσεως του ίδιου ως άνω Υφυπουργού με τίτλο «Προθεσμία καταβολής, από 1.1.2017, των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, οι οποίοι έως την έναρξη του ν. 4387/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ» (Β΄ 4483/30.12.2016), (γ) της Φ.ΕΦΚΑ/οικ.59522/2205/29.12.2016 αποφάσεως της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Β΄ 4486/30.12.2016), και (δ) της Δ9/56379/14950/28.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Διορισμός Διοικητή, Υποδιοικητών, ορισμός Προέδρου και μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Υ.Ο.Δ.Δ. 729/30.12.2016 – διόρθωση σφάλματος Υ.Ο.Δ.Δ. 13/18.1.2017). Οι πράξεις αυτές εκδόθηκαν προς εφαρμογή διατάξεων του ν. 4387/2016 με τις οποίες συνιστάται οργανισμός υποχρεωτικής κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως (Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης – Ε.Φ.Κ.Α), στον οποίο εντάσσονται οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και υπάγονται σ’ αυτόν δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί, μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες υπό ενιαίους κανόνες ασφαλιστικών εισφορών και παροχών.
3. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως εκδόθηκε η Φ.ΕΦΚΑ/οικ.22424/861/16.5.2017 απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)» (Β΄ 1720/18.5.2017). Από τις διατάξεις της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, παρά την αναφορά στο προοίμιό της περί τροποποιήσεως, η πράξη αυτή αντικαθιστά στο σύνολο την υπό στοιχείο (γ) προσβαλλόμενη πράξη και, δη, σύμφωνα με το άρθρο 83, από τον χρόνο κατά τον οποίο η εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη ίσχυσε (1.1.2017). Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ.18/1989 (Α΄ 8), η δίκη πρέπει να καταργηθεί κατά το μέρος που η κρινόμενη αίτηση στρέφεται κατά της πράξεως αυτής. Κατά των λοιπών πράξεων η κρινόμενη αίτηση ασκείται εν γένει παραδεκτώς και, δή, κατά μεν της υπό στοιχείο (α) πράξεως, όπως η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με την 2559/1453/2.6.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Τροποποίηση της αριθ. 61502/3399/30-12-2016 (Β΄ 4330) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017»” (Β΄ 1942/6.6.2017, διόρθωση σφάλματος Β΄ 1985/8.6.2017), κατά δε της υπό στοιχείο (δ) πράξεως, όπως η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με την Δ9/13781/4467/24.3.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Υ.Ο.Δ.Δ. 157/31.3.2017).
4. Επειδή, η 61502/3399/30.12.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017» εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 39 παρ. 2 του ν. 4387/2016 και με αυτήν αφ’ ενός προσδιορίζεται το πεδίο εφαρμογής της (άρθρο 1) και αφ’ ετέρου ορίζονται οι ειδικότεροι κανόνες σχετικά με την βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών (άρθρο 2). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 ορίζονται τα εξής: «1. Από 1 Ιανουαρίου 2017 και για κάθε επόμενο έτος, η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών των υπόχρεων καταβολής εισφορών που υπάγονται στην παρούσα απόφαση και στο άρθρο 39 του ν. 4387/2016, καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. 2. Ως καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά την έννοια της ανωτέρω παραγράφου, νοείται το ποσό όπως αυτό κατ’ έτος διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως ισχύει κάθε φορά, και αντιστοιχεί στο φορολογητέο εισόδημα από τη δραστηριότητα ή την ιδιότητα που δημιουργεί την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. 3. Μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος του οικείου φορολογικού έτους δια του δώδεκα. 4. Για τον καθορισμό της μηνιαίας βάσης υπολογισμού συνυπολογίζονται τυχόν ποσά που έχουν καταβληθεί με δελτίο επαγγελματικής δαπάνης. 5. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 3 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μικρότερη του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, στο ύψος που εκάστοτε διαμορφώνεται, καθώς και στις περιπτώσεις ζημιών ή μηδενικών κερδών ή υποχρεωτικής ασφάλισης λόγω ιδιότητας χωρίς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στο ίδιο ύψος διαμορφώνεται η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και για τους υγειονομικούς που απασχολούνται χωρίς αμοιβή της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004. 6. Σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του υπόχρεου φορολογικής δήλωσης, οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται προσωρινά επί της βάσης της ανωτέρω παραγράφου, έως ότου καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια της παρ. 2 της παρούσας. 7. Ειδικότερα για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τα πέντε πρώτα χρόνια ασφάλισης αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 8. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 3 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερη του ποσού που αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του δεκαπλάσιου του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 9. Στις περιπτώσεις που κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 1 της παρούσας, καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του ν. 4387/2016 ως μισθωτός, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από τη δραστηριότητα του άρθρου 1, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 38 του ν. 4387/2016. 10. Στις περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, η κάθε μία εκ των οποίων δημιουργεί υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην περ. 5 του παρόντος άρθρου. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που προκύπτει υποχρέωση πολλαπλής ασφάλισης λόγω ιδιότητας. 11. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, πέραν των ανωτέρω, ασκείται και μία ή περισσότερες δραστηριότητες υπακτέες στην ασφάλιση του ΟΓΑ, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ή βάσει της παρ. 11 του άρθρου 40 του ν.4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 40 του ν. 4387/2016. 12. Τα προβλεπόμενα από τις παρ. 5 και 7 του παρόντος εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, κατά την έννοια των ανωτέρω περιπτώσεων 9, 10 και 11. Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές της παραγράφου 9 λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την παροχή της μισθωτής υπηρεσίας και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στις λοιπές περιπτώσεις των παραγράφων 10 και 11 του παρόντος, καταρχάς λαμβάνεται το σύνολο του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος από τη δραστηριότητα που προκύπτει ότι αποτελεί τη βασική πηγή βιοπορισμού και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 13. Βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών κατά την έννοια της παρούσας απόφασης προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος. 14. Τυχόν διαφορά που προκύπτει μετά από τον υπολογισμό των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών βάσει του πραγματικού εισοδήματος του προηγούμενου φορολογικού έτους κατά την έννοια της παρ. 2 του παρόντος αναζητείται και συμψηφίζεται ισομερώς κατανεμημένη σε μηνιαία βάση έως το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους. 15. Για όσους προβαίνουν για πρώτη φορά από 1.1.2017 και εντεύθεν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων του άρθρου 1 της παρούσας, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών τους εισφορών για τους μήνες που μεσολαβούν από το μήνα της έναρξης εργασιών έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποτελεί το ποσό που αντιστοιχεί στο εκάστοτε προβλεπόμενο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος άρθρου». Με την μεταγενέστερη 25599/1453/2.6.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, προκειμένου ιδίως να ορισθεί ότι στην βάση υπολογισμού των εισφορών συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές, σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 1 του νεότερου ν. 4472/2017, ορίζεται δε ότι, κατά τα λοιπά, ισχύει η 61502/3399/30-12-2016 υπουργική απόφαση. Ειδικότερα, το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε ως εξής: «1.Για το έτος 2017, η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών των υπόχρεων καταβολής εισφορών που υπάγονται στην παρούσα απόφαση και στο άρθρο 39 του ν. 4387/2016, καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την ασκούμενη δραστηριότητα ή την ιδιότητα που δημιουργεί την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. Ως καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά τα ανωτέρω νοείται το ποσό, όπως αυτό διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 έως 27 του ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), όπως ισχύει κάθε φορά. Όσον αφορά ειδικότερα στα εισοδήματα που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες – ιδιότητες που περιγράφονται στο άρθρο 1 στοιχ. δ-η της παρούσας, το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα αντιστοιχεί στο ποσό που προκύπτει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. 2. Από 1.1.2018 και για κάθε επόμενο έτος, στη βάση υπολογισμού όπως περιγράφεται στην προαναφερόμενη παράγραφο, συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. 3. Ειδικά για το 2018, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ποσού που αντιστοιχεί στο 85% της βάσης προσδιορισμού των εισφορών, όπως αυτή περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος. 4. Μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση της βάσης υπολογισμού όπως ανωτέρω περιγράφεται για κάθε έτος δια του δώδεκα. 5. Για τον καθορισμό της μηνιαίας βάσης υπολογισμού συνυπολογίζονται τυχόν ποσά που έχουν καταβληθεί με δελτίο επαγγελματικής δαπάνης. 6. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μικρότερη του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, στο ύψος που διαμορφώνεται σύμφωνα με το άρθρο πρώτο, κεφάλαιο ΙΑ11 περ. 3 του ν. 4093/2012, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και στις περιπτώσεις ζημιών ή μηδενικών κερδών ή υποχρεωτικής ασφάλισης λόγω ιδιότητας χωρίς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του κατά τα ανωτέρω κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στο ίδιο ύψος διαμορφώνεται η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και για τους υγειονομικούς που απασχολούνται χωρίς αμοιβή της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004. 7. Σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του υπόχρεου φορολογικής δήλωσης, οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται προσωρινά επί της βάσης της ανωτέρω παραγράφου, έως ότου καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος. 8. Ειδικότερα για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τα πέντε πρώτα χρόνια ασφάλισης αντιστοιχεί στο 70% επί του προβλεπόμενου κατά τα ανωτέρω κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 9. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερη του ποσού που αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του δεκαπλάσιου του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 10. Στις περιπτώσεις που κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 1 της παρούσας, καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του ν. 4387/2016 ως μισθωτός, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από τη δραστηριότητα του άρθρου 1, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 38 του ν. 4387/2016. 11. Στις περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, η κάθε μία εκ των οποίων δημιουργεί υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που προκύπτει υποχρέωση πολλαπλής ασφάλισης λόγω ιδιότητας. 12. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, πέραν των ανωτέρω, ασκείται και μία ή περισσότερες δραστηριότητες υπακτέες στην ασφάλιση του ΟΓΑ, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ή βάσει της παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 40 του ν. 4387/2016. 13. Τα προβλεπόμενα από τις παρ. 6 και 8 του παρόντος εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, κατά την έννοια των ανωτέρω περιπτώσεων 10, 11 και 12. Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές της παραγράφου 10 λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την παροχή της μισθωτής υπηρεσίας και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στις λοιπές περιπτώσεις των παραγράφων 11 και 12 του παρόντος, καταρχάς λαμβάνεται το σύνολο του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος από τη δραστηριότητα που προκύπτει ότι αποτελεί τη βασική πηγή βιοπορισμού και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του κατά τα ανωτέρω (όπως ισχύει μετά την διόρθωση σφάλματος σε Β΄ 1985/8.6.2017) κατωτάτου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 14. Βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών κατά την έννοια της παρούσας απόφασης προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος. 15. Τυχόν διαφορά που προκύπτει μετά από τον υπολογισμό των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών βάσει του πραγματικού εισοδήματος του προηγούμενου φορολογικού έτους κατά την έννοια τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος αναζητείται και συμψηφίζεται ισομερώς κατανεμημένη σε μηνιαία βάση έως το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους. 16. Για όσους προβαίνουν για πρώτη φορά από 1.1.2017 και εντεύθεν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων του άρθρου 1 της παρούσας, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών τους εισφορών για τους μήνες που μεσολαβούν από το μήνα της έναρξης εργασιών έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποτελεί το ποσό που αντιστοιχεί στο κατά την παρ. 6 προβλεπόμενο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, με την επιφύλαξη της παρ. 8 του παρόντος άρθρου».
5. Επειδή, η Φ.80000/οικ.60298/1472/23.12.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Προθεσμία καταβολής, από 1.1.2017, των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, οι οποίοι έως την έναρξη του ν. 4387/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ» εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 43 παρ. 2 του ν. 4387/2016. Με την απόφαση αυτή ορίζεται ότι: «Από 1.1.2017 οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και αυταπασχολουμένων, που υπολογίζονται με βάση το άρθρο 39 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), οι ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων που καταβάλλονται με βάση το άρθρο 40 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές των εμμίσθων του ΕΤΑΑ που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 38, καταβάλλονται σε μηνιαία βάση, με καταληκτική ημερομηνία καταβολής την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα». Τέλος, με την Δ9/56379/14950/28.12.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τίτλο «Διορισμός Διοικητή, Υποδιοικητών, ορισμός Προέδρου, και μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» διορίσθηκαν, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 51 παρ.1, 57 και 100 παρ. 3 περ. α΄ και ι΄ του ν. 4387/2016, συγκεκριμένα πρόσωπα στη θέση του Διοικητή και των Υποδιοικητών του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και τα μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου και οι αναπληρωτές του. Με την μεταγενέστερη Δ9/13781/4467/24.3.2017 απόφαση του ίδιου ως άνω Υφυπουργού τροποποιήθηκε η ανωτέρω απόφαση και διορίσθηκαν ορισμένα νέα μέλη στο Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α., ορίσθηκε δε ότι κατά τα λοιπά ισχύει η ως άνω Δ9/56379/14950/28.12.2016 απόφαση.
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση και το από 20.9.2017 δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι αντίκειται στο Σύνταγμα και σε λοιπούς υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου η κατά τις διατάξεις του ν. 4387/2016 δημιουργία ενιαίου φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως με την υπαγωγή σ’ αυτόν δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών (μη δυναμένων να υπαχθούν σε καθεστώς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω της φύσεως της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως) μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, πραγματοποιούντων εισόδημα υπό ανόμοιες συνθήκες που δεν επιτρέπουν την ίση μεταχείριση των ασφαλισμένων υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών, κατά συγχώνευση υφισταμένων ασφαλιστικών φορέων με διαφορετικό επίπεδο βιωσιμότητας και χωρίς την εκπόνηση της κατάλληλης αναλογιστικής μελέτης, υποχρεούμενων σε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες, αυτοτελώς αλλά και σε συνδυασμό με τα φορολογικά βάρη, επιβαρύνουν υπέρμετρα το εισόδημα των ελευθέρων επαγγελματιών και εμποδίζουν την απρόσκοπτη άσκηση του ελευθέρου επαγγέλματος, έναντι παροχών, οι οποίες δεν είναι ανταποδοτικές των εισφορών τους. Οι σχετικοί με τα ως άνω ζητήματα λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους δεν αποδίδονται συγκεκριμένες πλημμέλειες στις προσβαλλόμενες πράξεις αλλά στις διατάξεις του ν. 4387/2016, κατ’ επίκληση των οποίων αυτές εκδόθηκαν, προβάλλονται παραδεκτώς, διότι τυχόν ανίσχυρο των θεσπιζομένων με τον νόμο ρυθμίσεων, τις οποίες εξειδικεύουν, συμπληρώνουν ή εφαρμόζουν οι προσβαλλόμενες πράξεις, θα είχε ως συνέπεια την ακύρωση των πράξεων αυτών, καθ’ όσον, δεν νοείται ρύθμιση λεπτομερειών εφαρμογής νόμου που προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (πρβ. ΣτΕ 2151/2015 Ολ. σκ. 15, 1033/2015 7μ. σκ. 7, 350/2011 7μ. σκ. 7, 2470/2008 Ολ. σκ. 8 372/2005 7μ. σκ. 8 κ.ά.).
7. Επειδή, οι … κ.λπ. (52), οι οποίοι έχουν ασκήσει, με αριθμό καταθέσεως …, προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά ατομικών διοικητικών πράξεων προσδιορισμού των ασφαλιστικών τους εισφορών μηνός Μαΐου του έτους 2017, παρεμβαίνουν, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, υπέρ του αιτούντος με σκοπό την επίλυση των ίδιων ζητημάτων συνταγματικότητας των ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, τα οποία τίθενται και στην προσφυγή τους, με δικόγραφο στο οποίο σωρεύουν παρεμβάσεις, κατά την ως άνω διάταξη, σε πλείονες της μιας δίκης και στο οποίο η παρούσα δίκη δεν είναι η προτασσόμενη. Η παρέμβαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς καταλογισμό δαπάνης, διότι, κατά την έννοια του άρθρου 49 του π.δ. 18/1989, το οποίο έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το εδάφιο γ΄ του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, ως προς τον τρόπο ασκήσεως της κατά την τελευταία διάταξη ιδιότυπης παρεμβάσεως, δεν συγχωρείται τέτοια παρέμβαση με το ίδιο δικόγραφο σε περισσότερες από μία δίκες, αυτή δε λογίζεται ότι ασκείται παραδεκτώς μόνο στην δίκη επί της αιτήσεως που προτάσσεται στο δικόγραφο της παρεμβάσεως (πρβ. ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 2976/1996 Ολομ., 951/2008, 3194/2015 κ.ά.).
8. Επειδή, οι … κ.λπ. (14), οι οποίοι έχουν ασκήσει, με αριθμό καταθέσεως 7635/2017, προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά ατομικών διοικητικών πράξεων προσδιορισμού των ασφαλιστικών τους εισφορών μηνός Μαΐου του έτους 2017, παραδεκτώς παρεμβαίνουν, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, υπέρ του αιτούντος με σκοπό την επίλυση των ίδιων ζητημάτων συνταγματικότητας των ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, τα οποία τίθενται και στην προσφυγή τους, με δικόγραφο στο οποίο σωρεύουν παρεμβάσεις, κατά την ως άνω διάταξη, σε πλείονες της μιας δίκης και στο οποίο η παρούσα δίκη είναι η προτασσόμενη.
9. Επειδή, λογικώς προηγούμενο να εξεταστεί ζήτημα από τα τιθέμενα με τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως είναι το συνταγματικώς επιτρεπτό ή μη της υπαγωγής δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών σε καθεστώς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, περαιτέρω δε, εκείνο της υπαγωγής μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών σε ένα φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως και, δη, υπό ενιαίους κανόνες ασφαλιστικών εισφορών και παροχών.
10. Επειδή, το Σύνταγμα του 1975 περιέλαβε διατάξεις που επέτρεψαν να θεωρηθεί ως συνταγματικά κατοχυρωμένη η αρχή του κοινωνικού κράτους, ρητή αναφορά στην οποία έγινε από τον αναθεωρητικό νομοθέτη του έτους 2001 (άρθρο 25 παρ. 1). Στις διατάξεις αυτές συγκαταλέγεται η παράγραφος 4 -ήδη παράγραφος 5 μετά την αναθεώρηση του έτους 2001- του άρθρου 22 κατά την οποία «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με την διάταξη αυτή, το Σύνταγμα κατοχύρωσε, πρώτη φορά, τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως και υποχρέωσε τον κοινό νομοθέτη να οργανώνει την ασφαλιστική κάλυψη του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας (ΣτΕ 2253/1976 Ολ. και έκτοτε παγίως). Παρά την διατύπωση και την θέση της διατάξεως αυτής μεταξύ άλλων, οι οποίες κατοχυρώνουν δικαιώματα των παρεχόντων εξαρτημένη εργασία δυνάμει σχέσεως ιδιωτικού δικαίου (παράγραφοι 1 και 2 του ίδιου άρθρου 22), η αρχή του κοινωνικού κράτους, η οποία ρητώς πλέον αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα, επιβάλλει την διασταλτική ερμηνεία της ώστε κάθε επαγγελματική κατηγορία του ιδιωτικού τομέα, μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες, που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο απώλειας του εισοδήματος από την εργασία ή το επάγγελμα λόγω γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας και θανάτου να έχει πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψή του. Η ερμηνεία της διατάξεως αυτής δεν δύναται να διασταλεί σε βαθμό που να περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της και τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς λόγω της δημοσίου δικαίου σχέσεως υπό την οποία αυτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους (πρβ. ΑΕΔ 16/1983). Ωστόσο, στην περίπτωση που ο κοινός νομοθέτης δεν παρέχει στους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς προστασία από τους κινδύνους γήρατος, ασθενείας, αναπηρίας και θανάτου -με ιδιαίτερο τρόπο- η αρχή του κοινωνικού κράτους δεν θα ανεχόταν την μη υπαγωγή αυτών σε καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως.
11. Επειδή, στο άρθρο 103 του Συντάγματος, μετά την προσθήκη των παραγράφων 7, 8 και 9 με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), ορίζονται τα εξής: «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό˙ οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο. 2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου. 3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. 4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει. 5. Με νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών. 6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ ολοκλήρου από τον Κανονισμό της, καθώς και στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφανείς και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής. 8. Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου. 9. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες του «Συνηγόρου του Πολίτη που λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή». Στο επόμενο άρθρο 104 ορίζονται τα εξής: «1. Κανένας από τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο δεν μπορεί να διοριστεί σε άλλη θέση δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή δημόσιας επιχείρησης ή οργανισμού κοινής ωφέλειας. Κατ’εξαίρεση μπορεί να επιτραπεί με ειδικό νόμο ο διορισμός και σε δεύτερη θέση, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της επόμενης παραγράφου. 2. Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές των υπαλλήλων του προηγούμενου άρθρου δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης. 3. Δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια για να εισαχθούν σε δίκη δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Εξ άλλου, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 73 παρ. 2 και 3, ότι «Νομοσχέδια που αναφέρονται οπωσδήποτε στην απονομή σύνταξης και στις προϋποθέσεις της υποβάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου˙ αν πρόκειται για συντάξεις που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υποβάλλονται από τον αρμόδιο Υπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών. Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά˙ δεν επιτρέπεται, με ποινή την ακυρότητα, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων» και ότι «Καμία πρόταση νόμου ή τροπολογία ή προσθήκη δεν εισάγεται για συζήτηση, αν προέρχεται από τη Βουλή, εφόσον συνεπάγεται σε βάρος του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δαπάνες ή ελάττωση εσόδων ή της περιουσίας τους, για να δοθεί μισθός ή σύνταξη ή γενικά όφελος σε κάποιο πρόσωπο», στο άρθρο 78 παρ. 4 ότι «Το αντικείμενο της φορολογίας … και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης…», στο άρθρο 80 παρ. 1 ότι «Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο», στο δε άρθρο 98 ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. … δ. Η γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 73, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που ορίζει ο νόμος. ε. … στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων, καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄. ζ. … ».
12. Επειδή, η ανάγκη προστασίας των μη δυναμένων πλέον να πραγματοποιούν εισόδημα από εργασία εξ αιτίας γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας κ.λπ. οδήγησε τον κοινό νομοθέτη – σταδιακά, αναλόγως των επικρατουσών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών στο νεαρό ελληνικό κράτος και πριν από οποιαδήποτε συνταγματική πρόβλεψη – σε ρυθμίσεις που απέβλεπαν στην διασφάλιση της αναπληρώσεως μέρους του εισοδήματος κατά την επέλευση των κινδύνων αυτών. Κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, η προστασία αυτή των εργαζομένων είχε ήδη λάβει την μορφή της κοινωνικής ασφαλίσεως με την χορήγηση παροχών από ασφαλιστικούς φορείς αντλούμενων από κεφάλαιο που σχηματιζόταν και από υποχρεωτικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών. Κατά τον ίδιο χρόνο, για όσους υπηρετούσαν ως δημόσιοι υπάλληλοι -πολιτικοί και στρατιωτικοί- η προστασία από τους αυτούς κινδύνους είχε καταλήξει σε παροχή συντάξεως από το Δημόσιο Ταμείο χωρίς προηγούμενη χρηματική συνεισφορά από αυτούς. Τα χαρακτηριστικά αυτά επέτρεψαν την θεωρητική και νομολογιακή προσέγγιση της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων ως παροχής «αντί μισθού» και «ως συνέχειας αυτού» μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, χωρίς, πάντως, αυτά τα χαρακτηριστικά να είναι συνεχώς παρόντα στα σχετικά νομοθετήματα (ο πρώτος συνταξιοδοτικός νόμος ΧΒΝ’ της 3ης Αυγούστου 1861 προέβλεπε στο άρθρο 18 καταβολή εισφορών 5% επί του μισθού των δημοσίων υπαλλήλων σε Ειδικό Ταμείο Συντάξεων επιχορηγούμενο ετησίως από τον κρατικό προϋπολογισμό με το ποσό των 100.000 δραχμών, κρατήσεις δε από τον μισθό των δημοσίων υπαλλήλων για την συνταξιοδότησή τους προβλέπονταν μέχρι το έτος 1958 -άρθρο 78 αν. ν. 1854/1951- καταργηθείσες από 1.5.1958 με την ΠΥΣ 764/28.4.1958 η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 36 του ν.δ. 4242/1962). Για τον ίδιο δε σκοπό της αναπληρώσεως μέρους του εισοδήματος των δημοσίων υπαλλήλων μετά την έξοδό τους από την δημόσια υπηρεσία, ο κοινός νομοθέτης είχε ιδρύσει και Ταμεία Αρωγής Δημοσίων Υπαλλήλων υπάγοντας τους δημοσίους υπαλλήλους σε καθεστώς υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως (τα Ταμεία αυτά, δώδεκα συνολικώς, καταργήθηκαν προκειμένου οι ασφαλισμένοι τους να ενταχθούν στο συσταθέν με το άρθρο 14 του ν. 2676/1999 Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Δημοσίων Υπαλλήλων). Υπό το Σύνταγμα του 1975 προβλέφθηκαν εκ νέου «κρατήσεις» στο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων για την συνταξιοδότησή τους (άρθρο 6 ν. 1902/1990, άρθρο 20 παρ. 2 ν. 2084/1992), με το δε άρθρο 27 παρ. 2 ν. 3863/2010 οι από 1.1.2011 προσλαμβανόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι υπήχθησαν στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ).
13. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 103 και 104 του Συντάγματος τίθενται κανόνες για την στελέχωση της δημοσίας διοικήσεως με δημοσίους υπαλλήλους βάσει σχέσεως δημοσίου δικαίου, συνεπαγόμενης καθήκοντα και ιεραρχική εξάρτηση, οι οποίοι απολαύουν εγγυήσεων μονιμότητας και υπηρεσιακής καταστάσεως, καθ’ όσον αφορά την μετάθεση, τον υποβιβασμό και την παύση, καθώς και μισθολογικής εξελίξεως. Στις διατάξεις αυτές (όπως και στις διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν το καθεστώς άλλων υπαλλήλων του Δημοσίου και δημοσίων λειτουργών) ουδεμία αναφορά γίνεται σε παροχές προς τους δημοσίους υπαλλήλους μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία και, επομένως, συνταγματική προστασία του τότε γνωστού στον συνταγματικό νομοθέτη συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων δεν βρίσκει έρεισμα στις εν λόγω διατάξεις. Ούτε από τις λοιπές προπαρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται, κατά λογική ακολουθία, συνταγματική προστασία του εν λόγω καθεστώτος, διότι αυτές δεν θέτουν κανόνες του ουσιαστικού δικαίου αλλά, πέραν της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί διαφορών σχετικών με την απονομή συντάξεων, θεσπίζουν διαδικασία με σκοπό την διασφάλιση της διαφάνειας των δημόσιων οικονομικών και την προστασία του κρατικού προϋπολογισμού λόγω της σταθερής μέχρι τότε επιλογής του κοινού νομοθέτη να καλύπτει την προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από τους κινδύνους γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας και θανάτου, κατά το μεγαλύτερο μέρος, απ’ ευθείας μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και συμπληρωματικώς, μόνο, από οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως. Η επίκληση δε των διαδικαστικών αυτών διατάξεων στην νομολογία ως διεπουσών την συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων από το Δημόσιο Ταμείο ( ΣτΕ 2087/2012, 1970/2002, 1750/1993 7μ.) γίνεται προς αιτιολόγηση, και μόνο, του αποκλεισμού της εφαρμογής των αρχών της κοινωνικής ασφαλίσεως και της νομοθεσίας της επί του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο είχε επιλέξει ο κοινός νομοθέτης για την προστασία τους από τους κινδύνους γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας και θανάτου, με την παραδοχή, μέσω αυτής της επικλήσεως, ότι η σύνταξη των δημοσίων υπαλλήλων είναι γνωστή και στον συνταγματικό νομοθέτη ως παροχή με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με εκείνα της κοινωνικοασφαλιστικής παροχής. Εξ άλλου, ούτε η φύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως επιβάλλει το εν λόγω συνταξιοδοτικό καθεστώς, το οποίο, άλλωστε, συνυπήρξε με το καθεστώς υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο είχαν υπαχθεί οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά, αντιθέτως, το συνταξιοδοτικό αυτό καθεστώς, ως επιλογή του κοινού νομοθέτη για την προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από τους ως άνω κινδύνους, βρήκε έρεισμα θεμελιώσεως στην φύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως. Ό,τι επιβάλλει το Σύνταγμα είναι η προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από τους κινδύνους αυτούς μετά το πέρας της σχέσεως δημοσίου δικαίου που τους συνδέει με το Δημόσιο, όπως επιβάλλει την προστασία των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα από τους ίδιους κινδύνους, αφήνει δε ελεύθερο τον κοινό νομοθέτη να επιλέξει τον τρόπο της προστασίας. Είναι δε διάφορο ζήτημα ότι οποιαδήποτε σχετική επιλογή του κοινού νομοθέτη τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση του σεβασμού συνταγματικών διατάξεων από τις οποίες προκύπτει υποχρέωση διασφαλίσεως επιπέδου αξιοπρεπούς διαβιώσεως δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών και μετά την έξοδό τους από την δημόσια υπηρεσία και το λειτούργημά τους (πρβ. απόφαση 1/2018, σκ. 18, του κατ’ άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου).
14. Επειδή, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ν. Σακελλαρίου, οι Αντιπρόεδροι Ιωάν. Γράβαρης και Γ. Παπαγεωργίου και οι Σύμβουλοι Αικ. Χριστοφορίδου, Γ. Ποταμιάς, Β. Ραφτοπούλου και Ελ. Παπαδημητρίου, οι οποίοι υποστήριξαν τα ακόλουθα: Οι δημόσιοι υπάλληλοι, ως “εκτελεστές της θέλησης του Κράτους” που “υπηρετούν το Λαό” (άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος), αποτελούν τα έμμεσα έμμισθα όργανα του Κράτους που διατελούν σε προαιρετική, άμεση και πειθαρχική σχέση προς αυτό (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1811/1951 ΦΕΚ 141 α), σχέση, η οποία δεν είναι συμβατική αλλά δημιουργείται, εξελίσσεται και εν γένει ρυθμίζεται μονομερώς και εξουσιαστικώς από το Κράτος με διοικητικές πράξεις που εκδίδονται βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου, οι οποίες θεσπίζονται – και όταν ακόμη αφορούν στη μισθολογική (άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος) εξέλιξη των υπαλλήλων – όχι μόνο υπέρ αυτών αλλά και προς το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας. [Και αυτή, άλλωστε, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων θεσπίσθηκε στο Σύνταγμα χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της διοικητικής υπηρεσίας, προκειμένου να καταστούν οι δημόσιοι υπάλληλοι ανεξάρτητοι από πολιτικές επιρροές και να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στην εκτέλεση των καθηκόντων τους (Ελευθ. Βενιζέλος στην Αναθεωρητική Βουλή του 1911, Συνεδρ. 92/18.5.1911, Εφημ. Συζητ. σ. 2346, ΣτΕ 1244/1965 Ολομ., 305, 593, 1486/1966 κ.ά.)]. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ως άνω δημοσίου δικαίου σχέσεως, το Κράτος υποχρεούται, με τις αποδοχές που καταβάλλει στους δημοσίους υπαλλήλους, να διασφαλίζει την προσήκουσα διαβίωση αυτών και των οικογενειών τους, ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία, την ευθύνη που συνεπάγεται το έργο που επιτελούν και τη σημασία του έργου αυτού (“αρχή της ανάλογης με το λειτούργημα διατροφής” Grundsatz der amtsangemessenen Alimentation), η υποχρέωση δε καταβολής μισθού αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου ο δημόσιος υπάλληλος να αφοσιωθεί απολύτως στην υπηρεσία του, ως ένα δια βίου επάγγελμα, ώστε να διασφαλισθεί μια σταθερή και αξιόπιστη Διοίκηση, ανεξάρτητη από πολιτικές επιρροές (αποφάσεις Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 5.5.2015, 2 BvL 17/09 κ.ά. Rn 93 και 123, και της 27.9.2005, 2 BvR 1387/02 Rn 112 και 113). Περαιτέρω, για επί μέρους κατηγορίες δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων επιβάλλεται από το ίδιο το Σύνταγμα, εν όψει του επιτελουμένου από αυτούς έργου, ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση. Ειδικότερα, η ιδιαίτερη αυτή μισθολογική μεταχείριση επιβάλλεται, προκειμένου περί των δικαστικών λειτουργών, ως εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους και εν όψει της ισοτιμίας της δικαστικής εξουσίας προς τις άλλες εξουσίες (νομοθετική και εκτελεστική), σύμφωνα με τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣτΕ 3450-1/2003 Ολομ., 3670/1994 Ολομ., Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος 1/2018, σκ. 7, 127, 171/2016 κ.ά.)· προκειμένου περί των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση επιβάλλεται λόγω της κατά το άρθρο 45 του Συντάγματος ιδιαίτερης για το Κράτος σημασίας της αποστολής τους, του ιδιαίτερου εξουσιαστικού καθεστώτος υπό το οποίο τελούν και των ιδιαζουσών συνθηκών ασκήσεως του έργου τους (ΣτΕ 2192/2014 Ολομ.,), προκειμένου δε περί των μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), λόγω της κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος αποστολής τους ως ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούν τα διδακτικά και ερευνητικά τους καθήκοντα (ΣτΕ 4741/20174 Ολομ.), ενώ, προκειμένου περί των μονίμων ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, (η κατά το Σύνταγμα ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση επιβάλλεται) εν όψει του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος και του ιδιαίτερου, εν σχέσει προς του λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, υπηρεσιακού τους καθεστώτος, λόγω ειδικών συνθηκών ασκήσεως του λειτουργήματός τους και των συναφών ιδιαιτέρων ευθυνών τους. (ΣτΕ 431/2018 Ολομ.). Ο μισθός ο οποίος καταβάλλεται στους κατά τα ανωτέρω δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους αποτελεί δημόσια δαπάνη, με την οποία διασφαλίζεται η παροχή προς το Κράτος των υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την πραγμάτωση των επί μέρους κρατικών σκοπών (πρβλ. Άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος: “μισθός, σύνταξη … ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό … χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο”). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις παρατεθείσες στη σκέψη 11 διατάξεις του Συντάγματος – αλλά και από τις αντίστοιχες διατάξεις του Συντάγματος του 1952 “ερμηνευόμεν[ες] εν όψει και της συνταγματικής ιστορίας τούτων” (ΣτΕ 3790/1974 Ολομ.) – το Κράτος, στο πλαίσιο της δημοσίου δικαίου σχέσεως που το συνδέει, όπως αναφέρθηκε, με τους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους, καταβάλλει σε αυτούς, μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, περιοδική παροχή (“σύνταξη”) αντί μισθού και ως συνέχεια αυτού (ΣτΕ 3790/74 Ολομ., Ελ. Συν. 244/2017 Ολομ. Σκέψη VI. A.1 και, προκειμένου περί δικαστών, ΣτΕ 3540/2013 Ολομ. και Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος 1/2018, σκ. 18), το κόστος δε της συντάξεως αυτής βαρύνει κατ’ αρχήν τον κρατικό προϋπολογισμό (βλ. άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος), ήτοι το Δημόσιο Ταμείο (Ελ. Συν. 244/2017 Ολομ. σκ. VI. A.1 , ΣτΕ 3790/1974 Ολομ.). Η τελευταία, μάλιστα, αυτή ιδιότητα της συντάξεως (ως δαπάνης καταβαλλομένης από το Δημόσιο Ταμείο) αποτελεί και το στοιχείο εκείνο στο οποίο θεμελιώνεται από το Σύνταγμα (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄) η δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς “εκδίκαση διαφορών σχετικών με την απονομή συντάξεων” (ad hoc Α.Ε.Δ. 2/2004, Ελ. Συν. 1510/1996 Ολομ., ΣτΕ 3709-10/1977 Ολομ., 4195/1977 Ολομ., 1229/2016, 1155/2006, 2602/1993, 3146/1989, 1452/1985, 644, 744-5/78 κ.ά.). Αν, επομένως, δεν συντρέχει το στοιχείο αυτό, αδρανεί η εφαρμογή της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως και, εντεύθεν, η σχετική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (το οποίο, σημειωτέον, στερείται, κατά το Σύνταγμα, δικαιοδοσίας για την εκδίκαση διαφορών σχετικών με την απονομή και τον καθορισμό του ύψους συντάξεων που χορηγούνται από οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, ad hoc Α.Ε.Δ. 2/2004). Εξ άλλου, αν ο συνταγματικός νομοθέτης δεν αντιλαμβανόταν τη σύνταξη των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων ως δαπάνη του Δημοσίου Ταμείου, δεν θα συνέτρεχε κανένας λόγος θεσπίσεως στα ελληνικά Συντάγματα διατάξεων, όπως το άρθρο 73 παρ. 2 (αντίστοιχα άρθρα 59 Συντάγματος 1952 και 49 Συντάγματος 1927), το οποίο, ειδικώς για νομοσχέδια περί απονομής συντάξεων, αναθέτει τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία αποκλειστικά στον Υπουργό Οικονομικών κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και το άρθρο 80 παρ. 1 (αντίστοιχο άρθρο 61 Συντάγματος 1952), περί εγγραφής των συντάξεων στον κρατικό προϋπολογισμό. Περαιτέρω, η προεκτεθείσα “αρχή της ανάλογης με το λειτούργημα διατροφής” και η σχετική υποχρέωση του Κράτους ισχύει εφ’ όρου ζωής των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και καταλαμβάνει, για την ταυτότητα του λόγου, όχι μόνο τον μισθό αλλά και την σύνταξη αυτών (αποφάσεις Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 5.5.2015, 2 BvL 17/09 κ.α. Rn 93 και 123 και της 27.9.2005 BvR 1387/02 Rn 112 και 143). Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, από το ίδιο το ισχύον Σύνταγμα (όπως άλλωστε, και από τα προϊσχύσαντα Συντάγματα) καθιερώνεται ειδική δημοσίου δικαίου σχέση μεταξύ του Δημοσίου και των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και, δυνάμει αυτής, ειδικό υπηρεσιακό αλλά και συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτών (Ελ. Συν. 244/2017 Ολομ. σκ. V.A.1, 992/2015 Ολομ., ΣτΕ 1750/1993 7μ., 1296/2015, 2087/2012, 1970/2002 κ.ά.), συνιστάμενο σε ενιαίους κανόνες προσαρμοσμένους στην ιδιομορφία της ανωτέρω δημοσίου δικαίου σχέσεως (Ελ. Συν. 244/2017 Ολομ. σκ. V.A.1). Συνεπώς, το εν λόγω ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ερειδόμενο διαχρονικά στις προεκτεθείσες περί αυτών και περί απονομής συντάξεων συνταγματικές διατάξεις, είναι όλως διακεκριμένο από τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως που καθιερώθηκε συνταγματικώς, για πρώτη φορά, με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος του 1975, η συνταξιοδότηση δε των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, που έχει διαχρονικά το ως άνω αυτοτελές συνταγματικό έρεισμα, δεν εμπίπτει στην έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως “των εργαζομένων” και στην περί αυτής “μέριμνα” του Κράτους, οι οποίες καθιερώνονται με την τελευταία ως άνω συνταγματική διάταξη (Ελ. Συν. 992/2015 Ολομ., ΣΕ 1750/1993 επταμ., 1296/2015, 2087/2012, 1970/2002 κ.ά., βλ. και Α.Ε.Δ. 2/2004, Ελ. Συν. 244/2017 Ολομ. σκ. V.A.1, 329/2013 Ολομ., 918/2012Ολομ., 510/2009 Ολ.). Τούτο δε, πέραν των προεκτεθέντων, και για τους εξής ειδικότερους λόγους: Πρώτον, διότι τα κοινωνικά δικαιώματα και, ιδίως, τα αναγνωριζόμενα στο άρθρο 22 του Συντάγματος δεν αφορούν σε πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση δημοσίου δικαίου (Α.Ε.Δ. 16/1983). Δεύτερον, διότι το γεγονός ότι με τη σύνταξη που καταβάλλεται στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παρέχεται, κατ’ αποτέλεσμα, προστασία από την επέλευση ορισμένων καταστάσεων (γήρας, αναπηρία), οι οποίες στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφαλίσεως χαρακτηρίζονται ως “ασφαλιστικοί κίνδυνοι”, δεν εξομοιώνει τη σύνταξη αυτή με κοινωνικοασφαλιστική παροχή, αφού προστασία σε περίπτωση επελεύσεως των καταστάσεων αυτών προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 2 και 3) και στο πλαίσιο της κοινωνικής πρόνοιας (ΣΕ 2287/2015 Ολ. σκ. 7). Τρίτον, διότι, και όταν ακόμη προβλέπεται νομοθετικώς – όχι κατά συνταγματική επιταγή – καταβολή εισφοράς ή κρατήσεως επί των αποδοχών των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, οι συντάξεις, όπως αναφέρθηκε, καταβάλλονται κατά το Σύνταγμα ως δημόσιες δαπάνες από το Δημόσιο Ταμείο και όχι από ειδικό “ασφαλιστικό κεφάλαιο”, στο σχηματισμό του οποίου συμβάλλουν οι τυχόν νομοθετικά προβλεπόμενες εισφορές που καταβάλλονται από τους δικαιούχους των συντάξεων. Οι εισφορές, άλλωστε, οι οποίες, κατά νομοθετική πρόβλεψη, παρακρατούνται από τις αποδοχές ενεργείας του δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου από τον εργοδότη, ήτοι το Δημόσιο (ή άλλο ν.π.δ.δ.), αποτελούν, κατ’ αρχήν, κοινό έσοδο του φορέα αυτού για την αντιμετώπιση του συνόλου των εξόδων του, σύμφωνα με την αρχή της καθολικότητας του προϋπολογισμού και την, εξ αυτής απορρέουσα, αρχή του μη ειδικού προορισμού των δημοσίων εσόδων (Ελ. Συν. 244/2017 Ολομ. σκ. V.A.2). Τέλος, η ως άνω έννοια της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών και το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτών, που απορρέουν διαχρονικά ευθέως από το Σύνταγμα, και η εντεύθεν διαφοροποίησή τους από το καθεστώς της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι, ο κοινός νομοθέτης, ήδη πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975 (που καθιέρωσε για πρώτη φορά τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως), είχε προβλέψει, για την καταβολή στους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς, μετά την έξοδό τους από τη δημόσια υπηρεσία, συμπληρωματικών – πέραν της συντάξεως – παροχών, την ίδρυση οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως (“Ταμείων Αρωγής”, που καταργήθηκαν με το άρθρο 16 του ν. 2676/1999, ο οποίος, με το άρθρο 14, συνέστησε για τον ίδιο σκοπό το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων).
15. Επειδή, μετά τους νόμους 4334/2015 “Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)” (Α΄ 80/16.7.2015) και 4336/2015 “Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης” (Α΄ 94/14.8.2015), θεσπίστηκε ο ν. 4387/2016, “Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις” (Α΄ 85/12.5.2016). Ο νόμος αυτός αποτελείται από δύο μέρη, το πρώτο από τα οποία φέρει τον τίτλο “Μεταρρύθμιση Ασφαλιστικού – Συνταξιοδοτικού Συστήματος” (το δεύτερο περιέχει ρυθμίσεις φορολογικού περιεχομένου). Το μέρος αυτό (Α΄ Μέρος) αποτελείται από τα ακόλουθα ένδεκα Κεφάλαια: Α΄ “Αρχές και Όργανα του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας (άρθρα 1-3), Β΄ “Συντάξεις Δημοσίων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών” (άρθρα 4-26), Γ΄ “Ρυθμίσεις Ασφαλισμένων του Ιδιωτικού Τομέα” (άρθρα 27-37), Δ΄ “Ενιαίοι Κανόνες Εισφορών – Πόροι – Αποκεφαλαιοποίηση του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης” (άρθρα 38-50), Ε΄ “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης” (άρθρα 51-73), ΣΤ΄ “Τροποποίηση Διατάξεων ΕΤΕΑ και Ρυθμίσεις Πρώην ΤΣΜΕΔΕ” (άρθρα 74-90), Ζ΄ “Προνοιακές Παροχές Ηλικιωμένων και Υπερηλίκων” (άρθρα 91-93), Η΄ “Διαχρονικό Δίκαιο” (άρθρα 94-101), Θ΄ “Λοιπές Διατάξεις Κοινωνικοασφαλιστικού Περιεχομένου” (άρθρα 102-109), Ι΄ “Λοιπές Διατάξεις Αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών” (άρθρο 110) και ΙΑ΄ “Λοιπές Διατάξεις Αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης” (άρθρο 111). Στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, με τίτλο “Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας”, ορίζονται τα εξής: “1. Οι κοινωνικές παροχές της Πολιτείας χορηγούνται στο πλαίσιο Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, με σκοπό την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας, με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας περιλαμβάνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για τις παροχές υγείας, το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις προνοιακές παροχές και το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές παροχές, όπως ρυθμίζεται από το νόμο αυτόν. 2. Η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια αποτελούν δικαίωμα όλων των Ελλήνων Πολιτών και όσων διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα. Το Κράτος έχει υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις. 3. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους του Ε.Φ.Κ.Α.”. Ακολούθως, στο επόμενο άρθρο 2 παρατίθενται “εννοιολογικοί προσδιορισμοί” ως εξής: “1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, η κύρια σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας και εκ μεταβιβάσεως υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων: της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 και της ανταποδοτικής σύνταξης του άρθρου 8 του παρόντος. 2. Η Εθνική Σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. 3. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος. Το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. 4. Το ποσό της κατά τα ανωτέρω παραγράφου 1 σύνταξης καταβάλλεται ανά μήνα. 5. Το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται”. Περαιτέρω, στο άρθρο 4, με το οποίο εκκινεί το Β΄ Κεφάλαιο του ν. 4387/2016, ρυθμίζονται τα ζητήματα υπαγωγής στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και των στρατιωτικών, ως εξής: “1. α. Από 1.1.2017 οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί της Βουλής, των Ν.Π.Δ.Δ. και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, οι ιερείς και οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) που συνιστάται με τις διατάξεις του άρθρου 51 και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται με βάση τις ρυθμίσεις του παρόντος. β. Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, καθώς και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 2. α. Το Δημόσιο εξακολουθεί έως 31.12.2016 να υπολογίζει και να εισπράττει τις ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και να καταβάλλει τις ήδη κανονισθείσες συντάξεις, καθώς και εκείνες που θα κανονισθούν μέχρι την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. β. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έως 31.12.2016 κανονίζονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. γ. Οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου, συντάξεις όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την ημερομηνία αυτή, μεταφέρονται στον Ε.Φ.Κ.Α. και καταβάλλονται από αυτόν, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 13 περί ανωτάτου ορίου σύνταξης. 3. … Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάστηκε ή μεταβιβάζεται η σύνταξη των υπαγομένων σε αυτές προσώπων. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα ορισθεί κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού”. Στο δε άρθρο 5 ορίζονται τα εξής, σε σχέση με το ζήτημα της ισχύος και εφαρμογής ενιαίων κανόνων ασφάλισης παροχών για όλους τους υπαλλήλους και λειτουργούς του Δημοσίου: “1. Από 1.1.2017 το συνολικό ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλισμένου και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των συντάξιμων μηνιαίων αποδοχών των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου… 2. … 3. Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για την εφαρμογή του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών, τις προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού”. Στο άρθρο 6 (Ειδικές- Μεταβατικές συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου) ορίζονται τα εξής: “1. α. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους λόγω συνταξιοδότησης, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπολογίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά τις 31.12.2014, και καταβάλλονται με τον περιορισμό των διατάξεων του άρθρου 13. β. Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή για όσα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν πληρούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξής τους. Τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου. γ. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Όσοι από τα ανωτέρω πρόσωπα αποχωρούν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εντός του έτους 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 14, ενώ για όσους θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα ανωτέρω προσωπική διαφορά ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντίστοιχα. δ. … ε. Οι διατάξεις του άρθρου 92 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την καταβολή του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) στους ήδη συνταξιούχους του Δημοσίου, καθώς και σε όσους θα καταστούν συνταξιούχοι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 2. … 3. Οι συντάξεις των προηγούμενων παραγράφων αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος. 4. …”. Στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, με τίτλο “Εθνική σύνταξη” ορίζονται τα εξής: “1. Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σε όλους, όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. 2. … 3. Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις καταβολής μειωμένης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Η κατά τα ανωτέρω μείωση της εθνικής σύνταξης, προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. 4. … 5. Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία από αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης. 6. Για την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται ακέραια εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης. Η εθνική σύνταξη αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος”. Στο δε άρθρο 8, με τίτλο “Ανταποδοτική σύνταξη” ορίζονται τα εξής: “1. Οι υπάλληλοι – λειτουργοί του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην παράγραφο 4, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων. 2. α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. … β. Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό – εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης. 3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού. 4. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα. Ειδικότερα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα:
ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣΠΟΣΟΣΤΟ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
ΑΠΟΕΩΣ
0150,77%
15,01180,84%
18,01210,90%
21,01240,96%
24,01271,03%
27,01301,21%
30,01331,42%
33,01361,59%
36,01391,80%
39,0142 και περισσότερα2,00%
5. …”. Στο άρθρο 9 ρυθμίζονται τα της προσωρινής σύνταξης και στο άρθρο 10 ορίζεται, στην μεν παράγραφο 1 ότι η κύρια σύνταξη προσαυξάνεται με την οικογενειακή παροχή, η οποία καταβάλλεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ΄, υποπαράγραφος ΙΑ2 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και στο άρθρο 40 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81), στη δε παράγραφο 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 4393/2016 (Α΄ 106), ότι η κατά την έναρξη ισχύος του νόμου συνταξιούχοι εξακολουθούν να λαμβάνουν και την οικογενειακή παροχή. Σε σχέση με την σύνταξη λόγω αναπηρίας ορίζεται, στο άρθρο 11, ότι εξακολουθεί να παρέχεται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η νομοθεσία του Δημοσίου και ενός εκάστου φορέα, κλάδου και τομέα που εντάσσεται στον ΕΦΚΑ, μέχρι τη θέσπιση νέων, ενιαίων για όλους τους ασφαλισμένους κανόνων, ενώ σε σχέση με τη σύνταξη λόγω θανάτου, με το άρθρο 12 θεσπίστηκαν ενιαίοι κανόνες. Με το άρθρο 13 τέθηκε ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης ως εξής: “1. Μέχρι 31.12.2018 αναστέλλεται η καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου, λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του Ν. 3986/2011 (Α΄ 152), όπως ισχύει. 2. Κατά την ίδια περίοδο, το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Στον υπολογισμό του ανώτατου ορίου καταβολής σύνταξης που αφορά στα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και των οικογενειών που έχουν μέλη τους άτομα με αναπηρία δεν λαμβάνονται υπόψη τα πάσης φύσεως προνοιακά επιδόματα και επιδόματα αναπηρίας. 3. Από 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με ανώτατο όριο των παραγράφων 1 και 2 και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους”. Στο άρθρο 14, με τίτλο “Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων”, ορίζονται τα εξής: “1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. Ειδικά, ο υπολογισμός της κράτησης υπέρ υγειονομικής περίθαλψης διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 30 του άρθρου 1 του Ν. 4334/2015 (Α΄ 80), όπως ισχύει. β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα. 3. α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αυξάνεται από την 1.1.2017 κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α` ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται. 4. Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την ανταποδοτική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009”. Στο άρθρο 15 ρυθμίζονται τα του χρόνου ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, στο άρθρο 16 τα ζητήματα σχετικά με τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν από το σύμφωνο συμβίωσης, στο άρθρο 17 η παράλληλη ασφάλιση, στο άρθρο 18 η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, στο άρθρο 19 η διαδοχική ασφάλιση, με την παράγραφο 9 να ορίζει, ωστόσο, ότι “Εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4202/1961, όπως ισχύουν περί επίλυσης αμφισβητήσεων. Ειδικότερα η επίλυση αμφισβητήσεων που αφορούν συντάξεις υπαλλήλων λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και στρατιωτικών εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου”, στο άρθρο 20 η απασχόληση των συνταξιούχων, στο δε άρθρο 21, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 23 του ν. 4445/2016 (Α΄ 236), ορίζεται ότι “Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου, όπως ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ειδικά, από την ημερομηνία υπαγωγής των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 στον Ε.Φ.Κ.Α., για τις εισφορές, παροχές και οφειλές, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν κατά την ανωτέρω ημερομηνία για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ”. Το Β΄ Κεφάλαιο του ν. 4387/2016 ολοκληρώνεται με τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (άρθρο 22), την ρύθμιση διάφορων γενικών (άρθρο 23) και ειδικών (άρθρα 24 και 25) συνταξιοδοτικών θεμάτων και την πρόβλεψη της ανάλογης εφαρμογής των διατάξεών του και για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του νομοθετικού διατάγματος 3395/1955 (άρθρο 26). Περαιτέρω, με τον μεταγενέστερο ν. 4472/2017, “Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις” (Α΄ 74/19.5.2017), προβλέφθηκε σειρά ρυθμίσεων στις οποίες περιλαμβάνεται και η τροποποίηση του ν. 4387/2016. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, στις παραγράφους 2-4 του άρθρου 1 του νόμου αυτού ορίζονται τα εξής: “2. Η περίπτωση β` της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται ως εξής: «β. Από την 1.1.2019, αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το υπερβάλλον ποσό περικόπτεται. Το ποσό που περικόπτεται κατά τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπερβαίνει το δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κύριας σύνταξης του δικαιούχου. Αν, μετά την εφαρμογή της ρύθμισης του ανωτέρω εδαφίου, το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3.». 3. Στην παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 προστίθενται περιπτώσεις γ΄ και δ΄ ως εξής: «γ. Αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται, από την 1.1.2019, κατά 1/5 της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε (5) ετών. δ. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις περιπτώσεις β΄ και γ΄ αποτυπώνονται από την 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.». 4. [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν. 4475/2017, Α΄ 83, 12.6.2017] Η περίπτωση α της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 τροποποιείται ως εξής: «α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος αυξάνεται από την 1.1.2023 κατ’ έτος, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.»”.
16. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, ο κοινός νομοθέτης υπήγαγε τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς σε καθεστώς κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως ως ιδιαίτερη κατηγορία ασφαλισμένων του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφαλίσεως υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών με τους λοιπούς ασφαλισμένους και, δη, τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, διατηρώντας σε εφαρμογή τις κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 κείμενες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου περί προϋποθέσεων θεμελιώσεως συντάξεως εξ ιδίου δικαιώματος και περί ορίων ηλικίας καταβολής της συντάξεως, ρητώς δε προβλέποντας την αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την επίλυση αμφισβητήσεων που αφορούν τις συντάξεις των ασφαλισμένων αυτής της κατηγορίας.
17. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, ανεξαρτήτως αντιθέσεως προς το Σύνταγμα επί μέρους ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 (πρβ. απόφαση 1/2018 του κατ’ άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου), η κατ’ αρχήν υπαγωγή δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών σε καθεστώς υποχρεωτικής κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως, κατάληξη μιας μακράς πορείας συγκλίσεως του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων με την κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 6 ν. 1902/1990, άρθρο 20 παρ. 2 ν. 2084/1992, άρθρο 27 παρ. 2 ν. 3863/2010) προς ουδεμία διάταξη του Συντάγματος αντίκειται για τους εκτεθέντες στην σκέψη 13 λόγους και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
18. Επειδή, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ν. Σακελλαρίου, οι Αντιπρόεδροι Ιωαν. Γράβαρης και Γ. Παπαγεωργίου και οι Σύμβουλοι Αικ. Χριστοφορίδου, Γ. Ποταμιάς, Β. Ραφτοπούλου και Ελ. Παπαδημητρίου οι οποίοι, σε συνέχεια της γνώμης που διατύπωσαν στην σκέψη 14, υποστήριξαν τα ακόλουθα: Αντίκεινται στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 1, 2 και 4, 104, 73 παρ. 2 και 3, 80 παρ. 1 και 98 παρ. 1 περ. δ΄ και στ΄ του Συντάγματος οι διατάξεις του ν. 4387/2016, με τις οποίες οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί υπάγονται σε καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως (κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος) και, μάλιστα, σε κοινό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως και υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών με πρόσωπα παρέχοντα υπηρεσίες βάσει σχέσεως ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι οι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας και οι αυτοτελώς απασχολούμενοι (βλ. και το, κατά τα άρθρα 73 παρ. 2 και 98 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντάγματος, συνταχθέν σχετικό Πρακτικό (γνωμοδοτήσεως) της 1ης ειδικής συνεδρίασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο ουδόλως αξιολογήθηκε κατά την ψήφιση του ν. 4387/2016, βλ. Επίσης και τα πρακτικά (γνωμοδοτήσεως) της 3ης και της 4ης ειδικής συνεδριάσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 24.6.2010 και της 29.6.2010, αντιστοίχως, επί των ρυθμίσεων του άρθρου 27 παρ. 2 του ν. 3863/2010 και του ν. 3865/2010 περί υπαγωγής των προσλαμβανομένων από 1.1.2011 δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών στην υποχρεωτική ασφάλιση του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, πρακτικά τα οποία, επίσης, ουδόλως αξιολογήθηκαν κατά την ψήφιση των εν λόγω νομοθετικών ρυθμίσεων). Ειδικότερα, η υπαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών σε κοινό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως και υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών με τα ως άνω πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες ιδιωτικού δικαίου αντίκειται και στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), εν όψει, όχι μόνο της ουσιώδους διαφοράς των συνθηκών απασχολήσεως των εν λόγω δύο κατηγοριών προσώπων (ΣτΕ 2805/1991), αλλά, προεχόντως, λόγω της ριζικής, επί συνταγματικού επιπέδου, διαφοράς του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς το Κράτος εν σχέσει προς τα πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες τους επί τη βάσει σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου. Αντίκειται, τέλος, στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. στ΄ του Συντάγματος η προπαρατεθείσα διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 9 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016, η οποία, παρά την υπαγωγή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως του Ε.Φ.Κ.Α., διατηρεί την αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την επίλυση αμφισβητήσεων σχετικών με τις συντάξεις αυτών (βλ. Α.Ε.Δ. 2/2004).
19. Επειδή, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, για την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, «το Κράτος μεριμνά», «όπως νόμος ορίζει», συνίσταται στην, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακολούθως, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως στις καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να τού εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου. Με την συνταγματική αυτή διάταξη ο σκοπός της κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή η διασφάλιση στους εργαζόμενους, όταν αναιρείται η ικανότητά τους να εργάζονται, ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο, ανάγεται σε δημόσιο και δικαιολογεί την καθιέρωση από τον κοινό νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής, με περαιτέρω συνέπεια, την ανάθεση αυτής αποκλειστικώς στο Κράτος ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται (ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ., 2287-2290/2015 Ολ., κ.ά.).
20. Επειδή, η ασφαλιστική εισφορά του ασφαλισμένου, μισθωτού ή μη, ως υποχρεωτική χρηματική παροχή, είναι εγγενές στοιχείο της κοινωνικής ασφαλίσεως και στα διανεμητικά συστήματα χρηματοδοτήσεως αυτής – είτε καθορισμένων παροχών είτε καθορισμένων εισφορών – λειτουργεί α) ως αναγκαίος όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη, β) ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως και γ) ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Περαιτέρω, καθ’ όσον, ειδικότερα, αφορά την κοινωνική ασφάλιση της μισθωτής εργασίας, από τις απαρχές του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, η ασφαλιστική εισφορά δεν βαρύνει εξ ολοκλήρου τον απολαύοντα της ασφαλιστικής προστασίας μισθωτό αλλά μέρος αυτής επιβάλλεται εις βάρος του μη ωφελούμενου (αμέσως) εργοδότη του (εργοδοτική εισφορά). Οι διάφορες αυτές όψεις της ασφαλιστικής εισφοράς δεν επιτρέπουν την συναγωγή μιας ενιαίας νομικής φύσεως αυτής ως υποχρεωτικής χρηματικής παροχής, η οποία, πάντως, από οποιαδήποτε άποψη θεωρούμενη, δεν έχει τα χαρακτηριστικά φόρου (ΣτΕ 1545/2008 Ολ., 2862/2012, 2083/2013, 4734/2014 κ.ά.). Ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως, ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και ως εργοδοτική εισφορά συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση (για την εργοδοτική εισφορά ΣτΕ 1386/1960 Ολ., 172/1961 Ολ.). Ως αναγκαίος δε όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ανταποδοτική παροχή για την απόλαυση κοινωνικού δικαιώματος.
21. Επειδή, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεσμεύοντας τον κοινό νομοθέτη, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 17, να αναθέτει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση στο κράτος ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, παρέχει σ’ αυτόν ευρεία εξουσία για την εξειδίκευσή της, με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Η εξουσία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197 – 2200/2010 Ολ. κ.ά.). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχολήσεως (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες) από ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς ή από ένα ασφαλιστικό φορέα αδιαφόρως της φύσεως της απασχολήσεως των ασφαλισμένων και, δη, υπό ενιαίους κανόνες, εφ’ όσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβ. ΣτΕ 3294/2011, 3781/2010 κ.ά.). Η τελευταία διάταξη επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 1120/2016 Ολ., 2396/2004 Ολ., κ.ά.), ο δε έλεγχος της τηρήσεως των επιταγών του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος από τον κοινωνικοασφαλιστικό νομοθέτη απαιτεί μεγαλύτερη ένταση στην περίπτωση ενιαίων κανόνων εισφορών και παροχών για μη ομοειδείς κατηγορίες ασφαλισμένων εντός του αυτού ασφαλιστικού φορέα, σε συνάρτηση και με το σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών που επιλέχθηκε. Είναι, επίσης, ελεύθερος ο κοινός νομοθέτης, επικαλούμενος ανάγκη αναδιαρθρώσεως του ασφαλιστικού συστήματος, να συγχωνεύει ή να εντάσσει πλείονες ασφαλιστικούς φορείς με διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ευρωστίας και βιωσιμότητας σε ένα υφιστάμενο ή σε ένα νέο ασφαλιστικό φορέα, χωρίς τούτο να αντίκειται σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που προστατεύουν την περιουσία, καθ’ όσον η περιουσία οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν έχει αναγνωρισθεί σ’ αυτόν με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά προς εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού για τον οποίο έχει συσταθεί ο οργανισμός (ΣτΕ 3096-3101/2001 Ολ.), υπό την προϋπόθεση ότι από τις απαιτούμενες επιστημονικές μελέτες προκύπτει τόσο η βιωσιμότητα του συγχωνεύοντος ή του νέου φορέα όσο και η επάρκεια των παροχών του. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψη την φύση της ασφαλιστικής εισφοράς όχι μόνο ως δημόσιου βάρους για την κάλυψη της δαπάνης της κοινωνικής ασφαλίσεως αλλά και ως ανταποδοτικής παροχής του ασφαλιζόμενου για την πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να υπολογίζει αυτήν, επί βάσεως η οποία μαρτυρεί εισφοροδοτική ικανότητα (όπως είναι το πραγματοποιούμενο εισόδημα από την ασφαλιζόμενη εργασία και το ασφαλιζόμενο επάγγελμα), να καθορίζει δε το ύψος της σε επίπεδο που να διασφαλίζει μεν την επάρκεια των παροχών χωρίς όμως να πλήττει το κατά την διάρκεια του εργασιακού βίου παραγόμενο – κατ’ ενάσκηση του συνταγματικώς αναγνωριζόμενου δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας – εισόδημα υπερμέτρως σε σχέση προς τον σκοπό της διασφαλίσεως εισοδήματος μετά το πέρας του εργασιακού βίου.
22. Επειδή, στο Κεφάλαιο Γ΄ με τον τίτλο “Ρυθμίσεις Ασφαλισμένων του Ιδιωτικού Τομέα” του ν. 4387/2016, ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 27. 1. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις των άρθρων 4-20 του Κεφαλαίου Β΄ εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. του άρθρου 53, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, ειδικών ρυθμίσεων των άρθρων που ακολουθούν και με εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ που, από τη φύση τους, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη σχέση των δημοσίων ή στρατιωτικών υπαλλήλων με την υπηρεσία τους. 2. … 3. …4. … Άρθρο 28 (Ανταποδοτική σύνταξη). 1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης του Κεφαλαίου αυτού, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 34, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών του πίνακα της παρ. 4 του άρθρου 8, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων. 2. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη: α. Για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του άρθρου 40, το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Για το διάστημα μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εισόδημα νοείται το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης, συνυπολογιζομένων, με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφισταμένων κατά το διάστημα αυτό κοινωνικών πόρων υπέρ των αντίστοιχων ταμείων. Στο ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε ασφαλισμένο συνυπολογίζεται, όπου υπήρχε, και η ασφαλιστική εισφορά που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος προσαυξημένο κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά είτε με βάση τις διατάξεις του Ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές, επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια ασφάλισής του. γ. Για τους ασφαλισμένους για τους οποίους, από την 1.1.2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38, καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά εργοδότη και ασφαλισμένου, αλλά έως την έναρξη ισχύος του παρόντος κατέβαλλαν ασφαλιστική εισφορά με ασφαλιστικές κατηγορίες, ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης. δ. Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό – εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης. 3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των αιτήσεων συνταξιοδότησης που θα κατατεθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντός του έτους 2016 ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός – εισόδημα κατά τις ειδικότερες λοιπές προβλέψεις του παρόντος άρθρου που προκύπτει από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος. 4. Καταργούνται εφεξής και δεν εφαρμόζονται επί των αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι εξής διατάξεις: άρθρο 29 παρ. 3 Ν. 2084/1992 (Α΄ 165), άρθρο 64 Ν. 2676/1999 (Α΄ 1), άρθρο 31 παρ. 2 Ν. 2084/1992 (Α΄ 165), άρθρο 5 παρ. 11 Α.Ν. 1846/1951 (Α΄ 179), άρθρο 23 εδάφιο πέμπτο π.δ. 913/1978 (Α΄ 220), άρθρο 44 παρ. 4 π.δ. 284/1974 (Α΄ 101), άρθρο 5 παρ. 4 Υ.Α. Β2/54/3/236/76/οικ.695/1977 (Β΄ 329), άρθρο 46 παρ. 8α β.δ. 29/5/25.6.58 (Α΄ 96), άρθρο 17 παρ. 2 π.δ. 419/1983 (Α΄ 154), άρθρο 17 π.δ. 419/1980 (Α΄ 11), άρθρο 20 Υ.Α. 17481/1933 Α.Υ.Ε.Ο. (77/1933), άρθρο 18 παρ. 1 περίπτωση ε΄ Υ.Α. 31720/Σ.503/10.12.1962 (Β΄ 503), Υ.Α. Φ.43/οικ.1135/1988 (Β΄ 404), άρθρο 1 π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 982/1979 (Α΄ 239), Υ.Α. Φ.41/241/1996 (Β΄ 228), άρθρο 16 παρ. 2 Ν. 3232/2004 (Α΄ 48) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 4 Ν. 3029/2002 (Α΄ 160), άρθρο 24 παρ. 2 π.δ. 258/2005 (Α΄ 316), άρθρο 9 π.δ. 116/1988 (Α΄ 48), άρθρο 6 του β.δ. 5/1955 (Α΄ 18), άρθρα 97 και 110 π.δ. 668/1981 (Α΄ 167), άρθρο 1 π.δ. 418/1985 (Α΄ 146), άρθρο 14 Υ.Α. Φ.29/1455/1977 (Β΄ 1028), άρθρο 3 παρ. 3 Ν. 3863/2010 (Α΄ 115) και κάθε αντίθετη διάταξη. Άρθρο 29 (Προσωρινή σύνταξη) …. . Άρθρο 30 (Προσαύξηση σύνταξης όσων κατέβαλλαν αυξημένες εισφορές). 1. Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος κατέβαλλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως. Εξαιρούνται τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. Φ.11321/οικ.47523/1570/23.10.2015 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 2311) πλην των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165). Τα τελευταία πρόσωπα δικαιούνται την προσαύξηση του πρώτου εδαφίου για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) εισφοράς που υπερβαίνει το κάτωθι συνολικό ποσοστό εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη: α) 27% για τα πρόσωπα της περίπτωσης ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, β) 23,6% για τα πρόσωπα της περίπτωσης στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, πλην των παλαιών ασφαλισμένων (ασφαλισμένων πριν την 1.1.1993) που υπάγονται στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα του ΤΑΠ- ΔΕΗ. Τα τελευταία πρόσωπα δικαιούνται την προσαύξηση του πρώτου εδαφίου για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) εισφοράς που υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη Κλάδου Σύνταξης και επασφαλίστρου βαρέων επαγγελμάτων των αντίστοιχων κατηγοριών εργαζομένων – υπαγομένων στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Για τους ασφαλισμένους που δεν συνταξιοδοτούνται βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου (όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του ν. 4445/2016, Α΄ 236). 2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε όσους υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Άρθρο 31 (Ασφαλιστικές παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος εκτός εργασίας). … Άρθρο 32 (Παροχές ασθένειας σε χρήμα). … Άρθρο 33 (Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων). … Άρθρο 34 (Χρόνος ασφάλισης) 1. Χρόνος ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. για τους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου αυτού είναι: α. Ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ήτοι ο χρόνος ασφαλιστέας απασχόλησης ή ιδιότητας στον Ε.Φ.Κ.Α. ή στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές. Για τους μισθωτούς ως χρόνος ασφάλισης αναγνωρίζεται και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται εισφορές, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. β. Ο λογιζόμενος χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. γ. Οι πλασματικοί χρόνοι ασφάλισης της παρ. 18 του άρθρου 10 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), των άρθρων 39, 40 και 41 του Ν. 3996/2011 (Α΄ 1ζ0), του άρθρου 6 παρ. 12 και του άρθρου 17 του Ν. 3865/2010 (Α΄ 120), και του άρθρου 40 του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165). …2. …3. …4. ..”. Άρθρο 35 (εφάπαξ παροχή)… . Άρθρο 36 (Παράλληλη ασφάλιση)… Άρθρο 37 (Προαιρετική συνέχιση της ασφάλιση) …». Περαιτέρω, στο Κεφάλαιο Δ΄ με τίτλο “Ενιαίοι κανόνες εισφορών – πόροι – αποκεφαλαιοποίηση του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης” (άρθρα 38-50) ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 38 (Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών). 1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 17 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος. 2. α. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού, και σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, το δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. β. Το ανώτατο όριο της περίπτωσης α εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου. γ. Η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών με πλήρη απασχόληση και των εργοδοτών τους, καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (όπως η περ. γ´ προστέθηκε με το άρθρο 27 ν. 4445/2016). Η εισφορά εργοδότη υπολογίζεται επί των ίδιων αποδοχών και ανέρχεται σε ποσοστό 7,5% για τον Δεκέμβριο του 2016, αναπροσαρμοζόμενου τούτου ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ώστε την 1.1.2020 να διαμορφωθεί σε ποσοστό 13,33%. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται. 3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενης σε ισχύ του τεκμηρίου της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951: α. … 4. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο. 5. Δεν αναπροσαρμόζονται, και παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, που εμπίπτουν στις κατηγορίες που εξαιρέθηκαν από την αύξηση των ορίων ηλικίας της υποπαραγράφου Ε3 της παρ. Ε του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. Φ11321/οικ.47523/1570 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 2311), καθώς και των εργαζομένων που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει, καθώς και όσοι για την απασχόλησή τους δεν υπάγονταν στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αλλά υπάγονταν είτε αποκλειστικά και μόνο για τον κίνδυνο του ατυχήματος είτε εκτός αυτού και στον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος. Στο ίδιο ύψος παραμένουν και οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές. Άρθρο 39 (Εισφορές αυτοπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών) 1. α. Από 1.1.2017, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%. β. Ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5ο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση. 2. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιριών νοείται, για τη δραστηριότητά τους αυτή και για την εφαρμογή του παρόντος, το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρίας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικών κερδών τα μέλη των προσωπικών εταιριών καταβάλλουν εισφορές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος. Στην περίπτωση των ασφαλισμένων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού 20% μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης αποτελεί ασφαλιστική οφειλή υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου εισοδήματος, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, προσαυξημένου κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Η οφειλή εξοφλείται κατά 1/5 κατ’ έτος για τα έτη κατά τα οποία το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητας του ασφαλισμένου κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, υπερβαίνει το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ. Σε κάθε περίπτωση η οφειλή εξοφλείται εξ ολοκλήρου μέχρι και τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα όσον αφορά στους κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και τον τρόπο είσπραξης. 3. Η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ειδικά στην περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η ως άνω ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ως προς το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38. 4. Διατάξεις νόμου που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους προερχόμενους από το Ε.Τ.Α.Α., κατά την πρώτη πενταετία υπαγωγής στην ασφάλιση, καταργούνται από 1.1.2017. 5. Οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται και για τους υγειονομικούς που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση, καθώς και για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δικηγόρων. Οι δικηγόροι αυτοί καταβάλλουν την εισφορά του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3. 6. … 7. … 8. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου Σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ισόποσα και σταδιακά ετησίως από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ύψος που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο. 9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος. 10. Από 1.7.2016 οι διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. 4114/1960 «Περί Κώδικος Ταμείου Νομικών» (Α΄ 164), 6 του Οργανισμού Ταμείου Ασφάλισης Συμβολαιογράφων (Αποφ. Υπ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων 136/167/16.2/7.3.1988 (Β΄ 131), 4 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του ΤΑΣ (π.δ. 113/1987, Α΄ 65), 4 του β.δ. της 6/22.9.1956 (Α΄ 209), 4 του Α.Ν. 2682/1940 (Α΄ 411), 37 του Ν. 4507/1966 (Α΄ 71), 4 του π.δ. 73 της 18/29.2.1984 (Α΄ 24), 7 παρ. Ζ΄ του Ν. 4043/2012 (Α΄ 25), καθώς και το π.δ. 197 της 6/14.4.1989 (Α΄ 93) που προβλέπουν ένσημα υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης για τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες καταργούνται. Ομοίως, καταργούνται οι πάσης φύσεως εισφορές των Συμβολαιογράφων υπέρ των Τομέων Ασφάλισης Νομικών, Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Συμβολαιογράφων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) επί των δικαιωμάτων τους από τη σύνταξη συμβολαίων και πράξεων. Ειδικώς, τα καταργούμενα ποσοστά επί των αναλογικών δικαιωμάτων στα κρατικά – τραπεζικά συμβόλαια των άρθρων προσαυξάνουν αντιστοίχως τα ποσοστά υπέρ του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, προς τον οποίο αποδίδονται, προκειμένου να διανεμηθούν σύμφωνα, με όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του Κώδικα Συμβολαιογράφων. Από 1.1.2017, η εισφορά υπέρ του πρώην Τ.Ε.Α.Δ. (νυν ΕΤΕΑ) επί του ενσήμου επικύρωσης της περίπτωσης δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν.δ. 4114/1960 (Α΄ 164) όπως προστέθηκε με την περίπτωση α΄ της παρ. 8 του άρθρου 22 του ν. 1868/1989 (Α΄ 230), καταργείται (όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 10 προστέθηκε με το άρθρο 28 του ν. 4445/2016). 11. α. Ειδικά για τους δικηγόρους, υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος αποστέλλει στον Ε.Φ.Κ.Α. τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά, αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει ο δικηγόρος. Ειδικά για τους δικηγόρους που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά αυτά αφαιρούνται από την εισφορά του ασφαλισμένου. β. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβάλλονται βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων υπολείπονται της εισφοράς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει την προκύπτουσα διαφορά σε χρήμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2042/1992. γ. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβλήθηκαν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη μηνιαία εισφορά, δεν επιστρέφονται, αλλά συμψηφίζονται με την ετήσια ασφαλιστική οφειλή του αντίστοιχου έτους. 12. Από 1.1.2017 ο Ε.Φ.Κ.Α. συνεισπράττει με τις ασφαλιστικές εισφορές και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 2 του Ν. 3986/2011 εισφορά, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του Ν. 4144/2013, υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Κλάδος ασφαλισμένων ΟΑΕΕ και ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, καθώς και υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Κλάδος ασφαλισμένων Ε.Τ.Α.Α., την οποία και αποδίδει στον ΟΑΕΔ. Επί εμμίσθων ασφαλισμένων που εκ της ιδιότητάς τους ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα οι ως άνω εισφορές επιβάλλονται μόνον επί των μηνιαίων αποδοχών τους. 13. Όσοι ασφαλισμένοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, με αίτησή τους μπορούν να καταβάλλουν, μειωμένη κατά το 50%, ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι από την προσαύξηση της σύνταξής τους ως προς τα επόμενα έτη ασφάλιση. 14. … 17. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΕΦΚΑ, εξειδικεύεται η εφαρμογή των κανόνων του παρόντος νόμου σχετικά με τις εισφορές κατηγοριών αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση άλλων Φορέων Κύριας Ασφάλισης, πλην ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής η ασφάλιση και η καταβολή των εισφορών συνεχίζει με το καθεστώς που ίσχυε έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (όπως η παρ. 17 αναριθμήθηκε σε 18 και αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο παρ. 6 του ν. 4393/2016, Α´ 106). Άρθρο 40 (Εισφορές ασφαλισμένων στον ΟΓΑ). 1. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, ασφαλίζονταν ως αυτοπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ, καταβάλλουν από 1.1.2017, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Στην περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης στην οποία απασχολείται ο/η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα ως φορολογητέο εισόδημα καθενός από αυτούς λαμβάνεται το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2 περίπτωση β΄ του παρόντος άρθρου, εκτός αν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα είναι ανώτερο από το γινόμενο των μελών της εκμετάλλευσης επί της ελάχιστης βάσης υπολογισμού της εισφοράς αναγόμενη σε ετήσια βάση. Σε αυτή την περίπτωση η εισφορά ισούται για όλα τα μέλη της εκμετάλλευσης με το πηλίκο της διαίρεσης του εισοδήματος προς τον αριθμό των μελών της. 2. Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους ασφαλισμένους της παραγράφου 1 και τους μελλοντικούς ασφαλισμένους της ίδιας κατηγορίας κατ’ επάγγελμα αγρότες, ορίζεται από την 1.1.2022 σε ποσοστό 20%, αυξανόμενο σταδιακά από την 1.7.2015 έως την 1.1.2022 ως εξής: α. από 1.7.2015 έως 31.12.2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10%, επί των υφισταμένων κατά την δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών. β. Από 1.1.2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί το ποσό της παραγράφου 2 του άρθρου 38. γ. Από 1.1.2017 και έως 31.12.2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%. δ. Για το διάστημα από 1.1.2018 και έως 31.12.2018 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%, από 1.1.2019 και έως 31.12.2019 αυξάνεται σε ποσοστό 18%, από 1.1.2020 και έως 31.12.2020 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19%, από 1.1.2021 και έως 31.12.2021 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19.5% και από 1.1.2022 και εντεύθεν διαμορφώνεται στο τελικό ποσοστό 20%. 3. Στους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν ή θα υπάγονται, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του ΟΓΑ με εισοδηματικά ή πληθυσμιακά κριτήρια, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της μηνιαίας ασφαλιστικής τους εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης, οι ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού (όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4425/2016/Α΄ 185). 4. Οι κατά κύριο επάγγελμα, τουλάχιστον για μία πενταετία, αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε επιδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης νέων γεωργών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος μέχρι 100kW υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων. 5. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΓΑ ως μισθωτοί – ανειδίκευτοι εργάτες, μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών, καταβάλλουν, από 1.1.2017, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ως μισθωτοί, εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων για τους ασφαλισμένους μισθωτούς που προέρχονται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη-ασφαλισμένου για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων διαμορφώνεται ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και έως 31.12.2019 ώστε από την 1.1.2020 να έχει διαμορφωθεί στο ύψος του άρθρου 38. 6. Οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία πρώην ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ, που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη, όπως αυτά του αγροτουρισμού και την αγροβιοτεχνίας, στο πλαίσιο των σχετικών Κανονισμών της Ε.Ε. και χρηματοδοτούνται για το σκοπό αυτόν, υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων. 7. Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και αγρότισσες που είναι παράλληλα και μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, όπως και οι αγρεργάτες που απασχολούνται σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και ως λιανοπωλητές σε λαϊκές αγορές υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων. 8. Οι ασφαλισμένοι οι οποίοι, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονταν ή θα υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ και οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για χρονικό διάστημα μέχρι 150 ημέρες ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας, αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας και κάθε είδους εκτροφών, συνεχίζουν να ασφαλίζονται ως αυτοτελώς απασχολούμενοι αγρότες, εξαιρούμενοι της ασφάλισης ως μισθωτοί για την απασχόλησή τους αυτή. Το συνολικό χρονικό διάστημα των 150 ημερών μπορεί να κατανεμηθεί κατά τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τις ανάγκες τις επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων. 9. Η πρώιμη παύση της γεωργικής δραστηριότητας σε εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1096/88 του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 1988 σχετικά με την καθιέρωση κοινοτικού καθεστώτος για την ενθάρρυνση της παύσης της γεωργικής δραστηριότητας δεν αποτελεί λόγο διακοπής της ασφάλισης των αγροτών στον Ε.Φ.Κ.Α., τόσο για τους δικαιούχους όσο και τις συζύγους τους. Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μέτρου, και μέχρι συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας τους, οι εντασσόμενοι σε αυτό αγρότες και οι σύζυγοί τους, λογίζονται ως ενεργοί αγρότες σε ό,τι αφορά στα ασφαλιστικά τους δικαιώματα και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και σε περίπτωση που το μέτρο λήξει πριν τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας των εντασσομένων σε αυτό. Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων. 10. Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου στο Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας του ΟΓΑ καταβάλλουν εισφορά υπέρ αυτού, καταργούμενης της κρατικής επιχορήγησης. Η εισφορά βαρύνει τον ασφαλισμένο και συνεισπράττεται με τις εισφορές για τον κλάδο σύνταξης. Το ποσοστό υπολογισμού της εισφοράς ορίζεται στο 0,25% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος, όπως ορίζεται ανωτέρω στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. 11. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του Ν. 1140/1981, του άρθρου 2 του Ν. 2458/1997, καθώς και της παρ. 7 υποπερίπτωση ια΄ 6 του Ν. 4093/2012, σε ό,τι αφορά στο ανώτατο όριο ηλικίας καταργούνται. 12. Για τον προσδιορισμό του ασφαλιστέου εισοδήματος και άλλες λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Άρθρο 41: (Ασφαλιστικές εισφορές υγειονομικής περίθαλψης). 1. Από 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των μισθωτών και των λοιπών κατηγοριών που υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα του παρόντος νόμου, ορίζεται σε ποσοστό 7,10% επί των πάσης φύσεως αποδοχών και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,30% βαρύνει τον εργοδότη, και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη. 2. Από 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των ελεύθερων επαγγελματιών, των ανεξάρτητα απασχολούμενων, καθώς και των λοιπών κατηγοριών των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, και υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, ορίζεται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματός τους, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 39, βαρύνει εξολοκλήρου τους ασφαλισμένους και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,50% για παροχές σε χρήμα. 3. Ιδίως σε ό,τι αφορά στην ασφάλιση των προσώπων του άρθρου 40 η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης αυξάνεται σταδιακά … α. …β. Από 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των προσώπων αυτών ορίζεται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και 0,50% για παροχές σε χρήμα. 4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος (όπως οι παράγραφοι 3 και 4 ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4425/2016, Α´ 185). Άρθρο 42 (Ειδικό παράβολο ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών) …. Άρθρο 43 (Προθεσμία καταβολής ασφαλιστικών εισφορών)… Άρθρο 44 (Εισφορές υγειονομικής περίθαλψης συνταξιούχων) … Άρθρο 45: (Κοινό μητρώο εισφορών και φόρου εισοδήματος): 1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θεσπίζεται κοινό μητρώο των υπόχρεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και φόρου εισοδήματος στο οποίο ενσωματώνονται και εναρμονίζονται οι διαδικασίες εγγραφής, δήλωσης, πληρωμής και βεβαίωσης καταβολής του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών. Το εν λόγω μητρώο τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (όπως, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 προστέθηκε με το άρθρο 234 παρ. 4 του ν. 4389/2016, Α´ 94). 2. … Άρθρο 46 (Αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού εισφορών): 1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μπορεί να θεσπίζεται αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού του ελάχιστου απαιτούμενου αριθμού ημερομισθίων και ποσού εισφορών για κατηγορίες ή κλάδους επιχειρήσεων κατά μήνα λειτουργίας της επιχείρησης ή άλλο χρονικό διάστημα και ανάλογα με τις εκτελούμενες εργασίες. Η προσδιοριζόμενη κατά το σύστημα αυτό δαπάνη αποτελεί το ελάχιστο οφειλόμενο ποσό για ασφαλιστικές εισφορές κατά μαχητό τεκμήριο. Επιπλέον, καθορίζεται το αντικειμενικό σύστημα τεκμαρτού υπολογισμού για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων, η διαδικασία είσπραξης των επιπλέον των δηλωθέντων ποσών εισφορών και κάθε αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος ειδικότερο ζήτημα. … Άρθρο 47 (Μετοχικά Ταμεία) … Άρθρο 48 (Διατάξεις Μ.Τ.Π.Υ.) … Άρθρο 49 (Πρόσθετοι πόροι ασφαλιστικού συστήματος) Στους πόρους Ε.Φ.Κ.Α. από 1.1.2017 συμπεριλαμβάνονται οι εξής: 1. Τα ποσά των επιβληθέντων προστίμων των άρθρων 23 και 24 του Ν. 3996/2011, με εξαίρεση το ποσοστό 20% που αποτελεί έσοδο του προϋπολογισμού του σώματος επιθεώρησης εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 14 του Ν. 3996/2011. 2. Το 20% των εσόδων που προκύπτουν από την εκποίηση και εκμετάλλευση ακινήτων του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., εξαιρουμένων όσων έχουν μεταβιβαστεί στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το Ν. 3986/2011. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Άρθρο 50 …”. Ακολούθως, στο Κεφάλαιο Ε΄ με τίτλο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 51 (Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης – Σύσταση – Σκοπός). 1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», αποκαλούμενο στο εξής «Ε.Φ.Κ.Α.», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην Αθήνα. Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών. Το Ν.Α.Τ. και ο Ο.Γ.Α. εξακολουθούν, και μετά την κατά τα ως άνω ένταξή τους, να διατηρούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών τους αρμοδιοτήτων. Ειδικά ως προς το Δημόσιο, περιέρχονται στον Ε.Φ.Κ.Α. οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 53, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του παρόντος. 2. Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση: α. μηνιαίας κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους ή/και στα μέλη της οικογενείας τους, β. η χορήγηση προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών στους συνταξιούχους και στους μέχρι τις 31.12.1992 ασφαλισμένους του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι οποίοι, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της παροχής, καθώς και στους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του Ν. 3455/2006 (Α΄ 84), γ. παροχών ασθένειας σε χρήμα, δ. ειδικών προνοιακών επιδομάτων και ε. κάθε άλλης παροχής σε χρήμα ή υπηρεσιών, για τις οποίες καθίσταται αρμόδιος ο Ε.Φ.Κ.Α.. Άρθρο 52 (Οργανισμός του ΕΦΚΑ) … Άρθρο 53 (Ένταξη φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών στον Ε.Φ.Κ.Α.). 1. Ο Ε.Φ.Κ.Α. αποτελείται από ένα (1) κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, στον οποίο εντάσσονται, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 51 του παρόντος, οι παρακάτω φορείς, με τους κλάδους, τομείς και λογαριασμούς τους, πλην των αναφερόμενων στο Κεφάλαιο Στ΄, ως εξής: Α. Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) … Β. Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε.) … Γ. Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α) … Δ. Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) … Ε. Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) … ΣΤ. Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) … Ζ. Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) … Η. Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.). 2. Στον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών περιέρχονται και οι εν γένει συνταξιοδοτικές αρμοδιότητες, οι οποίες ασκούνται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου από τη Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 4. 3. Στον ως άνω κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών του Ε.Φ.Κ.Α. περιέρχονται και οι αρμοδιότητες των φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών πρόνοιας που δεν εντάσσονται σε αυτόν και αφορούν σε παροχές σε χρήμα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται το ποσό του πάγιου πόρου του άρθρου 34 του Ν. 2773/1999 (Α΄ 286), όπως επικαιροποιήθηκε με τα οριζόμενα στο άρθρο 132 του Ν. 3655/2008 (Α΄ 58), καθώς και το ύψος του ποσού κάθε άλλου πόρου υπέρ του ΚΑΠ-ΔΕΗ που διατηρήθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 44 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), το οποίο αποδίδεται στον Ε.Φ.Κ.Α. έναντι των παροχών σε χρήμα του Τμήματος Παροχών Πρόνοιας Ασφαλισμένων του πρώην Κ.Α.Π.-Δ.Ε.Η., τη χορήγηση των οποίων αναλαμβάνει, σύμφωνα με το παρόν ο Ε.Φ.Κ.Α.. … . Άρθρο 54 (ΚΕΑΟ) … Άρθρο 55 (Ασφαλιστέα πρόσωπα). 1. Στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. υπάγονται υποχρεωτικά: α. Οι μέχρι την ένταξη ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, καθώς και οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Δημοσίου και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών, οι οποίοι καθίστανται αντιστοίχως ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α.. β. … Άρθρο 56 (Πόροι). 1. Πόρους του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελούν: α. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και εργοδοτών, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που θεσμοθετείται υπέρ αυτού. β. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος, οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται από διάταξη νόμου. γ. Η επιχορήγηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 2 (όπως η περίπτωση γ΄ προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 4455/2017, Α΄ 22/23.2.2017, με ισχύ από 1.1.2017). 2. Εισφορές και πάσης φύσεως πόροι που εισπράττονταν από τους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς του άρθρου 53 του παρόντος και αποδίδονταν σε τρίτους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, εξακολουθούν να εισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και να αποδίδονται από αυτόν στους δικαιούχους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Άρθρο 57 ….. Άρθρο 70 (Περιουσία, λογιστική και οικονομική λειτουργία). 1. Το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού που προέρχεται από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, οι πόροι που προβλέπονται υπέρ αυτών από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, περιέρχονται αυτοδίκαια στον Ε.Φ.Κ.Α. ως καθολικό διάδοχό τους. Ο Ε.Φ.Κ.Α. υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. …».
23. Επειδή, με τον ν. 4472/2017, “Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις” (Α΄ 74/19.5.2017), τροποποιήθηκαν διατάξεις του ν. 4387/2016, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες των άρθρων 39 και 40. Ειδικότερα, στο άρθρο 58 του ν. 4472/2017 ορίζεται ότι “1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια δεύτερο και τρίτο, ως εξής: «Από 1.1.2018 και εντεύθεν, τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος.». 2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια δεύτερο και τρίτο, ως εξής: «Από 1.1.2018 και εντεύθεν, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος.»”. Τέλος, ο ν. 4488/2017 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις” (Α΄137, 13.9.2017), που ψηφίστηκε μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, τροποποίησε με διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Μέρος Α΄ “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις δημοσίου, εφαρμοστικές διατάξεις του ν. 4387/2016 και άλλες διατάξεις” αυτού διατάξεις του ν. 4387/2016. Ειδικότερα, ο ν. 4488/2017 προέβλεψε στο άρθρο 1 ότι “1. … 2. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 4387/2016 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Η προϋπόθεση συμπλήρωσης δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης για την καταβολή της εθνικής σύνταξης δεν ισχύει για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με τη συμπλήρωση χρόνου ασφάλισης μικρότερου των δεκαπέντε (15) ετών. Στην περίπτωση αυτή το ποσό της εθνικής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται αυτού που αντιστοιχεί στα δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης.». 3. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την 1.1.2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση συνολικά έως πέντε (5) ετών ασφάλισης. Για συντάξεις με έναρξη καταβολής από 1.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την 1.1.2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως δέκα (10) ετών ασφάλισης.». 4. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Το συνολικό ακαθάριστο ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως αυτό προκύπτει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.»”· στο άρθρο 6 ότι “1. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την 1.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως πέντε (5) ετών ασφάλισης. Για αιτήσεις συνταξιοδότησης με έναρξη καταβολής από 1.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την 1.1.2002 έως την έναρξη της συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως δέκα (10) ετών ασφάλισης.». 2. …”· στο άρθρο 7 ότι “Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4387/2016, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 24 του ν. 4445/2016 (Α΄ 236), διαγράφεται, από τότε που ίσχυσε, η φράση «πλην των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165). Τα τελευταία πρόσωπα δικαιούνται την προσαύξηση του πρώτου εδαφίου για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) εισφοράς που υπερβαίνει το κάτωθι συνολικό ποσοστό εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη: α) 27% για τα πρόσωπα της περίπτωσης ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, β) 23,6% για τα πρόσωπα της περίπτωσης στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992.»”· στο άρθρο 11 ότι “1. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 και της παραγράφου 1 του άρθρου 40 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Οι ασφαλισμένοι με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον ΕΦΚΑ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν τα ως άνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή το ύψος της βάσης υπολογισμού, ο κλάδος υπέρ του οποίου θα εισφέρει, καθώς και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγεται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους, με την επιφύλαξη για το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος. Η εφαρμογή της νέας βάσης υπολογισμού αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης και παύει να ισχύει και πριν τη παρέλευση του ορισθέντος σύμφωνα με τα ανωτέρω χρονικού διαστήματος αυτοδικαίως, οποτεδήποτε προκύψει ανώτερη βάση υπολογισμού βάσει του μηνιαίου εισοδήματος σε σχέση με την επιλεγείσα, καθώς και από τον επόμενο μήνα από την ανάκληση της αίτησης ή την υποβολή νέας αίτησης εκ μέρους του ασφαλισμένου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε -άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.». 2. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, όπως τροποποιείται με το παρόν, μετά τη φράση «με την επιφύλαξη για το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος.» προστίθεται η φράση «Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση του άρθρου 98 του παρόντος νόμου.». 3. Στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης της υπαγωγής ενός προσώπου στη ρύθμιση της παραγράφου αυτής, μπορούν να υποβληθούν από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο αντιρρήσεις ενώπιον του ΕΦΚΑ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται η εφαρμοστέα διαδικασία αντιρρήσεων και ο τρόπος έκδοσης των σχετικών αποφάσεων.»”· στο άρθρο 15 με τίτλο “Αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές” την αντικατάσταση του 104 του ν. 4387/2016 από τότε που ίσχυσε. Περαιτέρω, με το άρθρο 16 του ν. 4488/2017 τροποποιήθηκε το άρθρο 42 του ν. 4052/2012, όπως το άρθρο αυτό είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016 και. στη συνέχεια, είχε τροποποιηθεί με το άρθρο δεύτερο παρ. 11 του ν. 4393/2016, ως εξής: “Η υποπερίπτωση βα΄ της περίπτωσης β΄ της παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) αντικαθίσταται από 13.5.2016, ως εξής: «βα. Το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί έως και 31.12.2014 υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε έτος ασφάλισης αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,45% επί των συντάξιμων αποδοχών κάθε ασφαλισμένου που υπεβλήθησαν σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης. Ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται: βαα. Για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου από το έτος 2002 έως και το έτος 2014. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου διά του χρόνου ασφάλισής του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, αναπροσαρμοζόμενες σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016. βαβ. Για τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης του ασφαλισμένου από το έτος 2002 έως και το έτος 2014. Ως εισόδημα νοείται το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Στο ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε ασφαλισμένο συνυπολογίζεται, όπου υπήρχε, και η ασφαλιστική εισφορά που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη. Για τους ασφαλισμένους με ποσό εισφοράς υπέρ επικουρικής ασφάλισης, που προκύπτει ανάλογα με την αξία ή την ποσότητα επί των αγοραζομένων ή πωλουμένων προϊόντων, ο μέσος όρος μηνιαίων τεκμαρτών αποδοχών που προκύπτουν από την αναγωγή των πραγματικά καταβληθεισών μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών, των ετών 2002 έως και 2014, θεωρώντας ως ποσοστό εισφοράς το 6%. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, αναπροσαρμοζόμενο σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016. βαγ. Αν για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών δεν προκύπτουν ασφαλιστικά στοιχεία από πραγματικό ή πλασματικό χρόνο ασφάλισης ή από προαιρετική ασφάλιση, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών από το έτος 2002 έως το έτος 2014, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών του τμήματος της επικουρικής σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης έως και το έτος 2014 αναζητούνται τα ασφαλιστικά στοιχεία και κατά το πριν το έτος 2002 χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση συνολικά πέντε (5) ετών. βαδ. Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, ύστερα από την καταβολή του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης. Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού του ανωτέρω τμήματος της σύνταξης.»”. Τέλος, ο ν. 4488/2017 προέβλεψε στο άρθρο 20 την αποσύνδεση της υποχρέωσης υπαγωγής στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ από την ιδιότητα του εγγεγραμμένου στο ΤΕΕ ή του εγγεγραμμένου στον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό ορίστηκαν τα εξής: “1. Οι αυτοαπασχολούμενοι που είναι εγγεγραμμένοι ή θα εγγραφούν στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις του πρώην Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) του ΕΤΑΑ και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του ν. 4387/2016, από την ημερομηνία έναρξης άσκησης του επαγγέλματος στην αρμόδια ΔΟΥ και μέχρι τη διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας και τη διαγραφή από τη ΔΟΥ. 2. Οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι ή θα εγγραφούν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους και ασκούν ελεύθερο επάγγελμα υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις του πρώην Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) του ΕΤΑΑ και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του ν. 4387/2016, από την ημερομηνία έναρξης άσκησης του επαγγέλματος στην αρμόδια ΔΟΥ και μέχρι τη διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας και τη διαγραφή από τη ΔΟΥ. 3. Η ισχύς των παραγράφου 1 και 2 του παρόντος άρθρου αρχίζει την 1.1.2017. Ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί και αφορούν σε περίοδο ασφάλισης από 1.1.2017 έως την ισχύ της ρύθμισης συμψηφίζονται ή επιστρέφονται, πλην των ασφαλιστικών εισφορών για υγειονομική περίθαλψη. 4. Τα πρόσωπα των παραγράφων 1 και 2 που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ και του ΕΤΕΑΕΠ μέχρι την ισχύ του παρόντος νόμου και για τα οποία προκύπτει, κατ’ εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης, διακοπή της ασφάλισής τους στον ΕΦΚΑ και του ΕΤΕΑΕΠ, μπορούν προαιρετικά να συνεχίσουν την ασφάλισή τους για το σύνολο των κλάδων ασφάλισης στους οποίους υπάγονταν μέχρι τη διακοπή της υποχρεωτικής τους ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται με βάση το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος για τους ασφαλισμένους άνω 5ετίας του άρθρου 39 του ν. 4387/2016. Για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, σύμφωνα με τα ανωτέρω υποβάλλεται δήλωση του ασφαλισμένου εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης διακόπτεται, ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου, από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης. Νέα αίτηση για προαιρετική ασφάλιση δεν μπορεί να υποβληθεί”.
