ΣτΕ Ολομ. 682/2019 (κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ Β΄ Τμ. 1356/2018 επταμ.)
Δικαίωμα ένδικης προστασίας – Αίτηση ακυρώσεως – Παράβολο – Οφείλεται ένα παράβολο σε περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 35 (1, 3 και 4), 36 (παρ. 1 και 4) και 45 (παρ. 6) του π.δ. 18/1989, όπως αυτές παγίως εφαρμόζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα με κοινό δικόγραφο αρκεί, για το παραδεκτό του ασκηθέντος βοηθήματος, η καταβολή ενός και μόνου παραβόλου. Τούτο δε διότι, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνάπτεται αποκλειστικά προς αυτή καθ’ εαυτή την άσκηση του ενδίκου μέσου, δηλαδή την διαδικαστική πράξη με την οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής εννόμου προστασίας και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ζητούμενης προστασίας και το αντικείμενο της δίκης. Οι ανωτέρω διατάξεις ουδόλως θεσπίζουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου για καθένα χωριστά από τους διαδίκους που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο, στο πλαίσιο του δικονομικού θεσμού της ομοδικίας, εφ’ όσον μάλιστα η ακυρωτική δίκη αφορά την αντικειμενική νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και όχι αυτοτελείς ατομικές αξιώσεις και δίκαια εξ υποκειμένου, η δε ομοδικία προϋποθέτει κοινό έννομο συμφέρον και κοινούς λόγους ακυρώσεως. Ο θεσμός της ομοδικίας προϋποθέτει επίσης ότι όλοι οι ομόδικοι τελούν υπό τις αυτές νομικές και πραγματικές συνθήκες σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης και την ζητούμενη έννομη προστασία. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα ότι, ενώ η επίκληση της ομοδικίας είναι κοινή, η απόδειξή της εξετάζεται χωριστά για κάθε διάδικο, όπως ομοίως χωριστά εξετάζεται και η νομιμοποίηση. Επομένως δεν υφίστανται πλείονες αυτοτελείς έννομες σχέσεις δίκης, αν δε αυτοί που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας (πρβλ. ΣτΕ 935/2018, 558/2018, 433/2018, 428/2018 κ.ά.) και οι μη ομοδικούντες δικαιούνται (ΣτΕ 2910/1984) και οφείλουν (ΣτΕ 4171/1987) να ζητήσουν έννομη προστασία μετά από χωρισμό δικογράφου και καταβολή νέου παραβόλου για το νέο εισαγωγικό δικόγραφο με συνέπεια να ανοίγει μια νέα, αυτοτελής έννομη σχέση δίκης. Εξ άλλου, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου δεν συναρτάται ούτε με την έκβαση της δίκης, από την οποία εξαρτάται μόνο η τύχη του (κατάπτωση ή απόδοση στους εκ των ομοδίκων νικήσαντες εν όλω ή εν μέρει – βλ. ΣΕ 935/2018 κ.ά.), επομένως ζήτημα καταπτώσεως του παραβόλου εις βάρος των ομοδίκων που δεν νομιμοποιήθηκαν ή δεν απέδειξαν το έννομο συμφέρον τους δεν τίθεται. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία επί ασκήσεως κοινής αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερους αιτούντες απαιτείται η καταβολή τόσων παραβόλων όσοι και οι αιτούντες, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα των κρισίμων διατάξεων, ούτε στην όλη οικονομία του συστήματος παροχής εννόμου προστασίας, και ιδίως των θεσμών του παραβόλου, και της ομοδικίας, έτσι όπως έχουν καταστρωθεί στην δικονομική έννομη τάξη, ούτε προκύπτει σχετική βούληση του νομοθέτη από την εξέλιξη και τις προπαρασκευαστικές εργασίες των οικείων διατάξεων (ιδίως, ούτε εξ αφορμής της προσθήκης παρ. 6 στο άρθρο 45 του π.δ. 18/1989 με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004). Αντιθέτως, όπου ο νομοθέτης προέβη σε διαφορετικές σταθμίσεις για την υποχρέωση καταβολής παραβόλου σε σχέση με τους ανωτέρω δικονομικούς θεσμούς το έχει ορίσει ρητώς, όπως, ενδεικτικά, με το άρθρο 277 παρ. 8 του ν. ΚΔΔ. [με μειοψηφία τριών Συμβούλων]
ΕΑ ΣτΕ Β΄ Τμ. 105/2019 (αίτηση άρ. 372 ν. 4412/2016)
Αίτηση αναστολής εκτέλεσης αποφάσεων της ΑΕΠΠ επί προδικαστικών προσφυγών – Έλλειψη συνάφειας των προσβαλλόμενων αποφάσεων, που αφορούν στο παραδεκτό διαφορετικών προσφορών – Χωρισμός δικογράφου – Αναλογικό παράβολο – Απαράδεκτο της αίτησης, λόγω καταβολής ελλιπούς παραβόλου, κατά την άσκησή της – Δεν θεραπεύεται εκ των υστέρων – Απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου
(Α) Σύμφωνα με το το εδάφιο β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004 και εφαρμόζεται αναλόγως στην παρούσα διαφορά, σύμφωνα με το εδάφιο δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016, σε περίπτωση έλλειψης συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων, η Επιτροπή Αναστολών δικάζει την αίτηση ως προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη και τις συναφείς με αυτήν, αναβάλλει δε σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τις υπόλοιπες πράξεις και διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου ως προς αυτές, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου, εντός τακτής προθεσμίας. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν κατατεθεί νομοτύπως, με καταβολή και του νομίμου παράβολου, αυτοτελές και ιδιαίτερο δικόγραφο, κατά χωρισμό του αρχικού, για τις πράξεις που δεν είναι συναφείς με την προτασσόμενη στο αρχικό δικόγραφο, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ως προς τις πράξεις αυτές. Εξάλλου, δεν είναι συναφείς μεταξύ τους αποφάσεις της ΑΕΠΠ οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετικά αντικείμενα (πρβλ. ΣτΕ 1964/2018, 1469/2018, 3624/2014, 1249/1991 κ.ά.), όπως στο παραδεκτό (ήτοι, στη συμβατότητα με τους προβλεπόμενους, επί ποινή απαραδέκτου, όρους της διακήρυξης) διαφορετικών προσφορών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της επίδικης διαγωνιστικής διαδικασίας, τούτο δε ισχύει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και σε περίπτωση που τα αντικείμενα αυτά κριθούν με μία απόφαση της ΑΕΠΠ (όπως με ενιαία απόφαση επί περισσότερων προδικαστικών προσφυγών).
(Β) Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε περίπτωση έλλειψης συνάφειας των προσβαλλόμενων με το ένδικο βοήθημα πράξεων, η (κατά χωρισμό του αρχικού δικογράφου) κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου για τις πράξεις που δεν είναι συναφείς με την προτασσόμενη στο αρχικό δικόγραφο υπόκειται ξεχωριστά στο νόμιμο παράβολο, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του (για το σκοπό της υποχρέωσης καταβολής παραβόλου, βλ., γενικά, ΣτΕ 1354-1356/2018 επταμ., και, ειδικά, ως προς το αναλογικό παράβολο της αίτησης παροχής προσωρινής ένδικης προστασίας στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, ΕΑ 475/2013 Ολομ., 309/2017 πενταμ.), καθώς και του ότι δημιουργείται δεύτερη (αυτοτελής σε σχέση με την πρώτη) έννομη σχέση δίκης. Συνεπώς, στην προαναφερόμενη περίπτωση, καθεμία από τις δύο (αυτοτελείς) αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας εξετάζεται, ως προς το παραδεκτό της, χωριστά, από απόψεως καταβολής του νομίμου παραβόλου.
(Γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση υπ’ αριθμ. [Ι] της ΑΕΠΠ, η οποία προτάσσεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, δεν μπορεί να θεωρηθεί συναφής προς το αμφισβητούμενο, εν προκειμένω, μέρος των υπ’ αριθμ. [ΙΙ] και [ΙΙΙ] αποφάσεων της ΑΕΠΠ, δεδομένου ότι έχει διαφορετικό αντικείμενο (προδικαστική προσφυγή της αιτούσας σχετικά με το παραδεκτό των προσφορών των λοιπών εταιρειών που συμμετείχαν στο διαγωνισμό, ενώ το επίδικο τμήμα των [ΙΙ] και [ΙΙΙ] αποφάσεων της ΑΕΠΠ αφορά στις αιτιάσεις των προδικαστικών προσφυγών των εταιρειών Χ και Ψ περί πλημμελειών και απαραδέκτου της προσφοράς της αιτούσας). Η υπ’ αριθμ. [Ι] απόφαση της ΑΕΠΠ είναι, πάντως, συναφής με τις προσβαλλόμενες πράξεις οργάνων της ΕΥΑΘ (βλ. σχετικά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 εδαφ. γ΄ του ν. 4412/2016). Εξάλλου, οι υπ’ αριθμ. [ΙΙ] και [ΙΙΙ] αποφάσεις της ΑΕΠΠ παρουσιάζουν συνάφεια μεταξύ τους, ως προς το προσβαλλόμενο, εν προκειμένω, μέρος τους, καθώς αναφέρονται στο ίδιο αντικείμενο (απαράδεκτο της προσφοράς της αιτούσας, λόγω αποκλίσεών της από όρους της διακήρυξης). Συνεπώς, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω, η Επιτροπή Αναστολών δικάζει, με την παρούσα απόφασή της, την κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος της που αφορά στην [Ι] απόφαση της ΑΕΠΠ και στις προσβαλλόμενες πράξεις της ΕΥΑΘ, ενώ αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της […] ως προς τις δύο άλλες (συναφείς μεταξύ τους) προσβαλλόμενες αποφάσεις της ΑΕΠΠ και διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου ως προς αυτές, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου (και με καταβολή του νομίμου παραβόλου), εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών, από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στην αιτούσα.
(Γ) Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 4 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 αναλογικό παράβολο (η καταβολή του οποίου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος, συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας: βλ. εμμέσως ΕΑ 12/2018 Ολομ., 70/2019 Ολομ., 86/2018 κ.ά. – πρβλ., a fortiori, ΕΑ 475/2013 Ολομ., 136/2013 Ολομ., 309/2017 πενταμ. κ.ά.) υπολογίζεται ως ποσοστό της προϋπολογισθείσας αξίας της υπό σύναψη σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, σύμφωνα με το ρητό και σαφές γράμμα του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 372, η σαφήνεια του οποίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζεται από τη διαφορετική ρύθμιση του άρθρου 363 παρ. 1 εδαφ. α΄ του ν. 4412/2016 περί του υπολογισμού του παραβόλου της προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της ΑΕΠΠ, κρίνονται δε απορριπτέα ως αβάσιμα όλα τα περί του αντιθέτου προβληθέντα από την αιτούσα. Εξάλλου, η καταβολή, κατά την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, πλήρους του προβλεπόμενου στις ανωτέρω διατάξεις ποσού παραβόλου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης αναστολής (βλ. ΕΑ 475/2013 Ολομ., 269-270/2016, 309/2017 πενταμ. κ.ά.), η δε παράλειψη καταβολής του (συνόλου του) ποσού αυτού δημιουργεί απαράδεκτο της αίτησης, το οποίο δεν μπορεί να θεραπευθεί εκ των υστέρων, με την τυχόν καταβολή του ελλείποντος ποσού παραβόλου την ημέρα της συζήτησης της αίτησης (πρβλ. ΣτΕ 777/2013 Ολομ., ΕΑ 494/2013, 269-270/2016, 309/2017 πενταμ.).
(Δ) Εν προκειμένω, κατά την άσκηση της αίτησης, καταβλήθηκε ποσό παραβόλου το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του 0,1% της προϋπολογισθείσας αξίας της επίδικης σύμβασης, χωρίς τον αναλογούντα ΦΠΑ. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση (κατά της απόφασης [Ι] της ΑΕΠΠ και των συναφών προσβαλλόμενων πράξεων της ΕΥΑΘ) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω παράλειψης καταβολής (του συνόλου) του οφειλόμενου κατά την άσκησή της ποσού παραβόλου, το δε ως άνω απαράδεκτο δεν θεραπεύθηκε με την καταβολή την ημέρα της συζήτησης, πρόσθετου ποσού παραβόλου
(Ε) Εφόσον η κρινόμενη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη για τον ανωτέρω λόγο, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αιτούσα των καταβληθέντων ποσών παραβόλου (πρβλ. ΣτΕ 777/2013 Ολομ., ΕΑ 475/2013 Ολομ., 269-270/2016, 309/2017 πενταμ. κ.ά.). [με μειοψηφία του εισηγητή Παρέδρου, ο οποίος υποστήριξε ότι, εφόσον η αίτηση απορρίπτεται (ως προς το κρινόμενο μέρος της) ως απαράδεκτη και ενόψει της επιβάρυνσης του έργου (της Γραμματείας και των δικαστικών λειτουργών) του Δικαστηρίου με τη συζήτησή της και την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, θα έπρεπε να διαταχθεί η κατάπτωση του οφειλόμενου, κατά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, ποσού παραβόλου]
Σημείωμα-Σχόλιο Ι.Δ. επί των ΣτΕ Ολομ. 682/2019 και ΕΑ ΣτΕ Β΄ Τμ. 105/2019:
(Ι) Κοινό στοιχείο των εν λόγω αποφάσεων είναι ο προβληματισμός τους σχετικά με το παράβολο του ενδίκου βοηθήματος, από διαφορετική, όμως, οπτική γωνία. Η πρώτη απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν παραπεμπτικής απόφασης της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος, έκρινε ότι οφείλεται ένα παράβολο σε περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα, εμμένοντας στην αντίστοιχη γνωστή, παγιωμένη πρακτική του Δικαστηρίου. Αντίθετα, η δεύτερη απόφαση, που έκρινε επί αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως (“ασφαλιστικών μέτρων” κατά) αποφάσεων της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών και σχετικών πράξεων της αναθέτουσας αρχής, νεωτερίζει ως προς τα ακόλουθα σημεία: (i) στο πλαίσιο της εξέτασης του παραδεκτού της αιτήσεως, προτάσσει το ζήτημα της συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων έναντι εκείνου του παραβόλου, (ii) θεωρεί ότι δεν είναι μεταξύ τους συναφείς αποφάσεις της ΑΕΠΠ (ή και τμήματα της ίδιας απόφασης της ΑΕΠΠ) που αφορούν στο παραδεκτό (ήτοι, στη συμβατότητα με τους απαράβατους όρους της διακήρυξης) διαφορετικών προσφορών της διαγωνιστικής διαδικασίας (της αιτούσας και των ανταγωνιστών της), (iii) διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου, ως προς δύο από τις (συνολικά τρεις) προσβαλλόμενες αποφάσεις της ΑΕΠΠ, ελλείψει συνάφειας προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο απόφασή της και(iv) συνεπεία του διατασσόμενου χωρισμού, απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη, λόγω καταβολής ελλιπούς παραβόλου κατά την άσκησή της, μόνον εν μέρει. Περαιτέρω, η Επιτροπή Αναστολών, επαναλαμβάνοντας παγιωμένη νομολογία του Δικαστηρίου, διατάσσει (κατά πλειοψηφία) την απόδοση των καταβληθέντων ποσών παραβόλου. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα (της απόδοσης) διατυπώνεται, πάντως, και μειοψηφία, η οποία αντανακλά κατ’ ουσίαν σκέλος της επιχειρηματολογίας της πλειοψηφίας της παραπεμπτικής απόφασης ΣτΕ 1356/2018, επί της οποίας εκδόθηκε η προεκτεθείσα ΣτΕ Ολομ. 682/2019.
(ΙΙ) Οι προαναφερόμενες θέσεις που πλειοψήφησαν στις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 682/2019 και ΕΑ ΣτΕ 105/2019, μολονότι αναφερόμενες σε διαφορετικά θέματα για το παράβολο, οδηγούν αμφότερες στο (μάλλον παράδοξο) αποτέλεσμα οι διάδικοινα μπορούν να ασκούν (και να επιβαρύνουν το φόρτο εργασίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας με) απαράδεκτες αιτήσεις ανέξοδα, έναντι του Δημοσίου και, εν τέλει, της κοινωνικής ολότητας (μολονότι έχουν ενεργήσει απερίσκεπτα ή αμελώς), με περαιτέρω, σχεδόν αναγκαία, συνέπεια, να καθυστερεί η κρίση άλλων, παραδεκτών, αιτήσεων. Πρόκειται για προσέγγιση που δεν φαίνεται, κατ’ αποτέλεσμα, να συνάδει προς το συμφέρον της αποτελεσματικής και ταχείας απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης και το οποίο λειτουργεί σε βάρος άλλων διαδίκων. Ίσως, λοιπόν, να είναι σκόπιμο τα θέματα αυτά να ρυθμιστούν από το νομοθέτη κατά τρόπο σύμφωνο με το ανωτέρω δημόσιο συμφέρον, ενδεχομένως, κατόπιν σχετικής πρότασης της Διοικητικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.