ΣτΕ Ολ 1755-1756/2022
Πρόεδρος: Ε. Σάρπ
Εισηγητής: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος Επικρατείας
Κατάργηση δίκης επί αιτήσεων ακυρώσεως κατά της απαγόρευσης των δημόσιων συναθροίσεων επί τετραήμερο (15-18.11.2020) για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας
1. Mε τις 1755-1756/2022 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας καταργήθηκαν οι δίκες επί αιτήσεων ακυρώσεως που είχαν ασκηθεί κατά της υπ’ αριθ. 1029/8/18/13.11.2020 αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με τίτλο «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» (Β΄ 5046/14.11.2020). Με την απόφαση αυτή, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από τις 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε, σε περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω απαγορεύσεως, η επιβολή προστίμων στους διοργανωτές και συμμετέχοντες σε συναθροίσεις.
2. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως (16.11.2020), ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος έως την 18.11.2020 και ώρα 9.00 μ.μ. και, επομένως, κατά τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως (15.1.2021) είχε παύσει να ισχύει. Με την ΣτΕ Ολ 1755/2022 απόφαση απορρίφθηκαν ισχυρισμοί των αιτούντων, κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση παρέμεινε σε ισχύ και μετά την 18.11.2020.
3. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω αποφάσεις κρίθηκε ότι ο δικονομικός κανόνας της καταργήσεως της δίκης (άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989), στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως διοικητική πράξη, ατομική ή κανονιστική, έπαυσε να ισχύει μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, είναι συμβατός με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, προκειμένου περί των ακυρωτικών διοικητικών διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως, ούτε σε άλλη υπέρτερης τυπικής ισχύος διάταξη. Δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης στην ανωτέρω περίπτωση το «συμφέρον» του αιτούντος (διάφορο του συμφέροντος αυτού, κατ’ επίκληση του οποίου άσκησε την αίτηση ακυρώσεως) απλώς και μόνον να αναγνωρισθεί, με την έκδοση ακυρωτικής αποφάσεως, ότι για όσο χρονικό διάστημα ίσχυε η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αντίθετη σε διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος ή σε διατάξεις νόμων, ακόμη και αν από την εφαρμογή της πράξεως αυτής δεν έχουν απορρεύσει βλαπτικές συνέπειες για τον αιτούντα.
– Ως προς το ανωτέρω ζήτημα μειοψήφησαν ένας Αντιπρόεδρος, έξι Σύμβουλοι και μία Πάρεδρος, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής γνώμη: Υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, δεν είναι ανεκτή η δημιουργία κατηγορίας (πέραν των κυβερνητικών πράξεων) διοικητικών πράξεων, οι οποίες, παρά την επίδειξη πάσης επιμέλειας από τον ενδιαφερόμενο και την τήρηση των δικονομικών προϋποθέσεων για την πρόοδο της δίκης, διαφεύγουν του ευθέος ή παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου, καίτοι εφαρμόζονται. Συνεπώς, και εφόσον, προδήλως, δεν χωρεί εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, δικαιολογείται συνέχιση της δίκης με αντικείμενο κανονιστική πράξη περιορισμένης χρονικής ισχύος επιβολής υποχρέωσης/περιορισμού επ’ απειλή κυρώσεων, η οποία έχει παύσει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως, εφόσον ο αιτών ισχυρισθεί και αποδείξει ότι η εν λόγω πράξη, την οποία παραδεκτώς έχει προσβάλει με αίτηση, έχει ενδιαμέσως εφαρμοσθεί και ότι ο με άλλο τρόπο ευθύς ή παρεμπίπτων δικαστικός της έλεγχος είναι δυσχερώς επιτεύξιμος, λόγω και του ισχύοντος δικονομικού πλαισίου που δεν προβλέπει δυνατότητα κατ’ ουσίαν εκδικάσεως της υποθέσεως εντός συντόμου χρονικού διαστήματος. Και τούτο ισχύει, ιδίως, όταν η εφαρμογή της δεν έχει επιφέρει στον ίδιο περιουσιακή ζημία (ή προφανή ηθική βλάβη), καθώς και όταν για την εφαρμογή της δεν απαιτήθηκε η έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, ώστε, για λόγους ανεξάρτητους από την δικονομική επιμέλεια του κατ’ αρχήν μετ’ εννόμου συμφέροντος αιτούντος, ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της κανονιστικής πράξης είναι μη επιτεύξιμος. Και οπωσδήποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν πάντως στην ευχέρεια του αιτούντος να επιτύχει την έκδοση ατομικής διοικητικής πράξεως κυρώσεως σε βάρος του με την παραβίαση της επιβαλλόμενης με την αμφισβητούμενη κανονιστική πράξη υποχρεώσεως. Και τούτο, διότι η έννομη τάξη δεν ανέχεται εκδοχή, υπό την οποία η απόλαυση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας από αμφισβητούμενη κανονιστική πράξη μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την επίδειξη μη σύννομης συμπεριφοράς εκ μέρους του κατά τα λοιπά παραδεκτώς ασκούντος την αίτηση αιτούντος.
