http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/pageste/epikairotita/apofaseis?
ΣτΕ Ολ 1821/2020
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Εισηγητής: Κ. Κουσούλης, Σύμβουλος
Αναγκαστική τοποθέτηση σε εταιρεία υπαλλήλου ως τέκνου αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης (άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄ Ν 2643/1998)
Με την Α2825/2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς υπεβλήθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας -στο πλαίσιο δίκης επί προσφυγής κατ’ αποφάσεως δευτεροβάθμιας επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 2643/1998 του Υπουργείου (ήδη) Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή εταιρείας κατ’ αποφάσεως πρωτοβάθμιας επιτροπής (άρθρου 9 ν. 2643/1998) περιφερειακής διεύθυνσης του Ο.Α.Ε.Δ., με την οποία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω νόμου, τοποθετήθηκε αναγκαστικώς υπάλληλος στην προσφεύγουσα εταιρεία, ως τέκνο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης- το εξής προδικαστικό ερώτημα: «εάν η παρεχόμενη από το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος προστασία καταλαμβάνει και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, χωρίς άλλη περαιτέρω προϋπόθεση, και, συγκεκριμένα, αναπηρία ή ανικανότητα αυτών οποιασδήποτε μορφής, καθώς και τα τέκνα αυτών, ώστε εξ αυτού του λόγου να δικαιολογείται η υπαγωγή τους στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 2643/1998, … Περαιτέρω, … εάν η προνομιακή αντιμετώπιση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που δεν κατέστησαν ανάπηροι ή ανίκανοι λόγω της δράσης τους, και των τέκνων αυτών, που τους επεφύλαξε η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. α΄ του ν. 2643/1998, αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας καθώς και στην προστατευόμενη από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία».
Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, με την 1470/2016 απόφασή του, έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 2643/1998, καθ’ ο μέρος με αυτές ορίζεται ότι στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται «Όσοι έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την έννοια του ν. 1285/1982 (ΦΕΚ 115 Α´), και τα τέκνα τους», αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Ενόψει όμως αντίθετης αποφάσεως του Αρείου Πάγου (1643/2012), η Ολομέλεια παρέπεμψε το ζήτημα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Το τελευταίο, με την 8/2019 απόφασή του, ήρε την αμφισβήτηση υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατόπιν τούτου η υπόθεση επανεισήχθη ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, το οποίο εφήρμοσε ως προς το παραδεκτό (πλην πληρεξουσιότητας) της προσφυγής, τις ισχύουσες γι’ αυτήν διατάξεις (του ΚΔΔ). Έκρινε ειδικότερα πως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 65 ΚΔΔ, 11 παρ. 7 ν. 3227/2004 και 9-10 ν. 2643/1998, συνάγεται ότι οι πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες επιτροπές προστατευόμενων ατόμων του τελευταίου νόμου αποτελούν όργανα του Ελληνικού Δημοσίου και, επομένως, στην παρούσα δίκη δεν νομιμοποιούνταν παθητικώς, κατ’ άρθρο 65 παρ. 2 του ΚΔΔ, ο ΟΑΕΔ αλλά μόνο το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α´ ΚΔΔ. Ακολούθως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. στ΄ ν. 3900/2010, κράτησε την προσφυγή, για λόγους οικονομίας της δίκης, και, εφαρμόζοντας την προεκτεθείσα νομολογία του ΑΕΔ, ακύρωσε.