24. Επειδή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016, σκοπός του νόμου αυτού είναι “η πλήρης αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, του οποίου οι γενικές αρχές ορίζονται στο νόμο ως εξής: εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών”. Κατά την έκθεση αυτή, “το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι άναρχο, κοινωνικά άδικο, αναποτελεσματικό και μη βιώσιμο, χαρακτηρίζεται δε από έντονο κατακερματισμό κι εκτεταμένη πολυνομία, η οποία δημιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, αφού αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις πολιτών με διαφορετικό τρόπο. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (χρόνος ασφάλισης και όρια ηλικίας), τα ποσοστά αναπλήρωσης, οι κατώτατες συντάξεις, οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, οι κοινωνικοί πόροι (καταργηθέντος ή υπό κατάργηση) και η κρατική χρηματοδότηση διαφέρουν τόσο μεταξύ των ταμείων όσο και μεταξύ ασφαλισμένων στο ίδιο ταμείο … υφίσταται δε μια ανισορροπία των κοινωνικών δαπανών με υπερδιόγκωση των δαπανών για τις συντάξεις σε βάρος των άλλων κατηγοριών κοινωνικών δαπανών, με σημαντικότερη την πολύ μικρή προστασία σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους ανέργους. Ενόψει όλων αυτών, το σύστημα κοινωνικής προστασίας έχει ιδιαίτερα μειωμένη αποτελεσματικότητα και λειτουργεί αναδιανεµητικά σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Κατά την ίδια αιτιολογική έκθεση, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση επιχειρεί για πρώτη φορά την αντιµετώπιση όλων των δομικών παθογενειών του συστήματος, σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης και πρόσθετων µνηµονιακών υποχρεώσεων. Το νομοσχέδιο ενσωματώνει όλες τις προβλέψεις του νόµου 4336/2015 (Μνηµονίου) εντάσσοντάς τις όµως σε ένα εντελώς νέο θεσµικό πλαίσιο που εξασφαλίζει κανόνες ισονοµίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση “οι δύο θεμελιώδεις αρχές της μεταρρύθμισης είναι η ισονομία και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ισονομία, γιατί για πρώτη φορά θεσπίζονται όμοιοι κανόνες για όλους, παλαιούς και νέους συνταξιούχους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δηµόσιο τοµέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούµενους. Κοινωνική δικαιοσύνη, γιατί µε τον νέο θεσμό της εθνικής σύνταξης επιτυγχάνεται αναδιανοµή, αµβλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και εξασφαλίζεται επαρκής σύνταξη και για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες. …”. Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική έκθεση, η μεταρρύθμιση α) επιτυγχάνει την διοικητική αποτελεσµατικότητα του συστήµατος, για τον σκοπό δε αυτό θεσπίζεται ένας, εθνικός φορέας κοινωνικής ασφάλισης με ένταξη σε αυτόν όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, χωρίς εξαίρεση, γιατί διαφορετικά το εγχείρηµα της ενοποίησης θα υπονοµευθεί στο σύνολό του, β) καθιερώνει πλήρη ισονοµία, µέσω της ουσιαστικής ενοποίησης του υπάρχοντος καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης με θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους ασφαλισµένους και ανακαθορισµό των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων. Οι ενιαίοι κανόνες είναι αναγκαίοι, γιατί απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής πρέπει όλοι οι ασφαλισµένοι να απολαµβάνουν τον ίδιο βαθµό εθνικής/κοινωνικής αλληλεγγύης. … Στην περίπτωση των αγροτών… προβλέπονται ευεργετικές διατάξεις, γιατί το µέσο αγροτικό εισόδηµα είναι πολύ κατώτερο από το µέσο αστικό και θα υπήρχε αντικειµενική αδυναµία κάλυψης των εισφορών από σηµαντικό τµήµα του αγροτικού πληθυσµού. Καθ’ όσον αφορά τις εισφορές, προβλέπονται ενιαία ποσοστά εισφορών με βάση υπολογισμού τους το πραγµατικό εισόδηµα. Καθ’ όσον αφορά τις παροχές, καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισµού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για παλιούς και νέους ασφαλισµένους, με βάση το µέσο εργασιακό εισόδηµα και ίδια ποσοστά αναπλήρωσης για όλους. Η συµµετοχή του συνταξιοδοτικού συστήµατος στη δηµοσιονοµική εξυγίανση της χώρας οριοθετείται από το σεβασµό της ισότητας στα βάρη (άρθρο 4, παρ. 5 Συντάγµατος). Δεν πρέπει οι συνταξιούχοι να αναλάβουν ένα δυσανάλογο µέρος του κόστους της δηµοσιονοµικής προσαρµογής …γ) θεσπίζει την εθνική σύνταξη, ώστε να εξασφαλισθεί επαρκής αναπλήρωση εισοδήµατος και για τους µακροχρόνια ανέργους, όσους εργάζονται µε ατυπικές µορφές εργασίας ή αµείβονται µε χαµηλούς µισθούς. δ) διασφαλίζει τη βιωσιµότητα, τη διαγενεακή ισότητα, καθώς και την ίση κατανοµή των θυσιών. Σε σχέση, εξ άλλου, με τα κατ’ ιδίαν άρθρα του νόμου, στην αιτιολογική έκθεση αναφέρονται τα εξής ως προς το άρθρο 39: «Με το άρθρο 39 εισάγονται ενιαίοι κανόνες για τους ασφαλισμένους που προέρχονται από τον Ο.Α.Ε.Ε. και το Ε.Τ.Α.Α. ως προς το ποσοστό της ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, καθώς και ως προς τη βάση υπολογισμού της ως άνω εισφοράς. Κατ’ αρχήν ορίζεται ενιαίο ύψος ασφαλιστικών εισφορών που υπολογίζεται µε βάση το πραγµατικό εισόδηµα του ασφαλισµένου και καταργείται το προϊσχύσαν σύστηµα των ασφαλιστικών κλάσεων, κατηγοριών ή τεκµαρτών ποσών που αποτελούσε άδικη βάση υπολογισµού, καθώς δεν αντανακλούσε τις πραγµατικές οικονοµικές δυνατότητες του ασφαλισµένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζονται ενιαίοι κανόνες για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισµένων του Ε.Φ.Κ.Α. και τα βάρη κατανέµονται κατά δίκαιο τρόπο ανάλογα με τις δυνάµεις του εκάστοτε ασφαλισµένου. Επιπροσθέτως, με δεδοµένο ότι, λόγω της οικονοµικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων, ιδίως νέων, έχει εγκαταλείψει τη χώρα, στρεφόμενος στην αγορά εργασίας άλλων χωρών, παρέχεται μία ευνοϊκότερη ασφαλιστική επιβάρυνση για συγκεκριμένες κατηγορίες νέων ασφαλισμένων, ώστε να δοθούν πρόσθετα κίνητρα παραμονής στην ελληνική αγορά εργασίας … Επειδή ο Ε.Φ.Κ.Α. αποτελεί ενιαίο φορέα ασφαλισµένων, ευµενέστερη µεταχείριση σε µία κατηγορία ασφαλισµένων θα συνεπαγόταν µεταφορά πόρων προς αυτή από τις υπόλοιπες κατηγορίες, µε συνέπεια την παραβίαση των αρχών ισονοµίας του συστήµατος. Για το λόγο αυτό προβλέπεται επιστροφή της ανωτέρω ασφαλιστικής ελάφρυνσης των νέων ασφαλισµένων». Ως προς δε το άρθρο 40 αναφέρονται τα εξής: «Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40, οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι ασφαλίζονταν ως αυτοαπασχολούμενοι στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του Ο.Γ.Α., καταβάλλουν, από 1.1.2017, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς, βάσει του εισοδήματος του ασφαλισμένου εξασφαλίζει τη δίκαιη κατανομή των ασφαλιστικών βαρών, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός, και στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή του νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που εγκαθιδρύει σύνδεσμο μεταξύ εισοδήματος, εισφορών και παροχών. Επίσης, προς το σκοπό της ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων η ανωτέρω ρύθμιση ισχύει ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση. Τέλος, προβλέπεται ειδική ρύθμιση για τον υπολογισμό του ασφαλιστέου εισοδήματος σε περιπτώσεις οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης. Στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθορίζεται το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς σε ποσοστό 20% από την 1.1.2022. Παράλληλα, προβλέπεται μεταβατική περίοδος σταδιακής αύξησης του εν λόγω ποσοστού με αφετηρία την 1.7.2015. Σκοπός της ως άνω μεταβατικής περιόδου είναι να μην υπάρξει απότομη επιβάρυνση των ασφαλισμένων, ιδιαίτερα λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών της ελληνικής οικονομίας και, ειδικά, του κλάδου αγροτικής παραγωγής. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα είναι πολύ κατώτερο του μέσου αστικού, ορίζεται ως πάγια ρύθμιση ότι το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα για τους αγρότες θα είναι το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών και όχι το 100% που ισχύει για τους αυτοαπασχολούμενους».
25. Επειδή, όπως προκύπτει από τις παρατεθείσες διατάξεις του ν. 4387/2016 και την αιτιολογική έκθεση που τις συνοδεύει, ο νομοθέτης, εν όψει των αναληφθεισών με τον ν. 4336/2015 υποχρεώσεων για αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μέσω μεταρρυθμίσεων και στο συνταξιοδοτικό σύστημα (άρθρο 3 Γ΄ του ν. 4336/2015) και κατ’ επίκληση παθογενειών του υφιστάμενου ασφαλιστικού συστήματος, προτάσσοντας δε ως αρχή ότι «απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής πρέπει όλοι οι ασφαλισµένοι να απολαµβάνουν τον ίδιο βαθµό εθνικής/κοινωνικής αλληλεγγύης», συνέστησε ένα φορέα κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και ενέταξε σ’ αυτόν όλους τους υφιστάμενους αντίστοιχους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως υπάγοντας τους ασφαλισμένους των εντασσόμενων φορέων – μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες – σε υποχρεωτική κύρια ασφάλιση με χαρακτηριστικά διανεμητικού συστήματος προκαθορισμένων παροχών, για την βιωσιμότητα του οποίου στηρίχθηκε στην από μηνός Απριλίου 2016 μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής με τίτλο “Χρηματοοικονομική εξέλιξη του Συνταξιοδοτικού Συστήματος για ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ, ΟΓΑ και Δημόσιο, Προβολές 2015-2060”, για την επάρκεια δε των παροχών του στην από μηνός Νοεμβρίου 2015 έκθεση του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών, με τίτλο “Εύλογες δαπάνες διαβίωσης: Χρήση των ορίων για το ασφαλιστικό σύστημα”, καθώς και στο οικ.20263/121/4.5.2016 “ενημερωτικό σημείωμα” της Προϊσταμένης της Γενικής Διευθύνσεως του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την αποτίμηση των επιπτώσεων της μεταρρυθμίσεως του ν. 4387/2016. Κατά το σύστημα αυτό, η ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη) για όλους τους ασφαλισμένους του ενιαίου φορέα, μισθωτούς και μη, προκύπτει από το άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής συντάξεως με την πρώτη να χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και την δεύτερη από τις ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικότερα, η εθνική σύνταξη καθορίζεται, κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, στο ποσό των 384 ευρώ υπό την προϋπόθεση της πραγματοποιήσεως χρόνου ασφαλίσεως τουλάχιστον 20 ετών ή ακόμη και 15 ετών οπότε παρέχεται μειούμενη κατά 2% για κάθε έτος ασφαλίσεως που υπολείπεται των 20 ετών. Η ανταποδοτική σύνταξη προκύπτει από τις συντάξιμες αποδοχές, τον χρόνο ασφαλίσεως και τα οριζόμενα στον νόμο κατ’ έτος ποσοστά αναπληρώσεως, κοινά για όλες τις κατηγορίες ασφαλισμένων. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους, συντάξιμες αποδοχές είναι ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη την διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, δηλαδή το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, ως σύνολο δε μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές καθ’ όλη την διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές κατά τα άρθρα 39 και 40 του νόμου καθ’ όλη την διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Περαιτέρω, για την υπαγωγή των μισθωτών στην ασφάλιση του ενιαίου φορέα για κύρια σύνταξη απαιτείται η καταβολή συνολικού ποσοστού εισφοράς μισθωτού και εργοδότη 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των μισθωτών, το οποίο κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών τους. Για την υπαγωγή στην ασφάλιση για κύρια σύνταξη των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών απαιτείται η καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς επίσης 20% επί του μηνιαίου εισοδήματός τους (για τους αγρότες από 1.1.2022), όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Τέλος, υπέρ της υγειονομικής περιθάλψεως των ασφαλισμένων του νέου φορέα προβλέπεται για μεν τους μισθωτούς ασφαλιστική εισφορά σε ποσοστό 7,10% επί των πάσης φύσεως αποδοχών τους, κατανεμόμενη κατά 6,45% για παροχές σε είδος, από το οποίο ο μεν ασφαλισμένος βαρύνεται με ποσοστό 2,15% ο δε εργοδότης με ποσοστό 4,30% και κατά 0,65% για παροχές σε χρήμα, από το οποίο ο μεν ασφαλισμένος βαρύνεται με ποσοστό 0,40% ο δε εργοδότης με ποσοστό 0,25%, για δε τους λοιπούς ασφαλισμένους ασφαλιστική εισφορά 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματός τους που βαρύνει εξ ολοκλήρου αυτούς και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και 0,50% για παροχές σε χρήμα.
26. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην σκέψη 21, η ένταξη, με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, όλων των υφιστάμενων φορέων κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών σε ένα ενιαίο φορέα και η υπαγωγή των ασφαλισμένων τους σε παρεχόμενη από τον νέο φορέα ασφάλιση δεν αντίκεινται, κατ’ αρχήν, στο Σύνταγμα από απόψεως διαφοράς είτε του βαθμού επιπέδου οικονομικής ευρωστίας και βιωσιμότητας των εντασσόμενων φορέων είτε συνθηκών απασχολήσεως των ασφαλισμένων και πραγματοποιήσεως εισοδήματος από αυτούς, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Η υπαγωγή στην ασφάλιση όμως, κατά τις διατάξεις αυτές, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών, τους οποίους ο νομοθέτης θέσπισε για τους αναφερόμενους στην αιτιολογική έκθεση λόγους, επιβάλλει τον έλεγχο της τηρήσεως από τον νομοθέτη της συνταγματικής αρχής της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες. Πράγματι, κατά το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, το οποίο επέλεξε ο νομοθέτης για τον νέο φορέα, ασφαλισμένοι οιασδήποτε κατηγορίας από τις υπαγόμενες στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές (για τις οποίες κατέβαλαν εισφορές) και τον ίδιο χρόνο ασφαλίσεως αποκτούν την ίδια ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη). Στην χρηματοδότηση της παροχής αυτής τόσο η ασφαλιζόμενη μισθωτή εργασία όσο και τα ασφαλιζόμενα επαγγέλματα συμβάλλουν με το ίδιο ποσοστό εισφοράς (20%) επί του εισοδήματος που παράγουν. Την παροχή όμως αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής. Ίδιας τάξεως δε διαφορά προκύπτει και στις οριζόμενες στον νόμο εισφορές για την υγειονομική περίθαλψη. Υπό τα δεδομένα αυτά, αντίθετα με την διακηρυγμένη πρόθεση του νομοθέτη για εγκαθίδρυση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως διεπόμενου από την αρχή της ισονομίας, οι ενιαίοι κανόνες ασφαλιστικών εισφορών έχουν ως συνέπεια την εκδήλως δυσμενή διάκριση των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών έναντι των μισθωτών κατά την πρόσβασή τους στην κοινωνική ασφάλιση και την υπαγωγή τους στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα, η οποία καθιστά τις ρυθμίσεις των άρθρων 39 και 40 του ν. 4387/2017, καθώς και του άρθρου 41 του ίδιου νόμου, καθ’ όσον αφορά τις εισφορές υγειονομικής περιθάλψεως των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, αντίθετες στην συνταγματική αρχή της ισότητας, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση.
27. Επειδή, μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Μ. Γκορτζολίδου, Ευαγ. Νίκα, Δ. Κυριλλόπουλος, Ολ. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Π. Τσούκας και η Πάρεδρος Σ. Παπακωνσταντίνου οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Ο νομοθέτης, αποβλέποντας στην επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της μείωσης του ύψους της κρατικής χρηματοδότησης, που κατευθυνόταν συνολικά στο εν γένει σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για την κάλυψη των επιμέρους ελλειμμάτων όλων ανεξαιρέτως των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και, μάλιστα, ανεξαρτήτως μεγέθους αυτών, με το σύστημα ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 προκρίνει, κατ’ ενάσκηση της ανηκούσης σ’ αυτόν οργανωτικής ευχέρειας, τη δημιουργία ενός ενιαίου και βιώσιμου φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Περιορίζει δε την κρατική οικονομική συνδρομή στην πλήρη κάλυψη της εθνικής σύνταξης, περαιτέρω δε θεσπίζει την ανταποδοτική σύνταξη, δηλαδή παροχή, το ύψος της οποίας αποτελεί συνάρτηση των καταβαλλόμενων εισφορών, οι οποίες υπολογίζονται, όπως και οι παροχές, στην ίδια βάση, δηλαδή στο πραγματικό εισόδημα από την ασφαλιστέα απασχόληση. Στο πλαίσιο αυτό, οι καταβαλλόμενες από όλους τους ασφαλισμένους, δηλαδή από τους μισθωτούς αφενός και από τους μη μισθωτούς αφετέρου, εισφορές συντελούν στον σχηματισμό ενός ενιαίου ασφαλιστικού κεφαλαίου, με σκοπό, σύμφωνα με το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων παροχών που διατηρείται με τον ν. 4387/2016, τη χρηματοδότηση του συνόλου των παροχών, ανεξάρτητα από τη συμβολή της κάθε κατηγορίας στη διαμόρφωσή του. Εξ άλλου, οι μισθωτοί, αφενός, και οι μη μισθωτοί, αφετέρου, συνιστούν μεν δύο διαφορετικές κατηγορίες ασφαλισμένων, που τελούν κατ’ αρχήν υπό διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, η ενιαία, όμως, αντιμετώπισή τους από τον ν. 4387/2016 με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων υπολογισμού εισφορών και παροχών, δεν συνιστά άνιση μεταχείριση εις βάρος της δεύτερης κατηγορίας ασφαλισμένων, αντίθετη στη συνταγματική αρχή της ισότητας και, συνεπώς, αυτή δεν καθιστά αντίθετη προς την αρχή της ισότητος την ως άνω οργανωτική επιλογή του νομοθέτη. Ειδικότερα, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση παραβάσεως της αρχής της ισότητος εκ του ότι στη δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ΕΦΚΑ οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι συνεισφέρουν με εισφορές σε ποσοστό 20% επί των εισοδημάτων τους, τις οποίες καταβάλλουν αυτοί οι ίδιοι, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι βαρύνονται οι ίδιοι με εισφορές ανερχόμενες σε ποσοστό μόνο 6,5% επί των αποδοχών τους το λοιπό δε ποσοστό εισφοράς καταβάλλεται από τους εργοδότες τους. Τούτο, διότι, όπως έχει κριθή (ΑΕΔ 3-5/2007), και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί. Υπό τα δεδομένα αυτά τόσο οι μισθωτοί όσο και οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι βαρύνονται, στο πλαίσιο των διαφορετικών συνθηκών ασκήσεως του ασφαλιστέου επαγγέλματος τους με εισφορές αναγόμενες σε ίσο ποσοστό επί των προερχομένων από την άσκηση του ασφαλιστέου επαγγέλματος αποδοχών των και δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος τους, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει το αιτούν. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του ήδη Αντιπροέδρου Μ. Πικραμένου, των Συμβούλων Κ. Κουσούλη, Δ. Μακρή και Π. Τσούκα και της Παρέδρου Σ. Παπακωνσταντίνου παράβαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως εκ της επιβολής εν προκειμένω, ενιαίων κανόνων εισφορών και παροχών για μισθωτούς και μη μισθωτούς ασφαλισμένους δεν υφίσταται και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, όπως συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι συμμετέχουν, εν όψει του αριθμού των ασφαλισμένων της κατηγορίας αυτής, στη χρηματοδότηση του νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 25%-30%, ο νέος όμως φορέας εγγυάται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, τις καταβαλλόμενες σε αυτούς παροχές με το σύνολο του ασφαλιστικού κεφαλαίου, δηλαδή και με τα ποσά που προέρχονται από τους μισθωτούς, τα οποία περιλαμβάνουν τόσο τις δικές τους εισφορές, όσο και τις εισφορές του εργοδότη. Κατά συνέπεια, από την καταβολή από τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους μεγαλύτερων εισφορών σε σχέση με τους μισθωτούς για παροχές ίσης αξίας, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα άνισης μεταχείρισης εις βάρος τους, διότι η καταβολή μεγαλύτερων εισφορών αποτελεί το αντιστάθμισμα της σημαντικά μειωμένης συμμετοχής της κατηγορίας αυτής ασφαλισμένων στο ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο, χρηματοδοτώντας το σύνολο των παροχών, προστατεύει την κατηγορία αυτή από τους, εγγενείς στα διανεμητικά συστήματα, κινδύνους μείωσης των εσόδων του ασφαλιστικού φορέα από εισφορές (όπως, συνεπεία μείωσης του λόγου ασφαλισμένων-συνταξιούχων ή μείωσης των εισοδημάτων), παράλληλα δε υπηρετείται ο θεμιτός, κατά τα προεκτεθέντα, δημοσίου συμφέροντος σκοπός να μην είναι αναγκαία η οικονομική συνδρομή του Δημοσίου για την κάλυψη ελλειμμάτων.
28. Επειδή, κατά την κρατήσησα στο Δικαστήριο γνώμη, όπως εκτέθηκε στην σκέψη 6, οι παραδεκτώς προσβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση πράξεις πλήσσονται λόγω πλημμελειών του νόμου στον οποίο στηρίζονται. Όπως δε εκτέθηκε στην σκέψη 26, η σύσταση με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφαλίσεως και η ένταξη σ’ αυτόν όλων των υφιστάμενων φορέων κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών με υπαγωγή των ασφαλισμένων τους σε παρεχόμενη από αυτόν ασφάλιση δεν αντίκεινται, καθ’ εαυτές, στο Σύνταγμα, η διαγνωσθείσα δε αντίθεση των διατάξεων των άρθρων 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016 στο Σύνταγμα συνίσταται στην επιβάρυνση με ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών με αισθητά αυξημένο ποσοστό σε σχέση με την επιβάρυνση των μισθωτών για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση υπό ενιαίους κανόνες και με τις αυτές έννομες συνέπειες ως προς τον υπολογισμό των παροχών. Συνεπώς, η αποδοχή της κρινομένης αιτήσεως για τον λόγο αυτόν επιβάλλει την ακύρωση μόνο της 61502/3399/30-12-2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017», όπως αυτή τροποποιήθηκε με την 2559/1453/2.6.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθώς και της Φ.80000/οικ.60298/1472/ 23.12.2016 αποφάσεως του ίδιου ως άνω Υφυπουργού με τίτλο «Προθεσμία καταβολής, από 1.1.2017, των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, οι οποίοι έως την έναρξη του ν. 4387/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ», καθισταμένης περιττής της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων κατ’ αυτής λόγων ακυρώσεως (μεταξύ των οποίων και ο σχετικός με την έλλειψη της κατάλληλης αναλογιστικής μελέτης) και απορριπτομένης της κρινομένης αιτήσεως ως αλυσιτελώς πλέον στρεφόμενης κατά της Δ9/56379/14950/28.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Διορισμός Διοικητή, Υποδιοικητών, ορισμός Προέδρου και μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης», (όπως η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με την Δ9/13781/4467/24.3.2017 απόφαση του ίδιου ως άνω Υφυπουργού), η οποία, κατά περιεχόμενο, ανάγεται στην συνταγματικώς επιτρεπτή κατ’ αρχήν σύσταση του Ε.Φ.Κ.Α. και την ένταξη σ’ αυτόν των υφιστάμενων φορέων κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και της οποίας τυχόν ακύρωση ουδόλως θα μετέβαλλε το πλαίσιο της υποχρεώσεως της Διοικήσεως σε συμμόρφωση συνεπεία της ακυρώσεως των ως άνω σχετικών με τις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών ασφαλισμένων πράξεων.
29. Επειδή, ως προς το αλυσιτελές της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ν. Σακελλαρίου, οι Αντιπρόεδροι Ι. Γράβαρης, Γ. Παπαγεωργίου και ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς οι οποίοι υποστήριξαν ότι η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων του ν. 4387/2016 για τον προεκτεθέντα λόγο και η συνακόλουθη, για τον λόγο αυτό, ακύρωση της προσβαλλόμενης ως άνω πράξης, δεν καθιστά αλυσιτελή την έρευνα της βασιμότητας του λόγου ακυρώσεως περί ελλείψεως εν προκειμένω της συνταγματικά προβλεπόμενης μελέτης για τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ. Και τούτο, διότι το ζήτημα της ύπαρξης τέτοιας μελέτης, και δη με το κατάλληλο περιεχόμενο ώστε να εξασφαλίζεται τόσον η τήρηση από τον νομοθέτη των σχετικών συνταγματικών του υποχρεώσεων, όσο και ο αντίστοιχος δικαστικός έλεγχος, καθώς αφορά το έγκυρο της θεσπίσεως και του περιεχομένου εν γένει των επίδικων ρυθμίσεων, υπερβαίνει το πιο πάνω ειδικότερο ζήτημα της ισότητας των προβλεπόμενων με αυτές εισφορών και θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να εξετασθεί από το Δικαστήριο για την αποτελεσματικότερη επίλυση της διαφοράς, την οικονομία των δικών και την ασφάλεια του δικαίου.
30. Επειδή, στο άρθρο 95 του Συντάγματος του 1975 ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών… β) … γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ) …». 2. … 3. … 4. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει. 5. …». Η δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμιζόταν παγίως με ειδικά νομοθετήματα, περιορισμένης εκτάσεως, συμπληρωνόταν δε με παραδοχές μιας ευέλικτης νομολογίας. Ειδικώς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως αποτέλεσε αντικείμενο του άρθρου 50 του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄ 273), το οποίο όριζε στην παράγραφο 1: «Η δεχομένη την αίτησιν απόφασις απαγγέλλει την ακύρωσιν της προσβαλλομένης πράξεως, επαγομένη νόμιμον αυτής κατάργησιν έναντι πάντων…». Με όμοιο περιεχόμενο και σε ταυτάριθμο άρθρο επαναλήφθηκε η ρύθμιση στο ν.δ. 170/1973 και, εν συνεχεία, στο ισχύον άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, το οποίο ορίζει στην παράγραφο 1: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την παρατεθείσα διάταξη του άρθρου αυτού, την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφάρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παράγραφο 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης…». Με την νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016 θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική εφαρμογή όσων ο νομοθέτης, προς άρση της αντισυνταγματικότητας, θεσπίσει σχετικά με τις καταβλητέες από τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους εισφορές για την υπαγωγή τους σε κύρια κοινωνική ασφάλιση, η εκπλήρωση δε της υποχρεώσεως αυτής, παρά το άδηλο της μέλλουσας νομοθετικής επιλογής, εκτιμάται ότι θα δημιουργούσε, λόγω των ήδη καταβληθεισών από τους ως άνω ασφαλισμένους ασφαλιστικών εισφορών, πολύ σοβαρό κίνδυνο διαταράξεως της οικονομικής καταστάσεως του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφαλίσεως. Εν όψει τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερόμενου στην λειτουργία του μόνου φορέα κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως, κρίνει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων πρέπει να επέλθουν από την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, κατ’ εξάντληση του απώτατου χρονικού ορίου περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος που επιτρέπει ο νόμος (χρόνος προγενέστερος εκείνου της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως). Η κρίση αυτή δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, αλλ’ ούτε και με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό, δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφ’ όσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (πρβ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ. σκ. 26 κ.ά). Κατά την γνώμη δε του Συμβούλου Κ. Κουσούλη, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4003/2014, σκέψη 14), oι ρυθμίσεις των διατάξεων των παρ. 3 α, β και γ του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει, αφενός τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων, και αφετέρου το δημόσιο συμφέρον, να καθορίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως μεταγενέστερο και από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, κατ’ απόκλιση των οριζομένων στην περίπτωση 3 β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989. Στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος να υφίσταται νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των μη μισθωτών, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη, αφού λάβει γνώση του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος που αφορούν οι ως άνω κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις των άρθρων 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016.
31. Επειδή, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Γ. Παπαγεωργίου και ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Το Σύνταγμα, με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 («οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος») και 93 παρ. 4 («τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα»), καθιερώνει τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, κατά τον οποίο οποιοδήποτε δικαστήριο έχει εξουσία και, συγχρόνως, υποχρέωση να ελέγχει, στο πλαίσιο αποκλειστικώς της εκδικάσεως της συγκεκριμένης εκάστοτε διαφοράς, την συμφωνία προς το Σύνταγμα κάθε κανόνος δικαίου που καλείται σε εφαρμογή, να αποκρούει δε την εφαρμογή κάθε κανόνος τον οποίο αυτό κρίνει ως αντισυνταγματικό. Η κρίση, δηλαδή, της συνταγματικότητας οποιουδήποτε κανόνος δικαίου ανήκει εξ ίσου σε όλα τα δικαστήρια της Χώρας και δεν έχει ως συνέπεια την έκταξη από την έννομη τάξη του κανόνα δικαίου που κρίθηκε αντισυνταγματικός, αλλά, απλώς, την μη εφαρμογή του στη συγκεκριμένη εκάστοτε δίκη που αφορά συγκεκριμένους διαδίκους. Η μόνη περίπτωση, κατά την οποία κάμπτεται ο ανωτέρω συνταγματικός κανόνας και ο έλεγχος της συνταγματικότητος κανόνος δικαίου ασκείται ευθέως -και όχι παρεμπιπτόντως- από συγκεκριμένο δικαστήριο είναι η ρητώς προβλεπόμενη στο άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε’ του Συντάγματος αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ.) να αποφαίνεται επί της συνταγματικότητος διατάξεως τυπικού νόμου, με συνέπεια, κατά την παρ. 4 του ως άνω άρθρου 100, διάταξη νόμου που «κηρύσσεται» αντισυνταγματική να καθίσταται «ανίσχυρη» έναντι όλων, «από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση». Εν όψει τούτων, προκειμένου περί της αντισυνταγματικότητος διατάξεως νόμου, η οποία διαγιγνώσκεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε) στο πλαίσιο συγκεκριμένης ακυρωτικής (αλλά και οποιασδήποτε) δίκης που διεξάγεται μεταξύ συγκεκριμένων διαδίκων και αφορά το κύρος συγκεκριμένης διοικητικής πράξεως εκδοθείσης κατ’ εφαρμογήν της ανωτέρω διατάξεως, δεν είναι νοητό, κατά το Σύνταγμα, να γίνεται λόγος για περιορισμό των «συνεπειών της αντισυνταγματικότητας» αυτής, είτε ως προς τον χρόνο, στον οποίο αυτές ανατρέχουν είτε ως προς τον κύκλο των προσώπων τα οποία αυτές καταλαμβάνουν. Και τούτο, διότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ακυρωτικής δίκης, η κρίση περί αντισυνταγματικότητος του εφαρμοσθέντος για την έκδοση της προσβληθείσης πράξεως νόμου είναι, πάντοτε, κατά τον εκτεθέντα συνταγματικό κανόνα, παρεμπίπτουσα και, επομένως, οι συνέπειές της εξαντλούνται στο πλαίσιο της δίκης αυτής, τόσο ως προς τον χρόνο στον οποίο η κρίση αυτή ανατρέχει, όσο και ως προς τα πρόσωπα τα οποία αυτή αφορά ̇δηλαδή, η μη εφαρμογή του νόμου που κρίθηκε αντισυνταγματικός ανατρέχει οπωσδήποτε στον χρόνο εκδόσεως της προσβληθείσης πράξεως, η δε παρεμπιπτόντως κριθείσα αντισυνταγματικότητα του ως άνω νόμου δεσμεύει, ως κριθέν ζήτημα, μόνο τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης (res iudicata facit ius inter partes). Εξ άλλου, το Σ.τ.Ε. -αλλά και οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο (πλην του Α.Ε.Δ. κατά τα εκτεθέντα)- δεν έχει, κατά το Σύνταγμα, εξουσία να ασκεί ευθύ έλεγχο συνταγματικότητος διατάξεων νόμου και να δεσμεύει, με σχετικές κρίσεις και αποφάσεις του, άλλα δικαστήρια, δημόσιες αρχές ή τους διοικουμένους, πολύ δε περισσότερο, να αποφαίνεται, για διαφορές άλλες πέραν της εκδικαζομένης υποθέσεως και για πρόσωπα άλλα πέραν των διαδίκων της υποθέσεως αυτής, ως προς τα χρονικά όρια των ¨συνεπειών της [κατά την κρίση του] αντισυνταγματικότητας». [Τέτοια εξουσία, άλλωστε, δεν παρέχει στο Σ.τ.Ε. ούτε η προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ.18/1989, η οποία ουδόλως αναφέρεται σε κρίσεις περί αντισυνταγματικότητος νόμου και, μάλιστα, σε περιορισμό των συνεπειών της αντισυνταγματικότητος αυτής, αλλά αποκλειστικά, στη δυνατότητα χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της ακυρωτικής αποφάσεως (της ακυρώσεως δηλαδή της προσβληθείσης πράξεως) προς βλάβην αποκλειστικώς του αιτούντος (του οποίου, όμως, δεν θίγονται οι αποζημιωτικές αξιώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3δ του ανωτέρω άρθρου]. Εν προκειμένω, συνεπώς, με την κρίση ότι «οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των άρθρων 39-41 του ν. 4387/2016 πρέπει να επέλθουν από τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως» το Σ.τ.Ε αφ’ ενός μεν, οικειοποιείται αρμοδιότητες που κατά το Σύνταγμα δεν ανήκουν σε αυτό αλλά στο Α.Ε.Δ. (άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ και 4), αφ’ ετέρου δε, επιχειρεί, με την ως άνω επιταγή, να αποκλείσει, για όλα τα -πέραν των διαδίκων- πρόσωπα που θίγονται από την εφαρμογή των διατάξεων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, τη δυνατότητα δικαστικής διεκδικήσεως αναδρομικώς (από του χρόνου, δηλαδή, της εκδόσεως διοικητικών πράξεων που είχαν εκδοθεί βάσει των διατάξεων τούτων πριν από την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως) της αποκαταστάσεως της ζημίας που τούς προεκλήθη από τις πράξεις αυτές. Η ανωτέρω, όμως, αυτογνώμων, από το Σ.τ.Ε. επέκταση των εξουσιών του προσκρούει πρωτίστως, στην αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του Κράτους δικαίου. Διότι, βάσει της αρχής αυτής, κανόνες γενικής εφαρμογής, επιτακτικοί ή απαγορευτικοί, θεσπίζονται μόνο από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας ή, κατόπιν, ειδικής εξουσιοδοτήσεως νόμου, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, όχι δε από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστήρια), των οποίων το έργο, κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος, συνίσταται στην απονομή της δικαιοσύνης, στην επίλυση δηλαδή διαφορών μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων (του Κράτους συμπεριλαμβανομένου) με έκδοση αποφάσεως ισχυούσης μεταξύ των μερών, στα οποία αποκλειστικώς αφορούν και οι παρεμπιπτόντως εκφερόμενες κρίσεις, όπως είναι, επί ακυρωτικής δίκης, η κρίση περί αντισυνταγματικότητος του νόμου που εφαρμόσθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως. Περαιτέρω, ο γενικός αποκλεισμός της δυνατότητος προσώπων να επιδιώξουν και να επιτύχουν δια των δικαστηρίων αποκατάσταση προκληθείσης ζημίας (και, μάλιστα, συνεπεία παραβάσεως του Συντάγματος), ήτοι δικονομική προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος της αποζημίωσης (κατά την γενική αρχή ubi ius ibi remedium), δεν συνιστά απλό περιορισμό αλλά πλήρη στέρηση του δικαιώματος της ένδικης προστασίας και στοιχειοθετεί, συνεπώς, παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στο βαθμό δε που πρόκειται για πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η παρεμπόδιση της αποκαταστάσεώς της αντίκειται και στο άρθρο του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τέλος, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία διάταξη νόμου κρίνεται αντισυνταγματική, δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τον περιορισμό της χρονικής εκτάσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητος, τον δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημιώσεως θεμελιουμένης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα (ώστε να μην επιδικάσει αυτός αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα), διότι τούτο θα ισοδυναμούσε, κατ’ αποτέλεσμα, με επιβολή υποχρεώσεως στον δικαστή να εφαρμόσει νόμο αντισυνταγματικό, κατά παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 87 του Συντάγματος, και θα προσέβαλλε, με τον τρόπο αυτόν και τη λειτουργική του ανεξαρτησία, κατά παράβαση της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Καταργεί την δίκη κατά το μέρος κατά το οποίο η αίτηση στρέφεται κατά της Φ.ΕΦΚΑ/οικ.59522/2205/29.12.2016 αποφάσεως της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)».
Απορρίπτει την αίτηση κατά το μέρος κατά το οποίο στρέφεται κατά της Δ9/56379/14950/28.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Διορισμός Διοικητή, Υποδιοικητών, ορισμός Προέδρου και μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης».
Δέχεται, συμφώνως προς το αιτιολογικό, την αίτηση κατά το μέρος κατά το οποίο στρέφεται κατά α) της 61502/3399/30-12-2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017», όπως αυτή τροποποιήθηκε με την 2559/1453/2.6.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και β) της Φ.80000/οικ.60298/ 1472/23.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Προθεσμία καταβολής, από 1.1.2017, των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, οι οποίοι έως την έναρξη του ν. 4387/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ» και ακυρώνει αυτές.
Ορίζει ως χρόνο ενάρξεως του ακυρωτικού αποτελέσματος της παρούσας αποφάσεως την ημέρα δημοσιεύσεως αυτής …