4. Στην προκειμένη περίπτωση, απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί συνέχισης της δίκης κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, διότι δεν προκύπτει ότι κατά την διάρκεια ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως δημιουργήθηκαν διοικητικής φύσεως συνέπειες βλαπτικές για τους αιτούντες οι οποίες διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της, τέτοια δε «διοικητικής» φύσεως συνέπεια δεν αποτελεί η μη συμμετοχή τους σε συνάθροιση για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 κατά την διάρκεια ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό, δεν συνιστούν λόγους που δικαιολογούν τη συνέχιση της δίκης η, κατά τους αιτούντες, σπουδαιότητα των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν στην προκειμένη υπόθεση και έχουν σχέση με το προστατευόμενο από το άρθρο 11 του Συντάγματος δικαίωμα του συνέρχεσθαι ούτε το «συμφέρον» των αιτούντων να αναγνωρισθεί, δια της ακυρώσεώς της, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμη. Περαιτέρω, με την ΣτΕ Ολ 1756/2022 κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός περί προκλήσεως ηθικής βλάβης στους αιτούντες από την μη συμμετοχή τους σε συνάθροιση για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 δεν δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, διότι δεν συντρέχει εν προκειμένω από την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως περίπτωση αποδόσεως ηθικής απαξίας στο πρόσωπο των αιτούντων, ενώ, εξάλλου, δεν δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης το γεγονός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπεται η επιβολή προστίμων σε περίπτωση παραβάσεως της απαγορεύσεως των συναθροίσεων, προεχόντως διότι οι αιτούντες δεν προβάλλουν ότι έχουν επιβληθεί εις βάρος τους τέτοια πρόστιμα. Τέλος, δεν δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης ούτε το γεγονός ότι εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογή της ίδιας διατάξεως στην οποία ερείδεται και η προσβαλλόμενη πράξη (παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π.), και νεότερη απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (για την απαγόρευση των συναθροίσεων στις 6.12.2020), διότι με την νεότερη αυτή απόφαση δεν αντικαταστάθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ούτε παρατάθηκε η ισχύς της επιβληθείσης με αυτήν απαγορεύσεως, η οποία αφορούσε τις συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973. Επίσης, με την ΣτΕ Ολ 1755/2022 κρίθηκε ότι δεν συνιστά ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης το ενδεχόμενο εκδόσεως στο μέλλον άλλων αποφάσεων περιοριστικών του δικαιώματος του συνέρχεσθαι κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. Κατόπιν τούτων, με τις ανωτέρω αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι, εφόσον η ισχύς της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ήδη λήξει, οι δε προβαλλόμενοι από τους αιτούντες ισχυρισμοί περί συνδρομής ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για συνέχιση της δίκης δεν ευσταθούν, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989.
– Κατά την μειοψηφούσα, όμως, γνώμη (σε αμφότερες τις ως άνω αποφάσεις), οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί συνδρομής στο πρόσωπό τους ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης, με τους οποίους σωρευτικά αποδεικνύεται ο κίνδυνος διαφυγής της εν προκειμένω προσβαλλόμενης διοικητικής (μη κυβερνητικής) πράξεως από οποιονδήποτε δικαστικό έλεγχο, ευθύ ή παρεμπίπτοντα, που θα μπορούσαν οι ίδιοι να επιδιώξουν, παρ’ όλη την επίδειξη εκ μέρους τους πάσης επιμέλειας και τήρησης των κρίσιμων δικονομικών προϋποθέσεων, πρέπει να γίνουν δεκτοί. Ούτε, τέλος, μπορεί να απορριφθεί εν προκειμένω ισχυρισμός περί υπάρξεως ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης εκ του λόγου ότι έχει ήδη εκδοθεί δικαστική απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, η οποία έκρινε επί αιτήματος προσωρινής δικαστικής προστασίας των αιτούντων. Και τούτο, διότι με την εν λόγω απόφαση η Επιτροπή Αναστολών δεν διέλαβε σκέψη σε σχέση με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ενόψει των ανωτέρω, κατά την μειοψηφούσα αυτή γνώμη, δεν συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης.